340 341 342 343 Ερ Βιο

Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Α' Λυκείου

Εμμανουήλ Ροΐδης, Αθηναϊκοί περίπατοι



Οι Φαναριώτες και η Ρομαντική Σχολή των Αθηνών (1830-1880) 340

Εμμανουήλ Ροΐδης, Αθηναϊκοί περίπατοι

 

Το πρόβλημα της ρύπανσης του περιβάλλοντος δεν είναι μόνο σημερινό για τους κατοίκους της πρωτεύουσας· ο Εμμ. Ροΐδης στο παρακάτω χρονογράφημα, που δημοσιεύτηκε στο περ. Εστία στις 22.5.1896, μας πληροφορεί ότι οι Αθηναίοι και τον περασμένο αιώνα είχαν πολλούς λόγους να παραπονούνται για τη ρύπανση και τους κινδύνους που διέτρεχε η υγεία τους. 

 


 

Πολύ περισσότερον παρ' όσα από τον καιρόν του Αμπού έως σήμερον έτυχε να διαβάσω εις τον ξένον τύπον υβριστικά διά την Ελλάδα, μ' έκαμαν να εντρέπωμαι αι κατά τας παραμονάς των Ολυμπιακών αγώνων συστάσεις των ιδικών μας εφημερίδων, προς την αστυνομίαν και τους οικοκυραίους, να επιμεληθούν προς χάριν των ξένων την καθαριότητα των δρόμων και να φροντίσουν να μη βρωμούν αι μάνδραι και να μην είναι τα πεζοδρόμια παραρτήματα μακελλείων και λαχανοπωλείων. Όλα αυτά εζητούντο ως και όταν επρόκειτο να επισκεφθούν τας Αθήνας οι αυτοκράτορες Δον Πέτρος και Γουλιέλμος, ως μέτρα έκτακτα, με την υπόμνησιν μάλιστα ότι δεν θα παρετείνοντο επί πολλάς ημέρας, αι τοιαύται περί καθαριότητος ενοχλήσεις. Τι άλλο δύναται τις εκ των συστάσεων τούτων να συμπεράνει παρά μόνον ότι, καθώς οι Τζιφούτηδες της Βλαχίας αλλάζουν και κυνηγούν τας ψείρας των μόνον κατά τας μεγάλας των θρησκευτικάς εορτάς, ούτω και οι κάτοικοι των Αθηνών μόνον εις εκτάκτους περιστάσεις πρέπει ν' αναπνέουν άοσμον αέρα, να μη γλιστρούν εις αίματα και να μη σκοντάπτουν εις σάπια πορτοκάλια και λείψανα γάτων και ορνίθων;

Μη βιασθείτε να με κατατάξητε εις το γένος των αναμασητικών ζώων 341 αν σας ομιλώ διά την κατάστασιν των αθηναϊκών δρόμων. Ούτε καμήλα είμαι ούτε επικήδειος ρήτωρ διά να μου αρέσουν τα αναμασήματα. Τούτο όμως εσυλλογίσθην, ότι μετά τους Ολυμπιακούς αγώνας οι Αθηναίοι, εξιπασθέντες από την λαμπρότητα της πανηγύρεως, την συρροήν του τόσου κόσμου, την παρουσίαν του βασιλέως και των πριγκίπων, τας σημαίας, τα σαλπίσματα, τας φωτοχυσίας, τας μουσικάς και του Λούη τας τιμάς, εκατάντησαν όλοι αθλομανείς. Η Πλάκα, προ πάντων, όπου κατοικώ, έγινεν όλη ένα είδος Σταδίου. Καθ' ημέραν κινδυνεύω ν' ανατραπώ από υποψηφίους μαραθωνοδρόμους ή να σπάσουν οι δισκοβόλοι την κεφαλήν μου. Διά να σχηματίσετε ιδέαν του βαθμού εις τον οποίον έφθασεν η αγωνομανία, αρκεί να σας είπω ότι κάθε απόγευμα περί την δύσιν του ηλίου ημπορεί ο διαβάτης να καμαρώσει περί τον πλάτανον της Πλάκας και το φανάρι του Διογένους, εκτός των παίδων, και νεανίσκων, και κάμποσα, όχι μόνον μικρά αλλά και αρκετά μεγάλα αγοροκόριτζα, να σηκώνουν βάρη, να πηδούν, να ρίπτουν δίσκους και να τρέχουν, χωρίς φόβον να δείξουν το χρώμα της καλτσοδέτας των, συμμεριζόμενοι, ως φαίνεται, τας περί εξισώσεως των δύο φύλων προοδευτικάς ιδέας της Εφημερίδας των Κυριών.

Καλά θα εκάμνατε να στείλετε εκεί κανένα από τους ρεπόρτερ σας να περιγράψει αυτά τα σπαρτιατικά παιγνίδια, διότι αξίζουν τον κόπον. Εγώ ήθελα μόνον να σας υποδείξω ότι, αφού από τόσα έτη βοά όλος ο κόσμος κατά του κονιορτού, της λάσπης των λάκκων και της δυσωδίας και ματαίως αγωνίζεται όλος ο τύπος να φέρει εις θεογνωσίαν τους δημοτικούς μας άρχοντας και την αστυνομίαν, καλόν ίσως θα ήτο ν' αποταθεί σήμερον προς διόρθωσιν του κακού εις την αγωνομανίαν, να προσπαθήσει δηλαδή να πείσει τους φιλάθλους ότι χωρίς πνεύμονας υγιείς αδύνατον είναι να υπάρξουν μυώνες ισχυροί· ότι εφ' εφόσον εξακολουθούν ν' αναπνέουν τας αναθυμιάσεις της Πλάκας,* της Βάθιας,* της Παλαιάς Αγοράς,* του Ροδακιού* και του Βαθρακονησίου,* χάνουν τον καιρόν των γυμναζόμενοι 342 και ονειρευόμενοι τας δάφνας του Λούη, του ροφώντος καθαρόν αέρα εις το Μαρούσι, ή των αθλητών της Αμερικής, όπου σκουπίζονται οι δρόμοι τετράκις την ημέραν και καταδικάζονται εις βαρύ πρόστιμον οι ρίπτοντες από το παράθυρον, όχι κοφίνια. σκουπιδιών, αλλά και μίαν μαραμένην ανθοδέσμην. Το επιχείρημα τούτο είναι ίσως το μόνον δυνάμενον να συγκινήσει τους αγωνιστάς μας, αφού ούτε περί της υγείας των πολυφροντίζουν ούτε φαίνεται να τους ενοχλεί πολύ η ακαθαρσία.

