Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β' Λυκείου

Στράτης Μυριβήλης, Η ζωή εν τάφω

Ασκ1 Ασκ2 B

270 271 272 273 274 275 276 277

Νεότερη Λογοτεχνία, Η πεζογραφία του Μεσοπολέμου270

Στράτης Μυριβήλης, Η ζωή εν τάφω

 

Η ΖΩΗ ΕΝ ΤΑΦΩ του Στρατή Μυριβήλη τοποθετείται στη σειρά των αντιπολεμικών βιβλίων που πήγασαν από τις οδυνηρές εμπειρίες του Α' παγκοσμίου πολέμου (1914-1918), ενός πολέμου που όχι μονάχα στοίχισε εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς και τραυματίες, αλλά πρόσθεσε και μια άλλη πικρή εμπειρία, που προερχόταν από τη μακροχρόνια παραμονή των στρατιωτών στα χαρακώματα της πρώτης γραμμής. Ανάλογα βιβλία που βγήκαν από τον ίδιο πόλεμο είναι η Φωτιά του Γάλλου Ανρί Μπαρμπύς και το περισσότερο γνωστό Ουδέν νεότερον από το Δυτικό Μέτωπο του Γερμανού Έριχ Μαρία Ρεμάρκ.

Ο συγγραφέας έζησε τον πόλεμο των χαρακωμάτων στο Μακεδονικό Μέτωπο (στην περιοχή Μοναστηρίου της Σερβίας) ως εθελοντής. Το βιβλίο είναι γραμμένο με τη μορφή σειράς επιστολών που υποτίθεται ότι έγραψε ο λοχίας Αντώνης Κωστούλας, για να τις στείλει σε κάποια γυναίκα, χωρίς ποτέ να μπορέσει να τις ταχυδρομήσει. Τα χειρόγραφα, λέει ο συγγραφέας, τα περιμάζεψε, όταν σκοτώθηκε ο συμπολεμιστής του λοχίας, και τα εξέδωσε. Φυσικά πρόκειται για «πλαστοπροσωπία», δηλαδή για συγγραφικό τρόπο που χρησιμοποιεί ο Μυριβήλης, για να εκθέσει τις δικές του εμπειρίες.

Στο α' απόσπασμα (Η μυστική παπαρούνα) ο αφηγητής υποφέρει από ένα παλιό τραύμα (από τους πολέμους 1912-13) που άνοιξε και τον αναγκάζει να μένει μέρα-νύχτα στο αμπρί* του. «Πιάνεται —γράφει— ώρες ώρες το πόδι ως απάνω στο μερί κι ένας σκληρός πόνος μού σουβλίζει το κόκαλο. Πάνουθέ μου ο βράχος ολοένα στάζει. Χτες ξεπατώσαμε τόνα σανίδι κι αδειάσαμε μ' ένα κουτί της κονσέρβας όλο το νερό που 'χε συναχτεί στάλα στάλα στη λακούβα του. Ήταν ένα νερό σάπιο, βρώμικο κι ολόμαυρο. Σαν τ' απονέρια που κατασταλάζουν το χειμώνα στα παλιά νεκροταφεία, σουρωμένα μέσα στα βουλιαγμένα μνημούρια. Μύριζε μούχλα, σβησμένη πίπα κι αποτσίγαρο...».

Στο β' απόσπασμα (Ζάβαλη μάικω) ο λοχίας Κωστούλας φιλοξενείται σ' ένα σπίτι χωρικών της περιοχής του Μοναστηρίου.

 


 

Η ζωή εν τάφω
(αποσπάσματα)271

 

Η μυστική παπαρούνα

 

Το πόδι απόψε το νιώθω πολύ καλύτερα.

