Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β' Λυκείου

Στράτης Μυριβήλης, Τοπίο

278 279 280 281 Ασκ B

270 271 272 273 274 275 276 277

Νεότερη Λογοτεχνία, Η πεζογραφία του Μεσοπολέμου278

Στράτης Μυριβήλης, Τοπίο

 

ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ανήκει στη συλλογή Το πράσινο βιβλίο (1935). Περιγραφικό βασικά, δεν περιορίζεται στη λεπτομερειακή απεικόνιση των αντικειμένων. Η αξία του βρίσκεται κυρίως στην υποβλητική ατμόσφαιρα που δημιουργεί και στους απαλούς λυρικούς τόνους του.

 


 

Τοπίο
(Διήγημα)

 

Η έρημη κοιλάδα από πολλήν ώρα περίμενε το φεγγάρι. Να 'ρθει να γεμίσει τη μοναξιά της.

Ήταν μια κοιλάδα στενόμακρη και σπανή*, κατοικημένη από ίσκιους χωρίς έκφραση, που σάλευαν μονότονα και νωθρά, σπρωγμένοι από το φως που τους ζωντάνευε τις σύντομες στιγμές που περνούσε πάνω από τούτο το βαθύ στενάδι. Από τη μια κι από την άλλη έκλειναν τον ορίζοντα δυο αράδες σκυφτά χαμοβούνια από σκουριασμένη ασβεστόπετρα. Σαν γιγάντια προκατακλυσμικά* πρόβατα με ακάθαρτο μαλλί, που πέτρωσαν κι απόμειναν εκεί μαρμαρωμένα, το 'να πίσ' από τ' άλλο, με τη μούρη ακουμπισμένη στη γης. Κάποτε θα 'τρεχε εδώ νερό κι όλα τούτα θα παρηγοριούνταν, αποξεχασμένα να το βλέπουν να κινείται ολοζώντανο και να τραγουδά στο μάκρος της κοιλάδας.

Μπορεί κιόλας να φύτρωνε πλάι στο ρέμα τρυφερή χλόη και ταπεινά λουλούδια με λογής χρώματα. Τώρα δεν απόμειναν παρά ένα στρώμα γαλαζωπά χαλίκια, που είχανε ξεχάσει πια το δροσερό χάιδι που τα στρογγύλευε χρόνια.

Έτσι, όλα περίμεναν από πολλήν ώρα το φεγγάρι. Και το φεγγάρι ήρθε. Στην αρχή ψήλωσε το χρυσό φρύδι του πίσ' από το χαμοβούνι, ν' αγναντέψει τι γίνεται. Κατόπι σιγά σιγά, σερνόμενο, ανέβηκε στη ράχη. Στάθηκε μια στιγμή ακουμπισμένο εκεί, κατόπι αψήλωσε ανάλαφρα και σηκώθηκε μετέωρο, λαμπρό.

Όσο αψήλωνε, κυνηγούσε τους ίσκιους, που ζωντάνεψαν κι έφυγαν τρομαγμένοι, ώσπου άδειασαν την κοιλάδα, που στο τέλος γιόμισε φεγγάρι. Το κρύο φως έτρεχε από παντού, καταρράχτης από σιωπή. 279Χυνόταν από τις άσπρες πλαγιές δίχως αφρούς και παφλασμό, δίχως ήχο, παχύ και διάφανο σαν το λάδι. Έτσι σκέπασε κάτω από το χρυσό τέλμα* του το στενό κάμπο, τ' αδειανά φαράγγια, τις οξυές και τις λίγες ατροφικές πιπεριές που είχανε κρεμασμένα τ' ανάρια μαλλιά τους στο μάκρος της σιδεροδρομικής γραμμής.

Αυτές οι ράγες βγαίνανε, δίδυμη μονοτονία, πίσω από το πρώτο χαμοβούνι, σερνότανε σ' όλο το μάκρος μέσα στην κοιλάδα, ώσπου πήγαιναν και χάνονταν μέσα στο μαύρο στόμα του τούνελ που τις κατάπινε. Το φεγγάρι τις υπογράμμιζε σε μερικές μεριές ή τις γάνωνε* με ψεύτικη επαργύρωση. Πήγαιναν ολοένα μαζί, ζευγαρωμένες η μία πλάι στην άλλη, πάντα στην ίδιαν απόσταση. Φαίνονταν αποφασισμένες να παρασταίνουν αιώνια το αξίωμα των «δυο παραλλήλων που δεν συναντιώνται», περιμένοντας με υπομονή ένα σιδεροδρομικό δυστύχημα για να διαψεύσουν τη γεωμετρία σμίγοντας επιτέλους.

Τώρα όλα αυτά ακινητούσαν στο βυθό της φεγγαρολίμνης, βουλιαγμένος ονειρόκοσμος. Όπου ένα μικρό, αόρατο έντομο βάλθηκε να τρίζει τα έλυτρά* του κάτω από μια πέτρα.

Ήτανε μια πέτρα μικρή ίσαμε μια γροθιά. Μέσα στο φως της ημέρας θα ήτανε γαλάζια, λουλακιά γαλάζια, με μια κόκκινη φλέβα στην καρδιά, ψιλή σα μια μεταξωτή τρίχα. Κανένα τριζόνι θα 'τανε, που το ζούληξε θανάσιμα το μαλακό βάρος της φεγγαρίσιας σιωπής, και πήγε να την πριονίσει με το μικρούτσικο δοξάρι του.

