Α' Β' Γ' Δ' Ε' Στ' Ερ Βιο

Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Α' Λυκείου

Δημήτριος Βικέλας, Ο Παπα-Νάρκισσος



321 322 323 324 325 326 327 328 329 330 331 332 333 334 335 336 337

Οι Φαναριώτες και η Ρομαντική Σχολή των Αθηνών (1830-1880) 321

Δημήτριος Βικέλας, Ο Παπα-Νάρκισσος

 

Το διήγημα περιλαμβάνεται στη συλλογή Διηγήματα (1887). Η διαφοροποίησή του από τον Λουκή Λάρα (1879) είναι αισθητή. Το συγγραφέα δεν τον απασχολούν πλέον τα ιστορικά γεγονότα και οι συνέπειές τους, αλλά η καθημερινή ζωή των ανθρώπων της υπαίθρου και η συμπεριφορά τους. Ανταποκρίνεται δηλαδή στους γενικότερους στόχους της πεζογραφίας της Γενιάς του 1880, η οποία κινείται στον χώρο της ηθογραφίας. Στο διήγημα είναι φανερή η επιδίωξη του Βικέλα να συνδυάσει την ηθικοδιδακτική του διάθεση με την απόπειρα μιας κάποιας ψυχογραφίας.

δεσμός Διαβάστε τον Λουκή Λάρα

Διηγήματα Διαβάστε τα Διηγήματα: (Η άσχημη αδερφή, Ο Παππανάρκισσος, Ο λυσσασμένος, Φίλιππος Μάρθας, Εις του οφθαλμιάτρου, Ανάμνησις, Διατί έμεινα δικηγόρος, Τα δύο αδέρφια)  

 


 

Α'

 

Παπαδιά μου, είπεν ο παπα-Νάρκισσος, αφού απέφαγε και έκαμε τον σταυρόν του, παπαδιά μου, μου κατεβαίνει ο ύπνος γλυκά γλυκά. Με την άδειά σου θα τον πάρω.

- Να τον πάρεις και να τον καλοπάρεις παπά μου. Σου αξίζει να ησυχάσεις ύστερα από τόσην κούρασιν σήμερον. Και ούτε θα έλθει κανείς να σε ταράξει με αυτό το ηλιοπύρι.

Και ήρχισεν η παπαδιά να μεταφέρει από την τράπεζαν εις τον νεροχύτην τα ολίγα πινάκια και τα δύο μαχαιροπήρουνα, δια να τα καθαρίσει προτού τα τοποθετήσει εις την εξέχουσαν επί του τοίχου σανίδα, μεταξύ του νεροχύτου και της εστίας. Διότι το δωμάτιον εκείνο ήτο συγχρόνως και μαγειρείον και εστιατόριον και αίθουσα. Η τράπεζα επί της οποίας έφαγον το λιτόν γεύμα των, τέσσαρες ξύλιναι καρέκλαι και εις ψάθινος καναπές ήσαν τα μόνα έπιπλά του. Ο καναπές ήτο αντίκρυ της εστίας. Άνωθεν αυτού εκρέματο επί του τοίχου, εντός μαύρου ξυλίνου πλαισίου (χωρίς όμως ύαλον), λιθογραφία, κιτρίνη εκ της πολυκαιρίας, παριστώσα την άφιξιν του βασιλέως Όθωνος εις Ναύπλιον. Απέναντι της εισόδου, εις μεν την προς τα δεξιά γωνίαν του τοίχου ήτο η θύρα του κοιτώνος, 322 εις δε την προς τ' αριστερά η θύρα του κήπου. Μεταξύ των δύο θυρών εκείτο κιβώτιον ογκώδες, πρασίνου χρώματος, επ' αυτού δε τάπης μικρός διπλωμένος εις τέσσαρα. Τον τοίχον, άνωθεν του κιβωτίου, εστόλιζεν ετέρα λιθογραφία, άνευ πλαισίου αύτη, προσηλωμένη επί του τοίχου διά τεσσάρων μικρών καρφίων, και παριστώσα, όχι πολύ εντέχνως, την άποψιν του εν Τήνω ναού της Ευαγγελιστρίας· ενθύμημα τούτο, προδήλως, ευλαβούς του οικοδεσπότου αποδημίας εις το προσκυνητήριον εκείνο. Κατάντικρυ του κιβωτίου ήτο η θύρα της οικίας, εκατέρωθεν δε αυτής δύο παράθυρα, των οποίων τα φύλλα ήσαν κλειστά. Η θύρα εχωρίζετο οριζοντίως εις δύο φύλλα, εκ των οποίων το μεν κάτω ήτο κλειστόν, το δε άνω ανοικτόν προς τον στενόν έξω δρομίσκον, και εισήρχετο δι' αυτού εντός του δωματίου το άφθονον φως του μεσημβρινού ηλίου.

Εν τούτοις ο παπα-Νάρκισσος εγερθείς εισήλθεν εις τον κοιτώνα, έφερεν εκείθεν το προσκέφαλόν του, το έθεσεν επί του καναπέ, έκλεισε και το άνω φύλλον της θύρας διά να γίνει το δωμάτιον σκοτεινόν και δροσερόν, και εξηπλώθη εις τον καναπέν. Αλλά μετ' ολίγα λεπτά ηγέρθη πάλιν, επήρε τον επί του κιβωτίου τάπητα, τον εξεδίπλωσε, τον ήπλωσε μετά προσοχής επί του καναπέ και εστρώθη μετά μεγαλυτέρας ή πρότερον ευχαριστήσεως, ενώ η παπαδιά εξηκολούθει εν σιωπή την παρά τον νεροχύτην εργασίαν της.

Εδικαιούτο πράγματι ο παπα-Νάρκισσος να θέλει ανάπαυσιν την μεσημβρίαν της Κυριακής εκείνης. Ήτο επί ποδός από τα εξημερώματα. Εν ελλείψει άλλου ιερέως, ή διακόνου, ή και αναγνώστου, αυτός ανέγνωσε κατά το σύνηθες τον όρθρον και ετέλεσε την λειτουργίαν εις την μόνην εκκλησίαν του μικρού χωρίου του. Μετά δε την απόλυσιν της εκκλησίας μετέβη πεζός εις απομεμακρυσμένον μέρος της νήσου, μετά του ειρηνοδίκου και μαρτύρων, προς εξακρίβωσιν των ορίων ενός εκεί αγρού του, του οποίου ο γείτων αντεποιείτο μίαν λωρίδα. Και επέστρεψε μεν ικανοποιηθείς, διότι ανεγνωρίσθη το δίκαιόν του επισήμως, αλλ' όμως ο δρόμος ήτο μακρός, ο δε καύσων υπερβολικός. Είχε παρέλθει η συνήθης του γεύματος ώρα ότε επανήλθεν εις την οικίαν του, όπου η παπαδιά επερίμενεν ανησυχούσα μη χαλάσει το φαγητόν. Αλλ' ο πεινασμένος παπάς το εύρεν εξαίρετον και το ετίμησε κατά κόρον, προς άκραν της συζύγου του ευχαρίστησιν. Συνετέλεσε δε και τούτο ίσως προς αύξησιν του βάρους των βλεφάρων του.

323Ο μεσημβρινός καύσων, ευαρέστως μετριαζόμενος από το σκότος του δωματίου, η άκρα σιωπή, διακοπτομένη από μόνην έξω των τεττίγων την μονότονον μουσικήν, εντός δε της οικίας από τας ελαφράς κινήσεις της παπαδιάς τοποθετούσης τα πινάκια εις την θέσιν των -ο κάματος του χορτασθέντος παπά- ο απαλός επί του καναπέ τάπης, τα πάντα προσεκάλουν τον ύπνον.

Με ημίκλειστα τα βλέφαρα ο ιερεύς παρηκολούθει την εργασίαν της συζύγου του, η δε ξανθή του γενειάς μόλις υπέκρυπτε μειδίαμα αφάτου αγαλλιάσεως. Εσκέπτετο ότι εντός ολίγων μηνών θα προστεθεί κοιτίς βρέφους εις τον κοιτώνα των. Χθες μόνον έμαθε το χαρμόσυνον μυστικόν. Η παπαδιά το εξεμυστηρεύθη την νύκτα, εις τα σκοτεινά, συστελλομένη να το είπει εις το φως της ημέρας.

Και ενώ εστήριζε τρυφερώς τα νυσταλέα βλέμματα εις την νεαράν του γυναίκα, διέβαινον ταυτοχρόνως ενώπιον της φαντασίας του σκηναί διάφοροι του παρελθόντος βίου, προσλαμβάνουσαι βαθμηδόν μορφήν ονείρου και συναρμολογούμενοι εν τη ταχεία αυτών και νεφελώδει διελίξει με την ευφρόσυνον συναίσθησιν της παρούσης ευτυχίας.

 

Β'

 

Προ τριών μόνον μηνών απήλαυσεν ο παπα-Νάρκισσος την διπλήν τιμήν του να γίνη ιερεύς και σύζυγος. Παιδιόθεν εφόρει το ράσον, ταχθείς εις την Εκκλησίαν προτού εισέτι γεννηθεί. Εξ αμνημονεύτων χρόνων οι πρωτότοκοι της μητρικής οικογενείας του εγίνοντο ιερείς, προς εξυπηρέτησιν της ιδιοκτήτου μικράς εκκλησίας της Υπαπαντής, ήτις ήτο το στόλισμα, το καύχημα και το προσκυνητήριον της νήσου. Αλλ' ο προκάτοχος του Ναρκίσσου, και θείος, ήτο κατ' εξαίρεσιν άτεκνος. Διά τούτο, ότε ενύμφευσε την νεωτέραν αυτού και μόνην αδελφήν, ετέθη όρος ρητός εις το προικοσύμφωνον, ότι ο πρώτος υιός της θα γίνη ιερεύς και κληρονόμος του.

Η χαρά της οικογενείας, ότε εγενήθη άρρεν, υπερέβη την συνήθως εκδηλουμένην εις τοιαύτας περιστάσεις, προς αδικαιολόγητον υποτίμησιν της αξίας των θηλέων.

324Ο μικρός Νάρκισσος εθηλάσθη μετά σεβασμού, καθό μέλλων ιερεύς, παιχνίδια του ήσαν κομβολόγια και σταυροί, ότε δε ήρχισε να ομιλεί πρώτας λέξεις, μετά τα παγκόσμια παπά και μαμά, εδιδάχθη να ψελλίζει το Κύριε, ελέησον. Μόλις ηδύνατο να περιπατεί στερεώς, ότε έλαβε το προνόμιον του να κρατεί την λαμπάδα ενώπιον του θείου του ιερουργούντος. Ούτος εδίδαξεν εις το μικρόν ανεψιόν του το αλφάβητον διά των ερυθρών ψηφίων του Ωρολογίου, βραδύτερον δε την ανάγνωσιν διά της Οκτωήχου. Αλλ' όμως ταύτα πάντα δεν περιέστελλον τας προς το παίζειν ορμάς του μικρού ιερωμένου, ουδέ τον απήλλασσον χειροτονίας άλλου είδους, ότε ήρχετο με το ράσον κατεσχισμένον από τας αναρριχήσεις εις βράχους ή από διαπληκτισμούς υπέρ το δέον ζωηρούς μετά των συνηλικιωτών του.

Άμα εισελθών εις το δωδέκατον έτος της ηλικίας του ο μικρός ρασοφόρος εξενιτεύθη, διά να μη εξαμβλύνει η πολλή σχέσις το σέβας του ποιμνίου προς τον επίδοξον ποιμένα του. Εις Άνδρον ιδιώτευε γέρων θείος της μητρός του, όστις, χρηματίσας επίσκοπος Σαλμαθούντος, παρητήθη του ιερού αξιώματος, αφού απεθησαύρισε τα αρκούντα όπως ζήσει εν ανέσει το λοιπόν του βίου. Προς τούτον απεστάλη ο Νάρκισσος. Ο Δεσπότης τον προσεδέχθη ευχαρίστως, παραχωρήσας εις αυτόν την θέσιν και τον τίτλον αναγνώστου. Προς δικαίωσιν δε του πρώτου τούτου βαθμού της ιερωσύνης, ο Νάρκισσος εξηκολούθησε τα μαθήματα του όχι μόνον εις το σχολείον της Άνδρου, αλλά και υπό τον πρωτοσύγκελλον του πρώην Σαλμαθούντος, όστις ιδίως τον προήλειφεν εις τα εκκλησιαστικά.