Μου 'ρχεται να σηκωθώ σιγά σιγά, να προχωρέσω μέσα στο σιωπηλό χαράκωμα. Είναι πολύ παράξενο το χαράκωμα με τόσο φως. Φέγγει σαν μέρα και όμως δεν έχει φόβο. Το φεγγαρόφωτο από μακριά, σα δεν αντιλαμπίζει σε γυαλιστερό μέταλλο, δεν ξεσκεπάζει τίποτε. Μπορώ το λοιπόν να περπατώ λεύτερα κάτω από τον αχνό πέπλο του που προστατεύει σαν ασημί σκοτάδι.

Για μια στιγμή πάλι μου περνά η ιδέα πως ετούτη η μοναξιά είναι αληθινή. Πως τάχα σηκώθηκαν όλοι και φύγανε και μ' αφήσαν μονάχον, ολομόναχον εδώ πάνω. Τότες μια κρυάδα περνά, λεπίδι, την καρδιά μου. Θα προτιμούσα να ξέρω πως ζούνε γύρω μου κρυμμένοι άνθρωποι, κι ας ήτανε μόνο οχτροί.

Προχώρεσα ως την άκρη του χαρακώματος του λόχου μας. Ως την έβγαση των συρματοπλεγμάτων. Εκεί είναι μια μυστική πόρτα που σφαλνά μ' ένα αδράχτι οπλισμένο με αγκαθωτά τέλια. Επειδή το μέρος είναι ένα νταμάρι όλο πέτρα και δε σκάβεται, σήκωσαν ένα προκάλυμμα με γεώσακους. Έτσι λένε κάτι σακιά μεγάλα με χώμα που μ' αυτά οχυρώνουν τα πετρώδικα χαρακώματα. Τα τσουβάλια αυτά κείτουντ' εδώ χρόνον-καιρό έτσι. Θα φάγαν υγρασίες, βροχάδες, χιόνια και ήλιους. Ήρθαν και σάπισαν από τα νερά, ο ήλιος τα τσουρούφλισε και τα 'καψε. Τραβώ το δάχτυλό μου πάνω τους. Λιώνει η λινάτσα. Σαν τα ξεθαμμένα ρούχα των πεθαμένων που ξεφτάνε, σταχτωμένα, με το πρώτο άγγιγμα. Είναι τσουβαλάκια φουσκωμένα-κάργα, όπως τα πρωτογέμισαν. Άλλα πάλι κρεμάζουν σαχλά, μισοαδειανά. Κάτου από το δυνατό φεγγάρι μοιάζουν με ψοφίμια σκυλιών, άλλα πρησμένα κι άλλα ξαντεριασμένα, σωριασμένα τόνα πάνου στ' άλλο.

Από δω το θέαμα θα 'ναι πιο όμορφο. Τώρα το κρυμμένο ποτάμι ακούγεται καλύτερα όπως φωνάζει μακριά, μες από τη βαθιά κοίτη του. Θέλω να βγάλω το κεφάλι ψηλά από το προπέτασμα, να ιδώ πέρα. 272Αν μπορούσα μάλιστα θα καβαλίκευα το χαράκωμα. Ακουμπώ το μπαστούνι στο τοίχωμα, σηκώνουμαι στη μύτη της αρβύλας του γερού μου ποδιού και γαντζώνω τα δάχτυλα στους γεώσακους που 'ναι πάνω πάνω. Ένας απ' αυτούς λιώνει με μιας κι αδειάζει τον άμμο του πάνω μου. Λοιπόν τότες έγινε μιαν αποκάλυψη! Μόλις ξεφούσκωσε αυτό το σακί, χαμήλωσε η καμπούρα του και ξεσκέπασε στα μάτια μου μια μικρήν ευτυχία. Αχ, μου 'καμε τόσο καλό στην ψυχή, λίγο ακόμα και θα πατούσα μια τσιριξιά χαράς.

