Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β' Λυκείου

Κοσμάς Πολίτης, Στου Χατζηφράγκου

Ασκ B

284 285 286 287 288 289 290 291 292 293 294

Νεότερη Λογοτεχνία, Η πεζογραφία του Μεσοπολέμου284

Κοσμάς Πολίτης, Στου Χατζηφράγκου

 

Tο απόσπασμα είναι παρμένο από το μυθιστόρημα Στου Χατζηφράγκου (όνομα μιας λαϊκής συνοικίας της Σμύρνης). Στο μυθιστόρημα αυτό που οι ήρωές του είναι μικρά παιδιά, ο συγγραφέας ξαναζωντανεύει εμπειρίες και μνήμες της παιδικής ηλικίας από τη Σμύρνη.

Το επεισόδιο, γραμμένο με μεγάλη ευαισθησία, όπως άλλωστε και όλο το μυθιστόρημα, έχει ενότητα και μπορεί να θεωρηθεί ολοκληρωμένο διήγημα. Ήρωάς του είναι ο Τζώνης, που ζούσε σε μια τρώγλη και έκανε διάφορα θελήματα στη γειτονιά.

 


 

Στου Χατζηφράγκου
(απόσπασμα)

 

[Η ομορφιά του κόσμου]

 

Λοιπόν, εκείνο το δειλινό που πρωτοβγήκε ο Τζώνης, στεκότανε και κοίταζε συλλογισμένος το στρώσιμο του σοκακιού, ακόμα πιο αχαμνός και πιο λελέκι. Είχε τελέψει πια το ξήλωμα του καλντεριμιού, και τώρα οι αραμπάδες* ξεφορτώνανε άμμο και μαλτεζόπλακες. Βαριές πέτρες, ίσαμε μισή τετραγωνικιά πήχη επιφάνεια, και κάπου δυο ρούπια* πάχος, ανώμαλες από κάτω, απελέκητες, για να θηλιάζουνε* πιο στέρεα μέσα στον άμμο. Οι μαστόροι απλώναν ένα παχύ στρώμα άμμο, και πάνω εκεί τοποθετούσανε τις μαλτεζόπλακες, αράδα, σε λοξές γραμμές. Το λοξό στρώσιμο παρουσίαζε μεγαλύτερη αντοχή, λένε οι τζινιέρηδες*. Για οδηγό, στο αλφάδιασμα*, δένανε σπάγγους, από τη μια μπάντα του σοκακιού ίσαμε την άλλη, σε μεγάλα καρφιά μπηγμένα χάμω. Αφού τελειώνανε καμιά δεκαριά αράδες στρώσιμο, βγάζανε τους σπάγους, ρίχνανε άμμο από πάνω, που χωνότανε ανάμεσα στους αρμούς, κι ύστερα σουλαντίζανε*.

Έτσι προχώραγε η δουλειά. Χτίσιμο μπόσικο*, πάνω στον άμμο, θα 'λεγες, και όμως 285αυτός ο ντουσεμές* κράταγε χρόνια και χρόνια, και σπάνια να λασκάριζε μια πλάκα.

Ο Τζώνης στεκότανε το δειλινό και κοίταζε συλλογισμένος. Πες από ατσιγαριές, πες για να ξελογιστεί από τον πόνο του, κάποια στιγμή που ο κυρ Σωτήρης Αλιφάντης πέρασε από κοντά του, το πήρε απόφαση.

— Αφεντικό, με παίρνεις στη δουλειά σου;

Ο εργολάβος τον κοίταξε καλόκαρδα. Τόσες βδομάδες τώρα που ερχότανε στο μαχαλά, κάτι θα 'χε ακούσει για τον Τζώνη. Μα τον είδε αχαμνό* και γουβιασμένο*.

— Βαστάνε τα κότσια σου;

— Δοκίμασέ με.

Ο κυρ Αλιφάντης ανασήκωσε τους ώμους του. Μια ελεημοσύνη κάνω, είπε μέσα του.

— Ένα οχταράκι μεροκάματο, του λέει. Μαστρο-Γιάννη, φώναξε τον πρωτομάστορα, ο κύριος από δω —και του 'κανε το μάτι— πιάνει από αύριο δουλειά. Βάλτονε στα ζεμπίλια.

Τον βάλανε να κουβαλάει άμμο. Ανακάθιζε πάνω στις φτέρνες του, με την πλάτη γυρισμένη στο βουνό τον άμμο, κρατώντας το ζεμπίλι στη ράχη του από το χερούλι. Του φτυαρίζανε άμμο μέσα στο ζεμπίλι —του το μισογεμίζανε μονάχα, ελεημοσύνη είχε πει τ' αφεντικό— κι ο Τζώνης πήγαινε κι έχυνε τον άμμο εκεί που δουλεύανε οι μαστόροι. Πήγαινε ρέγουλα* η δουλειά. Μα κάποια μέρα, ένας γκεβεζές* εργάτης, έβαλε με τρόπο μια μαλτεζόπλακα μες στο ζεμπίλι του Τζώνη, και φτυάρισε άμμο από πάνω. Ο Τζώνης, μια, δυο, με την τρίτη κατάφερε να σηκωθεί και να σταθεί στα πόδια του. Ίσως να 'πε μέσα του πως τον έπιασε μια ξαφνική αδυναμία. Προχώρησε δυο βήματα, λυγίσανε τα γόνατά του, μα πάλι αναστηλώθηκε. Άλλα δυο βήματα — και ξαφνικά γονάτισε, το πανωκόρμι του έγειρε μπροστά, και τον κουκούλωσε ο άμμος. Καλά που δεν κύλησε η μαλτεζόπλακα, να του κάνει ζούπα* το κεφάλι.

Τρέξανε να τον βοηθήσουνε. Είχε πέσει στα μαλακά, πάνω στο στρωμένο άμμο. Από την ντροπή του, κράταγε το κεφάλι του σκυφτό κι έσφιγγε τις γροθιές του. Ήταν τόσο κωμικός, τόσο υπερβολικά κωμικός, τόσο πέρ' 286από το κωμικό, που κανένας δε γέλασε. Τον παρατήσαν εκεί, γονατιστό, και γυρίσανε στη δουλειά τους. Πάνω στην ώρα, έφτασε ο κυρ Σωτήρης Αλιφάντης για τη συνηθισμένη επιθεώρηση. Ρώτησε τι συμβαίνει. Κάτι του 'πανε, δίχως να μαρτυρήσουνε τη χιανετιά*, ο εργολάβος ανασήκωσε τους ώμους του και πήγε παρακάτω.

Ο Τζώνης, πάντα στην ίδια θέση, γονατιστός, με το κεφάλι σκυφτό. Τα μαύρα μαλλιά του και τ' αξύριστα γένια του είχαν γίνει γκρίζα, πασπαλισμένα άμμο.

— Ε, Τζώνη, κουνήσου από κει, μποδάς τη δουλειά, του φώναξε ο μάστορης.

Αναθεώρησε*. Και με την πρώτη ματιά που έριξε μπροστά του, τράβηξε μέσα την ανάσα του, κι έμεινε μ' ανοιχτό στόμα. Γιατί αντίκρισε την ομορφιά του κόσμου.

Έκλεισε τα μάτια του και πάλι τ' άνοιξε. Η οπτασία ήταν πάντα εκεί, ούτε δέκα μέτρα πέρα. Μια βικτόρια*, μαύρη και καλογυαλισμένη, όπως κι οι δυο καράδες* που ήταν ζεμένοι, καουτσουτέ* καρούλια, με κατεβασμένη την κουκούλα, ήτανε σταματημένη στην αρχή του σοκακιού, γωνιά με του Σκλαβούνου το σοκάκι.