Εντός τοιαύτης προσφυούς ατμοσφαίρας προητοιμάζετο ο νέος διά το στάδιόν του. Μετά παρέλευσιν ετών τίνων ο αναγνώστης επρόκειτο να προχειρισθεί, εις διάκονον, ότε ήλθεν εις Άνδρον η είδησις ότι απεβίωσεν ο θείος του, οι δε συμπολίται του τον προσεκάλουν προς παραλαβήν της ιεράς διαδοχής. Ήτο νέος εισέτι διά τα καθήκοντα ιερέως, αλλά δεν έπρεπε να περιπέσει εις ξένας χείρας το οικογενειακόν προνόμιον. Ο πρώην Σαλμαθούντος, καίτοι φέρων βαρέως την στέρησιν του αναγνώστου και μέλλοντος διακόνου του, τον έστειλε με την ευχήν του εις την πατρίδα προς εύρεσιν νύμφης προτού τον χειροτονήσει.

325Τούτο ουδαμώς δυσηρέστει ούτε εδυσκόλευε τον Νάρκισσον, καθόσον η εκλογή ήτο εκ των προτέρων ωρισμένη. Εκ βρεφικής σχεδόν ηλικίας εθεώρει την Αρετούλαν ως μέλλουσαν γυναίκα του. Οι γονείς των δυο παιδίων επεκύρωσαν παιδιόθεν το συνοικέσιον, κατά το ήμισυ παίζοντες και κατά το ήμισυ σπουδάζοντες, αλλ' ο μικρός Νάρκισσος παρεδέχθη εξαρχής το σπουδαίον μόνον μέρος της υποθέσεως, ότε δε ανεχώρησεν εις Άνδρον, αντήλλαξε μετά της μικρός συμπαικτρίας του υπόσχεσιν αμοιβαίας πίστεως.

Μετά οκτώ ετών απουσίαν εύρε την Αρετούλαν μεταβληθείσαν εις νέα κομψήν και ωραίαν, αλλά και η ξανθή κεφαλή του Ναρκίσσου δεν ηλαττούτο ωραιότητος υπό τον μαύρον σκούφον του αναγνώστου. Ο συνοδεύσας τον γαμβρόν δεσπότης ηυλόγησε τον γάμον, εχειροτόνησε τον νεανίαν διάκονον και πρεσβύτερον, και επέστρεψε πάλιν εις Άνδρον.

 

Γ'

 

Προ τριών ήδη μηνών ο Νάρκισσος ήτο ιερεύς, τα πάντα δ' έβαινον κατ' ευχήν. Οι χωρικοί εφέροντο προς τον εφημέριόν των με σέβας ανώτερον του οφειλομένου εις την ηλικίαν του, η σύζυγός του προητοίμαζε τον διάδοχον, οι αγροί του προεμήνυον ευκαρπίαν, αι πρόσοδοι της εκκλησίας δεν ηλαττώθησαν. Τι άλλο ηδύνατο να επιθυμήσει; Και όμως η ευτυχία του δεν ήτο εντελής. Την επεσκίαζε μία μεγάλη και διαρκής ανησυχία. Ο ιερεύς παραμυθεί τους ψυχορραγούντας και κηδεύει τους νεκρούς. Τους νεκρούς! Ιδού η σκέψις η οποία τον εβασάνιζε, το νέφος του οποίου η σκιά εμαύριζε τον φαιδρόν άλλως ορίζοντα του βίου του.

Ο τρόμος του θανάτου τον κατείχεν αφότου τον έφερον, μικρόν, έτι, ν' ασπασθεί τα κλειστά ψυχρά βλέφαρα του νεκρού πατρός του. Αληθώς παρευρέθη εις πολλάς κηδείας έκτοτε. Ζων πλησίον ιερέων πάντοτε, ανατραφείς ούτως ειπείν εντός της εκκλησίας, πώς ηδύνατο να μη παρακολουθεί και να μη λαμβάνει και ούτος το μέρος του εις τας νεκρωσίμους τελετάς; Αλλ' όμως εύρισκε πάντοτε τον τρόπον να υπεκφεύγει την θέαν του θανάτου. Προσηλών τα όμματα εις την λαμπάδα ή εις το ψαλτήριον το οποίον εκράτει, κρυπτόμενος το κατά δύναμιν όπισθεν των υψηλοτέρων 326 ομηλίκων του, ποτέ δεν ανύψωσε το βλέμμα προς το άπνουν του νεκροκραβάτου φορτίον, ποτέ δεν υπήκουσεν εις την σπαραξικάρδιον προς τους επιζώντας πρόσκλησιν του να δώσουν τον τελευταίον ασπασμόν εις την σάρκα, εξ ης απεχωρίσθη η ψυχή.

Αλλ' όμως πώς ηδύνατο, γενόμενος ιερεύς, να αποφύγει εφεξής της αποσυνθέσεως την επαφήν; Ησθάνετο ότι δεν ήτο δυνατόν να εξοικειωθεί προς το απαίσιον θέαμα. Εξωμολόγησεν εις τον δεσπότην τους φόβους του, εξεμυστηρεύθη τους ενδοιασμούς του, απεκάλυψε την αδυναμίαν του, αλλ' ο γέρων τον ενουθέτησε, τον επέπληξε, τον ενεθάρρυνε, τον εβεβαίωσεν ότι θα συνηθίσει και αυτός καθώς τόσοι άλλοι εις την φρίκην του θανάτου, ανύψωσε το φρόνημά του υποδεικνύων το μεγαλείον της αποστολής του ιερέως παρά την κοίτην του αποθνήσκοντος και τον λάκκον του τεθνεώτος. Ο Νάρκισσος επείσθη. Επείσθη, αλλ' ο φόβος δεν εξέλιπεν. Επί τρεις ήδη μήνας, οψέποτε ήρχετό τις προς επίσκεψίν του, έτρεμε μη έρχεται φέρων αγγελίαν θανάτου. Μέχρι τούδε διέφυγε την τρομεράν δοκιμασίαν, αλλ' εσκέπτετο ότι δεν ήτο δυνατόν να παραταθεί επί πολύ η μη εμφάνισις του θανάτου εις την νήσον του. Και τώρα, ενώ κατέβαινε γλυκύς ο ύπνος εις τα βλέφαρα του, μεταξύ των ευαρέστων εικόνων όσαι επλανώντο ως σκιαί ονείρων ενώπιον του, ανεμιγνύοντο και σκηναί οδυνηραί επιθανάτου εξομολογήσεως.

Αλλά βαθμηδόν αι εικόνες αύται εθολώθησαν πάσαι και απεσβέσθησαν, τα ημίκλειστα βλέφαρα του εκλείσθησαν εντελώς, η χειρ έπεσε βαρεία επί του τάπητος, η παρειά εβυθίσθη εις το προσκέφαλον, και εντός του σκιερού και ησύχου δωματίου αντήχησεν ισχυρά και ισόχρονος η υγιής αναπνοή του αποκοιμηθέντος ιερέως.

Η παπαδιά εντούτοις απετελείωσε την εργασίαν της και βαίνουσα ακροποδητί διά να μη ταράξει τον άνδρα της, μετέβη εις τον κοιτώνα και μετ' ολίγον επανήλθε φέρουσα μικρόν δέμα. Εκάθισεν εις το παρά την σβεστήν εστίαν σκαμνίον, ήνοιξε το δέμα και ήπλωσεν επί των γονάτων της το εν μετά το άλλο τα περιεχόμενα. Ήσαν βρεφικά ενδύματα, δανεισθέντα ως δείγμα διά τα εργόχειρα, εις τα οποία εσκόπευε ν' αφοσιωθεί εφεξής. Και τα έβλεπεν η παπαδιά μετά πόθου, και τα παρετήρει μετά βραδύτητος εις την οποίαν υπεκρύπτετο άλλο αίσθημα ή η περί την επεξεργασίαν των προσοχή. Και διακόπτουσα την εξέτασιν των ενδυμάτων, έστρεφεν εν τω μεταξύ το βλέμμα και έβλεπε ρεμβάζουσα τον ησύχως κοιμώμενον σύζυγόν της.

 

327Δ'

 

Ήχος βημάτων βαρέων προχωρούντων προς την οικίαν διέκοψεν αίφνης την έξω ησυχίαν. Τα βήματα διεκόπησαν προ της θύρας, και το άνω φύλλον αυτής, υπείκον εις πίεσιν χειρός ωθούσης έξωθεν, έτριξεν ελαφρώς και ηνοίχθη κατά το ήμισυ. Το φως εισήλθεν άφθονον εντός του δωματίου, η αναπνοή του ιερέως μετέβαλε ρυθμόν, αλλ' όμως δεν έπαυσεν αντηχούσα, η δε παπαδιά στρέψασα την κεφαλήν προς το ανοιχθέν θυρόφυλλον, έθεσε τον δάκτυλον εις τα χείλη διά να επιβάλει σιωπήν εις τον ανοίξαντα.

Εντός του φωτερού τετραγώνου, του σχηματισθέντος διά του ανοίγματος του άνω μέρους της θύρας, προέκυπτε το στήθος και η κεφαλή γέροντος χωρικού. Το παλαιόν φέσι του περιέδεε μανδήλιον βαμβακερόν, του οποίου αι λευκαί άκραι εκρέμαντο όπισθεν προς προφύλαξιν του ρυτιδωμένου αυχένος του. Υπό το φέσι έλαμπον οι ζωηροί οφθαλμοί του σκιαζόμενοι από δασείας πολιάς οφρύς. Ο ιδρώς έσταζεν από τους κροτάφους του. Διά της δεξιάς χειρός εκράτει ράβδον στηριζομένην επί του ώμου του, από δε την άκραν της ράβδου εκρέματο επί των νώτων του καλάθιον σκεπασμένον με φύλλα λάχανων.

Η παπαδιά εγερθείσα επλησίασεν αψοφητί προς την θύραν.

- Καλημέρα, Γεροθανάση, εψιθύρισεν. Ο παπάς κοιμάται.

- Το βλέπω, παπαδιά μου, απεκρίθη ο γέρων, προσπαθών ανεπιτυχώς να καταβιβάσει εις ψιθυρισμόν και ούτος τον ήχον της βραγχώδους φωνής του. Το βλέπω, αλλά είναι ανάγκη να ξυπνήσει.

- Τι τρέχει; Τι τον θέλεις;

- Δεν τον θέλω εγώ, δόξα σοι ο Θεός! Ο λεπρός τον θέλει.

- Κύριε, ελέησον! Ο λεπρός! επανέλαβεν η παπαδιά.

Και ανελογίσθη διά μιας τους φόβους του συζύγου της - την φρίκην του ν' αρχίσει από τον λεπρόν την εξάσκησιν των δυσχερών καθηκόντων του - και την απόστασιν έως εις το άλλο άκρον της νήσου, 328 όπου ο δυστυχής εκείνος διήρχετο τον έρημον βίον - και τον πολύν καύσωνα της θερινής εκείνης ημέρας.

- Ετελείωσαν, μου φαίνεται, τα ψωμιά του, υπέλαβεν ο χωρικός.

- Κύριε, ελέησον, επανέλαβεν η παπαδιά, μη ευρίσκουσα άλλας λέξεις προς έκφρασιν της αδημονίας της, και στρέφουσα τα ανήσυχα βλέμματα προς τον καναπέν.