Οι πανηγυρισταί της Θείας Προνοίας συγκαταλέγουν εις τα ευεργετήματα αυτής την επιδεκτικότητα των αισθήσεών μας να καταντούν με τον καιρόν και την συνήθειαν αναίσθητοι εις τα δυσάρεστα θεάματα, ακούσματα και μυρίσματα. Και έχουν μέγα δίκαιον. Πρόχειρον τούτου απόδειξιν μας δίδουν οι ενορίται του Αγίου Γεωργίου, των οποίων, ως εσυνήθισαν τ' αυτία την ρινοφωνίαν του ψάλτου, ούτω πλησιάζουν και οι οφθαλμοί να συνηθίσουν την νεοχάρακτον επί του τοίχου του ναού εξάπηχυν εκείνην γελοιογραφίαν, ήτις τόσον πολύ τους εσκάνδαλιζε κατά τας πρώτας ημέρας. Η όσφρησις προ πάντων είναι εξ όλων μας των αισθήσεων η επιδεκτικωτέρα να μεταβληθεί διά της έξεως εις αναισθησίαν. Γνωρίζετε βεβαίως το περίφημον ποίημα του Βωδελαίρ, το «Ψοφίμι» (La Charogne), με την ανοικτήν του κοιλίαν, όπου βόσκουν κοπρόμυγες, μαμούνια, σκώληκες και ασκάριδες. Ο ποιητής εύρισκε τρόπον να μυρίζεται το πράγμα τούτο «ως άνθος» και όλοι τον ενόμισαν τρελόν, δέκα έτη πριν τρελαθεί. Το κατόρθωμα του Βωδελαίρ δύναται βεβαίως να θεωρηθεί ως εξαιρετικόν, ουδεμίαν όμως επιδέχεται αμφισβήτησιν ότι ούτε οι ζωογδάρται, ούτε οι ταμπάκηδες, ούτε οι σκουπιδοξύστες, ούτε οι βαλσαμωταί ορνέων, ούτε οι κάτοικοι των οδών «Αίαντος» και «Πρωτογένους» ενοχλούνται πολύ από την ποιότητα του αέρος τον οποίον αναπνέουν. Η μύτη των καταντά με τον καιρόν στωική. Το κακόν είναι ότι δεν ηυδόκησεν η Θεία Πρόνοια να καταστήσει και τους πνεύμονας ημών επίσης επιδεκτικούς να εξοικειωθούν με τα μολύσματα της ατμοσφαίρας.

Δεν εννοώ βεβαίως ότι όλοι οι μετερχόμενοι ακάθαρτα επαγγέλματα και όλοι οι γείτονες κοπρώνων αποθνήσκουν από φθίσιν, κακοήθη πυρετόν, κοιλιακόν τύφον ή σηψαιμίαν, αλλά μόνον ότι δεν έχομεν δίκαιον 343 να περιφρονώμεν τόσον πολύ τους ιατροστατιστικούς πίνακας, εκ των οποίων προκύπτει ότι, εις όλας τας πόλεις της Ευρώπης, ο αριθμός των νόσων και ο μέσος όρος της ανθρωπινής ζωής διαφέρει πολύ κατά τα επαγγέλματα και τας συνοικίας. Δεν έχω πρόχειρον τον Bouchardat, διά να σας παρατάξω αριθμούς και τι λέγει περί της ευρωστίας των équarisseurs, των boyaudiers, των chiffonniers και των άλλων καταδικασμένων εκ του επαγγέλματός των ν ' αναπνέουν εις το Παρίσι αθηναϊκόν αέρα· δεν βλέπω όμως και την ανάγκην ν' αναζητήσω ξένα παραδείγματα, αφού πρόχειρα και πειστικώτατα είναι τα δικά μας. Σοφός καθηγητής του πανεπιστημίου μας μου έλεγε, προ τινων μηνών, ότι εις μόνην την περισσοτέραν ακαθαρσίαν του Γαζοχωρίου, της Αγίας Τριάδος, και εν γένει των κάτω μαχαλάδων, πρέπει ν' αποδοθεί ο μεγαλύτερος αριθμός των προώρων θανάτων. Εύκολον και ασφαλέστατον μέσον αποδείξεως θα ήτο η επί τη βάσει της επιγραφής των επικήδειων πλακών ή σταυρών εξακρίβωσις του μέσου όρου της ηλικίας εις την οποίαν απέθανον οι αναπαυόμενοι εις το κοιμητήριον της Βάθιας και οι ευτυχήσαντες ν' αναπνεύσουν καθαρώτατον αέρα πριν ενταφιασθούν εις το Α' νεκροταφείον. Η διαφορά θα ήτο, πιστεύω, μεγάλη, αφού και εκ πρώτης όψεως προξενεί αλγεινήν έκπληξιν εις τον επισκέπτην του λαϊκού Β' νεκροταφείου το μέγα πλήθος των παιδικών και νεανικών σταυρών.