Και μέσα στην καρότσα, η ομορφιά του κόσμου. Δυο μάτια πελώρια, φουντουκιά, ορθάνοιχτα, που τα ματόκλαδά τους αγγίζανε τα φρύδια και ισκιάζανε τα μάγουλα, και πιο κάτω, καταμεσής, ένα τριανταφυλλί μπουμπούκι. Αυτό ήταν το πρόσωπο. Κοντυλένια, μικροκαμωμένη, με θαλασσί μεταξωτό φουστάνι, άσπρα νταντελένια γάντια ίσαμε τον αγκώνα, κράταγε στο δεξί της χέρι ένα μεταξωτό θαλασσί ομπρελίνο, γαρνιρισμένο με άσπρο πιτσίλι* ολόγυρα. Το κράταγε ανοιχτό, αν και ο ήλιος είχε φύγει από το σοκάκι και φώτιζε μονάχα, πίσω της, τα κεραμίδια του δίπατου σπιτιού του Σκλαβούνου. Ένα ρόδινο συννεφάκι, γελαστό, ήταν σταματημένο πάνωθέ της, στο θαλασσί ουρανό. Κάτω από το φραμπαλά της μακριάς φούστας της, ξεπρόβαλε, συγκινητικό, ένα μικρούτσικο μαύρο λουστρινένιο γοβάκι λουικένζ*, κι αχνοξεχώριζε ο αστράγαλος, μέσ' από την άσπρη φιλντεκός* κάλτσα. Ω, άγγελε του Θεού, έλεγες, μέσα σου.

Ο Τζώνης έβγαλε την ανάσα του κι αργοσηκώθηκε από χάμω.

— Σς, σς, έκανε ο καροτσιέρης για να ησυχάσουνε οι δυο καράδες, 287που τινάζανε το κεφάλι τους, γιατί τσιμπούσανε οι αλογόμυγες.

Είκοσι με εικοσιδυό χρονώ κοπέλα. Στη θαλασσιά τόκα* της ήτανε μπηγμένη μια αιγκρέτα*, όχι όρθια, λοξά, στο πλάι. Το φουστάνι της γαρνιρισμένο με ό,τι απαιτούσε η τελευταία μόδα, πλισεδάκια, φιογκάκια, κορδελάκια, και στο στήθος, δεξιά, κρεμότανε από μια χρυσή καρφίτσα, με χρυσή αλυσιδίτσα, ένα γυάλινο ρολογάκι, σφαιρικό, σε γυάλινη μπίλια, από κείνα, που σαν τα κοιτάζεις από πίσω, βλέπεις ολάκερο το μηχανισμό, ροδούλες, πιστόνια, ζουμπερέκια, να γυρίζουνε και να σαλεύουνε αδιάκοπα, ίδιο μικροσκοπικό εργοστάσιο. Μια καμέα* με μαλαματένιο δέσιμο, πιασμένη μ' ένα χαλκαδάκι από μια στενή μαύρη βελουδένια κορδελίτσα, στόλιζε το λαιμό της. Και κάτω από τα νταντελένια γάντια, σπιθοβολιές από δαχτυλίδια και βραχιόλια. Όλη μαζί, αλήθεια, είχε κάτι το πολύτιμο, πλασμένη από ακριβό υλικό. Βέβαια, δουλεμένο επιφανειακά, μα ωστόσο ακριβό, πανάκριβο.

Ολόγυρα στην καρότσα, μια λεπτή μυρωδιά ροδόσταμο.

— Ε, μαστρο-Γιάννη, τελειώνουμε; ρώτησε ο κυρ Σωτήρης.

— Ναι, σίγουρα. Μεθαύριο παραδίνομε.

Ταμάμ*. Αυτές τις μέρες θα 'ρχομαι μαζί με την κυρία μου, για να βλέπει τα έργα μου — κι έπαιξε τη λέξη πάνω στη γλώσσα του σα να 'θελε να τη γευτεί.

Με τέτοια κυρία, δε μπορούσε παρά να 'ναι κι ο ίδιος κύριος – κατά κάποιο τρόπο. Φαίνεται πως οι δουλειές του, κι οι κομπίνες του με το Κονάκι, πηγαίνανε περίφημα.

Ο κύριος Αλιφάντης ανέβηκε στη βικτόρια, κάθισε πλάι στην κυρία του, ο καροτσιέρης πλατάγισε τα χείλια του, και η καρότσα ξεκίνησε πάνω στα καουτσουτέ καρούλια της. Δεν είχανε μείνει περισσότερο από πέντε λεπτά. Η καρότσα ξεμάκραινε. Από πίσω, φαινότανε τ' ανοιχτό ομπρελίνο θαλασσί μες στο τριανταφυλλένιο δειλινό, που δεν είχε γυρίσει ακόμα στο μενεξελί. Εκείνο το ρόδινο συννεφάκι, λες και την ακολουθούσε.

Ο Τζώνης στεκότανε στην ίδια θέση, εκεί που είχε σηκωθεί. Τέλος, το πήρε απόφαση πως έφυγε η καρότσα, και με αργή περπατησιά πήγε και κάθισε στο κατώφλι μιας πόρτας, στην αρχή του σοκακιού, εκεί που ερχότανε κάθετα το σοκάκι του Σκλαβούνου. Εκεί που ήτανε σταματημένη 288πρωτύτερα η καρότσα. Έβγαλε ασυναίσθητα τη φυσαρμόνικά του από την τσέπη του παντελονιού, κι αρχίνισε να παίζει. Σιγανά, διακριτικά, ψαχουλεύοντας, σα να μην ήταν βέβαιος για τα αισθήματά του ή για το πώς να τα εκφράσει. Πού και πού, ξέφευγε μια τρίλια* από κείνον τον πεταχτό σκοπό του Ζιζή ή της Ζιζής*. Οι γειτόνισσες βγήκανε στα παράθυρα.

— Τζώνη, για ποια μερακλώθηκες;

— Τζώνη, μου κάνεις απιστίες;

— Τζώνη μου, θα σε περιμένω απόψε.

— Τζώνη, με θες γιαβουκλού* σου;

Τ' ωχρό του πρόσωπο γίνηκε παντζάρι. Είχε ξεχαστεί. Είχε ξεχάσει πως δε βρισκότανε στη μοναξιά του. Έχωσε 289τη φυσαρμόνικα στην τσέπη του και το 'βαλε στα πόδια, και πίσω του τον κυνηγούσανε τα γέλια κι οι φωνές.

Το άλλο πρωί, δεν πήγε να πιάσει δουλειά στο ντουσεμέ. Μονάχα το απογεματάκι, αφού πέρασε απ' το μπαρμπέρη και ξουρίστηκε —όχι τζάμπα, ο μπαρμπέρης πληρώθηκε βάζοντάς του ένα τσαλίμι*, που τον έστειλε τρικλίζοντας όξω από το μαγαζί— κι όταν πια ο ήλιος άφησε στον ίσκιο το κεπέγκι* του καρσινού* αχτάρη*, ο Τζώνης, φρεσκοξυρισμένος και με στριμμένο μουστάκι, ξανάπιασε το πόστο του στο κατώφλι εκείνου του σπιτιού, που ερχότανε ντουρσεκλίδικο* με του Σκλαβούνου το σοκάκι.

Σήμερα, ο Κος και Κα Αλιφάντη φτάσανε πιο νωρίς. Ο ίσκιος δεν είχε ακόμα ξεπεράσει τα πάνω παράθυρα του δίπατου σπιτιού. Ο κύριος Αλιφάντης κατέβηκε απ' την καρότσα και ζύγωσε το μαστρο-Γιάννη.

— Λοιπόν, τελεύομε αύριο;

— Τελέψαμε από σήμερα. Μονάχα, αύριο να κοπανίσομε λιγάκι τις μαλτεζόπλακες με το σφυρί, για να θηλιάσουνε πιο στέρεα. Και το απογεματάκι, ας πούμε τέτοια ώρα, παραδίνομε το ντουσεμέ.

— Η άλλη άκρια, πέρα, εκεί που βρίσκει το χωματόδρομο, δεν έχει φόβο να λασκάρει;

— Έλα να δεις τι χτίσιμο της έκανα.

— Πάμε — και κινήσανε για κει.

Ο Τζώνης, στο κατώφλι του, αψηφώντας ολάκερη την πλάση, έβγαλε τη φυσαρμόνικα κι αρχίνισε να παίζει εκείνο τον πεταχτό σκοπό. Αυτόν είχε καταλήξει να διαλέξει, αφού παιδεύτηκε όλη νύχτα. Η αγάπη θέλει χαρά, όχι μελαγχολίες.