Ο ιερεύς ήκουσε τα πάντα, αλλά τα ήκουσεν ως εις όνειρον. Το άνοιγμα της θύρας διέκοψε τον ύπνο του, αλλ' αι αισθήσεις του έμενον εισέτι εις νάρκωσιν, αι δε ιδέαι συνωθούντο συγκεχυμέναι και άνευ σειράς εντός της κεφαλής του. Είδε διά των κλειστών βλεφάρων το χυθέν εντός του δωματίου φως, ήκουσε την γυναίκα του προσαγορεύουσαν τον Γεροθανάσην, ήκουσεν ότι ο λεπρός τον θέλει... Αλλ' η τελευταία του γέροντος φράσις και το δεύτερον της συζύγου του «Κύριε, ελέησον» τον αφύπνισαν εντελώς.

Ανέκυψε την κεφαλήν, κατεβίβασε τους πόδας, και καθήμενος επί του καναπέ, με τας δύο χείρας στηριζόμενος επί του τάπητος, με τα βλέμματα προσηλωμένα προς την θύραν και τα χείλη ημιανοικτά, έμενεν ακίνητος και σιωπηλός. Εσκέπτετο άρα γε; Όχι δεν εσκέπτετο, αλλ' εφαντάζετο ότι βλέπει ενώπιόν του την ελεεινήν καλύβην επί των βράχων, υπεράνω της θαλάσσης, όπου προ ετών πολλών, ωθούμενος υπό παιδικής περιεργείας, επλησίασε διά να ίδει τι εστί λεπρός. Εφαντάζετο ότι βλέπει τον δυστυχή της καλύβης κάτοικον, καθώς τον είδε τότε καθήμενον κατά γης εις την σκιάν μιας κέδρου, καθαρίζοντα χόρτα άγρια εντός της πηλίνης χύτρας του και στρέφοντα μετ' απορίας την κεφαλήν προς τον μικρόν ρασοφόρον. Ανεπόλει πώς ότε είδε την αποτρόπαιον εκείνην μορφήν, ρίγος φρίκης τον κατέλαβε και έφυγε δρομαίος προς τους συντρόφους του, οίτινες ατολμότεροι τον επερίμενον μακράν της καλύβης...

- Να με συμπαθήσεις, παπά μου, είπεν ο Γεροθανάσης. Σ' εξύπνησα. Αλλά ψυχομαχεί ο λεπρός και σε θέλει, και είναι πολύς ο δρόμος έως εκεί. Ίσως δεν τον προφθάσεις.

Ο παπα-Νάρκισσος ηγέρθη.

- Παπαδιά, είπεν, η δε φωνή του έτρεμεν ολίγον. Το καλυμμαύχι και το ράσον μου.

329Υπήκουσεν εκείνη σιωπώσα και έφερεν εκ του κοιτώνος τα ζητηθέντα.

- Δεν θα κάμεις πεζός τόσον δρόμον, παπά μου, υπέλαβε θωπευτικώς.

- Όχι, όχι, είπεν ο Γεροθανάσης. Πηγαίνω να εύρω κτήμα κι έρχομαι αμέσως να τον πάρω.

- Θα έλθεις μαζί μου; ηρώτησεν ο ιερεύς.

- Και βέβαια!

Ο γέρων ανεχώρησεν εσπευσμένως προς εύρεσιν κτήματος, ως ονομάζουν ευφήμως τα κτήνη των οι νησιώται.

- Ιδέ, έλεγεν ο ιερεύς προς την σύζυγόν του, ενώ ένιπτε τας χείρας και το πρόσωπον εις τον νεροχύτην. Ιδέ, ο Γεροθανάσης είδε τον λεπρόν και τον εβοήθησεν, έρχεται πεζός απ' εκεί, και είναι πρόθυμος να κάμει πάλιν τον δρόμον μαζί μου. Διατί; Χάριν φιλανθρωπίας. Κι εγώ συλλογίζομαι την φρίκην τού να παρασταθώ εις το ψυχομαχητόν ενός χριστιανού; Θα διστάσω ενώ πρόκειται περί εκτελέσεως του καθήκοντός μου;

Η παπαδιά τον ήκουε προσπαθούντα διά των λόγων τούτων να ανυψώσει το θάρρος του, αλλά δεν ετόλμα να προσθέσει τι και αύτη προς ενίσχυσίν του. Επρόσφερεν εν σιωπή το προσόψιον εις τον άνδρα της, εκείνος δε εσπογγίσθη, εφόρεσε το ράσον, έθεσεν επί κεφαλής το καλυμμαύχιον, εφίλησε την σύζυγόν του εις το μέτωπον και εξήλθε κρατών εις χείρας τα κλειδία της Εκκλησίας.

Η οικία του ιερέως έκειτο, τελευταία και απομονωμένη, εις τους πρόποδας της αποτόμου κορυφής, της οποίας τα πλευρά κατείχον αι λοιπαί οικοδομαί του χωρίου υπερκείμεναι αλλήλων. Εις το μέσον περίπου αυτών ήτο η μικρά εκκλησία της Υπαπαντής, κτίριον παλαιόν βυζαντινού ρυθμού, με τρούλον πυργοειδή υψούμενον υπεράνω των πέριξ ταπεινών οικιών. Από την οικίαν του ιερέως μέχρι της εκκλησίας η στενή λιθόστρωτος οδός ανέβαινεν ελικοειδώς, ο δε ήλιος, ακτινοβολών κατά κάθετον, αποκαθίστα κατά την ώραν εκείνην την ανάβασιν κοπιωδεστέραν του συνήθους.

Τα παράθυρα των εκατέρωθεν οικίσκων ήσαν κλειστά, πού και πού όμως το άνω φύλλον της θύρας ήτο ανοικτόν, ο δε οικοδεσπότης, ή και η σύζυγός του, στηρίζοντες τους βραχίονας επί του κλειστού κάτω φύλλου εφαίνοντο περιμένοντες την διάβασιν του ιερέως. Ο Γεροθανάσης διαβαίνων διέδωκε την είδησιν ότι ο λεπρός αποθνήσκει. Και εχαιρέτα ο ιερεύς τους χωρικούς. «- Καλημέρα, κύρ Γιάννη. - Ώρα καλή, κυρά Θάναινα. - Η ευχή σου, παπά μου».

Προφανώς είχον πάντες διάθεσιν δι' εκτενεστέραν συνδιάλεξιν, αλλ' 330 ο παπάς εβιάζετο. Ανήλθεν ιδρωμένος εις την εκκλησίαν, ήνοιξε την θύραν, εισήλθε εντός του δροσερού ναού, έλαβεν ευλαβώς εκ του αναιμάκτου θυσιαστηρίου το ιερόν της θείας μεταλήψεως σκεύος και το ευχολόγιόν του, τα ετύλιξεν εντός του περιτραχηλίου του, περιέδεσε το περιτραχήλιον εντός μαύρης λινής οθόνης και εξήλθεν.

Έκλειε μόλις την θύραν της εκκλησίας, ότε ήκουσε την φωνήν του Γεροθανάση παροτρύνοντος το κτήμα. Το ζώον δεν εφαίνετο πρόθυμον εις εκδρομήν εντός του καύσωνος. Ο ιερεύς προέβη εις προϋπάντησίν του, το εθώπευσεν, ανέβη εις την ράχιν του, αφού εναπέθεσεν ασφαλώς το δέμα εντός του κόλπου του, και ήρχισεν η πορεία. Ο γέρων χωρικός παρηκολούθει πεζός.

Πλειοτέραι θύραι ήσαν ήδη ανοκταί, οι δε ευσεβείς χωρικοί, γνωρίζοντες τι έφερεν εντός του κόλπου ο ιερεύς, εσταυροκοπούντο, ενώ διήρχετο. Εις την θύραν της οικίας του επερίμενεν η παπαδιά, σκιάζουσα δια της χειρός τους οφθαλμούς της. Μειδίαμα ευφρόσυνον επέλαμψεν εις το πρόσωπον του ιερέως. Εκράτησε το ζώον προ της θύρας και ηθέλησε ν' αποτείνει τον λόγον προς την σύζυγόν του, αλλά δεν ανήρχοντο αι λέξεις εις τα χείλη του. Ούτε εκείνη επρόφερε λέξιν, ενώ τον ητένιζε τρυφερώς προσπαθούσα να μειδιάσει. Ο παπα-Νάρκισσος εκίνησε την κεφαλήν προς αποχαιρετισμόν, εκτύπησε τον λαιμόν του όνου διά του σχοινίου, το οποίον εχρησίμευεν αντί χαλινού, και επροχώρησε μετά του γέροντος. Το βεβιασμένον μειδίαμα της παπαδιάς εσβέσθη, άμα είδε την συνοδίαν απομακρυνομένην, και διά του αντίχειρος απέμαξεν εν δάκρυ εκ των βλεφαρίδων της.

 

Ε'

 

Ο δρόμος εξηκολούθει καταβαίνων ανά μέσον των εις τους πρόποδας του χωρίου αγρών και αμπελώνων, έπειτα ανέβαινε πάλιν, διασχίζων πυκνόν ελαιώνα, μέχρι της κορυφής του απέναντι λόφου, όπου τρεις ανεμόμυλοι επερίμενον πνοήν αέρος να κινήσει τους ήδη αργούς ιστιοφόρους τροχούς των. Εκείθεν ηπλούτο ευρύ οροπέδιον κατωφερές, απολήγον εις βράχους 331 αποκρήμνους προς το μεσημβρινόν μέρος της νήσου. Η οδός ήτο τραχεία και απεριποίητος αλλά και ο Γεροθανάσης και το κτήμα του εφαίνοντο συνηθισμένοι εις τας πέτρας, αίτινες επηύξανον το δύσβατον του εδάφους. Τοίχοι χαμηλοί, ξηροτράχαλοι, άνευ πηλού ή ασβέστου, εχώριζον εκατέρωθεν τους αμπελώνας. Καθόσον δε η οδός απεμακρύνετο, διεδέχοντο τους αμπελώνας αγροί θερισθέντες ήδη. Πέραν της καλλιεργημένης εκτάσεως, αριστερόθεν μεν το οροπέδιον ανυψούμενον εσχημάτιζε σειράν λόφων θαμνοσκεπτών, δεξιόθεν δε έκλινε βαθμιαίως προς την παραλίαν, και η κυανή του Αιγαίου θάλασσα εξηπλούτο εκείθεν απέραντος, ποικιλλομένη από τα απέχοντα βουνά των άλλων νήσων.

Ήτο αληθώς ωραίον το θέαμα, αλλ' ο ιερεύς δεν το έβλεπεν. Ο νους του ήτο αλλαχού προσηλωμένος. Οι φόβοι τους οποίους η συναίσθησις του καθήκοντος και το παράδειγμα του Γεροθανάση είχον κατ' αρχάς περιστείλει, επανήρχοντο και πάλιν εντός της ψυχής του. Αι προ της αναχωρήσεως προετοιμασίαι, η παρουσία των χωρικών εις τας θύρας των οικιών των, η θέα της συζύγου του, είχον οπωσδήποτε αναστηλώσει την κλονιζομένην καρδίαν του. Αλλά τώρα εις την ερημίαν της εξοχής, εν τω μέσω της σιωπής, την οποίαν εφαίνετο επιτείνων ο διπλούς κρότος των πετάλων του ζώου και των βημάτων του γέροντος χωρικού, ενώ ο ήλιος έκαιε στους ώμους του, εικόνες απαίσιοι εξετυλίσσοντο και πάλιν ενώπιον των αφηρημένων οφθαλμών του. Επροσπάθει διά της σκέψεως να υπερνικήσει την φαντασίαν του, αλλ' η σκέψις δεν ίσχυεν. Εφοβείτο, ο δυστυχής!

Δεν είχεν εισέτι ομιλήσει, αλλ' ουδ' ο συνοδοιπόρος του διέκοψε την σιωπήν. Ότε περιπατεί τις υπό τον ήλιον, επί εδάφους δυσκόλου, ακολουθών μάλιστα το βάδισμα ζώου ευρώστου, δεν θεωρεί συνήθως την περίστασιν αρμοδίαν προς συνομιλίαν, και αν έτι δεν έχει την ηλικίαν του Γεροθανάση. Επί τέλους ο ιερεύς ανέκυψεν εκ των ζοφερών ρεμβασμών του. Ήκουσε τον γέροντα όπισθέν του ασθμαίνοντα και σύρας προς το στήθος του το σχοινίον, εκράτησε τον όνον. Ο χωρικός έσπευσε το βήμα και ήλθε πλησίον του.