Αλλά σκοπός μου σήμερον δεν είναι να θρηνήσω επ' αυτών, αλλά μόνον να υποδείξω ότι η σημερινή αγωνομαχία παρέχει εις τον τύπον μοναδικήν ευκαιρίαν να την εκμεταλλευθεί υπέρ της καθαριότητας και της ευπρεπείας των δρόμων της πρωτευούσης. Την ελπίδα επιτυχίας ενισχύει η σύμπτωσις ότι η αγωνιστίτις αύτη επέσκηψεν οξύτερα επί των κατοικούντων τας ρυπαράς συνοικίας. Τούτους πρόκειται ο τύπος να πείσει όχι ότι κινδυνεύει το στήθος των από φθίσιν, αφού δεν τους μέλει περί τούτου, αλλ' οι μυώνες των από ατροφίαν, και μάταιον είναι να γυμνάζονται, να τρέχουν να δισκοβολούν και να βλέπουν εις τον ύπνον των ολυμπιακά βραβεία, εφ' όσον εξακολουθούν να τρέφουν τους πνεύμονάς των με τελμάτων, σφαγείων και βόθρων αναθυμιάσεις.


 

Αμπού (About Edmond, 1828-1885): Γάλλος αρχαιολόγος και συγγραφέας που έγραψε το βιβλίο Ο βασιλεύς των ορέων (1857), στο οποίο σατιρίζει την ελληνική κοινωνία της Οθωνικής εποχής.
Δον Πέτρος, Γουλιέλμος: αυτοκράτορες της Βραζιλίας και της Γερμανίας αντίστοιχα, που είχαν επισκεφτεί την εποχή εκείνη την Αθήνα.
τζιφούτης: η λέξη προέρχεται από την υβριστική προσαγόρευση cifut που χρησιμοποιούσαν οι Τούρκοι για τους Εβραίους.
ξιπάζουσι (από το μεσν. ξυπάζω και ξυπάζομαι): περηφανεύομαι, κομπάζω.
Λούης Σπύρος: Έλληνας δρομέας από το Μαρούσι της Αττικής, νικητής στο Μαραθώνιο στους πρώτους, μετά την ανασύστασή τους, Ολυμπιακούς Αγώνες που έγιναν στην Αθήνα το 1896.
Εφημερίς των Κυριών: περιοδικό που έβγαζε στην Αθήνα η φεμινίστρια Καλλιρρόη Παρρέν. Ο Ροΐδης ειρωνευόταν τη φεμινιστική κίνηση για την απελευθέρωση των γυναικών. [δεσμός Γυναίκες και γυναικείος λόγος πηγή: Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού]
Πλάκα, Βάθια, Παλαιά Αγορά, Ροδακιό, Βαθρακονήσι: λαϊκές συνοικίες εκείνης της εποχής κοντά στο κέντρο της Αθήνας.
Βωδελαίρ (Baudelaire Charles, 1821-1867): Γάλλος ποιητής, γνωστός για την ποιητική του συλλογήΤα άνθη του κακού.
ασκάριδες: παρασιτικά σκουλήκια, λεβίθες.
στωικός: (εδώ) υπομονετικός, ανεκτικός.
Bouchardat Appollinaire (1806-1886): Γάλλος χημικός και φαρμακοποιός.
équarisseur: λ. γαλλ., σφαγέας ζώων, χασάπης.
boyaudier: λ. γαλλ., χορδοποιός.
chiffonnier: λ. γαλλ., ρακοσυλλέκτης.

pano

 



 

Ερωτήσεις

  1. Ποιοι ήταν υπεύθυνοι για τη ρύπανση του περιβάλλοντος στην παλιά Αθήνα;
  2. Ο συγγραφέας λέει ότι ντράπηκε περισσότερο για τις συστάσεις που έκαναν οι εφημερίδες προς τους κατοίκους και την αστυνομία στις παραμονές των Ολυμπιακών Αγώνων για την προσωρινή καθαριότητα της πόλης, παρά για όσα υβριστικά έγραψαν κατά καιρούς οι ξένες εφημερίδες για την Ελλάδα: να σχολιάσετε την παρατήρηση.
  3. Εξακολουθούν να υπάρχουν οι ίδιες αιτίες ρύπανσης στην Αθήνα, σήμερα; Αν όχι, ποια μορφή έχει πάρει το πρόβλημα;
  4. Ο συγγραφέας λέει πολύ σοβαρά πράγματα με τρόπο ειρωνικό: να επισημάνετε στο κείμενο τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις ειρωνείας.

δεσμός Γ. Σουρής, «Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1896»

δεσμός Μουσική και μουσικοί στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 1986 [πηγή: Μεγάλη Μουσική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος - Λίλιαν Βουδούρη]

 


Βράδυ

Νικόλας Κληρονόμος, Βράδυ: Τα Πρώτα Φώτα, 84Χ220εκ, λάδι σε ξύλο, Αθήνα 1999, πηγή: Νικόλας Κληρονόμος


 

Εμμανουήλ Ροΐδης (1836-1904)

Ροΐδης

Γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου και έζησε ένα μέρος της παιδικής του ηλικίας στη Γένοβα της Ιταλίας. Αργότερα σπούδασε στη Γερμανία νομικά και φιλοσοφία. Προικισμένος με κριτική οξύτητα και έχοντας μια παιδεία ευρωπαϊκή, αφοσιώθηκε κυρίως στη λογοτεχνική κριτική και τη δημοσιογραφία. Το ιστορικό του μυθιστόρημα Η Πάπισσα Ιωάννα (1866) αποτελεί σταθμό στην ιστορία της λογοτεχνίας μας. Στο βιβλίο αυτό, που είχε μεγάλη εκδοτική επιτυχία, ο Ροΐδης σατιρίζει τον κλήρο και τις υπερβολές των ρομαντικών μυθιστοριογράφων της εποχής του. Εκτός από τις κριτικές και γλωσσικές του μελέτες έγραψε και μερικά ρεαλιστικά διηγήματα, όπως Ιστορία ενός αλόγου, Ψυχολογία Συριανού συζύγου, Το ξεστούπωμα, κ.ά. Τα Άπαντα του Ροίδη έχουν συγκεντρωθεί σε 5 τόμους στις εκδόσεις Ερμής.