Δοκίμασε ένα μοτίβο* παλιό όσο και η πλάση του Θεού. Μια νότα ψιλή ψιλή και σουβλερή. Όμως η σιωπή πύκνωσε το φωτερόν ωκεανό της γύρω του ακόμα περισσότερο. Τότες το μαμούδι σταμάτησε το τρέμολό του ένα δυο φορές ταραγμένο, κατόπιν ξανάρχισε δειλά χωρίς κέφι, έκανε ακόμα δυο τρίλιες* και σώπασε τρομαγμένο. Τελεία. Έτσι η σιωπή ακούστηκε ολομόναχη, ολόκληρη, να κρατεί κάτω από τα μάγια της όλα τα πράγματα. Τίποτα δεν τολμούσε ν' αναπνεύσει μην την ταράξει.

Ξαφνικά μια βίαιη ταραχή έσεισε τον ακίνητον αέρα, συντάραξε το τελματωμένο φεγγαρόφωτο, ως το βυθό. Ένα βουερό κύμα από ήχο κυλιόταν κι ερχόταν από μακριά. Βιαστικό κατρακυλούσε κι ολοένα φούσκωνε και δυνάμωνε κατά δω, πίσω από τα γονατισμένα βουνά. Όλα τα πάντα 280τέντωσαν την προσοχή τους ως την οδύνη. Ήταν μια έντρομη ελπίδα του «τι θα γίνει τώρα», του «κάτι θα γίνει τώρα», κάτι «θα τολμήσει να γίνει». Ένα ρίγος πέρασε πάνω από τις σιδερένιες ράγες και τότες όρμησε πίσω από το γύψινο χαμοβούνι το τρένο.

Χίμηξε μέσα στην κοιλάδα, ασυγκράτητο τέρας, οργισμένο από τη φοβερή δύναμη που βόγγαγε κλεισμένη στα ατσαλένια σπλάχνα του και το 'κανε να τρέμει σύγκορμο. Πιλαλούσε* αγκομαχώντας πάνω στο σιδερένιο του δρόμο, και με τα κυρτά μάτια του κοίταζε με λύσσα, όλο μπροστά του. Ήταν ένας δράκοντας που έφτυνε βραστό σάλιο. Βρουχιότανε κι έτρεχε, ξεφυσούσε σπίθες και κόκκινες φλόγες από τα ρουθούνια, και το σώμα του ήταν μακρύ, χωρισμένο σε χοντρούς σπόνδυλους, σαν πελώριο προκατακλυσμιαίο έντομο.

Η κοιλάδα συνταράχτηκε από τον αχό και τον αντίλαλο. Το φεγγάρι βούλιαξε μέσα στους καπνούς, τα χαμοβούνια τρέμανε και οι άρρωστες φυλλωσιές των παραταγμένων δέντρων σάλεψαν βίαια στο πέρασμά του. Πήγαν κι ήρθανε με τη λικνιστική κίνηση που κάνουν τα ενάλια* φυτά, όταν ένα τέρας του βυθού περάσει σύρριζα, σαρώνοντας με τις δυνατές φτερούγες το βαρύ νερό.

Οι αδειανές λαγκαδιές ξαναβρήκαν τις χαμένες φωνές τους κι αλάλαξαν δοξαστικά πίσω από το τρένο που διάβαινε, τρέμοντας από δύναμη. Όμως εκεί στην άκρη ήταν πάντα διάπλατα ανοιχτό το μαύρο στόμα του τούνελ, που ούτε το φεγγάρι δεν τόλμησε να προχωρέσει εκεί μέσα. Αυτό, σιωπηλό πάντα, σκοτεινό, διάπλατα ανοιχτό, δεν περίμενε τίποτ' άλλο παρά το τρένο. Το ρούφηξε, το κατάπιε και πάει.

Την ώρα που χανόταν μέσα στον μαύρο καταπιόνα* του, το τρένο πάτησε μια τσιριξιά τραγική. Ήταν ένας ολολυγμός* μακρύς, ξεσυρτός, που ολοένα αδυνάτιζε, και σκόρπισε τη φρίκη μέσα στην κοιλάδα. Τούτη τη φωνή τη φοβερή την ξανάσυρε κατόπι του όλη η κοιλάδα. Την πήρανε όλες οι λαγκαδιές και την ξανά 'πε η μια στην άλλη, την αναστέναξαν όλα τα χαμοβούνια, ώσπου ξεψύχησε πολύ μακριά το μοιρολόι τους. Έτσι όλα μπόρεσαν και κλάψανε τον δικό τους καημό με τούτο τον ξένο θρήνο.

Αυτό. Κατόπι όλα τα πάντα ξαναβούλιαξαν στη σιωπή και την ακινησία τους. Όλοι οι αχοί κατάκατσαν, όλες οι ελπίδες έσβησαν. Και το φεγγάρι άπλωσε πάλι πάνω τους την ακύμαντη λίμνη της φωτερής του λάσπης. 281Μέσα στον αέρα πλανήθηκε για λίγο θλιβερή η μυρουδιά της ζεστής στάχτης που κρύωσε και διαλύθηκε. Ο ύπνος κάθισε πάνω σε όλα. Βαρύς, ακίνητος, σαν αρρώστια που ναρκώνει και μαραζώνει. Οι πιπεριές, οι οξυές αποκοιμήθηκαν όρθιες, ριζωμένες ισόβια μέσα στη γη, δεμένες με τα καταχθόνια παλαμάρια* της ρίζας τους. Σαν τις πήρε ο ύπνος, η ταραχή που άφησε μέσα στην κόμη* τους το βίαιο πέρασμα του τρένου, ανασάλεψε στη μνήμη τους κι έγινε όνειρο. Τα δέντρα ονειρεύτηκαν πως η γη ξαμόλυσε τα δεσμά τους. Ανασάλεψαν, λέει, οι φυλλωσιές τους, έγιναν πλατιές φτερούγες πράσινες, γεμάτες δύναμη και θέληση. Κινήθηκαν τάχα, έσπρωξαν τον αέρα κι ανασηκώθηκαν ανάλαφρα μέσα στο φως, ξελευτερωμένα από τα δεσμά της γης. Έτσι υψώθηκαν χαρούμενα μέσα στο ελεύθερο, γαλάζιο διάστημα, σηκώθηκαν και φύγανε μέσ' από την άρρωστη κοιλάδα του φεγγαριού. Ανέβηκαν ψηλά ψηλά, πάνω από τα πιο ψηλά βουνά, (ώσπου αντάμωσαν τα σύννεφα, που κάποτες τα έβλεπαν να περνούν πάνω από τα κεφάλια τους βιαστικά, χαρούμενα, με ανοιχτούς στον αγέρα όλους τους χρωματιστούς των φλόκους*. Και τα σύννεφα σταμάτησαν, λέει, για λίγο το ταξίδι τους, σταμάτησαν και κούρνιασαν στα κλαδιά τους να ξαποστάσουν. Κι ήτανε πουλιά πελώρια, δίχως βάρος, πουλιά με χρυσές, ρόδινες και πορτοκαλιές φτερούγες.