- Τι έπαθες, παπά μου; Τι στέκεις;

- Θα κατέβω ν' ανέβεις συ και όταν κουρασθώ, αλλάζομεν.

- Καλέ, τι λόγος! Να καθίσω εγώ και να περιπατείς εσύ!

- Είσαι κουρασμένος, γέρο μου.

332- Εγώ κουρασμένος! Βαστούν ακόμη τα κόκκαλά μου κι έννοια σου! Πού ηκούσθη να περιπατεί ο παπάς με τα άγια και να πηγαίνει εμπρός ο αγωγιάτης με το κτήμα! Εμπρός!

Το πράγμα δεν επεδέχετο περαιτέρω συζήτησιν. Ο όνος υπείκων και εις την ηθικήν πίεσιν της φωνής του γέροντος και εις την διά του γρόνθου του επικύρωσιν του εκφωνηθέντος «εμπρός», επανέλαβε ζωηρώς την πορείαν.

Αλλ' ο ιερεύς εχαλίνωσε την ορμήν του διά ν' ακολουθεί μετά πλειοτέρας ανέσεως ο πεζός γέρων και διά να επαναλάβει την μετ' αυτού συνομιλίαν.

- Θα τον προφθάσομεν ζωντανόν; Τι λέγεις;

- Τι να σου 'πω; Ο άνθρωπος είναι εις τα έσχατά του.

- Πώς τον άφησες; Πώς ήτο;

- Πώς να είναι; Ωσάν άνθρωπος οπού ψυχομαχεί.

Τούτο ήθελε να μάθει. Πώς είναι ο άνθρωπος ότε ψυχομαχεί, αλλ' η απόκρισις του χωρικού δεν τον εφώτισεν.

Επεθύμει ν' ακούσει περιγραφόμενον το θέαμα, το οποίον απετροπιάζετο προτού το ίδει. Ήλπιζεν ότι η εκ των προτέρων περιγραφή ήθελεν εξοικειώσει αυτόν προς ό,τι παιδιόθεν εφαντάζετο μετά φρίκης. Και επάλαιεν εντός της ψυχής του το ταπεινόν αίσθημα του φόβου προς το ευγενές αίσθημα του καθήκοντος. Η αδιαφορία με την οποίαν ο γέρων ωμίλει περί της αγωνίας του θανάτου, η προθυμία του να επανέλθει προς τον ψυχορραγούντα λεπρόν, επηύξανον την ενδόμυχον του ιερέως εντροπήν διά την ατολμίαν του.

- Διατί ήλθες μαζί μου, ηρώτησε μετά τινα σιωπήν. Διά να με συντροφεύσεις;

- Και διά τούτο. Αλλ' όχι τόσον διά τούτο, όσον διά να τον παρασταθώ εις τα τέλη του. Εσύ, παπά μου, να τον μεταλάβεις και έπειτα να φύγεις. Εγώ θα μείνω. 'Ολην του την ζωήν την επέρασεν έρημος και μόνος, ας έχει ένα χριστιανόν εις τον πλευρόν του, ενώ αποθνήσκει, ο κακόμοιρος!

- Είσαι αλήθεια καλός χριστιανός, Γεροθανάση. Ο Θεός να σ' ευλογήσει! Αλλά το χρέος τούτο είναι ιδικόν μου, και θα το εκτελέσω εγώ. Εγώ θα του κλείσω τα βλέφαρα.

333Και ησθάνθη τον λάρυγγά του στενούμενον υπό συγκινήσεως.

Εξηκολούθησαν εν σιωπή την οδοιπορίαν. Η οδός δεν εφράσσετο πλέον εκατέρωθεν υπό τοίχων, αλλά διέσχιζε θάμνους σχοίνων και κομάρων καταβαίνουσα προς τα απόκρημνα της νήσου παράλια. Εντός ολίγου έκαμψε προς τ' αριστερά, παρά τας υπωρείας γυμνού λοφίσκου, και είδε μακρόθεν ο ιερεύς μίαν κέδρον εκεί μονήρη, υπό δε την σκιάν της τους τοίχους της καλύβης του λεπρού.

Προ δεκαπέντε ετών υπό τους κλώνας της κέδρου εκείνης είδεν ο Νάρκισσος τον δυστυχή ερημίτην, όστις προ πολλών και τότε ετών κατώκει εκεί. Εις την εσχατιάν εκείνην της νήσου, μόνος, έρημος μακράν πάσης κοινωνίας ανθρώπων, διήλθε τον βίον φέρων το βάρος προγονικής συμφοράς, ανεύθυνος αυτός, ζων άνευ ελπίδος, άνευ παρηγορίας, άνευ σκοπού. Ορφανός, άκληρος, άπορος, κατελήφθη νεώτατος έτι υπό της βδελυράς νόσου. Οι ομόχωροί του τον ηνάγκασαν να υποβληθεί εις απομόνωσιν, αναλαβόντες την υποχρέωσιν της συντηρήσεώς του. Δεν ήτο βεβαίως υπέρογκον το βάρος διά την κοινότητα της νήσου. Ο Γεροθανάσης, του οποίου οι ολίγοι αγροί έκειντο πέραν της καλύβης του λεπρού, ανεδέχθη την μεταφοράν της εβδομαδιαίας προμηθείας άρτου. Αλλά δεν περιωρίσθη εις τούτο η αγαθότης του φιλανθρώπου χωρικού. Εβοήθει τον άθλιον ερημίτην εις την καλλιέργειαν του μικρού κήπου του, επισκευάζων τα εργαλεία του, προμηθεύων σπόρους, δίδων συμβουλάς. Έμενε συνομιλών με τον ασθενή, εξοικειωθείς εκ της μακράς συνήθειας προς το απεχθές νόσημά του. Και τον επερίμενεν ο λεπρός, μετρών τας ημέρας και τας ώρας μέχρι της προσεχούς επισκέψεως. Ο Γεροθανάσης ήτο ο μόνος σύνδεσμος μεταξύ αυτού και του λοιπού κόσμου. Ουδείς άλλος τον επλησίαζεν. Εάν χωρικός τις διέβαινεν εκείθεν, τον προσηγόρευεν ενίοτε μακρόθεν, εναπέθετεν ίσως επί βράχου απέχοντος την ελεημοσύνην του, αλλ' ουδείς ετόλμα να τον ίδει και να τον ομιλήσει εκ του πλησίον.

Ο περί την καλύβην κήπος του λεπρού περιεκλείετο διά φραγής εκ σπάρτων και κομάρων και ροδοδαφνών. Απέναντι της θαλάσσης η φραγή διεκόπτετο, δύο δε λίθοι ογκώδεις, εν είδει παραστάδων, εσχημάτιζον την είσοδον, αλλά θύρα μεταξύ των λίθων δεν υπήρχεν.

Ποσάκις επί των λίθων εκείνων καθήμενος, απέναντι της απεράντου εκτάσεως του πελάγους, έβλεπε τα κύματα πλήττοντα τους βράχους αγρίους ή θωπεύοντα ησύχως την παραλίαν υπό τους πόδας του! Ποσάκις, βλέπων εκείθεν τας λευκάς πτέρυγας των απεχόντων πλοίων, εζήλευε τους ναύτας, οι οποίοι, εύρωστοι και ρωμαλέοι, επάλαιον κατά των στοιχείων, 334 περιφερόμενοι από τόπου εις τόπον και ποθούντες την παραλίαν της πατρίδος, όπου όντα προσφιλή τούς επερίμενον, ενώ αυτός δέσμιος επί του βράχου του, έρημος και ελεεινός, επερίμενε τον θάνατον!

 

ΣΤ'

 

Εκεί, έμπροσθεν των δυο λίθων, επέζευσεν ο παπα-Νάρκισσος. Ο Γεροθανάσης, έδεσε διά του σχοινίου τους δυο εμπροσθίους πόδας του όνου, προς περιορισμόν της ελευθερίας του, και εισήλθεν εις τον μικρόν καλλιεργημένον περίβολον προχωρών προς την καλύβην. Ο ιερεύς τον παρηκολούθει. Μετ' ολίγα βήματα ο χωρικός εστράφη.

- Κάθισε ολίγον έξω εκεί εις την πέτραν, παπά μου, να ιδώ πρώτα τι γίνεται μέσα ο άμοιρος αυτός.

Ο ιερεύς υπήκουσε σιωπών. Έλαβε το δέμα εκ του κόλπου του, το έλυσε με τας χείρας τρεμούσας ολίγον, έθεσε το περιτραχήλιον με τα εν αυτώ επί της πέτρας, απέθεσεν εκεί και το καλυμμαύχιόν του, και με γυμνήν την κεφαλήν, τας χείρας σταυρωμένας επί του στήθους, επερίμενεν όρθιος τον γέροντα. Ήτο κάτωχρος. Μία ακούσιος ευχή, μία αμαρτωλή επιθυμία εισέδυσεν αίφνης εις την ψυχήν του. - Ω! Εάν ο γέρων επανερχόμενος έλεγε: Τετέλεσται! - Αλλ' απεδίωξε μετά ρίγους τον πονηρόν στοχασμόν, επεκαλέσθη την εξ ύψους βοήθειαν, έκαμε τον σταυρόν του, και λαβών εκ του διπλωμένου περιτραχηλίου το ευχολόγιον ήρχισε ν' αναγινώσκει τας ωραίας προσευχάς της νεκρωσίμου ακολουθίας. Ανεγίνωσκε, και όμως ο νους του ήτο εις την καλύβην. - Διατί αργεί ο Γεροθανάσης; - Ηθέλησε να πλησιάσει προς την θύραν της καλύβης, αλλ' εις το μέσον του περιβόλου εστάθη διστάζων. Ηθέλησε να ερωτήσει εκείθεν τον γέροντα, αλλά δεν ετόλμησε να υψώσει την φωνήν.

Επί τέλους ο γέρων εξήλθε της καλύβης. Ο ιερεύς τον ητένισε με βλέμμα ερωτηματικόν.

- Ήτο εις βύθος. Τον εξύπνησα με κόπον. Μόλις ακούεται η φωνή του. Έλαμψαν τα σβυσμένα του μάτια, όταν ήκουσε ότι είσαι εδώ. Έλα, παπά, έλα να τον μεταλάβεις.

Ο ιερεύς επέστρεψε προς την είσοδον, περιεβλήθη το περιτραχήλιον, έλαβεν ευλαβώς εις χείρας τα άγια και επορεύθη προς την καλύβην. Η ωχρότης του μόνη εμαρτύρει την ταραχήν του. Το βήμα του ήτο στερεόν, 335 αι χείρες του δεν έτρεμον καθώς πριν, δεν εδίσταζε πλέον. Ενίκησε τους τελευταίους ενδοιασμούς της δειλίας η συναίσθησις της ιεράς αποστολής του.

Ότε έφθασεν εις την θύραν, ο γέρων, όστις τον ηκολούθει παρά πόδας, έθιξεν ελαφρώς το ράσον του. Ο ιερεύς, με τον ένα πόδα επί του κατωφλίου, εστάθη και έστρεψε την κεφαλήν. Η ξανθή του κόμη εκυμάτιζε λυτή επί του αυχένος του.

- Παπά μου, μη εγγίσεις το μανδήλι εις το πρόσωπον του. Εκείνος μου παρήγγειλε να τον σκεπάσω διά να μη τον ιδείς.

- Καλά, είπεν ο ιερεύς σοβαρώς. Μη έλθεις μέσα, εάν δεν σε κράξω. Και εισήλθεν εντός της καλύβης.