Ήταν ένα λουλούδι εκεί! Συλλογίσου. Ένα λουλούδι είχε φυτρώσει εκεί μέσα στους σαπρακιασμένους γεώσακους. Και μου φανερώθηκε έτσι ξαφνικά τούτη τη νύχτα που 'ναι γιομάτη θάματα. Απόμεινα να το βλέπω σχεδόν τρομαγμένος. Τ' άγγισα με χτυποκάρδι, όπως αγγίζεις ένα βρέφος στο μάγουλο. Είναι μια παπαρούνα. Μια τόση δα μεγάλη, καλοθρεμμένη παπαρούνα, ανοιγμένη σαν μικρή βελουδένια φούχτα.

Αν μπορούσε να τη χαρεί κανένας μέσα στο φως του ήλιου, θα 'βλεπε πως ήταν άλικη, μ' ένα μαύρο σταυρό στην καρδιά, με μια τούφα μαβιές βλεφαρίδες στη μέση. Είναι καλοθρεμμένο λουλούδι, γεμάτο χαρά, χρώματα και γεροσύνη. Το τσουνί* του είναι ντούρο και χνουδάτο. Έχει κι έναν κόμπο που δεν άνοιξε ακόμα. Κάθεται κλεισμένος σφιχτά μέσα στην πράσινη φασκιά του και περιμένει την ώρα του. Μα δεν θ' αργήσει ν' ανοίξει κι αυτός. Και θα 'ναι δυο λουλούδια τότες! Δυο λουλούδια μέσα στο περιβόλι του Θανάτου. Αιστάνουμαι συγκινημένος ξαφνικά ως τα κατάβαθα της ψυχής.

Ακουμπώ πάνω στο προπέτασμα σαν να κουράστηκα ξαφνικά πολύ.

Από μέσα μου αναβρύζουν δάκρυα απολυτρωτικά. Στέκουμαι έτσι πολλήν ώρα, με το κεφάλι όλο χώματα, ακουμπισμένο στα σαπισμένα σακιά. Με δυο δάχτυλα λαφριά, προσεχτικά, αγγίζω την παπαρούνα. Ξαφνικά με γεμίζει μια έγνοια, μια ζωηρή ανησυχία πως κάτι μπορεί να πάθει τούτο το λουλούδι, που μ' αυτό μου αποκαλύφθηκε απόψε ο Θεός. Παίρνω τότες στη ράχη ένα γερό τσουβάλι (δαγκάνω τα χείλια από την ξαφνική σουβλιά του ποδιού), και τ' ακουμπώ με προφύλαξη μπροστά στο λουλούδι. Έτσι λέω θα 'ναι πάλι κρυμμένο για όλους τους άλλους. Χαμογελώ πονηρά. Κατόπι σηκώνουμαι ξανά στα νύχια κι απλώνω το μπράτσο έξω. Ναι. Το άγγισα λοιπόν πάλι! Τρεμουλιάζω από ευτυχία. Νιώθω τα τρυφερά πέταλα στις ρώγες των δαχτύλων. 273Είναι μια ανεπάντεχη χαρά της αφής. Μέσα στο χέρι μου μυρμιδίζει μια γλυκιά ανατριχίλα. Ανεβαίνει ως τη ράχη. Είναι σαν να πεταλουδίζουν πάνω στην επιδερμίδα τα ματόκλαδα μιας αγαπημένης γυναίκας. Φίλησα τις ρώγες των δαχτύλων μου. Είπα σιγά σιγά:

— Καληνύχτα... καληνύχτα και να 'σαι βλογημένη.

Γύρισα γρήγορα στ' αμπρί. Ας μπορούσα να κάμω μια μεγάλη φωταψία... Να κρεμάσω παντού σημαίες και στεφάνια! Άναψα στο λυχνάρι τέσσερα φιτίλια και τώρα πασχίζω να τη χωρέσω εδώ μέσα, μέσα σε μια τόσο μικρή γούβα, μια τόσο μεγάλη χαρά. Η ψυχή μου χορεύει σαν μεγάλη πεταλούδα. Χαμογελώ ξαπλωμένος ανάσκελα. Κάτι τραγουδάει μέσα μου. Τ' αφουκράζουμαι. Είναι ένα παιδιάστικο τραγούδι:

 

Φεγγαράκι μου λαμπρό...

