316 317 318 319 320 Ερ Βιο

Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Α' Λυκείου

Δημήτριος Βικέλας, Λουκής Λάρας



Οι Φαναριώτες και η Ρομαντική Σχολή των Αθηνών (1830-1880) 316

Δημήτριος Βικέλας, Λουκής Λάρας

 

Ο Λουκής Λάρας είναι ένα έργο αφετηριακό· με τη δημοσίευσή του εγκαινιάζεται μια καινούργια περίοδος της νεοελληνικής πεζογραφίας. Η υπόθεσή του αναφέρεται στην Επανάσταση του '21 και ιδιαίτερα στις αντιδράσεις του άμαχου πληθυσμού. Τοπικά εξελίσσεται στη Σμύρνη, στη Χίο και στην Τήνο όπου ο Λάρας κατέφυγε τελικά και σταδιοδρόμησε ως έμπορος. Το απόσπασμα που ακολουθεί δίνει μια σκηνή από τα φρικιαστικά γεγονότα της σφαγής της Χίου κατά το 1822.

δεσμός Δ. Βικέλας, «Λουκής Λάρας» [πηγή: Βικιθήκη]

δεσμός Η καταστροφή της Χίου, της Κάσου και των Ψαρών [πηγή: Ίδρυμα Μείζονος Πολιτισμού]

δεσμός Sir Charles Lock Eastlake (1793-1865), «Έλληνες διωκόμενοι μετά την καταστροφή της Χίου» (1833) [πηγή: Μουσείο Μπενάκη]

δεσμός Διαβάστε τον Λουκή Λάρα


 

Την επιούσαν ήμεθα από πρωίας συνηγμένοι κατά το σύνηθες εις την ισόγειον της οικίας είσοδον, ήτις εχρησίμευεν ως κοινή αίθουσά μας. Καθήμενοι εις των θυρών τα κατώφλια και επί των βαθμίδων της κλίμακος συνεσκεπτόμεθα, ως πάντοτε, περί του πρακτέου, αναμένοντες τι η ημέρα θα μας φέρει και υπολογίζοντες πότε ηδυνάμεθα να περιμένωμεν απόκρισιν εκ Ψαρών.

Η Ανδριάνα μόνη ήτο απούσα. Είχεν εξέλθει προς εύρεσιν τροφής. Και άλλοτε κατώρθωσε να ποικίλει την πενιχράν δίαιτάν μας συλλέγουσα χόρτα άγρια εις τους πέριξ του χωρίου λόφους. Αλλ' εβράδυνεν ήδη να επιστρέψει. Και η μήτηρ μου, ανησυχούσα, πολλάκις ήνοιξε την θύραν και προέτεινε την κεφαλήν εις την οδόν, να ίδει μη φαίνεται ερχόμενη.

Η Ανδριάνα ήτο ο γενικός προστάτης, η αληθής πρόνοια ολοκλήρου της εις Μεστά δυστυχούς ημών ομάδος. Πλήρης αυταπαρνήσεως και αφοσιώσεως, περιέθαλπε την μητέρα και τας αδελφάς μου και εφρόντιζε περί πάντων των λοιπών· όλα τα επρόφθανεν, όλα τα εσυλλογίζετο· αυτή εύρισκεν ή εφεύρισκε την καθημερινήν τροφήν μας, αυτή έφερε το νερόν εκ της πηγής, αυτή κατώρθωσε δι' αχύρων και παλαιών ταπήτων ν' αυτοσχεδιάσει στρωμνάς δι' όλους εις τα εύκαιρα δωμάτια της οικίας εκείνης· αυτή μας έφερεν ειδήσεις έξωθεν, σχετιζόμενη μετά των χωρικών 317 και τα πάντα ερευνώσα και τα πάντα μανθάνουσα. Η ενεργητικότης της ήτο αδάμαστος και ακατάβλητος η ευθυμία της. Είχε την καρδίαν υγιά και ακμαίαν όσον και το σώμα, και συχνάκις δια της ζωηρότητος, διά της φαιδρότητός της έφερεν εις τα χείλη μας το μειδίαμα, εν μέσω της επικρατούσης εκεί γενικής αθυμίας.

Η ώρα εν τούτοις παρήρχετο και ηύξανε της μητρός μου η ανησυχία. Δεν ήθελα να την αυξήσω εκφράζων τους φόβους μου, αλλ' ήμην και εγώ ανήσυχος, και οι άλλοι επίσης. - Τι έγινε; Πώς αργεί; μην έπαθε τίποτε; Τοιαύται αντηλλάσσοντο φράσεις. Εκεί, αίφνης, ανοίγεται η θύρα και παρουσιάζεται η Ανδριάνα κάτωχρος, τρέμουσα, με την κόμην λυτήν, σχισμένα τα φορέματα και ανοικτά, τα στήθη αιματωμένα...

Η όλη παρουσία της εμαρτύρει πάλην φοβεράν, και τρόμον και αισχύνην.

Η μήτηρ μου ηγέρθη αμέσως, εκάλυψε με τας χείρας τους οφθαλμούς και ανέκραξε μετά φρίκης:

Α! οι Τούρκοι οι Τούρκοι! Και αρπάσασα τας θυγατέρας της έσυρεν αυτάς εις την αγκάλην της.

Η δε Ανδριάνα με τη μίαν χείρα επί της ανοικτής θύρας, εδείκνυε διά της άλλης την έξοδον, και ασθμαίνουσα δεν ηδύνατο ν' άρθρωση τας λέξεις τας οποίας επροσπάθει να προφέρη·- Φύγετε, κρυφθείτε! Ευρέθη μεν όλοι διά μιας έξω εις τον δρόμον μετά της Ανδριάνας.

Πού επηγαίνομεν; Τι ηθέλομεν; Έμφυτος τις ορμή διηύθυνε τα βήματά μας μακράν της πύλης του χωρίου. Εφεύγομεν τους Τούρκους. Δεν εσκεπτόμεθα όμως ότι απομακρυνόμενοι της εξόδου, εκλειόμεθα εντός του χωρίου. Αλλά μη σκέπτεταί τις εις τοιαύτας ώρας;

Ενώ ετρέχομεν ούτω περίφοβοι, παραζαλισμένοι, μη γνωρίζοντες πού να καταφύγωμεν, μια γραία εις την θύραν ταπεινής οικίας ιστάμενη μας είδε, μας ελυπήθη και ήπλωσε προς ημάς την χείρα.

- Ελάτε, εδώ να σας κρύψω, Χριστιανοί.

Εχύθημεν όλοι εντός της ανοικτής θύρας, ακολουθούντες την γραίαν. Ο θεός την εφώτισε! Εις εκείνην χρεωστούμεν την σωτηρίαν, την ύπαρξίν μας. Δεν την είδα έκτοτε, ούτε το όνομα της, γνωρίζω, αλλά ποτέ δεν ελησμόνησα το αγαθόν πρόσωπόν της, ουδ' έπαυσα ευλόγων την μνήμην της. Είθε να την αντήμειψεν ο Θεός και να την ανέπαυσεν εν ειρήνη!