Ο Γεροθανάσης εκάθισεν επί της πέτρας παρά την είσοδον και επερίμενεν. Έμεινεν επί ώραν πολλήν καθήμενος εκεί. Ηπόρει πώς ο ιερεύς ούτε φαίνεται ούτε ακούεται. Είχε την περιέργειαν να υπάγει προς την καλύβην, αλλά δεν ετόλμα να παρακούσει την διαταγήν. Επερίμενε λοιπόν, βλέπων την κυανήν θάλασσαν ρυτιδουμένην υπό του ανέμου, όστις εγειρόμενος ήρχιζε να δροσίζει την ατμόσφαιραν. Οι πέριξ θάμνοι ανέδιδον ευωδίαν ζωογόνον, αι σιταρήθραι πετώσαι ορμητικώς προς τα ύψη επλήρουν τον αέρα με το κελάδημά των, η φύσις εφαίνετο φαιδρά όλη και ευτυχής, ενώ ο λεπρός απέθνησκεν εντός της καλύβης του.

Αίφνης ο γέρων χωρικός ήκουσε βηματισμόν πλησίον του ελαφρόν. Εστράφη απορών και είδεν ερχομένην προς την καλύβην την γυναίκα του ιερέως. Ηγέρθη αμέσως και προέβη εις προϋπάντησίν της.

- Τι σου ήλθε να κάμεις τόσον δρόμον πεζή, παπαδιά;

- Ενόμιζα ότι θα σας απαντήσω εις τα μισά του δρόμου και ολίγ' ολίγον ήλθα έως εδώ. Πού είναι ο παπάς;

- Μέσα, με τον λεπρόν.

- Ζει ή απέθανε;

- Ό,τι και αν σου πω, σε γελώ.

- Δεν πηγαίνεις να ιδείς;

- Μου το έχει εμποδισμένον ο παπάς.

Η παπαδιά εσιώπησεν επ' ολίγον και έπειτα επανέλαβε μετά τινος ανησυχίας:

- θα νυκτωθείτε εδώ.

- Δεν πειράζει. Έχει φεγγάρι. Μόνον εσύ, τι ήθελες να έλθεις;

- Έφερα το ράσον.

336Και έδειξε κρεμάμενον επί του βραχίονός της, επιμελώς διπλωμένον, το καλόν ράσον του παπα-Ναρκίσσου.

- Τι το έφερες; Μη είναι κρύον να τα φορέσει επανωτά;

- Ίσως χρειασθεί, είπεν η παπαδιά.

Και λέγοντες ταύτα έφθασαν εις την είσοδον του περιβόλου.

- Κάθισ' εδώ, παπαδιά, εις την πέτραν. Θα είσαι κουρασμένη.

- Όχι, δεν εκουράσθηκα. Να πάγω μέσα, Γεροθανάση;

- Να μη θυμώσει ο παπάς!

Η παπαδιά εκάθισεν επί της πέτρας. Ανά πάσαν στιγμήν έστρεφε την κεφαλήν προς την καλύβην. Η ανησυχία εζωγραφίζετο εις το πρόσωπό της. Ο γέρων την ελυπήθη ή συνεμερίζετο ίσως και αυτός την ανυπομονησίαν της.

- Μη χολοσκάνεις είπε. Πηγαίνω σιγά σιγά να ιδώ.

Επροχώρησε βραδέως προς την καλύβην τείνων τα ώτα ανά παν βήμα. Δεν ήκουε τίποτε. Ότε έφθασεν εις την θύραν, εστάθη. Ο ιερεύς έλεγέ τι ταπεινή τη φωνή.

Μόλις ηδύνατο ν' ακούσει ο γέρων. Έκυψε την κεφαλήν εντός της καλύβης. Του λεπρού η κεφαλή δεν εφαίνετο. Την απέκρυπτον τα νώτα του ιερέως, όστις γονατιστός επί του εδάφους, κλίνων τον αυχένα προς τον λεπρόν, προσηύχετο. Η λευκή οθόνη, διά της οποίας ο Γεροθανάσης είχε καλύψει το πρόσωπον του ασθενούς, έκειτο εκεί ερριμμένη παρά τους πόδας του.

Ο χωρικός απεσύρθη ησύχως και επέστρεψε προς την είσοδον. Η παπαδιά ακίνητος επί της πέτρας, ακολουθούσα διά των οφθαλμών τας κινήσεις του, επερίμενε την επιστροφήν του.

- Τι είδες; ηρώτησε.

- Τίποτε.

Κατ' εκείνην την στιγμήν ο ιερεύς εξήλθε της καλύβης και με βήματα αργά διέσχισε τον κήπον. Δεν εφόρει το ράσον του. Εις τας ανυψωμένος χείρας εκράτει το ευχολόγιον και το αρτοφόριον. Εβάδιζε με ορθίαν και ακίνητον την κεφαλήν, με το βλέμμα ήρεμον, ενώ έσειεν ο άνεμος την λυτήν κόμην του. Εφαίνετο άλλος ήδη άνθρωπος!

Επλησίασε προς τον γέροντα και προς την σύζυγόν του χωρίς ουδεμίαν να εκφράσει απορίαν διά την έλευσίν της. Αμφότεροι εκείνοι δεν εκινήθησαν προς προϋπάντησίν του. Τον επερίμενον να έλθει. Δεν απηύθυναν ερώτησιν προς αυτόν. Επερίμενον να ομιλήσει.

- Ανεπαύθη, είπεν ο ιερεύς.

Ο Γεροθανάσης και η παπαδιά έκαμον εν σιωπή τον σταυρόν των.

337- Αύριον το πρωί θα έλθωμεν να τον θάψωμεν, εξηκολούθησεν.

Η φωνή του είχε τι το σοβαρόν, το επιβάλλον. Ουδέποτε η σύζυγός του τον ήκουσεν ομιλούντα ούτω. Τον ήκουε και τα δάκρυα ανέβαινον ησύχως εις τους οφθαλμούς της. Ησθάνετο ότι η δοκιμασία αύτη ενίσχυσε διά παντός την ψυχήν του.

- Να μείνω εδώ την νύκτα; ηρώτησεν ο Γεροθανάσης.

- Μείνε. Θα έλθω πολύ πρωί.

Και βλέπων την σύζυγόν του, ήτις έτεινε προς αυτόν το ράσον,

- Καλά έκαμες και μου το έφερες, είπεν. Εσκέπασα με το άλλο τον νεκρόν.

Και βαδίζοντες ο εις παρά τον άλλον επέστρεφαν εις την οικίαν των πεζοί ο ιερεύς και η σύζυγός του.



πινάκια: τα πιάτα.
αντεποιείτο (αντιποιούμαι): επιζητώ κάτι, εγείρω αξιώσεις.
κατά κόρον: υπερβολικά.
τεττίγων (τέττις, τέττιγος): το τζιτζίκι.
κοιτίς: κούνια, κρεβατάκι.
διέλιξις (συνώνυμη εκτύλιξις): ξετύλιγμα, ξεδίπλωμα.
Ωρολόγιον: εκκλησιαστικό βιβλίο, που περιέχει τις ακολουθίες των Ωρών.
εξαμβλύνω: εξασθενίζω, χαλαρώνω.
Οκτώηχος: Βίβλος που περιέχει τα τροπάρια εβδομάδας και των κοινών Κυριακών.
προαλείφω: προετοιμάζω κάποιον.
να προχειρισθεί: να διοριστεί.
παραμυθώ: παρηγορώ.
οψέποτε: όποτε, όταν, κάθε φορά που.
υπείκον: ουδέτερο της μετοχής ενεστώτα του ρήματος υπείκω (υπείκων, -ουσα, -ον). Το ρήμα σημαίνει υποχωρώ, υποκύπτω.
προέκυπτε (προκύπτω): προεξείχε.
πολιός: υπόλευκος.
φαιός: τεφρός.
οφρύς -ύος: το φρύδι.
αψοφητί (επίρρημα): χωρίς ψόφο (ψόφος=θόρυβος), αθόρυβα.
της βραγχώδους φωνής του: της βραχνιασμένης φωνής του.
υπέλαβεν (υπολαμβάνω): παίρνω (λαμβάνω) το λόγο ύστερα από άλλον, απαντώ.
αδημονία: ανησυχία.
ανέκυψε (ανακύπτω): σήκωσε.
οθόνη: λεπτό ύφασμα.
απέμαξεν (αόριστος του απομάσσω): σφούγγισε, καθάρισε.
ποικίλλω: κεντώ, διακοσμώ.
εχαλίνωσε (χαλινόω-ώ): συγκράτησε.
απετροπιάζετο: αποστρεφόταν.

pano

 



 

Ερωτήσεις

  1. Το διήγημα είναι χωρισμένο σε ενότητες. Να προσδιορίσετε το περιεχόμενο της κάθε ενότητας και το ρόλο της στην ανέλιξη της πλοκής.
  2. Να χαρακτηρίσετε τα δευτερεύοντα πρόσωπα του διηγήματος στηριζόμενοι κυρίως στις πράξεις, τα λόγια και τις αντιδράσεις τους.
  3. Το κεντρικό πρόσωπο του διηγήματος είναι ο παπα-Νάρκισσος, για τον οποίο ο αφηγητής μάς δίνει αρκετές πληροφορίες, που ανάγονται είτε στο παρελθόν είτε στο παρόν της αφήγησής του. Μελετώντας το διήγημα και παρακολουθώντας την ψυχογράφησή του να επικεντρώσετε το ενδιαφέρον σας στα εξής: α) Ποια εικόνα έχουμε γι' αυτόν ως τη στιγμή που έρχεται ο γερο-Θανάσης; β) Πώς αντιδρά αφενός η παπαδιά και αφετέρου ο παπα-Νάρκισσος από το σημείο αυτό ως το τέλος; Η μεταμόρφωσή του γίνεται κατά τρόπο πειστικό και φυσικό;
  4. Πού, κατά την γνώμη σας, οφείλεται ο διαφορετικός τρόπος που αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα ο γερο-Θανάσης και ο παπα-Νάρκισσος;
  5. Στο βάθος του διηγήματος κινείται ολόκληρη η κοινωνία του μικρού χωριού. Ποια εικόνα της μας δίνει το διήγημα;

 


Αθηναϊκή Βραδιά

Caspar David Friedrich (1774-1840), Λευκοί βράχοι στο Ρύγκεν (1818-1819)
Ίδρυμα Reinhart, Βίντερτουρ (Ελβετία)


 

Δημήτριος Βικέλας (1835-1908)

Βικέλας

Γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου. Νέος ακόμη ταξίδεψε στο Λονδίνο όπου και εργάστηκε στα εμπορικά καταστήματα των θείων του, αδερφών Μελά, ενώ παράλληλα παρακολουθούσε μαθήματα στο University College. Επιδόθηκε στο εμπόριο και απέκτησε αρκετά χρήματα. Από το 1878 περίπου έζησε στο Παρίσι και αργότερα εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Πρωτοστάτησε για τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων το 1896 στη χώρα μας, ίδρυσε τον Σύλλογο προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων (1899) και ανέπτυξε αξιόλογη κοινωνική και πολιτιστική δράση.

Έγραψε απομνημονεύματα, φιλολογικά μελετήματα και μετέφρασε Ευρωπαίους ποιητές και πεζογράφους. Εκτός από τον Λουκή Λάρα, και τον Παπα-Νάρκισσο, έγραψε και τα διηγήματα: Η άσχημη αδελφή, Φίλιππος Μάρθας κ.ά.