 

Erich-Maria Remarque, «Τίποτα το νεώτερο από το δυτικό μέτωπο» (αποσπάσματα) 

 

 

αμπρί: (λ. γαλλική), καταφύγιο, όρυγμα στο εσωτερικό τοίχωμα του χαρακώματος.
τσουνί: μίσχος, κοτσάνι.   

pano

 

 

 


 

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

  1. Στην αρχή του κεφαλαίου ο αφηγητής λέει: «Θα προτιμούσα να ξέρω πως ζούνε γύρω μου κρυμμένοι άνθρωποι, κι ας ήτανε μόνο οχτροί». Σε ποια γενικότερη ιδέα μάς οδηγεί αυτή η διαπίστωση του αφηγητή;
  2. Να βρείτε τις παρομοιώσεις και τους χαρακτηρισμούς που αποδίδονται α) στους γεώσακους, β) στην παπαρούνα· τι εκφράζουν στην πρώτη και τι στη δεύτερη περίπτωση;
  3. Τι θέλει να πει ο αφηγητής λέγοντας: «...τούτο το λουλούδι, που μ' αυτό μου αποκαλύφτηκε απόψε ο Θεός».
  4. Πώς εξηγείτε τη μεγάλη χαρά με την οποία τελειώνει τη διήγησή του ο αφηγητής; Γιατί θυμάται το παιδικό τραγούδι;
  5. Όπως είδαμε στο εισαγωγικό σημείωμα, ο Μυριβήλης στην αφήγησή του χρησιμοποιεί «πλαστοπροσωπία». Τι επιδιώκει μ' αυτόν τον τρόπο;

Εργασία για το σπίτι

 


εικόνα


 

Ζάβαλη μάικω*274

 

Είναι μια βδομάδα τώρα που η ζωή μου κυλά σαν μια κορδέλα νερό ανάμεσα στη χλόη. Νιώθω μέρα με τη μέρα πιο δυνατή τη σώψυχη* ανάγκη να συναγρικηθώ* με την πρωτόγονη ψυχή των ανθρώπων που με φιλοξενούν. Αυτό μ' έκαμε από την πρώτη κιόλας μέρα να βαλθώ πεισμωμένα να μπω μέσα στο νόημα του γλωσσικού τους ιδιώματος.

Έκαμα ένα γλωσσάριο* που το πλουτίζω, το συμπληρώνω μέρα με τη μέρα. Μιλάνε μια γλώσσα που 'ναι παρακλάδι σλαβικό, με πολλά τούρκικα και ρωμαίικα στοιχεία. Η αντρίκεια της φτογγολογία μού δίνει ένα τονωτικό συναίσθημα. Τα φωνήεντα είναι σπάνια. Η μαλακιά θηλυκάδα τους πνίγεται σ' ένα κατρακύλισμα από φωνές αδρές και σκληρές. Σαν μιλάν ακούς να δρομίζουν* τον κατήφορο βότσαλα και χαλίκια στρογγυλεμένα στ' ορμητικό ρέμα του Δραγόρα*. Μερικές λέξεις έχουν την παρθένα παραστατικότητα των πρωτογέννητων γλωσσών, που δεν ήταν παρά ηχητική μίμηση των κρότων και των θορύβων της ζωντανής ζωής. Για να πούνε πως το πουλί «πέταξε», λένε «π'ρρλιτς». Σε καμιά γλώσσα δεν άκουσα τόσο αληθινό το πέταγμα ενός πουλιού.