Η κυρία, μες στην καρότσα, ήτανε ντυμένη ολόιδια όπως χτες, φιογκάκια, κορδελάκια, πλισεδάκια, μόνο πως όλα, φουστάνι, τόκα, ομπρελίνο, αντί θαλασσιά, ήτανε κίτρινο λεμονί. Κι εκείνο το συννεφάκι, ψηλά στον ουρανό, γύριζε σήμερα στο χρυσαφί. Καθότανε με το πρόσωπο μισογυρισμένο προς τα εδώ, ακίνητη κάτω απ' τ' ανοιχτό λεμονί ομπρελίνο. Τα μεγάλα κουκλίστικα μάτια της, φουντουκιά με χρυσαφιές κουκίδες, λες και κοιτάζανε δίχως να βλέπουνε τίποτα, δίχως τίποτα ν' αποτυπώνουν. Δε γύρισε να δει τον Τζώνη, μπορεί και να μην άκουγε τη φυσαρμόνικα. Τα πράγματα του κόσμου περνούσανε πάνωθέ της δίχως να την αγγίζουν. Τίποτα δε σάλευε πάνω στο πρόσωπό της, τα ματόφυλλά της δεν παίξανε ούτε μια φορά. Έδινε την εντύπωση της αυτάρκειας, της αυτοτέλειας — όπως ταιριάζει να 'ναι η απόλυτη ομορφιά. Δεν καμάρωνε, όχι, δεν καμάρωνε: ήτανε σα να κοίταζε μέσα σ' ένα καθρέφτη και να διαπίστωνε, ψυχρά, τη μοναδικότητά της, έχοντας συναίσθηση πως δεν υπάρχει τίποτα το ενδιαφέρον περ' από τον εαυτό της. Όχι εγωισμός ή αυταρέσκεια: η ολοκλήρωση, το τέλειο, που δεν είχε καμιά επιθυμία. Κάτι σα Νιρβάνα*. Και στο μεταξύ, ο Τζώνης δος του κι έπαιζε τον πεταχτό σκοπό στη φυσαρμόνικα.

Ο κύριος Αλιφάντης είχε ξεμπερδέψει με την επιθεώρηση και ξαναγύρισε στην καρότσα.

— Ώστε αύριο παραδίνομε, είπε του μαστρο-Γιάννη· Μπιτί*! —κι ύστερα στράφηκε στην κυρία του:— Μανταμίτσα, εσύ να κάνεις την πρώτη βόλτα στον καινούριο ντουσεμέ. Να τον εγκαινιάσεις. Να τον πατήσει το γουρλίδικο ποδαράκι σου.

Έπαιξε τα ματόφυλλά της, μια φορά. Κατέβηκε απ' τη βικτόρια, κρατώντας στο δεξί της χέρι το ανοιχτό ομπρελίνο, κι ανασηκώνοντας με το ζερβί τη φούστα της, για να μη σέρνεται χάμω η ουρά. Ξεκινήσανε μαζί, φαρφουρένια* και λεπτοκαμωμένη πλάι στον όγκο του άντρα της, σέρνοντας πίσω της μια μυρωδιά ροδόσταμο. Η επιδερμίδα της, ήταν άσπρη, γαλατένια, φοδραρισμένη ροζ. Ο Τζώνης την παρακολουθούσε με το μάτι, δίχως να σταματάει το παίξιμο, που τώρα γίνηκε πιο πεταχτό, σαν εμβατήριο. Στα παράθυρα οι γειτόνισσες κουτσομπολεύανε, αφήνοντας τον Τζώνη στην ησυχία του.

290— Καλέ, γιατί κρατάει την ομπρέλα της ανοιχτή; Έφυγε ο ήλιος.

— Θα 'ναι η μόδα ως φαίνεται.

— Μισή πορτσιόνα*. Εφταμηνίτικια.

Τι της ρέχτηκε*, κοτζάμ άντρας, και την πήρε;

— Τυχερά, κυρία Μερόπη μου.

— Γυναίκα του είναι ή μαντινούτα* του;

— Να τη φυσήξεις, θα πέσει χάμω.

— Νοστιμούλα, ωστόσο.

— Ας είν' καλά τα λούσα. Ντύσ' τηνε μ' ένα τσιτάκι, και σου λέω 'γώ.

Πήγανε κι ήρθανε, δίχως τίποτα να σαλέψει πάνω στο πρόσωπό της. Ανέβηκε στη βικτόρια, κοντυλένια, μη μου άπτου*. Ξαφνικά, ο Τζώνης σταμάτησε να παίζει, σηκώθηκε, έβαλε τη φυσαρμόνικα στην τσέπη του, και, βιαστικά, πήγε στην καρότσα και γονάτισε με το ένα γόνατο μπρος στο μαρσπιέ*. Σήκωσε τα μάτια του στο πρόσωπό της.

Vous permettez, madame*.

Έπαιξε τα ματόφυλλά της, μια φορά. Ο κύριος Αλιφάντης ξεκαρδίστηκε στα γέλια.

— Σήκω μωρέ! Δεν καταλαβαίνει φράγκικα η κυρία μου.

Ο Τζώνης, γονατιστός, χαμογέλασε με συγκατάβαση, σα να 'θελε να πει: εμένα, δε με ξεγελνάς, ή: εσύ κοίταζε τη δουλειά σου, δε νιώθεις από τέτοια.

Vous permettez, n' est-ce pas, madame;*

Και με το μανίκι του σφούγγισε τα λουικένζ γοβάκια της, που είχανε ασπρίσει από τον άμμο. Ύστερα σηκώθηκε, έκανε με αξιοπρέπεια μια ρεβερέντζα* και τραβήχτηκε πιο πέρα. Τα ματόφυλλά της δεν ξαναπαίξανε.

— Κοίτα, κοίτα, κυρία Μερόπη μου.

— Τι έγινε; Τι έγινε;

— Της φίλησε τα ποδάρια.

— Ο λωλός; Ο λωλός;

— Ο λωλός. Ο Τζώνης.

— Ακουσες, κυρία Ζωή μου; Τσ' είπε, κούτσα μου* το μεγαλείο σου.

— Όχι, όχι.

291— Το 'πε φράγκικα.

— Ο λωλός;

— Ο λωλός.

— Φράγκος είναι ή Ρωμιός;

— Ποιος; Ο λωλός;

— Ο λωλός.

Ο Παναής ο γιαπιτζής*, που είχε κάνει τη βόλτα του πάνω στην ταβέρνα, ήβαλε τη φούχτα του στο δεξί του αυτί:

Αραμπάς περνά, σκόνη γί-νεταίαι,
σήκω το φου-στανάκι σου να μη σκονί-ζεται.

— Μερσί, μουσιού! φώναξε του Τζώνη ο κύριος Αλιφάντης και κάθισε πλάι στην κυρία του. — Ωρεμβουάρ για αύριο, και με το μπαρδόν!

Διάβολε! δε θα του 'τρωγε το μάτι με τα ψωροφράγκικά του, αυτός ο ντιπ ζευζέκης*, ο λωλός.

Η καρότσα ξεκίνησε με συνοδεία το χρυσαφί συννεφάκι.

Τα παιδιά τριγυρίζανε τον Τζώνη κι αγναντεύανε να ξεμακραίνει τ' ομπρελίνο, κίτρινο λεμονί μες στον ίσκιο, στου Σκλαβούνου το σοκάκι.

Και η κυρία του Κου Αλιφάντη, σαν έφτασε μαζί του μέσα στην καρότσα το άλλο δειλινό, είχε καρφιτσωμένα στο στήθος της, μαζί με την αλυσιδίτσα του γυάλινου ρολογιού, δυο αμπέρια* μ' ένα φυλλαράκι. Σίγουρα τα φορούσε δίχως κανένα νόημα, όπως δεν παίζουν και κανένα ρόλο σ' αυτή την ιστορία, εξόν περιγραφικό. Ή διακοσμητικό. Ταιριάζανε πολύ όμορφα με τ' ομπρελίνο και το φουστάνι της, και τα δυο μενεξελί ανοιχτό —φραμπαλαδάκια, κορδελάκια, φιογκάκια, πλισεδάκια— όπως και με το μενεξελί συννεφάκι ψηλά στον ουρανό, που είχε ξεμείνει εκεί, μια κι είχε πέσει το μελτέμι.

Ο κύριος Αλιφάντης, με τα μπλου του σήμερα, επίσημος, κατέβηκε απ' την καρότσα. Τον υποδέχτηκε ο Χατζή Σάββας.