 

δεσμός Παρασκήνιο. Δημήτριος Βικέλας (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]

 


 

 

Δημήτριος Βικέλας

 

1. Εργοβιογραφικά στοιχεία

Ο Δημήτριος Βικέλας γεννήθηκε στη Σύρο το 1835 και πέθανε στην Αθήνα το 1908. Καταγόταν από παλιά οικογένεια εμπόρων από τη Βέροια. Η μητέρα του, Σμαράγδα Μελά, αδελφή του Λέοντος Μελά (συγγραφέα του Γεροστάθη), ήταν ιδιαίτερα καλλιεργημένη και συνέβαλε σημαντικά στην εκπαίδευση του γιου της και στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Η φιλομάθειά του αναπλήρωσε πλήρως τις όποιες ελλείψεις στην εκπαίδευσή του από τη μη συστηματική φοίτησή του σε σχολείο, γεγονός που οφειλόταν στις πολλές μετακινήσεις της οικογένειάς του. Μεγάλο μέρος της ζωής του το πέρασε στο εξωτερικό. Αρχικά έμεινε στην Κωνσταντινούπολη εννέα χρόνια, ακολούθως επέστρεψε στη Σύρο και φοίτησε στο λύκειο Χ. Ευαγγελίδη, όπου ήταν συμμαθητής του Ροΐδη και εκδίδανε μαζί τη μαθητική εφημερίδα Μέλισσα. Σε ηλικία 17 ετών εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο, όπου παρέμεινε μέχρι το 1876 και ασχολήθηκε με τις εμπορικές επιχειρήσεις των θείων του. Σ' αυτό το διάστημα έρχεται σε επαφή με την ελληνική ομογένεια του εξωτερικού και επιδιώκει με ποικίλες δραστηριότητες να συμβάλει στη διατήρηση του ελληνικού χαρακτήρα της. Παράλληλα, ασχολείται με τη λογοτεχνία, γράφοντας στίχους και μεταφράζοντας αρχαίους και ευρωπαίους συγγραφείς. Από το 1877 ως το 1897 διαμένει, εξαιτίας της κακής υγείας της συζύγου του, οικογενειακώς στο Παρίσι, απ' όπου ταξιδεύει συχνά στην Ελλάδα. Στο διάστημα αυτό, το πιο παραγωγικό στη ζωή του, ο Βικέλας δημοσιεύει άρθρα, κάνει μεταφράσεις, δίνει διαλέξεις και συγγράφει μερικά από τα πιο άρτια έργα του, όπως ο Λουκής Λάρας και ο Παπα-Νάρκισσος. Συμμετέχει δραστήρια στην επιτροπή για την ανασύσταση και τη διοργάνωση των Πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα (1896) και από το 1897 ως τον θάνατό του ζει μόνιμα στην Ελλάδα. Σημαντικό έργο του την τελευταία περίοδο ήταν η ίδρυση, σε συνεργασία με τον Γεώργιο Δροσίνη, του Συλλόγου προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων.

Το συγγραφικό και μεταφραστικό έργο του παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία. Η πιο σημαντική ωστόσο συμβολή του Βικέλα στη νεοελληνική λογοτεχνία είναι το πεζογραφικό αφηγηματικό έργο του που περιλαμβάνει τα: ΛουκήςΛάρας. Αυτοβιογραφία γέροντος Χίου (μάλλον νουβέλα με ιστορικό και ψυχογραφικό υπόβαθρο, πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Εστία το 1879), που γνώρισε μεγάλη επιτυχία, μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες και επηρέασε σημαντικά τους μεταγενέστερους, Διηγήματα (1887), με ηθογραφικό χαρακτήρα και ηθικοδιδακτικό τόνο, από τα οποία πιο άρτιο είναι ο Παπα-Νάρκισσος. Επίσης, έγραψε πεζογραφήματα όπως το ταξιδιωτικό Από Νικοπόλεως εις Ολυμπίαν-Επιστολαί προς φίλον (1886), το Περί Σκωτίας (1890), το Διαλέξεις και αναμνήσεις (1893) και το Η ζωή μου (1908).

Το μεταφραστικό έργο του περιλαμβάνει μεταφράσεις τραγωδιών του Σαίξπηρ (Ρωμαίος και Ιουλιέτα, Οθέλος, Ο βασιλεύς Ληρ), του Ρακίνα (Εσθήρ), αλλά και έργων του Γκαίτε, του Δαρβίνου κ.ά. Στα νεανικά του χρόνια ασχολήθηκε και με την ποίηση. Προΐόν αυτής του της ενασχόλησης είναι η συλλογή Στίχοι.

 

2. Η κριτική για το έργο του

«Με τον Λουκή Λάρα του Δημητρίου Βικέλα, που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά σε συνέχειες στο περιοδικό Εστία το 1879, έχουμε μια στροφή και μια μεταβολή στον τόνο της αφήγησης. Το μυθιστόρημα αυτό είναι κυρίως ιστορικό και πατριωτικό, αφού αναπτύσσει ένα θέμα από την Επανάσταση του 1821 και μας μιλά με τα πιο θερμά ή τα πιο συγκινητικά λόγια για τις θυσίες της Ελλάδας. Ωστόσο η διήγηση των καθημερινών περιστατικών, η αναπαράσταση της ζωής και των ηθών εκείνης της εποχής και η αγάπη της οικογένειας, που γίνεται φανερή σ' όλες τις σελίδες του βιβλίου, πλησιάζουν τον Λουκή Λάρα προς την ηθογραφία και τον μεταβάλλουν σε πρόδρομο της μελλοντικής εξέλιξης του ηθογραφικού μυθιστορήματος.»

 

(Α. Σαχίνης, Το νεοελληνικό μυθιστόρημα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα, 71997, σελ. 111)

 

«Αν και πρόκειται αναμφισβήτητα για ιστορικό μυθιστόρημα, "είδος" που η ακμή του σχετίζεται κατά κανόνα με τις ρομαντικές αναζητήσεις προηγούμενων δεκαετιών, αυτό δεν σημαίνει ότι ο Βικέλας γράφοντας το 1878 τον Λουκή Λάρα συνέχιζε ορισμένη φθίνουσα πλέον πεζογραφική παράδοση του ελληνικού 19ου αιώνα. Το ιστορικό μυθιστόρημα δεν είναι, όπως υποστηρίχτηκε από παλαιότερους έλληνες κριτικούς, μόνο ρομαντικό προϊόν, αφού στον ευρωπαϊκό χώρο μπόρεσε να διαρκέσει —εν μέρει και ανανεωθεί— πέρα από τη συμβατική διάρκεια της ζωής του ρομαντικού κινήματος. Κριτικοί και ιστορικοί της λογοτεχνίας τοποθετούν το έργο αυτό του Βικέλα σ' ένα μεταίχμιο, εκεί γύρω στα 1880, θεωρώντας το ως συμβολή στη μετάβαση από τον ρομαντισμό στον ρεαλισμό. Πράγματι όποιος συγκρίνει το έργο αυτό με την προηγούμενη πεζογραφική μας παράδοση και παραγωγή, θα το χαρακτηρίσει ως κείμενο που διέπεται από λιτότητα στην έκφραση, χαμηλούς τόνους, αρητόρευτη γλώσσα.»

 

(Μ. Δήτσα, Η παλαιότερη πεζογραφία μας, τόμ. Ε' 1830-1880, Σοκόλης, σελ. 392-393)

 

«Έτσι λοιπόν μετά το 1879 ο Λουκής Λάρας είναι πανταχού παρών. Το διήγημα - απομνημόνευμα δε θα μπορούσε να βρει καλύτερο πρότυπο. Γιατί τι άλλο είναι αυτή η "αυτοβιογραφία γέροντος Χίου" παρά ένα αφήγημα βασισμένο στη γραφτή εμπειρία ενός υπαρκτού προσώπου, δηλ. στο ίδιο το χειρόγραφο του Λουκά Τζίφου; Βέβαια ο Βικέλας δεν είναι ένας ουδέτερος εκδότης, όπως παρουσιάζεται. Μεταπλάθει ελεύθερα το υλικό του, το πλουτίζει με τις προφορικές διηγήσεις του ήρωά του, το προσαρμόζει στις ιδεολογικές απαιτήσεις του 1878 (ας μην ξεχνάμε αλήθεια και τα καθοριστικά γεγονότα της χρονιάς αυτής). Έπειτα το πρόβλημα δεν είναι πια η συνάντηση του ατόμου με την ιστορία, αλλά η αναδίπλωση, η αποστράτευση και η φυγή του προς την καθημερινότητα. Αν οι απομνημονευματογράφοι του '21 εξιστορούν κυρίως τη δράση τους, ο Λουκής Λάρας αφηγείται αποκλειστικά τα βάσανά του. Γιατί νέα συνθήματα χρειάζεται να ριχτούν, μαζί με το διήγημα, γύρω στα 1880: σπιτικό, νοικοκυροσύνη, περιουσία, οικογενειακή ζωή.»

 

(Π. Μουλλάς, «Το νεοελληνικό διήγημα και ο Γεώργιος Βιζυηνός», εισαγωγή στο Γ. Μ. Βιζυηνός,
Νεοελληνικά διηγήματα, επιμ. Π. Μουλλάς, Ερμής, Αθήνα, 1980, σελ. να'-νβ')

 

«Το ηθικό παράδειγμα και η πολιτική πρόταση του Λουκή Λάρα υπηρετείται από αφηγηματικούς τρόπους που χαρακτηρίζονται από σωφροσύνη και μετριοπάθεια, οι οποίοι φανερώνουν μια μινιμαλιστική πρόθεση της αισθητικής της αφήγησης. Βασική σχετική εκδήλωση αποτελεί ο ήπιος αφηγηματικός τόνος που συντελεί ώστε το παράδειγμα να μην παίρνει τη σημασία του αξιώματος αλλά της δυνατότητας - ή έστω μιας δυνατότητας που προβάλλεται με αρκετά έντονο τρόπο. Σε αυτήν, άλλωστε, την επιτηδειότητα του Βικέλα πιστεύω πως σε μεγάλο βαθμό οφείλεται η όποια λογοτεχνική αξία αναγνωρίζεται στο μυθιστόρημα, επειδή, για να λειτουργεί το παράδειγμα ως δυνατότητα, απαιτούνται ορισμένες αφηγηματικές ικανότητες, που αρχικά θα κατορθώσουν μια μιμητική πιστότητα και, με τον τρόπο αυτόν, στη συνέχεια θα αποκαταστήσουν μια σχέση επίδρασης πάνω στον αναγνώστη. [... ] ο ρεαλισμός χρησιμοποιείται από τον Βικέλα ως μέσο αλλά δεν αποτελεί και σκοπό της αφήγησής του, και αυτό πιστεύω πως συνιστά έναν παράγοντα αποδυνάμωσης της παραστατικής πιστότητάς της, η οποία αποδυνάμωση με τη σειρά της μειώνει την αποτελεσματικότητα της παραδειγματικής λειτουργίας.»

 

(Β. Αθανασόπουλος, «Ο ιδεολογικός ρεαλισμός του Λουκή Λάρα», Από τον Λέανδρο στον Λουκή Λάρα,
επιμ. Νάσος Βαγενάς, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 1999, σελ. 305-306)

 

«Από το σύνολο των πεζογραφημάτων του Βικέλα, ο Λουκής Λάρας είναι το αντιπροσωπευτικότερο έργο του. Βρίσκεται στο μεταίχμιο ανάμεσα στο ιστορικό μυθιστόρημα και το ηθογραφικό διήγημα. Αναφέρεται στην περίοδο της Επανάστασης του 1821 και αποτελεί ένα είδος μαρτυρία της εποχής, της οποίας ο συγγραφέας δίνει έμμεσα την ατμόσφαιρα. Τα καθαυτό ιστορικά πρόσωπα είναι πολύ περιορισμένα και τα δραματικά γεγονότα του Αγώνα διαγράφονται μέσα από τη ζωή των απλών ανθρώπων που δεν πήραν μέρος στις μάχες, αλλά υπέστησαν τις συνέπειες των συγκρούσεων. Το πατριωτικό στοιχείο είναι βέβαια έντονο, όχι όμως και το επικό. Υπάρχει διάχυτη μια απλότητα, μια ειλικρίνεια στη γραφή και κάποια μετριοπάθεια, που χαρακτηρίζει άλλωστε και το υπόλοιπο πεζογραφικό του έργο.»