Όπισθεν της οικίας ήτο αυλή ύπαιθρος, εις δε την άκραν της αυλής σταύλος. Εντός του σταύλου μάς έκρυψεν η γραία. Αι αγελάδες της έβοσκον εις την εξοχήν και δεν επέστρεψαν ούτε την εσπέραν εκείνην, 318 ούτε τας επιούσας, να μας διαφιλονικήσωσι της κατοικίας των την κατοχήν. Δεν ηχμαλώτιζον γυναικόπαιδα μόνον οι Τούρκοι· ό,τι εύρισκον ήτο λεία ευπρόσδεκτος. Αλλά δεν εζημίωσαν ημάς τότε ληστεύσαντες της πτωχής γραίας τα ζώα.

Η είσοδος ήτο στενή και σκοτεινή, εις δε το βάθος ηνοίγετο ο σταύλος τετράγωνος και οπωσούν ευρύχωρος· αλλ' ουδ' αυτός είχε παράθυρον ή άλλην οπήν, ώστε, ότε εκλείετο η επί της αυλής θύρα της διόδου, το σκότος ήτο ψηλαφητόν και η αποφορά δεν είχε διέξοδον. Τέσσαρα ημερόνυκτα εμείναμεν εντός του κρυψώνος τούτου, δεκαοκτώ εν συνόλω ψυχαί!

Το εσπέρας της πρώτης ημέρας η φιλάνθρωπος γραία μάς έφερε σάκκον πλήρη σύκων. Ότε δε συνηθίσαμεν εις το σκότος, ανεκαλύψαμεν εις μίαν γωνίαν κάδον έχοντα εισέτι ύδωρ αρκετόν, προς ποτισμόν των αγελάδων. Χάρις εις το ύδωρ τούτο και εις τα σύκα δεν απεθάνομεν της δίψης και της πείνης. Εις θέσιν σε προέχουσαν επί μιας των πλευρών του σταύλου εύρομεν άχυρον, το οποίον εστρώσαμεν κατά γης, διά να μη κατακλίνωνται επί του βορβορώδους εδάφους αι γυναίκες και τα παιδία. Και εζήσαμεν ούτω τέσσαρας νύκτας και τέσσαρας ημέρας!

Εκ του κρυψώνος μας ηκούομεν έξω συχνάκις τας κραυγάς των Τούρκων και οιμωγάς των Χριστιανών, πότε μακράν και άλλοτε πλησίον. Την τελευταίαν μάλιστα νύκτα τούς είχομεν πολύ, πολύ πλησίον, διότι διενυκτέρευσαν εις την οικίαν της γραίας, και ηκούομεν τας ομιλίας των και τας διηγήσεις των αισχρών κατορθωμάτων των.

Ο κύριος των Τούρκων σκοπός ήτο η ανακάλυψις των κρυπτομένων φυγάδων. Τους άνδρας εφόνευον, τα δε γυναικόπαιδα ηχμαλώτιζον μεταφέροντες την άγραν των εις την πόλιν. Τους χωρικούς δεν έβλαπτον συνήθως, εκτός δι' ύβρεων και ραβδισμών και λακτισμάτων και διά της καταναλώσεως των τροφίμων των. Δεν έμενον δε επί πολύ οι αυτοί Τούρκοι εις το χωρίον. Αφ' εσπέρας ήρχετο μία συμμορία, έτρωγον, έπινον εκοιμώντο, την δεν πρωίαν ήρχιζεν η έρευνα προς σφαγήν και αιχμαλωσίαν· ανεχώρουν οι πρώτοι με αιχμαλώτους και λάφυρα, και τους διεδέχετο νέα την εσπέραν συμμορία, και ούτως εφεξής. Ημείς δ' επεριμένομεν να κορεσθώσι και να παύση η εξάντλησις της λείας την διαδοχήν του διωγμού, παρακαλούντες τον Θεόν να μη ανακαλυφθώμεν μέχρι τέλους.

Πώς να περιγράψω την αγωνίαν των ατελεύτητων εκείνων ημερών! Εφοβούμεθα να λαλήσωμεν μη ο ελάχιστος θόρυβος μας προδώση. Η Ανδριάνα έκλαιεν, έκλαιεν ακαταπαύστως, και λυγμοί ενίοτε εξέφευγον από του στήθους της· ο πατήρ μου επέβαλλε τότε σιωπήν.

- Θέλεις να μας καταδώσης; έλεγε.

319Και έκυπτεν η Ανδριάνα την κεφαλήν, και δεν ηκούετο ο θρήνος της.

Επλησίαζεν η μήτηρ μου να την παρηγόρηση.

- Μη μ' εγγίζεις και λερώνεσαι!

Δυστυχής νέα! Η μαύρη απελπισία της εντός του σκοτεινού και δυσώδους εκείνου καταφυγίου ήτο η φοβερωτέρα ένδειξις της τύχης, η οποία επερίμενε τας λοιπάς εκεί γυναίκας, εάν οι Τούρκοι μάς ανεκάλυπτον!

Την τελευταίαν νύκτα εξημερώθημεν με τον φόβον ότι δεν θα σωθώμεν από τας χείρας των. Η θύρα μόνη του σταύλου μάς εχώριζεν απ' αυτών.

Την αυγήν επανήλθεν εις την αυλήν η σιωπή, αλλ' εξηκολούθει εντός του χωρίου ο θόρυβος. Πόσον βραδέως αι ώραι παρήρχοντο! Θα επανέλθωσιν οι Τούρκοι πλησίον μας; Θα τους έχωμεν και την νύκτα πάλιν; Ησθανόμεθα πάντες ότι δεν ηδυνάμεθα να ανθέξωμεν πλειότερον.

Προς το εσπέρας τούς ηκούσαμεν εις την αυλήν, ετοιμαζομένους προς αναχώρησιν, και εκρατούμεν την αναπνοήν μας, περιμένοντες την ελπιζομένην απομάκρυνσίν των.

Εκεί, ακούομεν αίφνης, πλησίον της θύρας, βροντώδη Τούρκου φωνήν.

- Ας ίδωμεν πριν φύγωμεν, τι έχει εις αυτήν την αποθήκην. Έκαμα τον σταυρόν μου. Κρύος ιδρώς με περιέχυσεν.

Η θύρα του σταύλου έτριξε και ηνοίχθη, και εις το άνοιγμα της είδα Τούρκου μορφήν φοβεράν. Εκράτει ξίφος γυμνόν εις την μίαν χείρα, εις δεν την άλλην ράβδον, και από της άκρας της ράβδου εκρέματο λύχνος, το δε φως του λύχνου εφώτιζε του Τούρκου το πρόσωπον, και όπισθεν των ώμων του άλλαι Τούρκων κεφαλαί έρριπτον περίεργα εντός του σκότους βλέμματα.

Εκαθήμην κατά γης εις το βάθος του σταύλου, αντίκρυ της εισόδου. Χίλια έτη να ζήσω, δεν θα λησμονήσω την αποτρόπαιον εκείνην οπτασίαν!