 

δεσμός Εποχές και Συγγραφείς. Εμμανουήλ Ροΐδης (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]

 


 

 

1. Εργοβιογραφικά στοιχεία

Ο Εμμανουήλ Ροΐδης γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου το 1836 και πέθανε στην Αθήνα το 1904. Ο πατέρας του, Δημήτριος Ροΐδης, πλούσιος γόνος παλιάς αριστοκρατικής οικογένειας εμπόρων της Αθήνας, που εγκαταστάθηκε στη Χίο, υποχρεώθηκε μετά την καταστροφή του νησιού, το 1822, να εγκατασταθεί με άλλους συμπατριώτες του στη Σύρο. Το 1841 ο Ροΐδης ακολούθησε την οικογένειά του στη Γένοβα, όπου ο πατέρας του έγινε διευθυντής εμπορικού οίκου και αργότερα επίτιμος πρόξενος της Ελλάδας. Στη Σύρο επέστρεψε το 1849, για να φοιτήσει στο ελληνοαμερικανικό λύκειο Χ. Ευαγγελίδη. Συμμαθητής του ήταν ο Δ. Βικέλας, με τον οποίο εκδίδανε χειρόγραφη εβδομαδιαία εφημερίδα. Την ίδια αυτή περίοδο εκδηλώνονται τα πρώτα συμπτώματα της βαρηκοΐας του, που θα τον ταλαιπωρήσει σ' όλη τη ζωή του. Το διάστημα 1855-56 βρίσκεται στο Βερολίνο, όπου πήγε για να θεραπεύσει την πάθησή του και να παρακολουθήσει μαθήματα φιλολογίας και φιλοσοφίας, τα οποία υποχρεώθηκε ωστόσο να διακόψει μετά την επιδείνωση της κατάστασης της ακοής του. Την περίοδο 1857-62 διαμένει στη Ρουμανία, όπου ασχολείται με τις οικογενειακές εμπορικές επιχειρήσεις, και ενδιάμεσα πραγματοποιεί συχνά ταξίδια στην Αθήνα, δημοσιεύοντας πολιτικά και φιλολογικά άρθρα σε αθηναϊκές εφημερίδες.

Το 1862 επιστρέφει για να εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα, ενώ παράλληλα πραγματοποιεί ταξίδια στο εξωτερικό (Κάιρο, ευρωπαϊκές πόλεις). Οι πολιτικές και κοινωνικές ανακατατάξεις που σημειώνονται στην Ελλάδα στο διάστημα 1859-65 σημάδεψαν καθοριστικά τη διαμόρφωση της συνείδησης του Ροΐδη και τη διαδικασία προσαρμογής του στην ελληνική πραγματικότητα. Προϊόν αυτής της περιόδου είναι το ριζοσπαστικό έργο του Πάπισσα Ιωάννα (1866), το οποίο καταδικάστηκε από την Ιερά Σύνοδο και στάθηκε αιτία να υποστεί ο συγγραφέας δικαστικές διώξεις, τον καθιέρωσε ταυτόχρονα ως σημαντικό πνευματικό πρωταγωνιστή της πνευματικής ζωής στην Ελλάδα.

Τα χρόνια που ακολουθούν δημοσιεύει ποικίλα πολιτικά και φιλολογικά κείμενα και παράλληλα συνεργάζεται με γαλλόφωνες εφημερίδες. Το 1875 ιδρύει την εφημερίδα Ασμοδαίος, με την οποία παρεμβαίνει στα πολιτικά δρώμενα της εποχής του. Τάσσεται υπέρ του Τρικούπη και κατά του Δηλιγιάννη (με το κείμενο «Γεννηθήτω φως», 1878) και αρθρογραφεί τακτικά στην εφημερίδα Ώρα του Τρικούπη. Το 1877 εμπλέκεται σε φιλολογική διαμάχη με τον Άγγελο Βλάχο σχετικά με τους προσανατολισμούς της νεότερης ποίησης, θεωρώντας ότι ο αθηναϊκός ρομαντισμός είχε πλέον φτάσει σε πλήρες αδιέξοδο. Κατά την κρίση των Λαυρεωτικών (1869-75) έχασε όλη την περιουσία του και υποχρεώνεται να ζει με τα ελάχιστα πενιχρά μέσα που του αποφέρει το συγγραφικό και δημοσιογραφικό έργο του. Το 1880 διορίστηκε έφορος στην Εθνική Βιβλιοθήκη, θέση που διατήρησε ως το 1890 με διακοπές, εφόσον απολυόταν κάθε φορά που αναλάμβανε πρωθυπουργός ο Δηλιγιάννης. Την ίδια περίοδο συμμετέχει στη συντακτική επιτροπή των περιοδικών Εστία και Παρνασσός και συνεργάζεται με πολλά έντυπα, πολιτικά και φιλολογικά, δημοσιεύοντας ποικίλα κείμενα (σατιρικά, πολιτικά, ευθυμογραφήματα, μελέτες, χρονογραφήματα κ.ά.). Τα χρόνια αυτά η ζωή του σημαδεύτηκε από την αυτοκτονία του αδελφού του και από ένα προσωπικό ατύχημα που τον καθήλωσε αρκετούς μήνες στο κρεβάτι (1884-85).

Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1860, με τη μετάφραση του Οδοιπορικού του Σατομπριάν. Συνέχισε σχεδόν σε όλη του τη ζωή να μεταφράζει συγγραφείς όπως Πόε, Μποντλέρ, Μακόλεϊ (Ιστορία της Αγγλίας), Ταιν (Ιστορία της αγγλικής λογοτεχνίας) κ.ά., γιατί πίστευε ότι προϋπόθεση για την πνευματική ανάπτυξη της Ελλάδας ήταν η γνωριμία με την ευρωπαϊκή σκέψη.

Κορυφαίο δείγμα του συγγραφικού ταλέντου του, αλλά και του κοσμοπολίτικου πνεύματος που τον διακρίνει είναι η Πάπισσα Ιωάννα, με το οποίο καταγγέλλει την ηθική κράτους και εκκλησίας και στηλιτεύει τον κοινωνικοπολιτικό κομφορμισμό. Το έργο αυτό, παρ' όλες τις αντιδράσεις που προκάλεσε στους κόλπους της Εκκλησίας, έγινε δημοφιλές ανάγνωσμα και μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες της Ευρώπης. Ως λογοτέχνης ο Ροΐδης έδωσε στα τελευταία χρόνια της ζωής του (μετά το 1890) μερικά διηγήματα, τα Συριανά διηγήματα, που δεν έχουν χαρακτήρα ηθογραφικό, μολονότι πηγή έμπνευσής τους αποτελούν οι αναμνήσεις του συγγραφέα από τη ζωή του στη Σύρο κατά την παιδική και νεανική ηλικία του. Μερικά απ' αυτά, που θεωρούνται εξαίρετα δείγματα της διεισδυτικής ματιάς του συγγραφέα, είναι τα «Ιστορία ενός σκύλου» (1893), «Ιστορία μιας γάτας» (1893), «Ιστορία ενός αλόγου» (1893), «Ψυχολογία Συριανού συζύγου» (1894), «Το παράπονο του νεκροθάπτου» (1895).

Ως κριτικός ο Ροΐδης άσκησε με το πλήθος των άρθρων του μεγάλη επίδραση στους σύγχρονούς του και στους μεταγενέστερους. Σημαντικός άξονας προβληματισμού στη σκέψη του ήταν και παρέμεινε ως το τέλος ο προσανατολισμός της σύγχρονής του λογοτεχνίας, αλλά και το θέμα της γλώσσας. Μετά τη διαμάχη του με τον Άγγελο Βλάχο (1877), χαιρέτισε πρώτος το Ταξίδι του Ψυχάρη (1888) και εξέδωσε τη μελέτη Τα Είδωλα, με την οποία υποστηρίζει τη δημοτική, παρ' όλο που ο ίδιος χρησιμοποιεί την καθαρεύουσα στο σύνολο του έργου του (εκτός από το διήγημα «Η Μηλιά» που δημοσιεύτηκε στην Ακρόπολι το 1896).

 

2. Η κριτική για το έργο του

«Το πλήθος των άρθρων με το οποίο παρενέβη στα πνευματικά και άλλα προβλήματα του τόπου [... ] μαρτυρούν άνθρωπο με ακέραιες και συχνά απόλυτες θέσεις, αλλά πάντοτε πείσμονα στην υποστήριξή τους. Έβλεπε τη νεοελληνική κοινωνία ασχημάτιστη, αδιαμόρφωτη, παραπαίουσα, ανίκανη να δεχθεί τα αγαθά της Δύσης και να ενταχθεί στην χορεία των ανεπτυγμένων ευρωπαϊκών εθνών. Έβλεπε να λείπει η "περιρρέουσα ατμόσφαιρα", όρο που δανείστηκε από τον Ταιν [...], δηλαδή το κατάλληλο πνευματικό περιβάλλον για την άνδρωση και ανύψωση της τέχνης του λόγου. Σκωπτικός, δεν έπαυε να θίγει τα κακώς κείμενα χρησιμοποιώντας κάθε τεχνική του λόγου, ιδιαίτερα τα λεγόμενα σκαλαθύρματα, που το πρότυπο του είδους τους ανευρίσκεται στον τίτλο του έργου του Εράσμου Μωρίας Εγκώμιον. Την τεχνική αυτή η οποία συνίσταται σε "παιγνιώδη διαλεκτικήν λογικήν εξέλιξιν αναχωρούσαν από κρύφιον σόφισμα και προχωρούσαν ακροβατικώς τόσω επιτυχέστερον όσον περισσοτέρα εργασία απαιτείται διά να ευρεθή το σόφισμα της αρχής" (Ξενόπουλος) ο Ροΐδης ανήγαγε σε πραγματική τέχνη.»

 

(Ν. Μπουγάς, λήμμα «Ροΐδης Εμμανουήλ»,
Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος, Λαρούς, Μπριτάνικα, τ. 52, Πάπυρος, Αθήνα, 1992, σελ. 176)

«Η έκπληξη, στηριγμένη στις απροσδόκητες συσχετίσεις, αποτελεί το κλειδί της συγγραφικής τεχνικής του, ενώ συνάμα επεξεργάζεται την φράση του για να την καταστήσει λεία, ευνόητη και μουσική. Πρωτεύει εδώ το αίτημα της σαφήνειας: να μη μας διαφεύγει τίποτε και να μην παρερμηνεύσουμε τίποτε. Η αισθητική επεξεργασία ενεργείται παράλληλα: η θέση των τόνων μέσα στη φράση, η στίξη, οι κατακλείδες τον απασχολούν πολύ. Εκείνο που πρέπει να εξαρθεί είναι το στοιχείο της βούλησης που πρωτεύει μέσα στη συγγραφή του: δεν έχει εύκολο γράψιμο. Όταν βιάζεται, όταν αφαιρείται, η φράση του μακραίνει και γίνεται δυσκίνητη παρακολουθώντας τους μαίανδρους μιας λεπτόλογης, εξαντλητικής σκέψης. Ο Ροΐδης εισάγει έτσι μέσα στην νέα μας λογοτεχνία το νόημα του ύφους, την επαγγελματική συγγραφική συνείδηση.»