(Β. Χατζηγεωργίου-Χασιώτη, «Βικέλας Δημήτριος»,
Εκδοτική Αθηνών, Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τ. 2, Αθήνα, 1984, σελ. 281-82)

 

«Την πεζογραφία του [Βικέλα] θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ηθικοδιδακτική ηθογραφία. Ο διδακτισμός του, είτε έμμεσος είτε άμεσος, όσο κι αν προσπαθεί να κρυφτεί μέσα στην αφήγηση και την ηθογραφική ατμό-σφαιρα, αποτελεί οργανικό στοιχείο της και βασικό της στόχο. Βγαίνει μέσα απ' την ίδια την ιδιοσυγκρασία του συγγραφέα κι απ' την πρόθεσή του να φρονηματίσει τον αναγνώστη και να στηρίξει ό,τι συγκροτεί τη χρηστότητα του ατόμου: την πίστη και την αφοσίωση στη θρησκεία, στην εκτέλεση του καθήκοντος, στην οικογένεια, στην πατρίδα. Το κακό βέβαια υπάρχει και για τον Βικέλα, κάνει συχνά πυκνά την εμφάνισή του. Μα, τελικά, υπερνικιέται με την καρτερία, την αυταπάρνηση και την προσήλωση στο καθήκον. [...] Ωστόσο, κέντρο εδώ [στον Λουκή Λάρα] γίνεται ο δοκιμασμένος από τα γεγονότα της εποχής άνθρωπος. Τούτο κιόλας αποτελεί ένα προχώρημα και μας πηγαίνει λίγα βήματα πιο πέρα από τα ως τότε ανάλογα έργα. Και η διήγηση παρουσιάζει μια φυσική απλότητα, οι χαρακτήρες ψυχογραφούνται και διαγράφονται με τις απλές και άνετες γραμμές, που θα χρησιμοποιήσει στα αμέσως επόμενα χρόνια η ηθογραφία, ενώ παντού επικρατεί η μετριοπάθεια κι η στρωτή κι αρχιτεκτονημένη εξιστόρηση των περιστατικών. Από την άποψη αυτή, είναι ηθογραφία σε ιστορικό πλαίσιο. Κι ούτε καλά καλά μυθιστόρημα. Πιο πολύ ταιριάζει να χαρακτηριστεί νουβέλα.»

 

(Κ. Στεργιόπουλος, λήμμα «Βικέλας Δημήτριος»,
Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος, Λαρούς, Μπριτάνικα, τ. 14, Πάπυρος, Αθήνα, 1984, σελ. 237)

 

«Εις όλα τα διηγήματα του Βικέλα, του οποίου οι τύποι είναι καθαρώς ελληνικοί, χωρίς ξένας απομιμήσεις, διαφαίνεται ο ευγενικός του χαρακτήρ, ο οποίος αποβλέπει εις τα αγαθά σημεία κάθε ανθρώπου. Δεν ζητά να προκαλέση το ενδιαφέρον του αναγνώστου με την ανθρωπίνην δυστυχίαν και αθλιότητα, αλλά τουναντίον με την ανθρωπίνην καλωσύνην και ευγένειαν. Οι τύποι του είναι πράγματι όλοι ευγενικοί, αλλά συγχρόνως, καίτοι ιδανικώτεροι των μορφών του καθημερινού βίου, φυσικοί και καλώς διαγεγραμμένοι. Και οι διάλογοί του είναι ζωντανοί, και χωρίς κουραστικάς πολυλογίας και περιγραφάς. Η έμμεσος διδακτική τάσις δεν λείπει εις τα διηγήματα, αλλ' είναι χωρίς στόμφον και δι' αυτό δεν ενοχλεί.»

 

(Δ. Σ. Μπαλάνος, «Δημήτριος Βικέλας», Νέα Εστία, τεύχος 38, 1945, σελ. 497)

 

«Ο Δημ. Βικέλας δεν είχε δημιουργική ή μυθοπλαστική φαντασία, ώστε να επινοή πρωτότυπες ή φανταστικές ιστορίες στα αφηγήματά του. Είχε ωστόσο την συνδυαστική ή αναπλαστική, η οποία του επέτρεπε να μεταπλάθη και να αναδημιουργή τα πραγματικά περιστατικά. Αυτό είναι ένα βασικό γνώρισμα της πεζογραφίας του: ο Βικέλας προκειμένου να μας πη μια ιστορία ξεκινούσε από το πραγματικό γεγονός, το πραγματικό γεγονός ήταν πάντα η αφορμή και η αφετηρία της δημιουργίας του στην αφηγηματική πεζογραφία: μια διήγηση που άκουσε, ένα επεισόδιο που το έζησε ο ίδιος, κι ακόμα μια φευγαλέα σκηνή, μια τυχαία συνάντηση, μια παλιά ανάμνηση.» (Α. Σαχίνης, Παλαιότεροι πεζογράφοι, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 31989, σελ. 82)

«Τα βασικά και σταθερά γνωρίσματα της πεζογραφίας του Βικέλα είναι από τη μια μεριά η καλοσύνη στο περιεχόμενο και στα θέματα των διηγημάτων του, και από την άλλη, η απλότητα στη μορφή, στο ύφος του συγγραφέα. Μια έμμεση έξαρση και διδασκαλία του αγαθού είναι όλο το αφηγηματικό έργο του. Τα πάντα μέσα σ' αυτό καταλήγουν στην πλάγια, με την αφήγηση και τη δράση, δοξολόγηση της καλοσύνης και στην τελική αμοιβή της με το αίσιο τέλος και την ευτυχισμένη λύση των μύθων του. [... ] Το γνώρισμα αυτό βέβαια προέρχεται από το χαρακτήρα του Βικέλα, από μια υποσυνείδητη κλίση της ψυχής του, αλλά και από την ενσυνείδητη διδακτική και ηθοπλαστική πρόθεσή του. Προβάλλοντας το καλό παράδειγμα, θέλησε να τρέψη προς τα εκεί τον αναγνώστη του. [... ] Η υπόδειξη και η ανάδειξη της αρετής δεν μπορούν ποτέ από μόνες τους να μειώσουν ένα λογοτεχνικό έργο. Ίσως όμως να υποστηρίξη κανείς πως μ' αυτό τον τρόπο ο Βικέλας παρουσιάζεται σαν πεζογράφος χωρίς νεύρο. Αλλά και το νεύρο και η δύναμη δεν θεωρούνται απαραίτητα στο αφηγηματικό κείμενο, όταν υπάρχουν τα θετικά αντισταθμίσματα που θα τα αντικαταστήσουν. Κι εδώ, στη περίπτωση του Βικέλα, υπάρχει μια σειρά από ιδεώδη βίου, από αξίες ζωής, αφηγηματικά εκφρασμένες, μορφοποιημένες και μετουσιωμένες, που προσιδιάζουν στην ιδιοσυγκρασία του και δικαιώνουν την προσπάθειά του στην πεζογραφία.»

(Α. Σαχίνης, Παλαιότεροι πεζογράφοι, ό.π., σελ. 87-88)

«Ο Βικέλας είναι από τους πρώτους που έθεσαν τις βάσεις της Νεοελληνικής Πεζογραφίας, έδειξαν το δρόμο που πρέπει να πάρει η Νεοελληνική Λογοτεχνία για να δώσει τη νεοελληνική πραγματικότητα στην ουσία της και όχι μόνο στο φαινόμενο. Κινείται μέσα στους κοινούς τόπους της Ηθογραφίας, αλλά βαθαίνει το έδαφος, εισδύει στην ψυχολόγηση. Στο διήγημα αυτό [Ο παπα-Νάρκισσος] αγγίζει ένα πρόβλημα ζωής, προβληματοποιεί λογοτεχνικά μια ιδέα. Τα πρόσωπά του παίρνουν παλμό ζωής από μέσα και προβάλλουν με καθαρές διαστάσεις εξωτερικά με σχεδόν κλασσική εντέλεια. Την τεχνική του ψυχογραφικού ρεαλισμού δεν την σπρώχνει στα άκρα ώστε να επιμείνει πολύ στην ανάλυση. Ξέρει να λέη όσα πρέπει μονάχα, αφήνοντας τ' άλλα να υποβληθούν περισσότερο, να τα μαντεύσουμε χωρίς δυσκολία. Υπάρχει στο βάθος μια ιδέα, η δύναμη του καθήκοντος. Η ιδέα αυτή είναι σα να μας δείχνει ένα δρόμο, σα να μας διδάσκη δηλαδή και να μας δίνη ένα κανόνα βίου. Διαβλέπει κανείς μια παιδαγωγική προέκταση. Εκείνο που πρέπει να προσέξουμε είναι ότι η ιδέα εξάγεται, προκύπτει. Δε θυσιάζεται η τέχνη στην Παιδαγωγική.»

 

(Γ. Θέμελης, Η διδασκαλία των Νέων Ελληνικών. Το πρόβλημα της ερμηνείας,
τ. 1, Κωνσταντινίδης, Θεσσαλονίκη, 31973, σελ. 228-229)

 

3. Τα κείμενα

 

β. Ο παπα-Νάρκισσος Διδακτικές επισημάνσεις

Βοηθητικό θα ήταν για την ερμηνεία του κειμένου:

• Να προσδιοριστούν τα βασικά πρόσωπα, ο χρόνος και ο χώρος όπου αυτά κινούνται.

• Να ιχνηλατηθεί η πορεία της ζωής, η ψυχογραφία του ήρωα και η μακρόχρονη δοκιμασία του εξαιτίας του παιδικού τραύματός του, τα οποία δίνονται με την αναδρομική αφήγηση (στη δεύτερη και τρίτη ενότητα).

• Να σχολιαστεί η ανατροπή της ήρεμης ατμόσφαιρας με την αναγγελία του επικείμενου θανάτου του λεπρού. Να προσεχθεί ο έμμεσος τρόπος με τον οποίο η είδηση φτάνει στ' αυτιά του παπα-Νάρκισσου, ώστε να του δοθεί χρόνος να προετοιμαστεί ψυχικά και ν' αντιμετωπίσει τη φοβία του (τέταρτη ενότητα).

• Να περιγραφεί ο χαρακτήρας και η στάση του Γεροθανάση, καθώς και η ατμόσφαιρα συμπαράστασης που διαμορφώνεται στο χωριό, όταν οι κάτοικοι πληροφορούνται το γεγονός.

• Να περιγραφεί η πορεία προς το καλύβι του ετοιμοθάνατου και παράλληλα η εξέλιξη του εσωτερικού αγώνα του παπα-Νάρκισσου (στην πέμπτη ενότητα).

• Να τονιστεί η κορύφωση του αγώνα που κάνει ο ιερέας και η τελική λύτρωση. Ας προσεχθεί η εικόνα του καθώς βγαίνει από το καλύβι του νεκρού έχοντας κατακτήσει την οριστική νίκη (στην έκτη ενότητα).

• Να σκιαγραφηθεί ο χαρακτήρας και η στάση της παπαδιάς.

• Να σχολιαστεί ο ρόλος της λεπτομερούς περιγραφής (του σπιτιού του ιερέα και του τοπίου).

• Να ανιχνευθεί ο ηθογραφικός, ψυχογραφικός και ρεαλιστικός χαρακτήρας του διηγήματος, με συγκεκριμένες αναφορές στο κείμενο.

 

Συμπληρωματικές ερωτήσεις-Δραστηριότητες

• «Ποσάκις επί των λίθων εκείνων καθήμενος [...] επερίμενε τον θάνατον!»: Προσπαθήστε να περιγράψετε τα συναισθήματα του λεπρού, ενός ανθρώπου αποκλεισμένου από την κοινωνική συναναστροφή, όταν φτάνει σ' αυτόν ο απόηχος της ζωής των άλλων.

 

Παράλληλο κείμενο

Ν. Καζαντζάκης, Ο Φτωχούλης τον Θεού (απόσπασμα)

[Το απόσπασμα από το βιβλίο του Ν. Καζαντζάκη Ο Φτωχούλης του Θεού, αναφέρεται στους πειρασμούς του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης.]

«—Και τώρα; ξαναρώτησα. Στράφηκε.