Στην σπουδή μου τούτη προχώρεσα κιόλας τόσο όσο χρειάζεται για να τους κάμω να ξεκαρδίζονται στα γέλια σε κάθε φράση που ιδρώνω να συνταιριάξω. Φαίνεται πως τις πιο πολλές φορές ξεφουρνίζω πολύ αστείες γλωσσικές γκάφες που οι μεγάλοι τις σχολιάζουν με δυνατά χάχανα, ώσπου δακρύζουν από τα γέλια, ενώ τα κορίτσια κοκκινίζουν και δαγκάνουνται. Όμως το σπουδαίο είναι που σχεδόν πάντα στο τέλος τα καταφέρνω να μαντέψουν τις απλές ιδέες που πολεμώ να τους εκφράσω. Αυτό βέβαια δείχνει περισσότερο την εξυπνάδα τους και την καπατσοσύνη πόχουν να διαιστάνουνται. Φαντάσου όμως το πανηγύρι που γίνεται μ' αυτό το μπέρδεμα, αφού το δικό μας το «όχι» το προφέρουν «ναι»!

Μολαταύτα με το φτωχότατο ετούτο γλωσσικό εργαλείο που το 'φκιασα μόνος και μοναχός μου σα Ρομπινσόνας, ανακάλυψα σήμερα ένα θησαυρό. Έναν αληθινό θησαυρό της αθώας ανθρώπινης ψυχής από κείνους που σε κάμουν να καμαρώνεις γιατ' είσαι άνθρωπος.

Πρόκειται για τη σπιτονοικοκυρά μου την Άντσιω.275

Αναφουφουλιάζει και φρεσκάρει κάθε μέρα το στρωμάτσο που μου γέμισε με καλαμποκόφυλλα. Μου φέρνει μια χοντρή κούπα γάλα κάθε πρωί κι όλη την ώρα που τη ρουφώ, γέρνει πλάι το κεφάλι και με βλέπει σοβαρά και ιλαρά* με τα χέρια ενωμένα στην ποδιά της. Με κανακεύει σαν ένα άρρωστο μωρό. Είναι μια φροντίδα στοχαστική και προνοητική, πολύξερη όσο κι απλή στην εκδήλωσή της. Μου την προσφέρει με μιαν ήσυχη και σεμνή αφέλεια, που μολαταύτα κάποτες παίρνει μια μορφή επίσημη, σχεδόν τελετουργική. Αυτή η μεγαλόπρεπη μητέρα, με το λευκό και αυστηρό πρόσωπο, με τα γυμνά καθαρά πόδια και το πολύζωστο τριχόσκοινο στη μέση, είναι μια γυναίκα από άλλη φυλή, και δεν έγιναν ακόμα είκοσι μέρες που τη γνώρισα. Ωστόσο προβλέπει μ' ένα θαυμαστόν τρόπο ένα σωρό μικροπράγματα για ανάγκες και συνήθειές μου που δεν ήταν ποτές δικές της. Τις μυρίζεται με το ένστιχτο που μόνο το μητρικό φίλτρο* γυμνάζει μέσα στις γυναίκες. Και τις θεραπεύει με μια σοβαρή καλοσύνη, τόσο σοβαρή, που ποτές μου δεν τόλμησα να της πω ένα ευχαριστώ. Μου φαίνεται πως θα τη βρίσω μ' αυτήν την τυπική την χωραΐτικη* λέξη. Αιστάνουμαι πως θα τάραζα μ' αυτή την έκφραση του συμβατικού πολιτισμού μας τούτη την άκρατη και πηγαία ανάβρα της καλοσύνης, που ρέει δίπλα μου έτσι φυσικά, σαν μες από τη φούχτα του Θεού. Ύστερα θα 'τανε κι αστείο. Δε θα 'κανα άλλο παρά να λέω και να ξαναλέω από το πρωί ως το βράδυ «σπολλάτ* γκοσποντίνα*» για όλες τις μικρές ευεργεσίες που μου γίνονται κάθε στιγμή μέσα στο σπίτι της. Καταλαβαίνω μονάχα πως ξεχειλάει μέσα μου μια θάλασσα ευγνωμοσύνης σιωπηλής και συγκρατημένης. Είναι ένα δυνατό μύρο που μαζεύεται αξεθύμαστο στην καρδιά μου, σαν μέσα σε βουλωμένο μυρογυάλι.