 

(Κ. Θ. Δημαράς, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Ίκαρος, Αθήνα, 71985, σελ. 331)

 

«Το ύφος του Ροΐδου είνε τόσον ιδιάζον, ώστε εκ πέντε μόνον γραμμών δύναμαι να εννοήσω —πράγμα το οποίον δι' ουδένα άλλον των νεωτέρων Ελλήνων λογογράφων μοι συμβαίνει— αν το άρθρον φέρη ή όχι την υπογραφήν του. Τον αναγνωρίζω ευθύς εκ της πρώτης του φράσεως. Κηλεί διά της αυτής πάντοτε μουσικής, έχει την αυτήν συμμετρίαν, δεικνύει την αυτήν περί την εκλογήν της λέξεως αυστηρότητα, την αυτήν ευστροφίαν, την αυτήν χάριν ή σατυρικήν οξύτητα, επιτυγχανομένην διά πολλαπλών τρόπων, συγκρούσεων λέξεων, διπλών εννοιών ή αήθων συζεύξεων. [... ] Εκτός των άλλων αρετών, το ύφος του διακρίνεται και διά την συνεκτικότητα. Αι φράσεις του συμπλέκονται προς αλλήλας ως οι κρίκοι θώρακος. Διά τούτο ο λόγος του, προ πάντων εις τα οψιμώτερά του έργα είνε μεστός εννοιών, αποκαλυπτομένων δι' αναπτύξεως.»

(Γρ. Ξενόπουλος, «Εμμανουήλ Ροΐδης», Ποικίλη Στοά, έτος 9ο, 1891, σελ. 28,
και στην ανθολόγηση Δ. Μπέζα, Η παλαιότερη πεζογραφία μας, τ. Ε', Σοκόλης, σελ. 41)

 

«Τελικά ο Ροΐδης κατέχει στα ελληνικά γράμματα τη θέση του πιο ιδιότυπου, ίσως, εκπροσώπου του ρομαντισμού, θέση αντίστοιχη με του Μπάιρον, που θεωρήθηκε ο ξένος και αιρετικός του αγγλικού ρομαντισμού. Η παιδεία του προσδιορίζεται από τη διασταύρωση της ρομαντικής με την κλασική και διαφωτιστική παράδοση, η μεγάλη ωστόσο ποιητική εμπειρία του είναι η ρομαντική και αυτή διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό το λογοτεχνικό του γούστο. [... ] Μόνος συνεπώς ανάμεσα στους συγχρόνους του ο Ροΐδης δεν παρουσιάζει την κλασικότροπη υποχώρηση των περισσότερων πρώην ρομαντικών ή των διαφωτιστών, αλλά προσπαθεί να βρει απάντηση ανάγοντας την ερμηνεία και τη λύση του προβλήματος στις σύγχρονες αναζητήσεις της ευρωπαϊκής αισθητικής.»

 

(Α. Γεωργαντά, Εμμανουήλ Ροΐδης. Η πορεία προς την Πάπισσα Ιωάννα, Ιστός, Αθήνα, 1993, σελ. 227-228)

 

«Αν επιχειρήσουμε να αρθρώσουμε το σύνολο της παραγωγής του Ροΐδη, θα μπορούσαμε χονδρικά και σχηματικά να δημιουργήσουμε δύο κύκλους: ο α' αναφέρεται στο κύκλωμα Πάπισσα Ιωάννα, ο β' στα βιώματά του. Εξηγούμαι: για περισσότερα από είκοσι χρόνια (1855-1875), όταν κλείνει η πρώτη περίοδός του, ολόκληρη η πνευματική παραγωγή του, εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις, εντοπίζεται γύρω από τις εκτεταμένες ερευνητικές αναζητήσεις, στις οποίες τον οδήγησε το έναυσμα της Πάπισσας. Ό,τι βλέπει το φως της δημοσιότητας δεν είναι παρά εκταμίευση από το πλούσιο υλικό που φαίνεται πως είχε μοχθηρά συγκεντρώσει. [... ] Ο β' κύκλος αναφέρεται στις βιωματικές του σχέσεις με τα πράγματα: ο μεγάλος κύκλος των αφηγημάτων του, που τείνουν προς την λογοτεχνία, έχει ως αφετηρία προσωπικά βιώματα. Ο λόγιος που στερήθηκε την φαντασία, απομακρύνεται εντελώς από το αρχείο του και αφήνει την αναπόληση να λειτουργήσει αδέσμευτη στον ελεύθερο στοχασμό. Φυσικά υπάρχει και μια τρίτη ομάδα, όχι κύκλος αυτός. Εδώ μπορεί να συγκεντρωθεί ολόκληρο σχεδόν το υπόλοιπο υλικό που έχει άμεση σχέση με πρόσωπα και πράγματα. Αφορμή είναι η έκδοση ενός βιβλίου, ένα γεγονός, μια δραστηριότητα, πάντως ό,τι έχει σχέση με την επικαιρότητα.»

 

(Α. Αγγέλου, Εισαγωγή στον τόμο Εμμανουήλ Ροΐδης: όκαλαθύρματα, Ερμής, Αθήνα, 1986, σελ. νε')

 

«Η γραφή του Ροΐδη μπορεί να δοκίμασε πολλές μορφές και να πειραματίστηκε με διαφορετικά είδη (λογοτεχνικά και μη), διατηρεί όμως στη διαχρονική αποτύπωσή της τη μοναδικότητα του λόγου της όχι μόνον ως αισθητικό αποτέλεσμα αλλά και ως πολιτισμικό γεγονός. Στην εποχή του αυτό θεωρήθηκε από ορισμένους αδιέξοδη "άρνηση", "αστυνόμευση" του λόγου, υπερβολή "ευφυολογίας", μοχθηρός "σαρκασμός" και, σε ακραίες περιπτώσεις, "ανθελληνισμός" και "ανηθικότητα". Από τους θαυμαστές του έχουμε την πλήρη αναστροφή των όρων. Η κριτική του Ροΐδη μπορεί να ήταν ανατρεπτική αλλά συνάμα, και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο, πολλαπλά αναγκαία για την ανανέωση του ερμηνευτικού στοχασμού. Η ικανότητά του να διαταράσσει τις υπάρχουσες ισορροπίες και να προκαλεί σφοδρές διενέξεις επέτρεπε την εκ νέου διαπραγμάτευση κρίσιμων ζητημάτων και την αντιμετώπιση σοβαρών προβλημάτων από μια προοπτική ειρωνικής, και ως εκ τούτου δραστικής, αμφισβήτησης.»