Ήτανε τ' όνειρο από την αλλοτινή θύμηση, που 'χε απομείνει μισόσβηστη μέσα στα χοντρά, στα βαριά, τα ριζωμένα κορμιά τους. Η θολωμένη θύμηση από την εποχή που ήταν ακόμα σπέρματα, μικρά, χνουδωτά σπέρματα με λεπτές μεταξωτές φτερούγες, που ξεκίνησαν κάποιο φθινόπωρο από τα ψηλά κλωνιά και ταξίδεψαν επί πτερύγων ανέμων. Πετούσαν από δω κι από κει, ορμητικά, ερωτικά, ανήσυχα. Πετούσαν πασίχαρα, ανάερα, αδέσμευτα, κι ήτανε μόνο το θεϊκό φύσημα της λευτεριάς που τα κυβερνούσε.

(Ποιος δεν έχει να νειρευτεί ένα ζευγάρι αλλοτινές φτερούγες που σιγά σιγά έγιναν ρίζες και σκοινιά... Ρίζες και σκοινιά...).

 

 

σπανή: εδώ χωρίς βλάστηση.
προκατακλυσμικά: της εποχής πριν από τον κατακλυσμό, παμπάλαια.
τέλμα: στάσιμο νερό που λιμνάζει, έλος, βούρκος, λάσπη.
γανώνω: επαλείφω.
έλυτρα: τα σκληρά φτερά των εντόμων.
μοτίβο: το κεντρικό σημείο ενός μουσικού θέματος, σκοπός.
τρίλια: αρμονικός συνδυασμός από ήχους που εκτελούνται ταυτόχρονα.
πιλαλώ: τρέχω.
ενάλιος: θαλάσσιος, της θάλασσας.
καταπιόνας: λάρυγγας· εδώ μεταφορικά.
ολολυγμός: δυνατή κραυγή, θρήνος.
παλαμάρι: χοντρό σκοινί, καραβόσκοινο.
κόμη: μαλλιά της κεφαλής.
φλόκος: το μεσαίο πανί ιστιοφόρου πλοίου. 

pano

 

 

 


 

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

  1. Να βρείτε σε ποιες φάσεις απεικονίζεται διαδοχικά το τοπίο και σε ποια σχέση βρίσκονται οι φάσεις αυτές μεταξύ τους.
  2. Ο συγγραφέας δε δίνει απλώς την περιγραφή ενός τοπίου, αλλά και την επίδραση που ασκεί αυτό στον ψυχικό του κόσμο. Ποια είναι η επίδραση αυτή στις διαδοχικές φάσεις της περιγραφής;
  3. Ο συγγραφέας βάζει τα δέντρα να ονειρεύονται. Στην πραγματικότητα σε ποιον ανήκει αυτό το όνειρο; Τι το προκαλεί;
  4. Να εξηγήσετε τη φράση που βρίσκεται στο τέλος του κειμένου μέσα σε παρένθεση.

Εργασία για το σπίτι

 


Αγήνωρ Αστεριάδης (1898-1977), Τοπίο με δέντρα

Αγήνωρ Αστεριάδης (1898-1977), Τοπίο με δέντρα  


Στρατής Μυριβήλης (1892-1969)

Στράτης Μυριβήλης

Φιλολογικό ψευδώνυμο του Σ. Σταματόπουλου. Από τους σημαντικότερους πεζογράφους του μεσοπολέμου. Γεννήθηκε στη Συκαμιά της Λέσβου. Γράφτηκε στη Φιλοσοφική και τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά διέκοψε τις σπουδές του για να πάρει μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους. Η περιπέτειά του αυτή του έδωσε το υλικό για τα πρώτα έργα του: μια σειρά διηγημάτων, Κόκκινες Ιστορίες (1915) και τη Ζωή εν Τάφω (1924) που είναι ίσως το καλύτερο έργο του. Εκφράζει το ίδιο αντιπολεμικό πνεύμα που γέννησε και τα ανάλογα έργα του Μπαρμπύς, του Ρεμάρκ και του Ντορκελέ. Ο Μυριβήλης έχει δυνατό πεζογραφικό ταλέντο και έντονο προσωπικό ύφος. Παρουσιάζει πλούτο θεμάτων και πηγαίο αίσθημα. Η γλώσσα του, πλούσια και φροντισμένη, ανανεώνει την παράδοση του δημοτικισμού. Συνδυάζει τον έντονο ρεαλισμό με άλλους απαλότερους και λυρικότερους τόνους. Έργα του (εκτός από τα παραπάνω): Η δασκάλα με τα Χρυσά Μάτια (1923), Το Πράσινο Βιβλίο (1935), Το Γαλάζιο Βιβλίο (1934), Το Κόκκινο Βιβλίο (1925), Το Βυσσινί Βιβλίο (1959), Παναγιά η Γοργόνα (1949) κ.ά. Έγινε ακαδημαϊκός.