Λοιπόν αυτό που έμαθα σήμερα είναι πως η Άντσιω έχει δύο γιους στρατιώτες. Είναι στα χαρακώματα του Περιστεριού* αυτά τα παιδιά. Μαζί με τους οχτρούς που 'χαμε αντίκρυ μας. Αυτός είναι ο θησαυρός που ξεσκάλισα σήμερα μέσα σ' αυτή τη χωριάτικη ψυχή, που 'ναι αγνή σαν τ' απάτητο χιόνι.

Τούτοι εδώ μιλάνε μια γλώσσα που την καταλαβαίνουν κι οι Σέρβοι 276κι οι Βούλγαροι. Τους πρώτους τους μισούνε, γιατί τους πιλατεύουν και τους μεταχειρίζουνται για Βουλγάρους. Και τους Βουλγάρους τους μισούν, γιατί πήραν τα παιδιά τους στον πόλεμο. Εμάς τους Ρωμιούς μάς δέχουνται με κάποια συμπαθητική περιέργεια, μόνο και μόνο γιατί είμαστε οι γνήσιοι πνευματικοί υποταχτικοί του Πατρίκ, δηλαδή του Οικουμενικού Πατριάρχη. Η ιδέα του Πατριαρχείου απλώνεται ακόμα, τυλιγμένη σε μια μυστικοπάθεια πολύ παράξενη, πάνω σε τούτο τον απλοϊκό χριστιανικόν κόσμο[...]

Έτσι, το πάρσιμο των δυο παλικαριών της στον πόλεμο η Άντσιω το δέχεται σαν ένα βαρύ κακό που 'πεσε μέσα στο σπίτι, σαν οργή Θεού.

Υποτάζεται ταπεινά και καρτερικά σ' αυτή την ακαταγώνιστη δυστυχία, με τα χέρια δεμένα στην ποδιά της. Και μονάχα προσεύκεται. Κι εμένα, που στάθηκα τόσους μήνες με οπλισμένο χέρι αντίκρυ στα παιδιά της, που μπορεί και να τα σκότωσα μέσα στη φαντασία της, με βλέπει το ίδιο σαν ένα ακόμα θύμα της ίδιας θεομηνίας. Η συμπόνεσή της πέφτει πάνω μου καθάρια σαν τη βροχή τ' ουρανού. Δίχως βαρυγκόμιση, δίχως πικρή επιφύλαξη, δίχως παράπονο. Είμαι και 'γω στα μάτια της μονάχα ένας «άσκερ»*, ένας «ζάβαλη άσκερ», δυστυχισμένος στρατιώτης. Ωστόσο μπορούσε περίφημα μια νύχτα, σε κάποια σύγκρουση περιπόλων που τρακάρουνε στα τυφλά, μπορούσε να τύχαινε η καρδιά των παιδιών της αντίκρυ στη λόγχη μου. Κι η λόγχη μου θα 'μπαινε βαθιά, θα 'μπαινε ψυχρή μέσα στην καρδιά των παιδιών της. Θα 'μπαινε, καημένη Άντσιω, μέσα στη δική σου την καρδιά. Μα δεν το βάζει ο νους της να μολέψει με μια τέτοια σκέψη την απλωτή χειρονομία της, σαν μου προσφέρνει στη χοντρή χωματένια κούπα με τα κόκκινα και μαβιά λουλούδια το φρεσκοαρμεγμένο γάλα της γελάδας. Αυτό που μου τ' αρμέγει τραγουδώντας κάτω στο ντάμι* η κόρη της η Γκιβέζω, η γλυκιά αδερφή των δύο άγνωστών μου οχτρών. Και σα μου φρεσκάρει το στρωμάτσο για να το κάμει όσο είναι βολετό πιο ξεκουραστικό για το πονεμένο κορμί μου, δε συλλογιέται πως μπορεί ο ίδιος εγώ αύριο-μεθαύριο να ξεκοιλιάσω τα παιδιά της. Με ρωτάει όμως συχνά για τη μάνα μου:

— Τώρα θα κλαίει;

— Ναι, θα κλαίει.