Μουχτάρ* εφέντη, σου παραδίνω τον ντουσεμέ. Γκιουζέλ*, ε;

Άφεριμ*, άφεριμ.

— Έλα μαζί μου να τον επιθεωρήσεις.

Πήγανε ώσαμε την άλλη άκρη και γυρίσανε, ανάμεσα σε μια διπλή παράταξη από ανοιχτά παράθυρα, μάτια και γλώσσες.

292— Γκιουζέλ, ε; ξανάπε ο κύριος Αλιφάντης.

Τσοκ* γκιουζέλ.

— Υπόγραψε πως τον παράλαβες.

Του 'δωσε ένα χαρτί με το σουλτανικό τουρά* και με τούρκικα γράμματα. Ο μουχτάρης έβγαλε από τη τσέπη μια μπρούτζινη σφραγίδα κι ένα μικρό ταμπόν. Το άνοιξε, πάτησε τη σφραγίδα στο μενεξελί μελάνι, ακούμπησε το χαρτί στη φούχτα του, για να 'ναι μαλακιά η επιφάνεια και να πιάσει το μελάνι, και βούλωσε την απόδειξη.

Τα παιδιά του μαχαλά είχανε τριγυρίσει την καρότσα και χαζεύανε την ομορφιά του κόσμου. Τη χαζεύανε μαγεμένα — κι ανήσυχα μαζί, με καρδιοχτύπι, σα να 'χανε το προαίσθημα πως κάτι θα 'παιρνε μαζί της η κυρία, φεύγοντας απόψε τελειωτικά. Νιώθανε προκαταβολικά μια στέρηση. Εκείνη, όλο το διάστημα, καθισμένη μες στην καρότσα, κάτω από τ' ανοιχτό μενεξελί ομπρελίνο, κοίταζε τον εαυτό της, με τα χρυσαφένια φουντουκιά της μάτια στυλωμένα στο φανταστικό καθρέφτη. Τα ματόφυλλά της δεν παίξανε ούτε μια φορά.

— Ε, είπε ο κύριος Αλιφάντης, ανεβαίνοντας στην καρότσα, ανοιχτόκαρδος όπως πάντα και διαχυτικός. — Καροτσιέρη, τράβα τα λουριά!

Η καρότσα ξεκίνησε με καλπασμό. Ο κ. Αλιφάντης κούναγε τα χέρια του στ' αραδιασμένα παράθυρα, δεξιά ζερβά:

— Γεια σας! Γεια σας! Καλορίζικος ο καινούριος ντουσεμές!

Ξαφνικά, ο Τζώνης ο Χαρχάλας ξεπετάχτηκε από κάπου κι αρχίνισε να τρέχει πίσω από την καρότσα. Το μενεξελί ομπρελίνο είχε ανακατευτεί με το μενεξί σούρουπο του σοκακιού.

Τα παιδιά αλαφιάσανε*. Δε τα 'χε ξεγελάσει το προαίσθημά τους.

— Τζώνη! Τζώνη!

— Τζώνη! Γύρισε πίσω!

— Τζώνη!

Ο Τζώνης, μακροκάνης, έτρεχε πίσω απ' την καρότσα μ' ανοιχτές και γρήγορες δρασκελιές.

— Τζώνη! Τζώνη!

Απ' το σοκάκι του Σκλαβούνου, η καρότσα έστριψε στο Χαλεπλί σοκάκι, ο Τζώνης δέκα μέτρα πίσω της. Σα φτάσανε στο ντουρσέκι* τα παιδιά και 293στρίψανε κι αυτά, είδανε την καρότσα και το Τζώνη στην άλλη άκρη του σοκακιού.

— Ίσα παιδιά!

Μονάχα ο Σταυράκης είπε:

— Εγώ δεν πάω — και γύρισε πίσω, μουρμουρίζοντας:

Καλά κάνει ο Τζώνης...

Η καρότσα έστριψε δεξιά. Είχε μεγαλώσει η απόσταση που τη χώριζε από το Τζώνη, μα ώσπου να πεις κίμινο έστριψε κι αυτός.

— Ίσα, παιδιά!

Η γραμμή των παιδιών αραίωσε κομπολόι. Μπροστά έτρεχε ο Γιακουμής. Στο κάτω ντουρσέκι του Χαλεπλί, σταμάτησε και κοίταξε δεξιά, στο Τσιβελί Ντουβάρι. Ούτε καρότσα φαινότανε, ούτε Τζώνης. Ούτε και το σκοκάκι που έβγαλε λοξά στου Ζέρβα το φούρνο.

Φτάσανε και τ' άλλα παιδιά, ένα ένα.

— Τρεχάτε βρε! Γιατί σταθήκατε;

— Πάει ο Τζώνης.

— Πού πάει;

— Έφυγε. Πέρα.

— Μπορεί να ξαναγυρίσει.

Μα όλα ξέρανε πως δε θα ξαναγύριζε ο Τζώνης. Πως δεν ξαναγυρίζεις από έναν κόσμο σαν αυτόν που πήγαινε ο Τζώνης.

Πήρανε το δρόμο πίσω για τ' Αλάνι*.

— Δε θα ξαναγυρίσει ο Τζώνης;

— Όχι, δε θα ξαναγυρίσει.

— Μπορεί να ξαναγυρίσει.

— Δε θα ξαναγυρίσει.

Ούτε ο Τζώνης θα ξαναγυρίσει, ούτε η ομορφιά του κόσμου. Πάει. Τέλεψε.

Στ' Αλάνι, τα κορίτσια, που παίζανε «λέγκε λέγκε ρεστερά*», σταματήσανε το παιχνίδι τους.

— Πού ήσασταν; Από πού γυρίζετε λαχανιασμένοι;

— Έφυγε ο Τζώνης.

— Ε, κι απέ;

Άπονα θηλυκά...

294Κανένας δε ήξερε τι απόγινε ο Τζώνης. Ξεχάστηκε με τον καιρό. Πότε και πότε, τα παιδιά τον βάζανε στο νου τους, κοντά σ' αυτόν και την κοκώνα* μέσα στην καρότσα.

Και οι εφημερίδες αγνοήσανε την εξαφάνιση του Τζώνη. Κι οι τρεις ελληνικές εφημερίδες, που βγαίναν εκείνο τον καιρό. Δυο πρωινές και μια απογευματινή, που όλες κυκλοφορούσανε ωστόσο κατά τις τέσσερις μετά το μεσημέρι γενικά δισέλιδες. Ο γερο-καμπούρης εφημεριδοπώλης —τα παιδιά τον παίρνανε από πίσω και τον φωνάζανε «γαρδαρόμπα»— διαλαλούσε στα σοκάκια:

— Μεγάλη εφημερίς με σπουδαίας ειδήσεις!

Και οι νοικοκυρές τον φωνάζανε στο σπίτι και του προσφέρανε παξιμαδάκι και καφέ. Ύστερα συνέχιζε το γύρο του:

— Μεγάλη εφημερίς με σπουδαίας ειδήσεις!

«Με σπουδαίας ειδήσεις». Και όμως δε γράψανε τίποτε για την εξαφάνιση του Τζώνη, απασχολημένες με τους καυγάδες τους και με άλλα σοβαρά ζητήματα. Να, λόγου χάρη, η πιο λογία από τις δυο πρωινές εφημερίδες είχε προκηρύξει εκείνες τις μέρες ένα διαγωνισμό που άφησε εποχή: «Εάν δεν ήσθε αυτό το οποίον είσθε, τι θα ηθέλατε να ήσθε;» Και βραβεύτηκε αυτή η απάντηση με το βαθύ νόημα: «Εάν δεν ήμην αυτό το οποίον είμαι, θα ήθελον να ήμην χρυσαλλίς περιιπταμένη από άνθους εις άνθος». Άφησε εποχή στην κοινωνία και σχολιαζότανε στα σαλόνια.

Όπως και να 'ναι, ο Τζώνης δεν ξαναφάνηκε στου Χατζηφράγκου.