 

Στράτης Μυριβήλης [πηγή: Πολιτιστικός Θησαυρός της Ελληνικής Γλώσσας]

Στράτης Μυριβήλης (βίντεο) [πηγή: Εκπαιδευτική Τηλεόραση]  

 



 

1. Εργοβιογραφικά

O Στράτης Μυριβήλης (ψευδώνυμο του Ευστράτιου Σταματόπουλου), γεννήθηκε στο ορεινό χωριό Σκαμνιά (ή Συκαμιά) της Λέσβου το 1890 και πέθανε στην Αθήνα το 1969.

Έφυγε από το χωριό του για να παρακολουθήσει το Γυμνάσιο Μυτιλήνης, όπου, μαθητής στην έκτη τάξη, πήρε μέρος σε μαθητικές κινητοποιήσεις για την υποστήριξη της δημοτικής γλώσσας. Το 1910 διορίστηκε δάσκαλος στο χωριό Μανταμάδος της Λέσβου και υιοθέτησε το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Μυριβήλης (ίσως από το όνομα του βουνού πάνω από το χωριό του: Μεροβίγλι, κατά παραφθορά Μι[υ]ριβίλι). Το 1912, φοιτητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, στρατεύτηκε ως εθελοντής (καθώς η Λέσβος ανήκε ακόμη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία) στον ελληνικό στρατό και πολέμησε στους Βαλκανικούς πολέμους, όπου τραυματίστηκε το 1913. Εργάστηκε στη Λέσβο από το 1914 ως δημοσιογράφος και το 1915 εξέδωσε εκεί το πρώτο του βιβλίο, Κόκκινες ιστορίες. Ξανακατατάχτηκε, κατόπιν, υποχρεωτικά, στον ελληνικό στρατό, μέχρι το 1922.

Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, εξέδωσε στη Λέσβο, το 1923, την εβδομαδιαία εφημερίδα Καμπάνα, «όργανο των εφέδρων και των ντόπιων συμφερόντων». Στην εφημερίδα αυτή δημοσιεύτηκε, σε συνέχειες, το μυθιστόρημά του Η ζωή εν τάφω, έργο που εκδόθηκε και αυτοτελώς στη Μυτιλήνη τον Απρίλιο του 1924, και κατόπιν, το 1930, επεξεργασμένο, στην Αθήνα, όπου είχε θερμή υποδοχή. Το 1931 άρχισε η δημοσίευση, στην αθηναϊκή εφημερίδα Καθημερινή, του έργου Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια, που κυκλοφόρησε κανονικά, ως «δεύτερη έκδοση», το 1933 (πολυτελής, περιορισμένου αριθμού) και το1934. Εν τω μεταξύ, από το 1932, η οικογένεια Μυριβήλη μετακόμισε στην Αθήνα, όπου ο συγγραφέας, με τον καιρό, δραστηριοποιήθηκε σε ποικίλα πεδία: δημοσιογραφούσε (διηύθυνε από το 1932 την εφημερίδα Δημοκρατία του Αλέξ. Παπαναστασίου), συνέγραφε, έγραψε Αναγνωστικό για το δημοτικό σχολείο (Στάθης Σταθάς, 1934), διατέλεσε αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου (19461947), πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εθνικής Εταιρείας των Λογοτεχνών της Ελλάδος, πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Λογοτεχνών, Διευθυντής Προγράμματος στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας (1946-50), πρόεδρος της επιτροπής Κρίσεως των ταινιών του πρώτου Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου της Διεθνούς Εκθέσεως Θεσσαλονίκης (1960) και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών (1958).

Ταξίδεψε πολύ (στις ΗΠΑ, την ΕΣΣΔ, σε Αγγλία, Κύπρο, Ρουμανία, Τσεχοσλοβακία, Βουλγαρία, Τουρκία, Αίγυπτο κ.λπ.). Τα βιβλία του Η ζωή εν τάφω, Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια, Η Παναγιά η Γοργόνα (1949) και το Ο Βασίλης ο Αρβανίτης (1943) μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες, σχεδόν σε όλες της Ευρώπης.

Μαχητικός δημοτικιστής, επεξεργαζόταν τα βιβλία του συνεχώς. Οι μεταβολές στο Η Ζωή εν Τάφω προκάλεσαν πολλές συζητήσεις, διότι εικονογραφούσαν και τη σταδιακή ιδεολογική διαφοροποίηση του συγγραφέα τους: από τη μαχητική αντιπολεμική στάση κατέληξε σε πιο φιλοσοφικές διαθέσεις. Η ίδια αυτή πορεία εξάλλου ακολουθήθηκε και στις πολιτικές του πεποιθήσεις.

Εκτός από τα έργα που αναφέρθηκαν ήδη, έγραψε τις σειρές διηγημάτων Το γαλάζιο βιβλίο (1939), Το κόκκινο βιβλίο (1952), Το βυσσινί βιβλίο (1959), τις νουβέλες Τα παγανά (1945) και Ο Παν (1946), μελέτες για τον Παλαμά και τον Γρυπάρη, ποιήματα (Μικρές φωτιές, 1942), δοκίμια για την τέχνη, χρονογραφήματα, ταξιδιωτικά κ.λπ. Το 1958 στην εφημερίδα Ακρόπολις δημοσιεύτηκε σε συνέχειες το έργο Το μυθιστόρημα των τεσσάρων, το οποίο συνέθεταν παράλληλα και διαδοχικά οι Μυριβήλης, Η. Βενέζης, Μ. Καραγάτσης και Άγγ. Τερζάκης.