 

(Δ. Δημηρούλης, Εμμανουήλ Ροΐδης. Η τέχνη του ύφους και της πολεμικής, Μεταίχμιο, Αθήνα, 2005, σελ. 142-143)

 

3. Τα κείμενα

α. Αθηναϊκοί περίπατοι

Διδακτικές επισημάνσεις

• Να ενταχθεί το κείμενο στο λογοτεχνικό του είδος και να συζητηθούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του χρονογραφήματος, όπως δίνονται στο Λεξικό Λογοτεχνικών Όρων. Ιδιαίτερα θα πρέπει να τονιστεί ο επικαιρικός χαρακτήρας του και ο ειρωνικός, εύθυμος ή και χαριτωμένος τρόπος σχολιασμού θεμάτων της καθημερινότητας.

• Να σχολιαστεί το περιεχόμενο του χρονογραφήματος και να εντοπιστεί το κεντρικό θέμα, το πρόβλημα της ρύπανσης, γύρω από το οποίο αναπτύσσεται. Να συζητηθοροβλήματος, όπως αυτό εμφανιζόταν στα χρόνια του συγγραφέα.

• Να επισημανθεί και ο δευτερεύων άξονας στον οποίο κατευθύνεται η γεμάτη ειρωνεία ματιά και γραφίδα του Ροΐδη, η «αγωνομανία» όπως τη χαρακτηρίζει, των Αθηναίων, που την αποδίδει στους Ολυμπιακούς Αγώνες (είχαν λάβει χώρα έναν μήνα πριν, τον Απρίλιο του 1896), και ο τρόπος με τον οποίο τη συνδέει με το κεντρικό του θέμα χωρίς ούτε στιγμή να χάνει τον στόχο του.

• Να διερευνηθεί αν το συγκεκριμένο χρονογράφημα ξεπερνά, ως προς τη θεματική του και την οπτική του συγγραφέα, τον εφήμερο και επικαιρικό χαρακτήρα του αποκτώντας αξία διαχρονική. Να συζητηθεί σε ποιο βαθμό υπάρχουν σήμερα πηγές ρύπανσης στην Αθήνα και πώς θα μπορούσαν να εξαλειφθούν.

• Να προσεχθεί το ιδιαίτερα ειρωνικό ύφος που χαρακτηρίζει το κείμενο, και να επισημανθούν οι εκφραστικοί τρόποι με τους οποίους το πετυχαίνει.

 

Συμπληρωματικές εργασίες-Δραστηριότητες

• Να γράψετε, σε ύφος ειρωνικό, μια παράγραφο με θέμα σχετικό με την καθαριότητα στον τόπο όπου διαμένετε.

 

Παράλληλο κείμενο

Πάτρικ Ζίσκιντ, Το άρωμα (απόσπασμα)

«Την εποχή για την οποία μιλάμε, κυριαρχούσε στις πολιτείες μια δυσω-δία αφάνταστη για μας τους σημερινούς ανθρώπους. Οι δρόμοι έζεχναν κοπριά κι οι αυλές κάτουρα, οι σκάλες σάπιο ξύλο και ποντικοκούραδα, οι κουζίνες μύριζαν νοτισμένο κάρβουνο και αρνίσιο λίπος. Τα σπίτια δεν αερίζονταν ποτέ και βρομοκοπούσαν μούχλα, οι κρεβατοκάμαρες ανάδιναν τη βαριά μυρωδιά των νοτισμένων σεντονιών, των υγρών παπλωμάτων και τη γλυκόξινη αποφορά του καθηκιού. Από τα καμίνια μύριζε το θειάφι, από τα ταμπάκικα βρομούσαν τα οξέα, απ' τα σφαγεία ξεχυνόταν η μυρωδιά του χυμένου αίματος. Οι άνθρωποι μύριζαν ιδρώτα και απλυσιά, τα χνώτα τους βρομούσαν χαλασμένα δόντια και κρεμμύδι, και τα κορμιά τους, όταν περνούσαν πια τα πρώτα νιάτα, μύριζαν πολυκαιρισμένο τυρί, ξινισμένο γάλα και κακοφορμισμένες πληγές. Τα ποτάμια, οι πλατείες, οι εκκλησίες, οι γέφυρες και τα παλάτια ανάδιναν βρόμα και δυσωδία. Βρομούσαν οι γεωργοί αλλά και οι παπάδες, βρομούσαν οι τεχνίτες αλλά κι οι γυναίκες των εμπόρων, βρομούσε ολόκληρη η αριστοκρατία, βρομούσε ακόμα κι ο βασιλιάς -μάλιστα!- βρομούσε σαν άγριο θηρίο, κι η βασίλισσα σαν γριά κατσίκα, χειμώνα καλοκαίρι. Κι αυτό γιατί τον δέκατο όγδοο αιώνα δεν είχε μπει ακόμα φραγμός στην καταλυτική δραστηριότητα των βακτηριδίων. Έτσι, δεν υπήρχε ανθρώπινο έργο, δημιουργικό ή καταστροφικό, δεν υπήρχε έκφραση της ζωής, στην άνθιση ή στην παρακμή της, που να μη συνοδεύεται απαραίτητα από τις ανάλογες μυρωδιές.»