 

 Άγγ. Τερζάκης, «Ταξίδι με τον Έσπερο» [Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β΄ Λυκείου]

 

 

αραμπάς: (λ. τουρκ.) τετράτροχο ξύλινο αμάξι που το σέρνουν βόδια ή άλογα.
ρούπι: υποδιαίρεση του εμπορικού πήχη (1/8).
θηλιάζω: εδώ, συνδέω εφαρμοστά.
τζινιέρης: μηχανικός.
αλφάδιασμα: ο έλεγχος της κλίσεως μιας επιφάνειας με το αλφάδι.
σουλαντίζω: καταβρέχω.
μπόσικος: χαλαρός.
ντουσεμές: πεζοδρόμιο.
αχαμνός: αδύνατος, ισχνός.
γουβιασμένος: βαθουλωμένος.
ρέγουλα: με κανονικό ρυθμό.
γκεβεζές: φλύαρος, αστείος, χωρατατζής.
ζούπα: λιώμα.
χιανετιά: (λ. τουρκ.), απιστία, προδοσία.
αναθωρώ: σηκώνω το κεφάλι μου και κοιτάζω.
βικτόρια: παλιό τετράτροχο αμάξι που το σέρνουν άλογα.
καράς: μαύρο άλογο.
καουτσουτέ καρούλια: τροχοί από καουτσούκ.
πιτσίλι: δαντελωτό ύφασμα.
γοβάκι λουικένζ: σε σχέδιο Λουδοβίκου 15ου.
φιλντεκός: κάλτσα από σκοτσέζικο νήμα.
τόκα: γυναικείο καπελάκι.
αιγκρέτα: δέσμη από φτερά στο καπέλο.
καμέα: κόσμημα από πολύτιμη πέτρα εγχάρακτη.
ταμάμ: επίρρ., (λ. αραβ.), στην ώρα, την κατάλληλη στιγμή.
τρίλια: γρήγορος μουσικός ρυθμός.
ο Ζιζής: το μικρό ποντικάκι που συντρόφευε τον Τζώνη στην τρώγλη που έμενε.
γιαβουκλού: (λ. τουρκ.), ερωμένη.
τσαλίμι: (λ. τουρκ.), επιδέξια κίνηση παλαιστή, εδώ τρικλοποδιά.
κεπέγκι: ξύλινο καταπέτασμα παραθύρου ή βιτρίνας, που όταν ανοίγει διπλώνει προς τα πάνω.
καρσινός: αντικρινός.
αχτάρης: (λ. τουρκ.), πωλητής αρωματικών φυτών και φαρμάκων.
ντουρσεκλίδικος: γωνιακός.
Νιρβάνα: κατάσταση ανυπαρξίας.
μπιτί: (λ. τουρκ.), τέλος, τελείωσε.
φουρφουρένιος: κατασκευασμένος από πορσελάνη.
πορτσιόνα: μερίδα.
τι της ρέχτηκε: τι της ορέχτηκε, τι της ζήλεψε.
μαντινούτα: αγαπητικιά.
μη μου άπτου: μη με αγγίζεις· μτφ. λεπτεπίλεπτος, ντελικάτος.
μαρσπιέ: (λ. γαλλ.), σκαλοπάτι της άμαξας, αναβατήρας.
vous permettez madame: (φρ. γαλλ.), επιτρέπετε, κυρία.
vous permettez, n'est pas, madame?: επιτρέπετε, δεν είναι έτσι κυρία;
ρεβερέντζα: (λ. γαλλ.), υπόκλιση.
κούτσα: κούκλα.
γιαπιτζής: οικοδόμος.
ζευζέκης: ανίκανος, μπουνταλάς.
αμπέρι: το άνθος της γαζίας.
μουχτάρ: (λ. τουρκ.), πρόεδρος της κοινότητας.
γκιουζέλ: (λ. τουρκ.), όμορφος.
άφεριμ: επίρρ., (λ. τουρκ.), μπράβο.
τσοκ: (λ. τουρκ.) πολύ.
τουράς: (λ. τουρκ.), σουλτανικό μονόγραμμα.
αλαφιάζω: τρομάζω.
ντουρσέκι: γωνία.
αλάνι: ή αλάνα· ανοιχτός χώρος σε κατοικημένη περιοχή.
ρεστερά: παιδικό παιχνίδι.
κοκώνα: κυρία, κυρά.

pano

 

 

 


 

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

  1. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί για τη νεαρή κυρία Αλιφάντη τον χαρακτηρισμό «η ομορφιά του κόσμου». Να επισημάνετε βασικά σημεία της περιγραφής που να δικαιολογούν την παραπάνω φράση.
  2. Πώς αντιδρούν από την παρουσία της νεαρής κυρίας στο σοκάκι του Σκλαβούνου α) ο Τζώνης, β) τα παιδιά και γ) οι γυναίκες; Ποια συναισθήματα προκαλούν τις αντιδράσεις τους;
  3. Γιατί ειδικά για το Τζώνη στάθηκε μοιραία η συνάντηση με την όμορφη κυρία;
  4. Πώς δικαιολογείτε τη συμπάθεια που αισθάνονται τα αγόρια για τη μοίρα του Τζώνη;
  5. Στο εισαγωγικό σημείωμα τονίζεται ότι το επεισόδιο έχει ενότητα. Να δικαιολογήσετε αυτή την παρατήρηση. (Προτού απαντήσετε να εξετάσετε τον τόπο του επεισοδίου, τη διάρκειά του και την εξέλιξή του).
  6. Να εξηγήσετε τη φράση που βρίσκεται στο τέλος του κειμένου μέσα σε παρένθεση.

Εργασία για το σπίτι

 


 

 


Κοσμάς Πολίτης (1893-1974)

politis

Φιλολογικό ψευδώνυμο του Πάρη Ταβελούδη. Γεννήθηκε στην Αθήνα. Όταν ήταν δυο χρονών η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη. Από εκεί ξαναγύρισε στην Ελλάδα μετά τη μικρασιατική καταστροφή. Τα μυθιστορήματά του διακρίνονται για την εκφραστική τους λεπτότητα και μια έντονη λυρική διάθεση· είναι πολύ διαποτισμένα από τα βιώματα της παιδικής του ηλικίας. Είναι ένας από τους πιο αξιόλογους πεζογράφους της γενιάς του '30. Έργα του Λεμονοδάσος (1928), Εκάτη (1934), Ερόικα (1938), Τρεις Γυναίκες (1943), Το Γυρί (1945), Η Κορομηλιά (1955), Στου Χατζηφράγκου (1964) κ.ά. Ύστερα από το θάνατό του εκδόθηκε το μυθιστόρημα Τέρμα, που ο συγγραφέας δεν πρόλαβε να τελειώσει.

 

Κοσμάς Πολίτης [πηγή: Πολιτιστικός Θησαυρός της Ελληνικής Γλώσσας]

Εποχές και Συγγραφείς. Κοσμάς Πολίτης (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]  

 



 

1. Εργοβιογραφικά στοιχεία

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1888. Το πραγματικό του όνομα ήταν Πάρης Ταβελούδης. Ο πατέρας του Λεωνίδας ήταν έμπορος από τη Μυτιλήνη, η μητέρα του Καλλιόπη, από το Αϊβαλί, ενώ είχε και μια αδερφή, τη Μαρία, δεκαοκτώ χρόνια μεγαλύτερή του. Μετά την οικονομική καταστροφή του πατέρα του, το 1890, η οικογένεια εγκαθίσταται στη Σμύρνη. Όταν ο συγγραφέας ήταν σε ηλικία δώδεκα χρονών πεθαίνει η μητέρα του και αναλαμβάνει την ανατροφή του η αδερφή του. Σαν παιδί ο Πολίτης είναι ατίθασος και κακός μαθητής και προτιμά να παίζει στο φτωχομαχαλά του Χατζηφράγκου, περιοχή η οποία, χρόνια αργότερα, θα γίνει πηγή της λογοτεχνικής του έμπνευσης. Φοιτά στην Ευαγγελική Σχολή και στο Αμερικάνικο Κολλέγιο της Σμύρνης, σύντομα ωστόσο εγκαταλείπει τις σπουδές του και εργάζεται ως τραπεζικός υπάλληλος. Τριάντα χρονών παντρεύεται την Κλάρα Κράσπι, αυστροουγγαρέζα αριστοκράτισσα, και αποκτά μια κόρη, τη Φοίβη. Μετά την καταστροφή του 1922, εγκαθίσταται οικογενειακώς στο Παρίσι και λίγο αργότερα στο Λονδίνο, όπου εργάζεται σε υποκατάστημα της Ιονικής Τράπεζας. Το 1924 εγκαθίσταται στην Αθήνα και γίνεται υποδιευθυντής τραπέζης.