Αναπνοή εντός του σταύλου δεν ηκούετο. Ο Τούρκος εκτείνει τον πόδα, προχωρεί εν βήμα... Αντήχησε διά μιας ο πάταγος υδάτων πατουμένων και βλάσφημος του Τούρκου εκφώνησις. - Μόνον βρώμαι είναι εδώ. Δεν έχει τίποτε. Πηγαίνωμεν!

Η θύρα εκλείσθη μετά κρότου και οι Τούρκοι ανεχώρησαν. Εσώθημεν! Εν βήξιμον, εις στεναγμός ηδύνατο να μας προδώση. Αλλ' ο Θεός μάς ελυπήθη και ηυδόκησε να μας διαφύλαξη, η δε σωτηρία μας την ώραν εκείνην μας εφάνη ως αγαθός δια το μέλλον οιωνός και επεριμέναμεν με πλειότερον ήδη θάρρος της δοκιμασίας μας το τέλος.

Δεν εψεύσθησαν αι ελπίδες μας. Την αυτήν εκείνην εσπέραν, αφού ενύκτωσεν, ηνοίχθη του στάβλου η θύρα και πάλιν, αλλ' υπό φίλης τώρα 320 χειρός, και ήλθεν εν μέσω ημών ο χωρικός τον οποίον ο θείος μου είχεν αποστείλει προς εύρεσιν πλοίου. Πώς εξετέλεσε την παραγγελίαν, πώς ανεκάλυψε το κρυσφύγετόν μας, δεν γνωρίζω. Έφερε την αγγελίαν ότι πλοίον ψαριανόν μας επερίμενεν εις έρημον λιμενίσκον, όχι μακράν του χωρίου, και ήτο έτοιμος ο χωρικός να μας οδήγηση αμέσως προς αυτό.

Η νυκτερινή ώρα, ο φόβος των Τούρκων, η άγνοια του μέλλοντος, οι κίνδυνοι της φυγής, η ανάμνησις των πρώτων ματαίων περιπλανήσεων πολλούς δισταγμούς την ώραν εκείνην εγέννησαν. Αλλ' αν εμέναμεν, ο όλεθρος ήτο βέβαιος σήμερον ή αύριον, ενώ φεύγοντες ηδυνάμεθα ίσως να σωθώμεν. Απεφασίσθη λοιπόν η φυγή και ανεχωρήσαμεν υπό την οδηγίαν του χωρικού.

Κρατούμενοι τας χείρας και βαδίζοντες εν σιωπή εφθάσαμεν εις την άκραν του χωρίου, προς το αντίθετον της εισόδου μέρος. Εφεύγομεν την πύλην υποπτευόμενοι ότι εφρουρείτο υπό Τούρκων. Ο οδηγός μας είχε λάβει τα μέτρα του. Εισήλθομεν εντός οικίας ερήμου διά να δραπετεύσωμεν εκ των όπισθεν. Η νυξ ήτο σκοτεινή, διεκρίνετο όμως εκ του παραθύρου το κρημνώδες κάτω έδαφος. Εκρεμάσθη σχοινίον και κατέβην πρώτος εγώ. Έδεσα εις την ζώνην μου το σχοινίον και το εκράτουν εκ των χειρών, ενώ με κατεβίβαζον οι άνωθεν. Κατήλθον κατόπιν οι λοιποί άνδρες ανά εις, και επεριλάβομεν έπειτα τας καταβιβαζομένας γυναίκας και παιδία. Τελευταίος επήδησεν ο χωρικός, ετέθη επί κεφαλής μας, και ήρχισεν η νυκτερινή οδοιπορία.

Η απόστασις δεν ήτο μεγάλη, αλλά δεν είναι εύκολος ο δρόμος, όταν με την καρδίαν τρέμουσαν φεύγης εις το σκότος, μη γνωρίζων πού πηγαίνεις, και φοβήσαι ανά πάσαν στιγμήν μη φανώσιν οι Τούρκοι, και έχης γέροντας και γυναίκας και παιδία μικρά εις την συνοδείαν σου!


 

Η αφορμή και, η πρώτη ύλη της συγγραφής (του Λ.Λ.) ήταν το χειρόγραφο του Λουκά Τζίφου, ενός Χιώτη εμπόρου τον οποίο είχε γνωρίσει ο Βικέλας στο Λονδίνο· όμως μόνο η πρώτη ύλη, γιατί ο Βικέλας την επεξεργάστηκε ελεύθερα και δημιουργικά και, ανέπλασε όλη την ιστορία, συνθέτοντας ένα νέο έργο κι εκφράζοντας, με το χειρισμό του θέματος, με τη διαγραφή των χαρακτήρων και με την απεικόνιση της συμπεριφοράς τους, τη δική του προσωπικότητα. Απόστολος Σαχίνης, Παλαιότεροι πεζογράφοι, Εκδόσεις Εστία, Αθήνα 1982, σ.93

Μεστά: χωριό της Χίου.
εύκαιρος: αδειανός.

pano

 



 

Ερωτήσεις

  1. Πώς κρίνετε τη συμπεριφορά της Ανδριάνας;
  2. Ποια η ψυχολογική κατάσταση των προσώπων του έργου κατά τον εγκλεισμό τους στον στάβλο και κατά τη φυγή τους;
  3. Ο Λουκής Λάρας είναι ένα έργο αφετηριακό· γράφτηκε δηλαδή σε μια εποχή που ο αφηγηματικός μας λόγος δεν είχε διαμορφωθεί ακόμα και γι' αυτό, εκτός από τις αρετές του, παρουσιάζει και αδυναμίες. Στις αρετές του εντάσσεται ο ρεαλιστικός τρόπος με τον οποίο απεικονίζονται ορισμένες καταστάσεις. Να εντοπίσετε μέσα στο απόσπασμα τέτοια σημεία, υπογραμμίζοντας και τις αντίστοιχες φράσεις.

 


 

Δημήτριος Βικέλας (1835-1908)

Βικέλας

Γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου. Νέος ακόμη ταξίδεψε στο Λονδίνο όπου και εργάστηκε στα εμπορικά καταστήματα των θείων του, αδερφών Μελά, ενώ παράλληλα παρακολουθούσε μαθήματα στο University College. Επιδόθηκε στο εμπόριο και απέκτησε αρκετά χρήματα. Από το 1878 περίπου έζησε στο Παρίσι και αργότερα εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Πρωτοστάτησε για τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων το 1896 στη χώρα μας, ίδρυσε τον Σύλλογο προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων (1899) και ανέπτυξε αξιόλογη κοινωνική και πολιτιστική δράση.

Έγραψε απομνημονεύματα, φιλολογικά μελετήματα και μετέφρασε Ευρωπαίους ποιητές και πεζογράφους. Εκτός από τον Λουκή Λάρα, και τον Παπα-Νάρκισσο, έγραψε και τα διηγήματα: Η άσχημη αδελφή, Φίλιππος Μάρθας κ.ά.