— Και θα σας απαντέχει;

— Θα μας απαντέχει...

— Ζάβαλη μάικω!277

Σωπαίνει, κρατά τη σαγίτα και με κοιτάζει με αγαθά, γαλάζια μάτια. Ύστερα λέει με μονότονη φωνή:

— Πρώτα μου τα πήραν οι Σέρβοι. Τα κατέβασαν από το κάρο, τα 'δειραν και μου τα πήρανε. Είστε Σέρβοι, φώναζαν, γιατί δεν θέλετε να πολεμήσετε το Βούλγαρο; Κατόπι ήρθαν μαζί με τους Γερμανούς οι Βούλγαροι. Είστε Βούλγαροι, φώναζαν. Μπρος, να πολεμήσετε το Σέρβο. Και άιντε ξύλο, και άιντε φυλακή.

— Ζάβαλη μάικω!

 

Στρ. Μυριβήλης, «Η ζωή εν τάφω» (απόσπασμα)

Ηλ. Βενέζης, «Το νούμερο 31328 (Κεφάλαιο ΙΖ)» [Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β΄ Λυκείου]

 

 

ζάβαλη μάικω: (λ. σέρβικες), δύστυχη μάνα.
σώψυχος: μέσα από την ψυχή, εσωτερικός.
συναγρικιέμαι: συνομιλώ, συνεννοούμαι.
γλωσσάριο: πίνακας άγνωστων λέξεων.
δρομίζω: τρέχω.
Δραγόρας: ποτάμι της περιοχής.
ιλαρός: χαρούμενος, ευτυχισμένος.
φίλτρο: στοργή.
χωραΐτικος: από τη χώρα, δηλ. από την πόλη, αστικός.
σπολλάτ: από το βυζαντινό «εις πολλά έτη», ευχαριστώ.
γκοσποντίνα: (λ. σερβική), κυρά.
Περιστέρι: οχυρό που το κατείχαν οι Γερμανοί και Βούλγαροι, απέναντι από τα συμμαχικά χαρακώματα, όπου πολεμούσε ο αφηγητής.
άσκερ
: (λ. τούρκ.), στρατιώτης.
ντάμι: (λ. τούρκ.), αγροτικό καλύβι, στάβλος.  

pano

 

 

 


 

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

  1. Ο αφηγητής χαρακτηρίζει την ψυχή των ανθρώπων που τον φιλοξενούν «πρωτόγονη» (να συναγκρικηθώ με την πρωτόγονη ψυχή των ανθρώπων...). Ποια ιδιαίτερη σημασία παίρνει εδώ ο χαρακτηρισμός;
  2. Ο αφηγητής μιλώντας για την Άντσιω λέει: «Έναν αληθινό θησαυρό της αθώας ανθρώπινης ψυχής, από κείνους που σε κάμουν και καμαρώνεις γιατί είσαι άνθρωπος». Να εξηγήσετε και να δικαιολογήσετε το χαρακτηρισμό.
  3. Ποιες είναι, κατά τον αφηγητή, οι «πρωτογέννητες γλώσσες»;

Εργασία για το σπίτι

 


εικόνα


Στρατής Μυριβήλης (1892-1969)