Ο Μυριβήλης εγκαινίασε, ουσιαστικά, την αντιπολεμική λογοτεχνία στην Ελλάδα, καθώς τα τρία πρώτα του μυθιστορήματα έχουν κοινό στοιχείο τη διαμαρτυρία για τη φρίκη του πολέμου. Τα άλλα μυθοπλαστικά έργα του, που δεν σχετίζονται με τον πόλεμο (Τα παγανά, Ο Βασίλης ο Αρβανίτης, Ο Παν), παρουσιάζουν κυρίως γραφικούς τύπους μιας αγροτικής κοινωνίας, εστιάζοντας στις αρχετυπικές δυνάμεις των ανθρώπων και στη σχέση τους με τη φύση.

 

2. Η κριτική για το έργο του

Λυρισμός και φρίκη στο έργο του Μυριβήλη

«Δάσκαλός του πραγματικός, αν θέλετε, είναι ο Καρκαβίτσας, με τον πληθωρικό και εξεζητημένο δημοτικισμό του, με την επαναστατημένη του ματιά πάνω στην ελληνική πραγματικότητα [...]. Όπως στον Καρκαβίτσα η αντικομφορμιστική διαμαρτυρία συμβαδίζει με την εκζήτηση στη δημοτικιστική εκμετάλλευση, με τον ίδιο τρόπο οι τάσεις αυτές συμβαδίζουν και στον Μυριβήλη. Η φρίκη σαν κινητήριο ελατήριο δεν είναι τυχαίο φαινόμενο στον Καρκαβίτσα (λόγου χάρη στο μυθιστόρημα Ζητιάνος), αλλά απεναντίας αποτελεί το απώτερο απροκάλυπτο αποτέλεσμα για όποιον ξέρει να βλέπει, της διττής προτίμησης του Καρκαβίτσα προς την κριτική της κοινωνίας και την εκζήτηση στο λόγο: η αποδοκιμασία των κοινωνικών τρωτών τροφοδοτεί το λεκτικό ορισμό τους, ενώ, τανάπαλιν, η λεκτική έκφραση ενισχύει το "θυμό" του συγγραφέα σε μια αμοιβαία αλληλεπίδραση, με τελικό αποτέλεσμα τη φρίκη. Κάτι ανάλογο συμβαίνει στον Μυριβήλη.

Η λεκτική του δεξιοτεχνία χρησιμοποιεί την αντιπολεμική ιδεολογία σαν μόνιμο ερέθισμα της εκφραστικής δυνατότητάς του, σε μια ομογενή πράξη, με δύο εναλλακτικά αποτελέσματα. το ένα από αυτά συνίσταται σε μια έντονη εκστατική έλξη και μπορούμε να το ορίσουμε "λυρικό" το άλλο που συνίσταται σε μια κίνηση έντονης απώθησης, μπορούμε να το ονομάσουμε "φρίκη"».

 

(M. Vitti, 1977, H γενιά του τριάντα,
Αθήνα, Ερμής, σελ. 260-261)

 

Ο αντιμιλιταρισμός του Μυριβήλη μέσα απ' τη Ζωή εν Τάφω

«Ο πόλεμος είναι η μεγάλη αποκάλυψη της ζωής για τον Στρατή Μυριβήλη [...]. Στις λάσπες των χαρακωμάτων, αντιμετωπίζοντας κάθε στιγμή τον θάνατο, μαθαίνει να ζει και εκτιμάει τις αξίες της ζωής. Με προοπτική τις χωρίς νόημα εκατόμβες γύρω από τα χαρακώματα, ακόμη και οι αναμνήσεις της ειρηνικής ζωής στους αγρούς και τα λιμανάκια της Μυτιλήνης φορτίζονται με εντελώς καινούργιο νόημα. [... ] Ο τόμος με τον ελάχιστα επιτυχή τίτλο Ζωή εν τάφω, και τα πυκνά του νοήματα, αποτέλεσε τη μεγάλη αποκάλυψη στην Αθήνα, το 1930, όταν κυκλοφόρησε σε επανέκδοση. Το έργο πολύ απέχει από το να μπορεί να χαρακτηριστεί μυθιστόρημα. Ο Μυριβήλης αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο, επεισοδιακά, τη ζωή στο μέτωπο. περιγράφει τους συντρόφους του στρατιώτες, μιλάει με σαρκασμό για τους αξιωματικούς και τον εξ επαγγέλματος μιλιταρισμό, αφηγείται επεισόδια της ζωής στο νησί που άφησε πίσω. Όμως οι εξαιρετικές πεζογραφικές του ικανότητες τον βοηθάνε να προχωρήσει παραπέρα: μέσα από μια κατάσταση εξέγερσης του υγιούς νέου ανθρώπου, που δεν θέλει να αφήσει να τον σκοτώσουν, ανακαλύπτει στην αντιηρωική και ταπεινωτική ανία του χαρακώματος την έννοια της ζωής, τη δύναμη της ανθρώπινης φύσης που καμιά εγκληματική κτηνωδία των ανθρώπων που κυβερνούν δεν μπορεί να τη διαγράψει και να την αφανίσει. [... ]