 

δεσμός Παρασκήνιο. Δημήτριος Βικέλας (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]

 


 

 

Δημήτριος Βικέλας

 

1. Εργοβιογραφικά στοιχεία

Ο Δημήτριος Βικέλας γεννήθηκε στη Σύρο το 1835 και πέθανε στην Αθήνα το 1908. Καταγόταν από παλιά οικογένεια εμπόρων από τη Βέροια. Η μητέρα του, Σμαράγδα Μελά, αδελφή του Λέοντος Μελά (συγγραφέα του Γεροστάθη), ήταν ιδιαίτερα καλλιεργημένη και συνέβαλε σημαντικά στην εκπαίδευση του γιου της και στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Η φιλομάθειά του αναπλήρωσε πλήρως τις όποιες ελλείψεις στην εκπαίδευσή του από τη μη συστηματική φοίτησή του σε σχολείο, γεγονός που οφειλόταν στις πολλές μετακινήσεις της οικογένειάς του. Μεγάλο μέρος της ζωής του το πέρασε στο εξωτερικό. Αρχικά έμεινε στην Κωνσταντινούπολη εννέα χρόνια, ακολούθως επέστρεψε στη Σύρο και φοίτησε στο λύκειο Χ. Ευαγγελίδη, όπου ήταν συμμαθητής του Ροΐδη και εκδίδανε μαζί τη μαθητική εφημερίδα Μέλισσα. Σε ηλικία 17 ετών εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο, όπου παρέμεινε μέχρι το 1876 και ασχολήθηκε με τις εμπορικές επιχειρήσεις των θείων του. Σ' αυτό το διάστημα έρχεται σε επαφή με την ελληνική ομογένεια του εξωτερικού και επιδιώκει με ποικίλες δραστηριότητες να συμβάλει στη διατήρηση του ελληνικού χαρακτήρα της. Παράλληλα, ασχολείται με τη λογοτεχνία, γράφοντας στίχους και μεταφράζοντας αρχαίους και ευρωπαίους συγγραφείς. Από το 1877 ως το 1897 διαμένει, εξαιτίας της κακής υγείας της συζύγου του, οικογενειακώς στο Παρίσι, απ' όπου ταξιδεύει συχνά στην Ελλάδα. Στο διάστημα αυτό, το πιο παραγωγικό στη ζωή του, ο Βικέλας δημοσιεύει άρθρα, κάνει μεταφράσεις, δίνει διαλέξεις και συγγράφει μερικά από τα πιο άρτια έργα του, όπως ο Λουκής Λάρας και ο Παπα-Νάρκισσος. Συμμετέχει δραστήρια στην επιτροπή για την ανασύσταση και τη διοργάνωση των Πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα (1896) και από το 1897 ως τον θάνατό του ζει μόνιμα στην Ελλάδα. Σημαντικό έργο του την τελευταία περίοδο ήταν η ίδρυση, σε συνεργασία με τον Γεώργιο Δροσίνη, του Συλλόγου προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων.

Το συγγραφικό και μεταφραστικό έργο του παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία. Η πιο σημαντική ωστόσο συμβολή του Βικέλα στη νεοελληνική λογοτεχνία είναι το πεζογραφικό αφηγηματικό έργο του που περιλαμβάνει τα: ΛουκήςΛάρας. Αυτοβιογραφία γέροντος Χίου (μάλλον νουβέλα με ιστορικό και ψυχογραφικό υπόβαθρο, πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Εστία το 1879), που γνώρισε μεγάλη επιτυχία, μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες και επηρέασε σημαντικά τους μεταγενέστερους, Διηγήματα (1887), με ηθογραφικό χαρακτήρα και ηθικοδιδακτικό τόνο, από τα οποία πιο άρτιο είναι ο Παπα-Νάρκισσος. Επίσης, έγραψε πεζογραφήματα όπως το ταξιδιωτικό Από Νικοπόλεως εις Ολυμπίαν-Επιστολαί προς φίλον (1886), το Περί Σκωτίας (1890), το Διαλέξεις και αναμνήσεις (1893) και το Η ζωή μου (1908).

Το μεταφραστικό έργο του περιλαμβάνει μεταφράσεις τραγωδιών του Σαίξπηρ (Ρωμαίος και Ιουλιέτα, Οθέλος, Ο βασιλεύς Ληρ), του Ρακίνα (Εσθήρ), αλλά και έργων του Γκαίτε, του Δαρβίνου κ.ά. Στα νεανικά του χρόνια ασχολήθηκε και με την ποίηση. Προΐόν αυτής του της ενασχόλησης είναι η συλλογή Στίχοι.

 

2. Η κριτική για το έργο του

«Με τον Λουκή Λάρα του Δημητρίου Βικέλα, που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά σε συνέχειες στο περιοδικό Εστία το 1879, έχουμε μια στροφή και μια μεταβολή στον τόνο της αφήγησης. Το μυθιστόρημα αυτό είναι κυρίως ιστορικό και πατριωτικό, αφού αναπτύσσει ένα θέμα από την Επανάσταση του 1821 και μας μιλά με τα πιο θερμά ή τα πιο συγκινητικά λόγια για τις θυσίες της Ελλάδας. Ωστόσο η διήγηση των καθημερινών περιστατικών, η αναπαράσταση της ζωής και των ηθών εκείνης της εποχής και η αγάπη της οικογένειας, που γίνεται φανερή σ' όλες τις σελίδες του βιβλίου, πλησιάζουν τον Λουκή Λάρα προς την ηθογραφία και τον μεταβάλλουν σε πρόδρομο της μελλοντικής εξέλιξης του ηθογραφικού μυθιστορήματος.»

 

(Α. Σαχίνης, Το νεοελληνικό μυθιστόρημα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα, 71997, σελ. 111)

 

«Αν και πρόκειται αναμφισβήτητα για ιστορικό μυθιστόρημα, "είδος" που η ακμή του σχετίζεται κατά κανόνα με τις ρομαντικές αναζητήσεις προηγούμενων δεκαετιών, αυτό δεν σημαίνει ότι ο Βικέλας γράφοντας το 1878 τον Λουκή Λάρα συνέχιζε ορισμένη φθίνουσα πλέον πεζογραφική παράδοση του ελληνικού 19ου αιώνα. Το ιστορικό μυθιστόρημα δεν είναι, όπως υποστηρίχτηκε από παλαιότερους έλληνες κριτικούς, μόνο ρομαντικό προϊόν, αφού στον ευρωπαϊκό χώρο μπόρεσε να διαρκέσει —εν μέρει και ανανεωθεί— πέρα από τη συμβατική διάρκεια της ζωής του ρομαντικού κινήματος. Κριτικοί και ιστορικοί της λογοτεχνίας τοποθετούν το έργο αυτό του Βικέλα σ' ένα μεταίχμιο, εκεί γύρω στα 1880, θεωρώντας το ως συμβολή στη μετάβαση από τον ρομαντισμό στον ρεαλισμό. Πράγματι όποιος συγκρίνει το έργο αυτό με την προηγούμενη πεζογραφική μας παράδοση και παραγωγή, θα το χαρακτηρίσει ως κείμενο που διέπεται από λιτότητα στην έκφραση, χαμηλούς τόνους, αρητόρευτη γλώσσα.»