—Τι τώρα; έκαμε μαζεύοντας τα φρύδια. Δεν υπάρχει τώρα, σήκω να πάμε να τον βρούμε. —Ποιον;

Χαμήλωσε ο Φραγκίσκος τη φωνή του, ένιωσα όλο το τυραννισμένο κορμί του να τρέμει.

—Το λεπρό... αποκρίθηκε σιγά.

Βγήκαμε από τη σπηλιά. Ξημέρωνε. Η βροχή είχε σταματήσει, τα σύννεφα κατρακυλούσαν απάνω στον ουρανό κι έφευγαν. Θαρρείς κι η πνοή του Θεού τα κυνηγούσε. Από κάθε δεντρόφυλλο κρέμουνταν και λαμπύριζε μια στάλα νερό. Και μέσα στη στάλα το νερό απλώνουνταν ολάκερο το ουρανοδόξαρο.

Πήραμε τη στράτα, κατηφορίσαμε κατά τον κάμπο που κοιμόταν ακόμα σκεπασμένος από την πρωινή κατάχνια. Ο Φραγκίσκος τραβούσε με μεγάλες δρασκελιές μπροστά, βιάζουνταν.

Ο ήλιος ανέβηκε απάνω από το βουνό, ζεστάθηκε η γης, ζεσταθήκαμε κι εμείς. Ξεκρίναμε κάτω χαμηλά, πίσω από τα πεύκα μια μεγάλη πολιτεία.

—Ποια πολιτεία είναι ετούτη, φράτε Λεόνε; Ρώτησε ο Φραγκίσκος.

—Τα 'χω χαμένα, αδερφέ Φραγκίσκο. Σα να βλέπω για πρώτη φορά τα πάντα. Θαρρώ πως είναι η Ραβέννα.

Άξαφνα ο Φραγκίσκος στάθηκε κατάχλωμος. Με άρπαξε από το μπράτσο: —Ακούς; είπε σιγά. —Όχι, τι; —Κουδουνάκια...

Κι ως το 'πε, άκουσα αλήθεια, μακριά ακόμα, από τον κάμπο, κουδουνάκια. Σταθήκαμε κι οι δυο, το κατωσάγουνο του Φραγκίσκου έτρεμε, τα κουδουνάκια ολοένα ζύγωναν.

—Έρχεται... τραύλισε ο Φραγκίσκος κι ακούμπησε ολοτρέμουλος απάνω μου. Έρχεται....

—Να φύγουμε, να γλιτώσουμε, έκαμα εγώ κι άρπαξα το Φραγκίσκο από τη μέση, να τον σηκώσω να φύγουμε.

—Να πάμε πού; να γλιτώσουμε από το Θεό, πώς; πώς, κακόμοιρε φράτε Λεόνε;

—Ν' αλλάξουμε δρόμο, αδερφέ Φραγκίσκο.

—Στον κάθε δρόμο θα βρούμε κι ένα λεπρό. Θα γεμίσουν, θα δεις, οι στράτες λεπρούς, ωσότου να πέσουμε στην αγκαλιά τους, ν' αφανιστούν. Ε λοιπόν, φράτε Λεόνε, δέσε κόμπο την καρδιά σου, πάμε!

Τα κουδουνάκια πια ακούγονταν κοντά μας, πίσω από τα δέντρα, έφταναν.

—Κάνε κουράγιο, Φραγκίσκο, αδερφέ μου, είπα. Ο Θεός θα σου δώσει τη δύναμη να βαστάξεις.

Μα ο Φραγκίσκος είχε κιόλα πάρει φόρα, έτρεχε. Ο λεπρός είχε προβάλει μέσα από τα δέντρα. Κρατούσε ένα ραβδί γεμάτο κουδούνια και το κουνούσε, να το ακούν και να φεύγουν οι διαβάτες. Έτρεχε ο Φραγκίσκος με τις αγκάλες ανοιχτές, ο λεπρός τον είδε, σταμάτησε. Έσυρε ψιλή φωνή, σα να φοβήθηκε, σα να 'χε αποκάμει πια και δεν μπορούσε να προχωρήσει, τα γόνατά του λύγιζαν. Ζύγωσα κι εγώ από κοντά, κοίταζα με φρίκη. Η μύτη του λεπρού είχε σαπίσει, κι η μισή είχε πέσει, τα χέρια του ήταν χωρίς δάχτυλα, κούτσουρα, και τα χείλια του μια πληγή κι έτρεχε.

Ο Φραγκίσκος έπεσε απάνω στο λεπρό, τον αγκάλιασε, έσκυψε, τον φίλησε στο στόμα. Κι ύστερα τον σήκωσε στην αγκαλιά του, τον σκέπασε με το ράσο του κι άρχισε να προχωράει αργά, βαριοπατώντας, κατά την πολιτεία. Σίγουρα θα 'ταν εκεί κοντά κανένα λεπροκομείο να τον αποθέσει.

Πήγαινε, πήγαινα κι εγώ πίσω του, και τα μάτια μου είχαν βουρκώσει. Βαρύς είναι ο Θεός, βαρύς πολύ, δε λυπάται τους ανθρώπους. Τι 'ταν αυτά που μου 'λεγε, τώρα να, ο Φραγκίσκος; Το θέλημα του Θεού είναι τάχα το πιο βαθύ θέλημά μας, και δεν το ξέρουμε; Όχι, όχι! Ο Θεός μάς λέει: "Τι δε θες; Αυτό εγώ θέλω! Τι μισείς; Αυτό εγώ αγαπώ. Κάμε ό,τι δε σου αρέσει. Αυτό αρέσει εμένα!" Και να, τώρα ο δυστυχισμένος ο Φραγκίσκος φίλησε το λεπρό και τον κουβαλάει στην αγκαλιά του. [... ]

Κι άξαφνα είδα το Φραγκίσκο να σταματάει απότομα. Έσκυψε, αναμέρισε το ράσο να ξεσκεπάσει το λεπρό, κι ολομεμιάς έσυρε φωνή μεγάλη: το ράσο ήταν αδειανό!

Στράφηκε ο Φραγκίσκος και με κοίταξε, ανοιγόκλεισε το στόμα να μιλήσει, δεν μπόρεσε, μα το πρόσωπό του έλαμπε, έκαιγε. Μουστάκια, γένια, μύτες, στόματα, όλα είχαν αφανιστεί μέσα στη φλόγα.

Κυλίστηκε χάμω, ξάπλωσε πίστομα κι άρχισε να φιλάει το χώμα και να κλαίει. Όρθιος εγώ από πάνω του έτρεμα. Δεν ήταν λεπρός, ήταν ο ίδιος ο Χριστός κι είχε κατέβει στη γης λωβιασμένος, να δοκιμάσει το Φραγκίσκο.»

(Ν. Καζαντζάκης, Ο (Φτωχούλης του Θεού, Εκδόσεις Καζαντζάκη, Αθήνα, 162005, σελ. 87-88)

• Να συγκρίνετε: α) το πώς οι δυο ήρωες (του Βικέλα και του Καζαντζάκη) αντιμετωπίζουν τη δοκιμασία που πρέπει να υποστούν, β) την περιγραφή της φύσης στα δύο κείμενα, και γ) τη θέση των λεπρών στις συγκεκριμένες κοινωνίες, του Μεσαίωνα (13ος αιώνας) και του 19ου αιώνα.

 

4. Ενδεικτική βιβλιογραφία

Αθανασόπουλος Β., «Ο ιδεολογικός ρεαλισμός του Λουκή Λάρα», Από τον Λέανδρο στον Λουκή Λάρα, επιμ. Νάσος Βαγενάς, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 1999, σελ. 303-308.

Vitti M., Η ιδεολογική λειτουργία της ελληνικής ηθογραφίας, Κείμενα, Αθήνα, 1974.

Δήτσα Μ., «Δημήτριος Βικέλας», στο έργο εκδ. Σοκόλης, Η παλαιότερη πεζογραφία μας, τ. Ε' 1830-1880, σελ. 382-410.

Μπαλάνος Δ. Σ., «Δημήτριος Βικέλας», Νέα Εστία, 38, 1945, σελ. 493-498 και 574581.

Μπαλάσκας Κ., Ξενάγηση στη νεοελληνική πεζογραφία, Μεταίχμιο, Αθήνα, 2004, σελ. 87-92.

Οικονόμου Α. Α., Τρεις άνθρωποι. Συμβολή εις την ιστορίαν του ελληνικού λαού (1780-1935), τόμος δεύτερος: Δημήτριος Βικέλας, Αθήνα, 1953.

Παγανός Γ., Η νεοελληνική πεζογραφία, Κώδικας, Θεσσαλονίκη, 2002, σελ. 146155.

Σαχίνης Α., Παλαιότεροι πεζογράφοι, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα, 1989, σελ. 55-116.

Στεργιόπουλος Κ., λήμμα «Βικέλας Δημήτριος», Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος, Λαρούς, Μπριτάνικα, τ. 14, Πάπυρος, 1984, σελ. 237.

Τζιόβας Δ., «Ο αποδημητικός Δημήτριος Βικέλας: Αναμνησιολογία, χαρακτηρολογία και γλώσσα», Κοσμοπολίτες και αποσυνάγωγοι. Μελέτες για την ελληνική πεζογραφία και κριτική (1830-1930), Μεταίχμιο, Αθήνα, 2003, σελ. 249-279.

 

Αφιερώματα

Ελληνική Δημιουργία, Αφιέρωμα «Δημήτριος Βικέλας», τόμ. ΙΒ', τ. 140, 1953, σελ. 643-688.

Εμμανουήλ Ροΐδης: α. Αθηναϊκοί περίπατοι (Κ.Ν.Λ., σελ. 340-344) β. Μονόλογος ευαισθήτου (Κ.Ν.Λ., σελ. 345-348)

 

pano

 


 

Δημήτριος Βικέλας (1835-1908)

Βιβλιοnet Βιβλιοnet

ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

δεσμός Βικελαία Βιβλιοθήκη

Λουκής Λάρας Λουκής Λάρας

Διηγήματα Διηγήματα (Η άσχημη αδερφή, Ο Παππανάρκισσος, Ο λυσσασμένος, Φίλιππος Μάρθας, Εις του οφθαλμιάτρου, Ανάμνησις, Διατί έμεινα δικηγόρος, Τα δύο αδέρφια)

Βιογραφικό δεσμός, desmos

 


pano

 


Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.

 

Ήρωες

Οι ήρωες του κειμένου είναι:

 

Τόπος

Τα γεγονότα του κειμένου διαδραματίζονται:

 

Η χρονική σειρά των γεγονότων

Διακρίνουμε αναδρομικές αφηγήσεις, πρόδρομες, in medias res, εγκιβωτισμό, παρέκβαση, προϊδεασμό, προοικονομία:

 

Η χρονική διάρκεια

Σχέση του χρόνου της αφήγησης με τον χρόνο της ιστορίας (μικρότερος, ίσος, μεγαλύτερος).

Διακρίνουμε επιτάχυνση, παράλειψη, περίληψη, έλλειψη, αφηγηματικό κενό, επιβράδυνση:

 

Γλώσσα

Η γλώσσα του κειμένου είναι:

 

Αφήγηση

Η αφήγηση είναι πραγματική ή πλασματική, αφήγημα γεγονότων, λόγων ή σκέψεων…

 

Ο αφηγητής

Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός, ετεροδιηγητικός…

 

Η εστίαση

Η εστίαση είναι μηδενική, εσωτερική, εξωτερική…

 

Τα αφηγηματικά επίπεδα

Τα αφηγηματικά επίπεδα είναι εξωδιηγητικά, διηγητικά, μεταδιηγητικά:

 

Αφηγηματικοί τρόποι

Οι αφηγηματικοί τρόποι είναι: έκθεση, διάλογος, περιγραφή, σχόλιο, ελεύθερος πλάγιος λόγος, μονόλογος:

 

Ενότητες

Το κείμενο μπορεί να χωριστεί στις εξής ενότητες:

 

Το σχόλιό σας...

 

pano