Η εμφάνισή του στα γράμματα γίνεται ξαφνικά το 1930, όταν ο σαραντα-δυάχρονος υψηλόβαθμος τραπεζικός και κοσμικός κάτοικος του Ψυχικού δημοσιεύει το μυθιστόρημα Το Λεμονοδάσος, ταράζοντας τα λιμνάζοντα νερά της λογοτεχνικής παραγωγής. Πρόκειται για ένα αισθησιακό, ερωτικό έργο μέσα στο οποίο αποκαλύπτεται μια Ελλάδα μαγευτική και ηλιόλουστη, με θάλασσα, πρασινάδες, μυρωδιές, ερωτευμένα νιάτα και αστική ζωή. Η κριτική υποδέχθηκε το έργο με εγκωμιαστικά σχόλια, ήταν όμως ιδιαίτερα επικριτική για το δεύτερο βιβλίο του Πολίτη, Εκάτη, γεγονός που τον πίκρανε πολύ. Το 1934, παρασυρμένος από έναν έρωτα, εγκαταλείπει τη γυναίκα και την κόρη του και εγκαθίσταται στην Πάτρα, ξεκόβοντας εντελώς από την οικογένειά του. Όταν όμως στην Κατοχή πεθαίνει η κόρη του, επιστρέφει συγκλονισμένος στο σπίτι του, εγκαταλείπει τη δουλειά του στην τράπεζα, πουλάει το σπίτι του και αγκιστρώνεται γεμάτος από τύψεις στη γυναίκα του.

Σε όλο αυτό το διάστημα, ο Πολίτης δεν σταματά να γράφει και να εκδίδει τα βιβλία του. Το 1938 δημοσιεύει την Eroica, ένα μυθιστόρημα εφηβείας γεμάτο λυρισμό και ομορφιά της ελληνικής υπαίθρου, το οποίο κερδίζει το Α' κρατικό βραβείο. Το 1943 δημοσιεύει την «Τζούλια», το ωραιότερο διήγημά του και τις Τρεις Γυναίκες και το 1945 το Γυρί. Με τη νουβέλα Κορομηλιά αποσπά το κρατικό βραβείο διηγήματος (1960). Στο μεταξύ, έχει γίνει μέλος του ΚΚΕ και το 1951 είναι υποψήφιος βουλευτής της ΕΔΑ στην Πάτρα. Στο πνεύμα των κοινωνικών αγώνων του είναι το θεατρικό Μέγας Κωνσταντίνος και τα διηγήματα «Ένα διπλό» και το «Ρέμα». Το 1962 σε ηλικία εβδομηντατεσσάρων ετών, ο Πολίτης εκδίδει το «ώριμης φρεσκάδας» μυθιστόρημά του Στου Χατζηφράγκου, προκαλώντας και πάλι το ενθουσιώδες παραλήρημα της κριτικής.

Στις 21 Απριλίου 1967, ημέρα της πραξικοπήματος των συνταγματαρχών, πεθαίνει η γυναίκα του Κλάρα και ο ίδιος συλλαμβάνεται ως αριστερός και οδηγείται στην Ασφάλεια. Ελευθερώνεται, αλλά από τον κλονισμό για τον θάνατο της γυναίκας του δεν θα συνέλθει ποτέ. Εγκαταλείπει τον εαυτό του και επιβιώνει χάρη στη συμπαράσταση των φίλων του. Πέθανε στον Ευαγγελισμό στις 23 Φεβρουαρίου 1974 και έναν χρόνο αργότερα εκδόθηκε το ημιτελές έργο του Τέρμα, η «ύστατη θαυματουργία» του, σύμφωνα τον Α. Κοτζιά.

 

2. Η κριτική για το έργο

Αυτοβιογραφία και μυθοπλασία στο έργο του Κ. Πολίτη

«Ο Κοσμάς Πολίτης έχει το μεγάλο χάρισμα του πραγματικού μυθιστοριογράφου: μεταβάλλει το υποκειμενικό στοιχείο σε αντικειμενικό. Η αφήγηση και η διάρθρωση της ιστορίας στο Τέρμα, όπως και στην Eroica και στο Γυρί και Στου Χατζηφράγκου, είναι αντικειμενική, κι αν δε γνωρίζαμε, όπως γνωρίζουμε τώρα, τις λεπτομέρειες της ιδιωτικής ζωής του συγγραφέα, δεν θα υποπτευόμαστε ποτέ την αυτοβιογραφική βάση του έργου. Γιατί πρόκειται μόνο για αυτοβιογραφική βάση, για αυτοβιογραφικό ξεκίνημα και για τίποτε άλλο. Από κει και πέρα, ο Κοσμάς Πολίτης πλάθει και δημιουργεί νέες καταστάσεις και σχέσεις ως γνήσιος μυθιστοριογράφος. Φανερή ωστόσο είναι και εδώ, όπως και Στου Χατζηφράγκου, και σ' όλη τη δεύτερη περίοδο της μυθιστοριογραφίας του, η αντίθεση του συγγραφέα προς τον κομφορμισμό, τον καθωσπρεπισμό, τη συμβατικότητα και την τυποποίηση της πλαστής και ψεύτικης αστικής ζωής, που είναι πάντα στόχοι του χιούμορ και της ειρωνείας του».

 

(Απ. Σαχίνης, 21985, Μεσοπολεμικοί και μεταπολεμικοί πεζογράφοι,
Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», σελ.19)

 

Ο outsider της λογοτεχνίας μας

«Ο Κοσμάς Πολίτης απέφυγε συστηματικά να παρεμβάλλει στην αφηγηματική του δραστηριότητα άρθρα ή άλλες μαρτυρίες που να σχολιάζουν τις επιδιώξεις του. Με την άρνησή του να μπει στο στίβο της λογοτεχνικής "κίνησης", διατήρησε γενικά τη φυσιογνωμία ενός outsider, ενός κυρίου καθώς πρέπει που κατά σύμπτωση έγραψε μυθιστορήματα. Ύστερα από πέντε βιβλία που του είχαν ήδη εξασφαλίσει μια αξιοζήλευτη θέση στα νεοελληνικά γράμματα, επέμενε ακόμη ότι ήταν ένας "ερασιτέχνης συγγραφέας", δίχως όμως και να καυχιέται γι' αυτό. [...] Ωστόσο, παρά την εντύπωση που ο συγγραφέας αυτός μας έδινε αστειευόμενος, είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι η επέμβασή του στην ελληνική μυθιστοριογραφία είναι τυχαία και συμπτωματική. Μας πείθει για το αντίθετο, όχι μόνο το επίπεδο του έργου του, αλλά και οι αφανείς σχέσεις που υπάρχουν με την προηγούμενη και με τη σύγχρονή του ελληνική λογοτεχνία: ο Κοσμάς Πολίτης ανήκει οργανικά στο σύστημα της ελληνικής λογοτεχνίας».

 

(M.Vitti, 1989, Η Γενιά του Τριάντα,
Αθήνα, Ερμής, σελ. 324-325)

 

Η θεματική δεξαμενή του Κ. Πολίτη

«Τα δυο τελευταία βιβλία του Πολίτη είναι αυτοπαρηγορητικά. Η συναισθηματική τους βάση στηρίζεται σε μια απλή γραμμή πλεύσεως: στην ολισθηρή, σε χιλιάδες ατραπούς, μνήμη, που καλύπτει κατά κύματα το πολυαγαπημένο σώμα της πεθαμένης Σμύρνης στο Στου Χατζηφράγκου, και τα πολυαγαπημένα του πεθαμένα πρόσωπα στο Τέρμα. Μέσα από τα λαγούμια της μνήμης ανασύρει τις εικόνες και της δικής του φευγάτης ζωής, και με τη δύναμη της τέχνης ανασταίνει ό,τι πιο πολύ αγάπησε και είναι πεθαμένο..

Με τι ασχολήθηκε ο Πολίτης σε όλα του τα βιβλία; Με την αιώνια αλήθεια, με την αιώνια ομορφιά, με την αιώνια γυναίκα, με τις αιώνιες ιδέες με τον αιώνιο προορισμό της ψυχής, τον αιώνιο άνθρωπο και την αιώνια τέχνη.[...]