 

(Μ. Δήτσα, Η παλαιότερη πεζογραφία μας, τόμ. Ε' 1830-1880, Σοκόλης, σελ. 392-393)

 

«Έτσι λοιπόν μετά το 1879 ο Λουκής Λάρας είναι πανταχού παρών. Το διήγημα - απομνημόνευμα δε θα μπορούσε να βρει καλύτερο πρότυπο. Γιατί τι άλλο είναι αυτή η "αυτοβιογραφία γέροντος Χίου" παρά ένα αφήγημα βασισμένο στη γραφτή εμπειρία ενός υπαρκτού προσώπου, δηλ. στο ίδιο το χειρόγραφο του Λουκά Τζίφου; Βέβαια ο Βικέλας δεν είναι ένας ουδέτερος εκδότης, όπως παρουσιάζεται. Μεταπλάθει ελεύθερα το υλικό του, το πλουτίζει με τις προφορικές διηγήσεις του ήρωά του, το προσαρμόζει στις ιδεολογικές απαιτήσεις του 1878 (ας μην ξεχνάμε αλήθεια και τα καθοριστικά γεγονότα της χρονιάς αυτής). Έπειτα το πρόβλημα δεν είναι πια η συνάντηση του ατόμου με την ιστορία, αλλά η αναδίπλωση, η αποστράτευση και η φυγή του προς την καθημερινότητα. Αν οι απομνημονευματογράφοι του '21 εξιστορούν κυρίως τη δράση τους, ο Λουκής Λάρας αφηγείται αποκλειστικά τα βάσανά του. Γιατί νέα συνθήματα χρειάζεται να ριχτούν, μαζί με το διήγημα, γύρω στα 1880: σπιτικό, νοικοκυροσύνη, περιουσία, οικογενειακή ζωή.»

 

(Π. Μουλλάς, «Το νεοελληνικό διήγημα και ο Γεώργιος Βιζυηνός», εισαγωγή στο Γ. Μ. Βιζυηνός,
Νεοελληνικά διηγήματα, επιμ. Π. Μουλλάς, Ερμής, Αθήνα, 1980, σελ. να'-νβ')

 

«Το ηθικό παράδειγμα και η πολιτική πρόταση του Λουκή Λάρα υπηρετείται από αφηγηματικούς τρόπους που χαρακτηρίζονται από σωφροσύνη και μετριοπάθεια, οι οποίοι φανερώνουν μια μινιμαλιστική πρόθεση της αισθητικής της αφήγησης. Βασική σχετική εκδήλωση αποτελεί ο ήπιος αφηγηματικός τόνος που συντελεί ώστε το παράδειγμα να μην παίρνει τη σημασία του αξιώματος αλλά της δυνατότητας - ή έστω μιας δυνατότητας που προβάλλεται με αρκετά έντονο τρόπο. Σε αυτήν, άλλωστε, την επιτηδειότητα του Βικέλα πιστεύω πως σε μεγάλο βαθμό οφείλεται η όποια λογοτεχνική αξία αναγνωρίζεται στο μυθιστόρημα, επειδή, για να λειτουργεί το παράδειγμα ως δυνατότητα, απαιτούνται ορισμένες αφηγηματικές ικανότητες, που αρχικά θα κατορθώσουν μια μιμητική πιστότητα και, με τον τρόπο αυτόν, στη συνέχεια θα αποκαταστήσουν μια σχέση επίδρασης πάνω στον αναγνώστη. [... ] ο ρεαλισμός χρησιμοποιείται από τον Βικέλα ως μέσο αλλά δεν αποτελεί και σκοπό της αφήγησής του, και αυτό πιστεύω πως συνιστά έναν παράγοντα αποδυνάμωσης της παραστατικής πιστότητάς της, η οποία αποδυνάμωση με τη σειρά της μειώνει την αποτελεσματικότητα της παραδειγματικής λειτουργίας.»

 

(Β. Αθανασόπουλος, «Ο ιδεολογικός ρεαλισμός του Λουκή Λάρα», Από τον Λέανδρο στον Λουκή Λάρα,
επιμ. Νάσος Βαγενάς, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 1999, σελ. 305-306)

 

«Από το σύνολο των πεζογραφημάτων του Βικέλα, ο Λουκής Λάρας είναι το αντιπροσωπευτικότερο έργο του. Βρίσκεται στο μεταίχμιο ανάμεσα στο ιστορικό μυθιστόρημα και το ηθογραφικό διήγημα. Αναφέρεται στην περίοδο της Επανάστασης του 1821 και αποτελεί ένα είδος μαρτυρία της εποχής, της οποίας ο συγγραφέας δίνει έμμεσα την ατμόσφαιρα. Τα καθαυτό ιστορικά πρόσωπα είναι πολύ περιορισμένα και τα δραματικά γεγονότα του Αγώνα διαγράφονται μέσα από τη ζωή των απλών ανθρώπων που δεν πήραν μέρος στις μάχες, αλλά υπέστησαν τις συνέπειες των συγκρούσεων. Το πατριωτικό στοιχείο είναι βέβαια έντονο, όχι όμως και το επικό. Υπάρχει διάχυτη μια απλότητα, μια ειλικρίνεια στη γραφή και κάποια μετριοπάθεια, που χαρακτηρίζει άλλωστε και το υπόλοιπο πεζογραφικό του έργο.»

(Β. Χατζηγεωργίου-Χασιώτη, «Βικέλας Δημήτριος»,
Εκδοτική Αθηνών, Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τ. 2, Αθήνα, 1984, σελ. 281-82)

 

«Την πεζογραφία του [Βικέλα] θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ηθικοδιδακτική ηθογραφία. Ο διδακτισμός του, είτε έμμεσος είτε άμεσος, όσο κι αν προσπαθεί να κρυφτεί μέσα στην αφήγηση και την ηθογραφική ατμό-σφαιρα, αποτελεί οργανικό στοιχείο της και βασικό της στόχο. Βγαίνει μέσα απ' την ίδια την ιδιοσυγκρασία του συγγραφέα κι απ' την πρόθεσή του να φρονηματίσει τον αναγνώστη και να στηρίξει ό,τι συγκροτεί τη χρηστότητα του ατόμου: την πίστη και την αφοσίωση στη θρησκεία, στην εκτέλεση του καθήκοντος, στην οικογένεια, στην πατρίδα. Το κακό βέβαια υπάρχει και για τον Βικέλα, κάνει συχνά πυκνά την εμφάνισή του. Μα, τελικά, υπερνικιέται με την καρτερία, την αυταπάρνηση και την προσήλωση στο καθήκον. [...] Ωστόσο, κέντρο εδώ [στον Λουκή Λάρα] γίνεται ο δοκιμασμένος από τα γεγονότα της εποχής άνθρωπος. Τούτο κιόλας αποτελεί ένα προχώρημα και μας πηγαίνει λίγα βήματα πιο πέρα από τα ως τότε ανάλογα έργα. Και η διήγηση παρουσιάζει μια φυσική απλότητα, οι χαρακτήρες ψυχογραφούνται και διαγράφονται με τις απλές και άνετες γραμμές, που θα χρησιμοποιήσει στα αμέσως επόμενα χρόνια η ηθογραφία, ενώ παντού επικρατεί η μετριοπάθεια κι η στρωτή κι αρχιτεκτονημένη εξιστόρηση των περιστατικών. Από την άποψη αυτή, είναι ηθογραφία σε ιστορικό πλαίσιο. Κι ούτε καλά καλά μυθιστόρημα. Πιο πολύ ταιριάζει να χαρακτηριστεί νουβέλα.»