Ο αντιμιλιταρισμός του Μυριβήλη δεν έχει κανένα περιορισμό. ασκείται όχι μόνο με την καταγγελία των μέσων θανάτου και αυτών που τα ορίζουν (ο σαρκασμός κατά των αξιωματικών είναι πραγματικά καταλυτικός), αλλά και με την πίστη στη ζωή και με τη λυρική δόνηση. γιατί, πραγματικά, η γλώσσα του Μυριβήλη κατέχει ευρύτατες δυνατότητες και βρίσκει τον κατάλληλο τόνο για τις πιο διαφορετικές καταστάσεις και συναισθήματα. Μέσα από την καλειδοσκοπική πραγματικότητα του βιβλίου, που πιέζει με όλα τα μέσα του υλικού και της υποβολής τον αναγνώστη, προβάλλει και η βαθύτερη σημασία του έργου, και γίνεται φανερό ότι δεν περιορίζεται μόνο στην ατομική σωτηρία, αλλά προεκτείνεται σε μια, επέκεινα του ατόμου, πανανθρώπινη υπόθεση. Ειδικότερα στη μέθοδο της έκθεσης, είναι αλήθεια ότι ο Μυριβήλης χρησιμοποιεί τον εξπρεσιονιστικό νατουραλισμό. όμως, στην κάθαρση της εκρηκτικής εμπειρίας, η εκφραστική αμεσότητα τον απελευθερώνει από τα παρακμιακά στοιχεία της κληρονομιάς που ακολουθεί. Από την άλλη μεριά, η κραυγή του εναντίον του πολέμου τον τοποθετεί στη χορεία του ευρωπαϊκού αντιμιλιταρισμού με τον Barbusse και τον Remarque. Ο Μυριβήλης βρίσκεται, λοιπόν, πέρα από τη γενιά του '20, στην οποία ανήκει βιολογικά».

 

(M. Vitti, 1994, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας,
Αθήνα, Οδυσσέας, σελ. 372-3)

 

Η λογοτεχνική τεχνική στη Ζωή εν Τάφω

«Ο Μυριβήλης στρέφει το ψύχραιμο βλέμμα του ηθογράφου όχι προς την παραδοσιακή ζωή μιας εγκατεστημένης κοινότητας, αλλά προς τις ομάδες των στρατιωτών, που συμμετείχαν στις εκστρατείες, όπως κι αυτός ο ίδιος. Το προσωπικό του ημερολόγιο από τις μέρες του στη Μακεδονία το 1917-18 αποτελεί τη βάση για την πρώτη σύνθεση του μυθιστορήματος Η ζωή εν τάφω [...]. Η ζωή εν τάφω, όπως και οι νεανικές ιστορίες του Μυριβήλη, δίνουν μια νέα διάσταση στον "ηθογραφικό Ρεαλισμό" των μικρών κοινοτήτων κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Η αποσπασματική δομή του μυθιστορήματος και ο μεγάλος θίασος ηρώων, που παρελαύνουν για λίγο στις σελίδες του και στη συνέχεια αποτραβιούνται στο περιθώριο, προσιδιάζουν στο είδος του κυρίαρχου την εποχή εκείνη διηγήματος. [... ] Ο Μυριβήλης αποστασιοποιείται από τα βιώματα και τις σκέψεις του, καθώς τα αναθέτει σε ένα φανταστικό πρόσωπο, έναν λοχία, και ισχυρίζεται ότι τα αντλεί από το ημερολόγιο εκείνου. Το βιβλίο (ακόμα και στην πρώτη του μορφή) αρχίζει με την ανακάλυψη, μετά τον πόλεμο, των τετραδίων του (φανταστικού) λοχία, τον οποίο σκότωσαν κατά λάθος οι συστρατιώτες του στην έναρξη κρίσιμης μάχης το 1918. Με αυτόν τον τρόπο, ο αναγνώστης ξέρει από την αρχή ότι ο ήρωας, του οποίου τις σκέψεις διαβάζει, είναι ήδη νεκρός και ότι στο τέλος του βιβλίου τελειώνει και η ζωή του, την οποία είχε το προνόμιο να γνωρίσει. Αυτό το τέχνασμα του συγγραφέα βοηθάει να αναδειχθεί η βασική διαπίστωση που κάνει ο αφηγητής στην πορεία των ημερολογίων του: ότι από τη στιγμή που αφαιρεθούν τα επιφανειακά στολίδια του πολιτισμού —και συγκεκριμένα ο στόμφος της πολεμικής προπαγάνδας και της συμβατικής έννοιας του ηρωισμού— η ζωή είναι ζήτημα σάρκας και αίματος, όχι ιδεών και μεταφυσικής. [... ] Η μανιώδης ενδοσκόπηση του αφηγητή, του οποίου οι διαπιστώσεις σχετικά με τη δική του φύση αλλά και τη φύση του πολέμου, στον οποίο έχει εμπλακεί, ξεπερνούν τα όρια της ρεαλιστικής "μαρτυρίας", απέχει πολύ από την αντικειμενική στάση που κρατάει απέναντι στις πράξεις και τις τύχες όλων των άλλων ηρώων. Το χάσμα αυτό ανάμεσα στις δύο διαφορετικές λογοτεχνικές τεχνικές γεφυρώνει η γλώσσα του μυθιστορήματος, η οποία εκμεταλλεύεται τις αστείρευτες πηγές της δημοτικής της υπαίθρου. Η γλωσσική έκφραση είναι πλουσιότερη από τον ευθύ λόγο των ηρώων, τον οποίο επίσης χρησιμοποιεί, και από αυτή την άποψη δεν αποτελεί "ρεαλιστική" αναπαράσταση της γλώσσας των χαρακωμάτων».