Η αγάπη του Πολίτη για τους λαϊκούς ανθρώπους είναι ειλικρινής, γιατί η προτίμησή του αυτή αρχίζει από την παιδική του ηλικία, τότε που κανένα ιδεολογικό σχήμα δεν του υπέβαλλε ή του επέβαλλε αυτή την τάση».

 

(Ν. Αναγνωστάκη, 1993, «Κοσμάς Πολίτης Παρουσίαση-Ανθολόγηση»,
Η Μεσοπολεμική Πεζογραφία
, Τόμος Ζ, Αθήνα, Σοκόλης, σελ. 291-292)

 

Ο απέριττος και πυκνός λόγος του Κ. Πολίτη

«Δεν διάβασα πολλά ελληνικά κείμενα που ο λόγος τους να κυλάει τόσο απλά, δίχως φτιασίδια και γλυκασμούς, κι όμως κάτω από κάθε αράδα, κάθε λέξη του, να υπάρχει συμπυκνωμένη τόση πνευματικότητα, τόση νόηση: της καρδιάς του ανθρώπου και της ιστορίας του Γένους. Της τοπογραφίας μιας πόλης και της κίνησης των άστρων. Της πάλης των τάξεων, των καπρίτσιων της θάλασσας και του έρωτα. Της μυρωδιάς των ζώων και των δέντρων. Της ανεξιθρησκίας του καθεστώτος των διομολογήσεων στην οθωμανική αυτοκρατορία και της μανίας του όχλου, όταν τον μολύνει ο λοιμός της μισαλλοδοξίας. Το σοφά κουβεντιαστό ύφος του κ. Πολίτη προεξοφλεί στον αναγνώστη μια συμπαντική κι ακερμάτιστη γνώση ανθρώπων και πραγμάτων — κι αυτό, νομίζω, είναι η πιο μεγάλη τιμή που μπορούσε να του κάνει κι η πιο σίγουρη ώθηση για την ανύψωσή του».

 

(Κριτική του Στρατή Τσίρκα, περ. Ταχυδρόμος, 1963.
Πηγή: Νόρα Αναγνωστάκη, «Κοσμάς Πολίτης Παρουσίαση — Ανθολόγηση», ό.π., σελ. 301-302)

 

Η γλώσσα του Κ. Πολίτη

«Η γλώσσα του Κοσμά Πολίτη είναι μαζί απλή και σύνθετη, δημοτική στέρεη που δανείζεται κι απ' την καθαρεύουσα όταν λάχει. Χαρακτηριστικό είναι ότι δεν περιέχει καμιά από τις υπερβολές του δημοτικισμού μέσα στον οποίο εξελίχτηκε και με τον οποίο συμβάδισε. Δεν έχει τις υπερβολές και την εγκεφαλικότητα του εργαστηρίου της γλώσσας του Καζαντζάκη, ούτε το σμιλευμένο βερμπαλισμό και την τελειοθηρία της γλώσσας του Μυριβήλη. Ούτε μπορεί να συγκριθεί με την εμπνευσμένη αλλά ακατάστατη γραφή του Καραγάτση ή με τη γλυκερότητα του τελευταίου Βενέζη.[...] Είναι μια γλώσσα πρώτα από όλα προσωπική για τον τρόπο που συνταιριάζει τον Ρεαλισμό με το ποιητικό στοιχείο και που διανθίζεται από εκφράσεις δανεισμένες από έναν διεθνισμό και γι' αυτό σύνθετες. Δεν είναι βέβαια απαλλαγμένη από τριβόλια και ιδιωματισμούς. Ιδιαίτερα στο βιβλίο του Στου Χατζηφράγκου υπάρχει κάποτε μια υπερβολική συσσώρευση ανατολίτικης ντοπιολαλιάς που μπορεί μεν να χρωματίζει το κείμενο, όμως ξενίζει και δυσκολεύει τους νεότερους κυρίως αναγνώστες, τουλάχιστον όσων οι οικογένειες δεν κατάγονται από κείνες τις περιοχές».

 

(Μ. Κουμανταρέας, 1985,
Περιοδικό Διαβάζω, «Αφιέρωμα στον Κοσμά Πολίτη», τεύχος 116, σελ. 22)

 

Η πραγματικότητα μέσα απ' τις σελίδες του μυθιστορήματος Στον Χατζηφράγκου

«Τη "βιογραφία μιας εποχής και μιας κοινωνίας βασισμένη στην πραγματικότητα και στολισμένη με φανταστικά επεισόδια" επιχειρεί στο νέο του μυθιστόρημα Στου Χατζηφράγκου ο κ. Κοσμάς Πολίτης. [... ] Παιδικές μνήμες, εξωραϊσμένες κάποτε από την απόσταση του χρόνου, αλλά και κοιταγμένες μέσα από το φακό της πικρής εμπειρίας, που ο συγγραφέας απεκόμισε από την κατοπινή πορεία του στη ζωή, στην ίδια αυτή πολιτεία και στην ελεύθερη Ελλάδα, συνθέτουν το μυθιστόρημα. Ό,τι αποτελεί την πρωτοτυπία, αλλά και την έλξη του βιβλίου είναι ότι στον ευρύτατο πίνακα που στήνει μπροστά μας, εκείνο που κυριαρχεί δεν είναι η επίσημη όψη, καθετί που η ιστοριογραφία και η παράδοση μας έχουν επιβάλει σαν "σμυρναίικη ζωή", αλλά "οι καθημερινοί άνθρωποι, με τις καθημερινές έγνοιες και μικροχαρές τους, με τις αντιλήψεις τους, ακόμη και με τα παραστρατήματα και με τα ανόητα καμώματά τους", όπως μας εξομολογείται ο ίδιος ο συγγραφέας. Η στενή αυτή σύνδεση με την πραγματικότητα δίνει αυθεντικότητα στην αφήγηση, όπως ή έμμεση ή άμεση αναφορά σε προσωπικά βιώματα, από τα οποία και αποκλειστικά φαίνεται να αντλεί, της προσφέρει τη βαθύτερη εκείνη συγκίνηση, που μονάχα η εξομολόγηση επιτυγχάνει».

 

(Β. Βαρίκας, 1975, Συγγραφείς και κείμενα,
Αθήνα, Ερμής, σελ. 200-201)

 

Τα έξοχα ιντερμέδια του μυθιστορήματος Στου Χατζηφράγκου

«Η πλοκή [του μυθιστορήματος Στου Χατζηφράγκου], αν μπορούμε να μιλήσουμε εδώ για πλοκή, είναι χαλαρή με πολλές διακοπές και παρεκβάσεις. Πρόθεση του συγγραφέα ήταν να δώσει ζωντανή τη μνήμη της Σμύρνης, όπως την κράτησε από την παιδική του ηλικία. Κατά την ομολογία του ίδιου του Κοσμά Πολίτη, ο στόχος του δεν είναι το πρόσωπο του ήρωα, αλλά η εποχή. [...] Τα περισσότερα επεισόδια στο μυθιστόρημα φαίνονται αποσπασματικά και δεν εντάσσονται οργανικά στη σύνθεση. Παρεμβάλλονται έξοχα ιντερμέντια με διάχυτο ερωτισμό, όπως π.χ., το επεισόδιο με τον τρελό της γειτονιάς, τον Τζώνη, που τον λάτρευαν τα παιδιά και που ερωτεύτηκε τη γυναίκα του εργολάβου Σωτήρη Αλιφάντη, μια καλλονή που εμφανίστηκε απροσδόκητα στη γειτονιά κι άλλαξε με την παρουσία της το ρυθμό της ζωής. Κι όταν μετά την τελευταία της επίσκεψη στη γειτονιά η κυρία Αλιφάντη έφυγε με το αμάξι της, ο Τζώνης εξαφανίζεται μαζί της χωρίς να αφήσει ίχνη. Ο πυρήνας του μύθου στο μυθιστόρημα είναι τραγικός. Αναφέρεται σε μια τραγωδία, που ηχεί σαν προανάκρουσμα της μεγάλης τραγωδίας, της Μικρασιατικής».