 

(Κ. Στεργιόπουλος, λήμμα «Βικέλας Δημήτριος»,
Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος, Λαρούς, Μπριτάνικα, τ. 14, Πάπυρος, Αθήνα, 1984, σελ. 237)

 

«Εις όλα τα διηγήματα του Βικέλα, του οποίου οι τύποι είναι καθαρώς ελληνικοί, χωρίς ξένας απομιμήσεις, διαφαίνεται ο ευγενικός του χαρακτήρ, ο οποίος αποβλέπει εις τα αγαθά σημεία κάθε ανθρώπου. Δεν ζητά να προκαλέση το ενδιαφέρον του αναγνώστου με την ανθρωπίνην δυστυχίαν και αθλιότητα, αλλά τουναντίον με την ανθρωπίνην καλωσύνην και ευγένειαν. Οι τύποι του είναι πράγματι όλοι ευγενικοί, αλλά συγχρόνως, καίτοι ιδανικώτεροι των μορφών του καθημερινού βίου, φυσικοί και καλώς διαγεγραμμένοι. Και οι διάλογοί του είναι ζωντανοί, και χωρίς κουραστικάς πολυλογίας και περιγραφάς. Η έμμεσος διδακτική τάσις δεν λείπει εις τα διηγήματα, αλλ' είναι χωρίς στόμφον και δι' αυτό δεν ενοχλεί.»

 

(Δ. Σ. Μπαλάνος, «Δημήτριος Βικέλας», Νέα Εστία, τεύχος 38, 1945, σελ. 497)

 

«Ο Δημ. Βικέλας δεν είχε δημιουργική ή μυθοπλαστική φαντασία, ώστε να επινοή πρωτότυπες ή φανταστικές ιστορίες στα αφηγήματά του. Είχε ωστόσο την συνδυαστική ή αναπλαστική, η οποία του επέτρεπε να μεταπλάθη και να αναδημιουργή τα πραγματικά περιστατικά. Αυτό είναι ένα βασικό γνώρισμα της πεζογραφίας του: ο Βικέλας προκειμένου να μας πη μια ιστορία ξεκινούσε από το πραγματικό γεγονός, το πραγματικό γεγονός ήταν πάντα η αφορμή και η αφετηρία της δημιουργίας του στην αφηγηματική πεζογραφία: μια διήγηση που άκουσε, ένα επεισόδιο που το έζησε ο ίδιος, κι ακόμα μια φευγαλέα σκηνή, μια τυχαία συνάντηση, μια παλιά ανάμνηση.» (Α. Σαχίνης, Παλαιότεροι πεζογράφοι, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 31989, σελ. 82)

«Τα βασικά και σταθερά γνωρίσματα της πεζογραφίας του Βικέλα είναι από τη μια μεριά η καλοσύνη στο περιεχόμενο και στα θέματα των διηγημάτων του, και από την άλλη, η απλότητα στη μορφή, στο ύφος του συγγραφέα. Μια έμμεση έξαρση και διδασκαλία του αγαθού είναι όλο το αφηγηματικό έργο του. Τα πάντα μέσα σ' αυτό καταλήγουν στην πλάγια, με την αφήγηση και τη δράση, δοξολόγηση της καλοσύνης και στην τελική αμοιβή της με το αίσιο τέλος και την ευτυχισμένη λύση των μύθων του. [... ] Το γνώρισμα αυτό βέβαια προέρχεται από το χαρακτήρα του Βικέλα, από μια υποσυνείδητη κλίση της ψυχής του, αλλά και από την ενσυνείδητη διδακτική και ηθοπλαστική πρόθεσή του. Προβάλλοντας το καλό παράδειγμα, θέλησε να τρέψη προς τα εκεί τον αναγνώστη του. [... ] Η υπόδειξη και η ανάδειξη της αρετής δεν μπορούν ποτέ από μόνες τους να μειώσουν ένα λογοτεχνικό έργο. Ίσως όμως να υποστηρίξη κανείς πως μ' αυτό τον τρόπο ο Βικέλας παρουσιάζεται σαν πεζογράφος χωρίς νεύρο. Αλλά και το νεύρο και η δύναμη δεν θεωρούνται απαραίτητα στο αφηγηματικό κείμενο, όταν υπάρχουν τα θετικά αντισταθμίσματα που θα τα αντικαταστήσουν. Κι εδώ, στη περίπτωση του Βικέλα, υπάρχει μια σειρά από ιδεώδη βίου, από αξίες ζωής, αφηγηματικά εκφρασμένες, μορφοποιημένες και μετουσιωμένες, που προσιδιάζουν στην ιδιοσυγκρασία του και δικαιώνουν την προσπάθειά του στην πεζογραφία.»

(Α. Σαχίνης, Παλαιότεροι πεζογράφοι, ό.π., σελ. 87-88)

«Ο Βικέλας είναι από τους πρώτους που έθεσαν τις βάσεις της Νεοελληνικής Πεζογραφίας, έδειξαν το δρόμο που πρέπει να πάρει η Νεοελληνική Λογοτεχνία για να δώσει τη νεοελληνική πραγματικότητα στην ουσία της και όχι μόνο στο φαινόμενο. Κινείται μέσα στους κοινούς τόπους της Ηθογραφίας, αλλά βαθαίνει το έδαφος, εισδύει στην ψυχολόγηση. Στο διήγημα αυτό [Ο παπα-Νάρκισσος] αγγίζει ένα πρόβλημα ζωής, προβληματοποιεί λογοτεχνικά μια ιδέα. Τα πρόσωπά του παίρνουν παλμό ζωής από μέσα και προβάλλουν με καθαρές διαστάσεις εξωτερικά με σχεδόν κλασσική εντέλεια. Την τεχνική του ψυχογραφικού ρεαλισμού δεν την σπρώχνει στα άκρα ώστε να επιμείνει πολύ στην ανάλυση. Ξέρει να λέη όσα πρέπει μονάχα, αφήνοντας τ' άλλα να υποβληθούν περισσότερο, να τα μαντεύσουμε χωρίς δυσκολία. Υπάρχει στο βάθος μια ιδέα, η δύναμη του καθήκοντος. Η ιδέα αυτή είναι σα να μας δείχνει ένα δρόμο, σα να μας διδάσκη δηλαδή και να μας δίνη ένα κανόνα βίου. Διαβλέπει κανείς μια παιδαγωγική προέκταση. Εκείνο που πρέπει να προσέξουμε είναι ότι η ιδέα εξάγεται, προκύπτει. Δε θυσιάζεται η τέχνη στην Παιδαγωγική.»