(Π. Ζίσκιντ, Το άρωμα, μτφρ. Μ. Αγγελίδου, Ψυχογιός, Αθήνα, 1986, σελ. 7-8)

• Να εντοπίσετε κοινά στοιχεία και παρεμφερείς εικόνες στην περιγραφή της ρύπανσης στα δύο κείμενα.

• Να συγκρίνετε το ύφος των δύο συγγραφέων.

 

4. Ενδεικτική βιβλιογραφία

Αγγέλου Α., Εισαγωγή στον τόμο Εμμανουήλ Ροΐδης: Σκαλαθύρματα, Ερμής, Αθήνα, 1986.

Γεωργαντά Α., Εμμανουήλ Ροΐδης. Η πορεία προς την Πάπισσα Ιωάννα, Ιστός, Αθήνα, 1993.

Δημαράς Κ. Θ., Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Ίκαρος, Αθήνα, 71985.

Δημηρούλης Δ., Εμμανουήλ Ροΐδης, Η τέχνη του ύφους και της πολεμικής, Μεταίχμιο, Αθήνα, 2005.

Μπέζας Δ., «Εμμανουήλ Ροΐδης», εκδ. Σοκόλης, Η παλαιότερη πεζογραφία μας, τ. Ε' 1830-1880, Αθήνα, σελ. 8-95.

Μπουγάς Ν., λήμμα «Ροΐδης Εμμανουήλ», Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος, Λαρούς, Μπριτάνικα, τ. 52, Πάπυρος, Αθήνα, 1992, σελ. 176.

Beaton R., Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία, Νεφέλη, Αθήνα, 1996.

 

Αφιερώματα

Διαβάζω, τεύχος 96, 13-6-84. Ελληνική Δημιουργία, τεύχος 139, 15-11-1953.

Νέα Εστία, τεύχος 1772 (Νοέμβριος 2004).

Χάρτης, τεύχη 15 και 16, Μάιος και Ιούλιος 1985.

 

 

pano

 


 

Εμμανουήλ Ροΐδης
στις Ψηφίδες, Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Εμμανουήλ Ροΐδης [πηγή: Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής λογοτεχνίας (Ψηφίδες για την ελληνική γλώσσα)]
στον Πολιτιστικό Θησαυρό της Ελληνικής Γλώσσας ΠΟΘΕΓ
στο Βιβλιοnet Βιβλιοnet
στο Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού
στη Βικιπαίδεια Βικιπαίδεια
ΤΑΙΝΙΕΣ
Σειρά: Ταξίδι στον Πολιτισμό για το Υπουργείο Πολιτισμού. Λογοτεχνία Λύκειο ΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΩΝ youtube
εκπομπή ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΕΣ ΕΡΤ
εκπομπή ΕΠΟΧΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΕΡΤ
εκπομπή ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΕΡΤ

Βιογραφικό δεσμός, desmos

Διαβάστε στον Ελληνικό Πολιτισμό:

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ: Τα εφήμερα, Ιστορία ενός τουφεκισμού, Πανδαμάτειρα και πανδαμάτωρ, Η μηλιά, Μονόλογοι ευαισθήτου, Η πρώτη του μονομαχία, Κυνομυομαχία, Τα ευτυχήματα της αρρώστιας, Το θέατρον του Γιλδίζ κιοσκ, Άγιος Σώστης, Ορέστης και Πυλάδης, Χρυσηίς, Ημερολόγιον ομογενούς, Ιστορία ενός πιθήκου, Επιστολή αγγλίδος περί γλυπτικής.

ΑΠΟΚΡΥΦΑ ΚΑΙ ΣΥΝΑΞΑΡΙΑ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΣΗΜΕΡΙΝΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ

ΣΚΑΛΑΘΥΡΜA

 


Νικόλας Κληρονόμος
Προσωπική σελίδα, βιογραφικό και έργα δεσμός
στο Νικίας δεσμός
στο ινστιτουτο συγχρονης ελληνικης τεχνης δεσμός

pano

 


Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.

 

Ήρωες

Οι ήρωες του κειμένου είναι:

 

Τόπος

Τα γεγονότα του κειμένου διαδραματίζονται:

 

Η χρονική σειρά των γεγονότων

Διακρίνουμε αναδρομικές αφηγήσεις, πρόδρομες, in medias res, εγκιβωτισμό, παρέκβαση, προϊδεασμό, προοικονομία:

 

Η χρονική διάρκεια

Σχέση του χρόνου της αφήγησης με τον χρόνο της ιστορίας (μικρότερος, ίσος, μεγαλύτερος).

Διακρίνουμε επιτάχυνση, παράλειψη, περίληψη, έλλειψη, αφηγηματικό κενό, επιβράδυνση:

 

Γλώσσα

Η γλώσσα του κειμένου είναι:

 

Αφήγηση

Η αφήγηση είναι πραγματική ή πλασματική, αφήγημα γεγονότων, λόγων ή σκέψεων…

 

Ο αφηγητής

Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός, ετεροδιηγητικός…

 

Η εστίαση

Η εστίαση είναι μηδενική, εσωτερική, εξωτερική…

 

Τα αφηγηματικά επίπεδα

Τα αφηγηματικά επίπεδα είναι εξωδιηγητικά, διηγητικά, μεταδιηγητικά:

 

Αφηγηματικοί τρόποι

Οι αφηγηματικοί τρόποι είναι: έκθεση, διάλογος, περιγραφή, σχόλιο, ελεύθερος πλάγιος λόγος, μονόλογος:

 

Ενότητες

Το κείμενο μπορεί να χωριστεί στις εξής ενότητες:

 

Το σχόλιό σας...

 

pano