 

(Γ. Παγανός, 1983, Η νεοελληνική πεζογραφία. Θεωρία και πράξη,
Αθήνα, Κώδικας, σελ. 228-230)

 

3. Το κείμενο

Στου Χατζηφράγκου

Διδακτικές επισημάνσεις

• Το ανθολογημένο απόσπασμα είναι ένα επεισόδιο —λυρικό ιντερμέδιο το χαρακτηρίζει ο Γ. Παγανός— από το ένατο κεφάλαιο του μυθιστορήματος ότου Χατζηφράγκου, το οποίο έχει τίτλο «Στου Σκλαβούνου το σοκάκι».

Ήρωας του επεισοδίου είναι ο Τζώνης, ένας μισότρελος νέος άντρας, που ζούσε στη γειτονιά κάνοντας θελήματα. Ξεκινώντας από πραγματικές, καθημερινές καταστάσεις, τις οποίες ανακαλεί στη μνήμης του, ο Πολίτης δημιουργεί ποιητικές εικόνες, συνυφαίνοντας το όνειρο, τον έρωτα, την ομορφιά και τη συγκίνηση. Σε αυτά τα στοιχεία του κειμένου είναι καλό να επικεντρωθεί η προσέγγιση. Οι μαθητές και οι μαθήτριες μπορούν:

• Να βρουν τις ρεαλιστικές εικόνες του αποσπάσματος και να παρατηρήσουν με ποιες γλωσσικές και εκφραστικές επιλογές του συγγραφέα επιτυγχάνονται (ντοπιολαλιά, ιδιωματισμοί, διάλογοι γυναικών κ.λπ.).

• Να βρουν τις φανταστικές, ποιητικές εικόνες του αποσπάσματος, εστιάζοντας την προσοχή στις διαδοχικές περιγραφές της κυρίας Αλιφάντη και στα αισθήματα θαυμασμού, τρυφερότητας και συγκίνησης που δημιουργεί η παρουσία της στον Τζώνη.

• Να σχολιάσουν ιδιαίτερα τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζεται η γυναίκα μέσα στο απόσπασμα: απόλυτη καλλονή, απόμακρη και ουσιαστικά ανέκφραστη οπτασία, είναι ποιητικό σύμβολο της ομορφιάς.

• Να «ανακαλύψουν» τη λεπτή ειρωνεία που κρύβεται πίσω από τις εκφράσεις θαυμασμού του αφηγητή («Ω, άγγελε του θεού, έλεγες μέσα σου», «δεν παίζουν και κανένα ρόλο σ' αυτή την ιστορία εξόν περιγραφικό», «το μενεξελί συννεφάκι ψηλά στον ουρανό, που είχε ξεμείνει εκεί μια κι είχε πέσει το μελτέμι»).

• Να σχολιάσουν τον αυτοβιογραφικό και βιωματικό χαρακτήρα του αφηγήματος ο οποίος επιτυγχάνεται με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, τη χρήση της ντοπιολαλιάς και την παρουσίαση των αυθεντικών λαϊκών τύπων της εποχής.

• Να βρουν σε ποια σημεία γίνεται μετατόπιση της οπτικής γωνίας του αφηγητή-παιδιού στην οπτική γωνία του ώριμου αφηγητή.

• Να εντοπίσουν μέσα στο κείμενο τους τρεις βασικούς αφηγηματικούς τρόπους (αφήγηση-περιγραφή-διάλογο) και να σχολιάσουν ιδιαίτερα τη λειτουργική τους χρήση.

• Να προσέξουν την «κινηματογραφικού» τύπου αφήγηση: σχοινοτενή περιγραφικά πλάνα, χρήση διαλόγου, συνεχής εστίαση του αφηγηματικού «φακού» σε πρόσωπα και καταστάσεις.

 

Παράλληλα κείμενα

• Το απόσπασμα από το μυθιστόρημα Ταξίδι με τον Έσπερο του Τερζάκη, το οποίο ανθολογείται επίσης στο βιβλίο, μπορεί να χρησιμεύσει ως παράλληλο κείμενο προκειμένου να εντοπίσουν οι μαθητές τις ομοιότητες και τις διαφορές που παρουσιάζουν τα δύο κείμενα (βιωματικού τύπου αφήγηση, διαγραφή των χαρακτήρων, γλωσσικές επιλογές, ανθρώπινοι τύποι κ.λπ.).

 

4. Ενδεικτική βιβλιογραφία

Αναγνωστάκη Ν., 1993, «Κοσμάς Πολίτης. Παρουσίαση-Ανθολόγηση», Η Μεσοπολεμική Πεζογραφία, Τόμος Ζ, Αθήνα, Σοκόλης.

Βαρίκας Β., 1975, Συγγραφείς και κείμενα, Α', Αθήνα, Ερμής.

Beaton Rod., 1996, Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία, Αθήνα, Νεφέλη.

Καλλίνης Γ., 2001, Ο Μοντερνισμός ενός κοσμοπολίτη. Στοιχεία και τεχνικές του Μοντερνισμού στο μεσοπολεμικό μυθιστόρημα του Κοσμά Πολίτη, Θεσσαλονίκη: University Studio Press.

Καραντώνης Ανδρ., 31990, Πεζογράφοι και πεζογραφήματα της γενιάς του '30, Αθήνα, Παπαδήμας.

Mackridge, P., 1995, «Συμβολικές και ειρωνικές δομές στην Eroica», Εισαγωγή στο Κοσμάς Πολίτης. Eroica, Αθήνα, Εστία, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη.

Μητσάκης Κάρ., 1997, Νεοελληνική πεζογραφία. Η γενιά του '30, Αθήνα, Ελληνική Παιδεία.

Πολίτης Κ., 1988, Στου Χατζηφράγκου: Τα σαραντάχρονα μιας χαμένης πολιτείας, Εισαγωγή: Peter Mackridge, Αθήνα, Ερμής (ΝΕΒ).

Σαχίνης Απόστ., 1985, Μεσοπολεμικοί και μεταπολεμικοί πεζογράφοι, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας».

Vitti M., 1989, Η Γενιά του Τριάντα. Ιδεολογία και Μορφή, Αθήνα, Ερμής.

 

pano

 


 

Κοσμάς Πολίτης
στον Πολιτιστικό Θησαυρό της Ελληνικής Γλώσσας Βιογραφικό σημείωμα [πηγή: Πολιτιστικός Θησαυρός της Ελληνικής Γλώσσας]
στις Ψηφίδες, Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Ψηφίδες
στο Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού
στη Βικιπαίδεια Βικιπαίδεια
δες την τηλεοπτική σειρά youtube
ΤΑΙΝΙΕΣ
Ταξίδι στον Πολιτισμό, σειρά του Υπουργείου Πολιτισμού youtube
εκπομπή ΕΠΟΧΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΕΡΤ

Βιογραφικό δεσμός, desmos


pano

 


Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.

 

Ήρωες

Οι ήρωες του κειμένου είναι:

 

Τόπος

Τα γεγονότα του κειμένου διαδραματίζονται:

 

Η χρονική σειρά των γεγονότων

Διακρίνουμε αναδρομικές αφηγήσεις, πρόδρομες, in medias res, εγκιβωτισμό, παρέκβαση, προϊδεασμό, προοικονομία:

 

Η χρονική διάρκεια

Σχέση του χρόνου της αφήγησης με τον χρόνο της ιστορίας (μικρότερος, ίσος, μεγαλύτερος).

Διακρίνουμε επιτάχυνση, παράλειψη, περίληψη, έλλειψη, αφηγηματικό κενό, επιβράδυνση:

 

Γλώσσα

Η γλώσσα του κειμένου είναι:

 

Αφήγηση

Η αφήγηση είναι πραγματική ή πλασματική, αφήγημα γεγονότων, λόγων ή σκέψεων…

 

Ο αφηγητής

Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός, ετεροδιηγητικός…

 

Η εστίαση

Η εστίαση είναι μηδενική, εσωτερική, εξωτερική…

 

Τα αφηγηματικά επίπεδα

Τα αφηγηματικά επίπεδα είναι εξωδιηγητικά, διηγητικά, μεταδιηγητικά:

 

Αφηγηματικοί τρόποι

Οι αφηγηματικοί τρόποι είναι: έκθεση, διάλογος, περιγραφή, σχόλιο, ελεύθερος πλάγιος λόγος, μονόλογος:

 

Ενότητες

Το κείμενο μπορεί να χωριστεί στις εξής ενότητες:

 

Το σχόλιό σας...

 

pano