 

(Γ. Θέμελης, Η διδασκαλία των Νέων Ελληνικών. Το πρόβλημα της ερμηνείας,
τ. 1, Κωνσταντινίδης, Θεσσαλονίκη, 31973, σελ. 228-229)

 

3. Τα κείμενα

α. Λουκής Λάρας Διδακτικές επισημάνσεις

Εισαγωγικά: Ο συγγραφέας στο εισαγωγικό σημείωμά του αναφέρει ότι στο Λονδίνο γνώρισε ένα γέροντα έμπορο από τη Χίο που του αφηγήθηκε την ιστορία του, παρακινώντας τον να τη γράψει. Και προσθέτει ότι μετά τον θάνατο του γέροντα ανέλαβε να εκδώσει, με το όνομα Λουκής Λάρας, το χειρόγραφο που βρέθηκε ανάμεσα στα έγγραφα του Χιώτη εμπόρου. Υπήρχε δηλαδή η πρώτη ύλη, την οποία ο Βικέλας επεξεργάστηκε λογοτεχνικά, και προφανώς η αφήγηση στηρίζεται στην τεχνική της πλαστοπροσωπίας (βλ. ανάλογες περιπτώσεις στην Ιστορία ενός αιχμαλώτου του Στρ. Δούκα, στη Ζωή εν τάφω του Στρ. Μυριβήλη κ.ά.).

Κατά την επεξεργασία του κειμένου μπορεί:

• Να επισημανθεί το γεγονός ότι, αν και το ιστορικό πλαίσιο της αφήγησης παραπέμπει σε ηρωική εποχή, εντούτοις στην αφήγηση δεν υπάρχει η παραμικρή ηρωική έξαρση. Να σχολιαστεί η αντιηρωική οπτική του συγγραφέα και να τονιστεί η διαφορά αυτή από τα ρομαντικά ιστορικά μυθιστορήματα.

• Να κατανοηθεί ο ρεαλιστικός χαρακτήρας του αποσπάσματος, και κατ' επέκταση του συνολικού έργου. Να συζητηθεί η σημασία του ως έργου αφετηριακού ή έργου-σταθμού στη νεοελληνική λογοτεχνία σε αντίστιξη με τα ρομαντικά ιστορικά μυθιστορήματα.

• Να συζητηθεί, με συγκεκριμένες αναφορές στο κείμενο, η ρεαλιστική περιγραφή του φόβου και η κλιμάκωση της αγωνίας των προσώπων του έργου.

• Να σχολιαστεί και να αναλυθεί ο χαρακτήρας και η στάση της Ανδριάνας, της ψυχοκόρης της οικογένειας του Λουκή Λάρα. Να περιγραφεί η συναισθηματική της κατάσταση εξαιτίας της ατίμωσής της.

• Να φωτιστούν το πρόσωπο και ο χαρακτήρας της γριάς Χιώτισσας και του χωρικού που ανέλαβε να βρει καράβι διαφυγής, με την επισήμανση συγκεκριμένων χωρίων του κειμένου.

• Να προσεχθεί και να συζητηθεί η πρωτοπρόσωπη αφήγηση και να τονιστούν οι αφηγηματικές δυνατότητες που προσφέρει. Να σχολιαστεί και να κατανοηθεί ο ρόλος του ομοδιηγητικού —και μάλιστα αυτοδιηγητικού— α-φηγητή.

• Να σχολιαστεί η συνεχής χρήση του πλαγίου λόγου και να γίνει αναφορά στον χαμηλό τόνο και στη φυσικότητα της αφήγησης.

 

Συμπληρωματικές ερωτήσεις-Δραστηριότητες

• Για ποιο λόγο, κατά τη γνώμη σας, ο συγγραφέας αποφεύγει τη χρήση διαλόγου;

• Θεωρείτε ότι οι χαρακτήρες των ανθρώπων, όπως περιγράφονται στο απόσπασμα, είναι αληθοφανείς και πραγματικοί ή εξιδανικεύονται; Να δικαιολογήσετε την άποψή σας.

 

Παράλληλο κείμενο

Στρατή Δουκα, Ιστορία ενός αιχμαλώτου (1929)

«Σαν περπατήξαμε καμιά ώρα δρόμο, έξω απ' το χωριό, μπροστά μας βρήκαμε έναν γκρεμό, ρέμα. Το βουητό του δεν ακουγότανε απ' το πολύ βάθος που είχε. Εκεί σταματήσαμε.

Πλάγι μας ήταν ένα χωριό. Τα σκυλιά του μας μυρίστηκαν κι άρχισαν να γαβγίζουν.

—Θα φανερωθούμε, λέγω στο σύντροφό μου, πρέπει να το περάσουμε απόψε.

—Ναι, μου λέει.

Και σουρτά, πιαστοί στις πέτρες, κατεβαίνουμε. Μα δεν μπορέσαμε. Στο μισοκατήφορο, σταματήσαμε σε μια βραχοσπηλιά. Εκεί ξημερωθήκαμε.

Άμα πήρε η μέρα, απάνω από τον γκρεμό ακούσαμε φωνές. Μας είχαν πάρει στο κατόπι μικροί μεγάλοι και μας κυνηγούσανε με τα σκυλιά τους.

Οι φωνές από ώρα μάκρυναν. Εμείς καθίσαμε ακόμα λίγο, κρυμμένοι, κι ύστερα πήραμε πάλι τον γκρεμοκατήφορο.

Μεσημέρι κοντά έδειχνε με τον ήλιο που φθάσαμε ως κάτω στο γούπατο. "Βάι, βάι", είπαμε σαν είδαμε το άλλο μέρος που θ' ανεβαίναμε. Περπατήσαμε για λίγο, ορθοί, δίπλα στο νερό που κύλαγε χοχλαστό, και μπήκαμε μέσα γλιστροκοπώντας απάνω στα τρόχαλα. Το νερό μας έφθασε ως το γόνα.

Όπως προχωρούσαμε ακούσαμε κοντά μας κροτοχαρχάλεμα. Τρομάξαμε, σμίξαμε κοντά κοντά τα κορμιά μας και βλέπαμε. Από πάνω, χαμηλά, περνούσαν κοράκια κάνοντας κύκλους. Σκύψαμε κι ήπιαμε νερό, δίχως να διψούμε. Ύστερα βγήκαμε απ' το ποτάμι στάζοντας και πήραμε το ανηφόρι.

Ο ήλιος έπεφτε όταν αναριχτήκαμε, πιάνοντας τις χορτόριζες. Με πολύν κόπο ανεβήκαμε. Μας είχε πάρει το βράδυ. Σα βγήκαμε στο ίσιωμα, κοιτάξαμε γύρω. Μπροστά μας, λίγο μακριά, φάνηκαν καλύβες γιουρούκικες. Τα σκυλιά γάβγιζαν. Οι τσοπάνηδες φώναξαν αναμεταξύ τους:

—Τα σκυλιά αλυχτούν, άνθρωποι είναι. Και ντουφέκισαν στον αέρα.