 

(R. Beaton, 1996, Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία,
Αθήνα, Νεφέλη, σελ. 184-186)

 

Ο ανατρεπτικός λόγος της Ζωής εν Τάφω

«Έτσι, μέσα στη Ζωή εν Τάφω πάσχει η φύση και η φυσική ζωή από την καταφορά μιας ανεννόητης και αδιανόητης καταστροφικής μηχανής που έστησαν οι κακοί και γελοίοι άνθρωποι. Έκπαγλη και δοξαστική είναι η παρουσία της κόκκινης παπαρούνας, που αναπάντεχη πρόβαλε στην παρυφή του ορύγματος του πολέμου. Ένα λουλούδι "μέσα στο περιβόλι του θανάτου". Αυτή, λοιπόν, η αναγωγή προς τη φυσικότητα απαξιώνει τα μορφώματα του πολιτισμού, πατρίδα, έθνος, ηθική».

 

(Χρ. Μαλεβίτσης, 1990, «Ο περιγραφικός λόγος του Στράτη Μυριβήλη»,
Νέα Εστία
, αφιέρωμα, τεύχος 1523, σελ. 52)

 

Κριτική για το Πράσινο βιβλίο

«Επιθυμώ ακόμη να αναφερθώ στις συλλογές διηγημάτων με τους χρωματικούς τίτλους: Το πράσινο βιβλίο [...] —για να τονίσω πόσο ο Μυριβήλης, σε ευτυχισμένες ώρες της έμπνευσής του, ανανέωσε ένα είδος με τόσο πλούσια παράδοση στη Λογοτεχνία μας. Το χιούμορ, ο σαρκασμός, η ειρωνεία, η αλληλοσυσχέτιση του συμβολικού με το πραγματικό, του νοητού με το απτό, η διαδοχή του ιλαρού απ' το τραγικό, του φαιδρού από το αποτρόπαιο— προβάλλουν σε συνθέσεις μοναδικού θελγήτρου και μορφικής τελειότητας. Τις σελίδες τους τις διατρέχει μια διεγερτική χνωτιά αρσενικάδος, ένα πνεύμα παγανιστικό».

 

(Τ. Αθανασιάδης, 1990, «Στρατής Μυριβήλης»,
Νέα Εστία
, ό.π., σελ. 35-36)

 

3. Τα κείμενα

α. Η ζωή εν Τάφω («Η μυστική παπαρούνα» - «Ζάβαλη μάικω»)

Διδακτικές επισημάνσεις

• Να ληφθεί υπόψη το εισαγωγικό σημείωμα των Κ.Ν.Λ. και να συζητηθεί πώς συνεισφέρει η επιλογή του πρωτοπρόσωπου αφηγητή-επιστολογράφου στον ρεαλισμό του έργου;

• Να παρατηρηθεί η βασική αντίθεση που διατρέχει και τα δύο ανθολογούμενα αποσπάσματα: από τη μια η φρίκη του πολέμου, από την άλλη η δύναμη της ζωής. Πώς επενεργεί η αντίθεση αυτή στην ψυχολογική κατάσταση του ήρωα-αφηγητή;

• Να συζητηθεί κατά πόσο δικαιολογούνται από την αφηγηματική σύμβαση οι λεπτομερείς περιγραφές στα κείμενα και ποιο ρόλο αναλαμβάνουν, τι αποτέλεσμα δημιουργούν.

• Να προσεχτεί η γλώσσα του έργου, ο πλούτος της έκφρασης και η προσπάθεια να χρησιμοποιηθούν λαϊκές και ιδιωματικές λέξεις. Να συζητηθεί σε σχέση με το κίνημα του δημοτικισμού.

 

β. Τοπίο

• Να γίνει αναφορά στο είδος του συγγραφέα-παντογνώστη. Να αιτιολογηθεί η επιλογή αυτή και με βάση την αιτιολόγηση να αναζητηθεί η πρόθεση του κειμένου: περιγράφεται απλώς ένα τοπίο ή αναπτύσσεται ένας συμβολισμός;

• Να εντοπιστεί στην περιγραφή του τρένου η συναισθηματική κατάσταση του συγγραφέα-αφηγητή.

• Να συζητηθεί το αποτέλεσμα που επιτυγχάνεται με την αντιμετώπιση των φυσικών όντων ως έλλογων (η κοιλάδα, το τριζόνι, το τρένο, τα δέντρα, αποτελούν ένα ενιαίο, κάπως εξανθρωπισμένο σύνολο).

 

Συμπληρωματική δραστηριότητα

Η προβολή στην τάξη μιας ταινίας (σε βίντεο ή DVD) με θέμα από τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο θα μπορούσε να πλουτίσει την εμπειρία που αποκτούν οι μαθητές/τριες από τη διδασκαλία των αποσπασμάτων της Ζωής εν Τάφω και παράλληλα να δώσει την ευκαιρία για συζήτηση πάνω στις διαφορετικές μορφές αναπαράστασης, τις διαφορές ανάμεσα στη λογοτεχνία και την κινηματογράφηση.

 

Παράλληλα κείμενα

Καταρχήν, το καθένα από τα ανθολογούμενα κείμενα μπορεί να λειτουργήσει ως παράλληλο στα άλλα. Επιπλέον:

 

1) Για τη «Μυστική παπαρούνα»:

Στο έργο του Μυριβήλη Βασίλης ο Αρβανίτης υπάρχει μια άλλη περιγραφή συναισθημάτων του ανθρώπου μπροστά σε μια παπαρούνα (Το απόσπασμα παρατίθεται λίγο πιο κάτω). Πώς αναπτύσσεται εδώ ο συμβολισμός της; Τι υποδηλώνει για την αντίληψη του συγγραφέα περί φύσης και ζωής;

(Ο αφηγητής επισκέπτεται τον τάφο του πατέρα του, που όσο ζούσε φύτευε λουλούδια και δέντρα παντού, και βρίσκει να θάλλει στο μνήμα μια κόκκινη παπαρούνα.)