Εμείς λοξέψαμε στον γκρεμό και περπατούσαμε σκυφτοί άκρια άκρια, ώσπου πέσαμε σ' ένα ερειπωμένο χωριό. Καθώς προχωρούσαμε μες στα χαλάσματα, λίγα βήματα μπροστά μας, ακούσαμε βόγγο. Πλησιάσαμε. Απάνω σε αδειασμένο στρώμα από άχυρο ήταν ξαπλωμένο ένα σκυλί.

Όταν μας είδε, έκανε να σηκωθεί. Δεν μπόρεσε. Μας κούνησε την ουρά του απάνω στο χώμα, ανοιγόκλεισε τα μάτια του, που γυάλιζαν στο φεγγάρι, και μεταβόγγηξε. Καθίσαμε κοντά του, σ' ένα μισότοιχο της σωριασμένης αυλής. Απάνω σε σωρούς από άχρηστα πράγματα κούρνιαζαν κότες ξεπουπουλιασμένες, κατάστεγνες απ' τη δίψα. Είπαμε να πάρουμε καμιά, μα πού φωτιά. Κοιτάξαμε το σκυλί και τραβήξαμε. Όλη τη νύχτα περπατούσαμε στο φεγγάρι και ξαφνιαζόμαστε με τους ίσκιους μας.

Κοντά ξημερώματα, πέσαμε στα λιβάδια του Μποζ-Νταγ, όπου έβοσκαν γίδια. Τα φύλαγε γυναίκα. Βιαστήκαμε να τα περάσουμε. Δεν προφτάσαμε. Μας έζωσε το κοπάδι. Η γυναίκα σκυφτή έπλεκε, δε μας πρόσεξε, περάσαμε.

(Στρ. Δούκας, «Ιστορία ενός αιχμαλώτου»,
Νεοελληνική Λογοτεχνία, Γ Λυκείου, Θεωρητική κατεύθυνση, Ο.Ε.Δ.Β., σελ. 196-198)

 

• Να συγκριθούν τα δύο κείμενα ως προς: α) τη θεματική και το περιεχόμενο, β) τη μορφή (γλώσσα, εκφραστικοί τρόποι και εκφραστικά μέσα), γ) τους αφηγηματικούς τρόπους.

 

4. Ενδεικτική βιβλιογραφία

Αθανασόπουλος Β., «Ο ιδεολογικός ρεαλισμός του Λουκή Λάρα», Από τον Λέανδρο στον Λουκή Λάρα, επιμ. Νάσος Βαγενάς, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 1999, σελ. 303-308.

Vitti M., Η ιδεολογική λειτουργία της ελληνικής ηθογραφίας, Κείμενα, Αθήνα, 1974.

Δήτσα Μ., «Δημήτριος Βικέλας», στο έργο εκδ. Σοκόλης, Η παλαιότερη πεζογραφία μας, τ. Ε' 1830-1880, σελ. 382-410.

Μπαλάνος Δ. Σ., «Δημήτριος Βικέλας», Νέα Εστία, 38, 1945, σελ. 493-498 και 574581.

Μπαλάσκας Κ., Ξενάγηση στη νεοελληνική πεζογραφία, Μεταίχμιο, Αθήνα, 2004, σελ. 87-92.

Οικονόμου Α. Α., Τρεις άνθρωποι. Συμβολή εις την ιστορίαν του ελληνικού λαού (1780-1935), τόμος δεύτερος: Δημήτριος Βικέλας, Αθήνα, 1953.

Παγανός Γ., Η νεοελληνική πεζογραφία, Κώδικας, Θεσσαλονίκη, 2002, σελ. 146155.

Σαχίνης Α., Παλαιότεροι πεζογράφοι, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα, 1989, σελ. 55-116.

Στεργιόπουλος Κ., λήμμα «Βικέλας Δημήτριος», Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος, Λαρούς, Μπριτάνικα, τ. 14, Πάπυρος, 1984, σελ. 237.

Τζιόβας Δ., «Ο αποδημητικός Δημήτριος Βικέλας: Αναμνησιολογία, χαρακτηρολογία και γλώσσα», Κοσμοπολίτες και αποσυνάγωγοι. Μελέτες για την ελληνική πεζογραφία και κριτική (1830-1930), Μεταίχμιο, Αθήνα, 2003, σελ. 249-279.

 

Αφιερώματα

Ελληνική Δημιουργία, Αφιέρωμα «Δημήτριος Βικέλας», τόμ. ΙΒ', τ. 140, 1953, σελ. 643-688.

Εμμανουήλ Ροΐδης: α. Αθηναϊκοί περίπατοι (Κ.Ν.Λ., σελ. 340-344) β. Μονόλογος ευαισθήτου (Κ.Ν.Λ., σελ. 345-348)

 

pano

 


 

Δημήτριος Βικέλας (1835-1908)

Βιβλιοnet Βιβλιοnet

ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

δεσμός Βικελαία Βιβλιοθήκη

Λουκής Λάρας Λουκής Λάρας

Διηγήματα Διηγήματα (Η άσχημη αδερφή, Ο Παππανάρκισσος, Ο λυσσασμένος, Φίλιππος Μάρθας, Εις του οφθαλμιάτρου, Ανάμνησις, Διατί έμεινα δικηγόρος, Τα δύο αδέρφια)

Βιογραφικό δεσμός, desmos

 


pano

 


Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.

 

Ήρωες

Οι ήρωες του κειμένου είναι:

 

Τόπος

Τα γεγονότα του κειμένου διαδραματίζονται:

 

Η χρονική σειρά των γεγονότων

Διακρίνουμε αναδρομικές αφηγήσεις, πρόδρομες, in medias res, εγκιβωτισμό, παρέκβαση, προϊδεασμό, προοικονομία:

 

Η χρονική διάρκεια

Σχέση του χρόνου της αφήγησης με τον χρόνο της ιστορίας (μικρότερος, ίσος, μεγαλύτερος).

Διακρίνουμε επιτάχυνση, παράλειψη, περίληψη, έλλειψη, αφηγηματικό κενό, επιβράδυνση:

 

Γλώσσα

Η γλώσσα του κειμένου είναι:

 

Αφήγηση

Η αφήγηση είναι πραγματική ή πλασματική, αφήγημα γεγονότων, λόγων ή σκέψεων…

 

Ο αφηγητής

Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός, ετεροδιηγητικός…

 

Η εστίαση

Η εστίαση είναι μηδενική, εσωτερική, εξωτερική…

 

Τα αφηγηματικά επίπεδα

Τα αφηγηματικά επίπεδα είναι εξωδιηγητικά, διηγητικά, μεταδιηγητικά:

 

Αφηγηματικοί τρόποι

Οι αφηγηματικοί τρόποι είναι: έκθεση, διάλογος, περιγραφή, σχόλιο, ελεύθερος πλάγιος λόγος, μονόλογος:

 

Ενότητες

Το κείμενο μπορεί να χωριστεί στις εξής ενότητες:

 

Το σχόλιό σας...

 

pano