Έσκυψα να τη βγάλω, να την πάρω μαζί μου σε μια γλάστρα. Και την ίδια στιγμή το μετάδα τράβηξα πίσω το χέρι. Μου φάνηκε πως το λουλούδι έφτανε ως την καρδιά του. Φοβήθηκα πως άμα το τραβήξω από το χώμα θα δω να στάζουν αίματα οι σπασμένες ρίζες. (Ο Θεός που αγαπά τα δέντρα και τα λουλούδια σαν παιδιά του, ας τον αναπάψει σε τόπο χλοερό.)

 

(Στρ. Μυριβήλης, 1944, Ο Βασίλης ο Αρβανίτης, Αθήνα, σελ. 14-15)

 

2) Για το Τοπίο:

Βαλερυ Λαρμπώ, Ωδή

[... ]

Δώσε μου, ω Orient-Express, Sud-Brenner-Bahn, δώστε μου

τους θαυμαστούς υπόκωφους θορύβους σας

και τις παλλόμενες γοητευτικές φωνές σας

δώστε μου την εύκολην κι ανάλαφρην ανάσα

των υψηλών οστεώδικων ατμομηχανών με τις άνετες κινήσεις

των ατμομηχανών που γοργές

χωρίς καμιά προσπάθεια σέρνουν πίσω τους τέσσερα βαγόνια κίτρινα

με γράμματα χρυσά

μες στις βουνίσιες ερημιές της Σερβίας

και πιο μακριά μέσα στο πλήθος των βουλγαρικών ροδώνων...

 

(Βαλερύ Λαρμπώ, «Ωδή» (μτφρ. Τάκης Σινόπουλος, 1948).
Παρατίθεται στο βιβλίο ΥΠΕΠΘ, Νεότερη Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία, ΟΕΔΒ, σελ. 141)

 

• Έχοντας υπόψη την περιγραφή του τρένου στο διήγημα Τοπίο (δημοσιεύτηκε το 1935), μπορούμε να παρατηρήσουμε συγκριτικά πώς αντιμετωπίζει το θέμα ο Γάλλος συγγραφέας και να διαπιστώσουμε την κοινή λυρική διάθεση που εμπνέουν τα επιτεύγματα της επιστήμης.

 

4. Βιβλιογραφία

Beaton R., 1996, Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία, Αθήνα, Νεφέλη.

Καραντώνης Αν., 1977, Πεζογράφοι και πεζογραφήματα της Γενιάς του 30, Αθήνα, Παπαδήμας.

Vitti M., 1989, Η Γενιά του Τριάντα. Ιδεολογία και Μορφή, Αθήνα, Ερμής.

Vitti M., 1994, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα, Οδυσσέας.

 

Αφιερώματα περιοδικών

Περ. Νέα Εστία, 1970, τεύχος 1033.

Περ. Νέα Εστία, 1990, τεύχος 1523, Χριστούγεννα.

Περ. Νέα Εστία, 2000, τεύχος 1725, Ιούλιος-Αύγουστος.

 

pano

 


 

Στράτης Μυριβήλης
Πρόσωπα και θέματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας (Ψηφίδες για την ελληνική γλώσσα) Στράτης Μυριβήλης [πηγή: Πρόσωπα και θέματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας (Ψηφίδες για την ελληνική γλώσσα)]
Εποχές και Συγγραφείς, Στράτης Μυριβήλης (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ] ΕΡΤ
Βικιπαίδεια Σ. Μυριβήλης
Βιογραφία, ταινία στο youtube Σ. Μυριβήλης
Εκπαιδευτική τηλεόραση Σ. Μυριβήλης
ΠΟ.Θ.Ε.Γ. Σ. Μυριβήλης

Βιογραφικό δεσμός, desmos


pano

 


Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.

 

Ήρωες

Οι ήρωες του κειμένου είναι:

 

Τόπος

Τα γεγονότα του κειμένου διαδραματίζονται:

 

Η χρονική σειρά των γεγονότων

Διακρίνουμε αναδρομικές αφηγήσεις, πρόδρομες, in medias res, εγκιβωτισμό, παρέκβαση, προϊδεασμό, προοικονομία:

 

Η χρονική διάρκεια

Σχέση του χρόνου της αφήγησης με τον χρόνο της ιστορίας (μικρότερος, ίσος, μεγαλύτερος).

Διακρίνουμε επιτάχυνση, παράλειψη, περίληψη, έλλειψη, αφηγηματικό κενό, επιβράδυνση:

 

Γλώσσα

Η γλώσσα του κειμένου είναι:

 

Αφήγηση

Η αφήγηση είναι πραγματική ή πλασματική, αφήγημα γεγονότων, λόγων ή σκέψεων…

 

Ο αφηγητής

Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός, ετεροδιηγητικός…

 

Η εστίαση

Η εστίαση είναι μηδενική, εσωτερική, εξωτερική…

 

Τα αφηγηματικά επίπεδα

Τα αφηγηματικά επίπεδα είναι εξωδιηγητικά, διηγητικά, μεταδιηγητικά:

 

Αφηγηματικοί τρόποι

Οι αφηγηματικοί τρόποι είναι: έκθεση, διάλογος, περιγραφή, σχόλιο, ελεύθερος πλάγιος λόγος, μονόλογος:

 

Ενότητες

Το κείμενο μπορεί να χωριστεί στις εξής ενότητες:

 

Το σχόλιό σας...

 

pano