Στράτης Μυριβήλης

Φιλολογικό ψευδώνυμο του Σ. Σταματόπουλου. Από τους σημαντικότερους πεζογράφους του μεσοπολέμου. Γεννήθηκε στη Συκαμιά της Λέσβου. Γράφτηκε στη Φιλοσοφική και τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά διέκοψε τις σπουδές του για να πάρει μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους. Η περιπέτειά του αυτή του έδωσε το υλικό για τα πρώτα έργα του: μια σειρά διηγημάτων, Κόκκινες Ιστορίες (1915) και τη Ζωή εν Τάφω (1924) που είναι ίσως το καλύτερο έργο του. Εκφράζει το ίδιο αντιπολεμικό πνεύμα που γέννησε και τα ανάλογα έργα του Μπαρμπύς, του Ρεμάρκ και του Ντορκελέ. Ο Μυριβήλης έχει δυνατό πεζογραφικό ταλέντο και έντονο προσωπικό ύφος. Παρουσιάζει πλούτο θεμάτων και πηγαίο αίσθημα. Η γλώσσα του, πλούσια και φροντισμένη, ανανεώνει την παράδοση του δημοτικισμού. Συνδυάζει τον έντονο ρεαλισμό με άλλους απαλότερους και λυρικότερους τόνους. Έργα του (εκτός από τα παραπάνω): Η δασκάλα με τα Χρυσά Μάτια (1923), Το Πράσινο Βιβλίο (1935), Το Γαλάζιο Βιβλίο (1934), Το Κόκκινο Βιβλίο (1925), Το Βυσσινί Βιβλίο (1959), Παναγιά η Γοργόνα (1949) κ.ά. Έγινε ακαδημαϊκός.

 

Στράτης Μυριβήλης [πηγή: Πολιτιστικός Θησαυρός της Ελληνικής Γλώσσας]

Στράτης Μυριβήλης (βίντεο) [πηγή: Εκπαιδευτική Τηλεόραση]  

 



 

1. Εργοβιογραφικά

O Στράτης Μυριβήλης (ψευδώνυμο του Ευστράτιου Σταματόπουλου), γεννήθηκε στο ορεινό χωριό Σκαμνιά (ή Συκαμιά) της Λέσβου το 1890 και πέθανε στην Αθήνα το 1969.

Έφυγε από το χωριό του για να παρακολουθήσει το Γυμνάσιο Μυτιλήνης, όπου, μαθητής στην έκτη τάξη, πήρε μέρος σε μαθητικές κινητοποιήσεις για την υποστήριξη της δημοτικής γλώσσας. Το 1910 διορίστηκε δάσκαλος στο χωριό Μανταμάδος της Λέσβου και υιοθέτησε το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Μυριβήλης (ίσως από το όνομα του βουνού πάνω από το χωριό του: Μεροβίγλι, κατά παραφθορά Μι[υ]ριβίλι). Το 1912, φοιτητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, στρατεύτηκε ως εθελοντής (καθώς η Λέσβος ανήκε ακόμη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία) στον ελληνικό στρατό και πολέμησε στους Βαλκανικούς πολέμους, όπου τραυματίστηκε το 1913. Εργάστηκε στη Λέσβο από το 1914 ως δημοσιογράφος και το 1915 εξέδωσε εκεί το πρώτο του βιβλίο, Κόκκινες ιστορίες. Ξανακατατάχτηκε, κατόπιν, υποχρεωτικά, στον ελληνικό στρατό, μέχρι το 1922.

Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, εξέδωσε στη Λέσβο, το 1923, την εβδομαδιαία εφημερίδα Καμπάνα, «όργανο των εφέδρων και των ντόπιων συμφερόντων». Στην εφημερίδα αυτή δημοσιεύτηκε, σε συνέχειες, το μυθιστόρημά του Η ζωή εν τάφω, έργο που εκδόθηκε και αυτοτελώς στη Μυτιλήνη τον Απρίλιο του 1924, και κατόπιν, το 1930, επεξεργασμένο, στην Αθήνα, όπου είχε θερμή υποδοχή. Το 1931 άρχισε η δημοσίευση, στην αθηναϊκή εφημερίδα Καθημερινή, του έργου Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια, που κυκλοφόρησε κανονικά, ως «δεύτερη έκδοση», το 1933 (πολυτελής, περιορισμένου αριθμού) και το1934. Εν τω μεταξύ, από το 1932, η οικογένεια Μυριβήλη μετακόμισε στην Αθήνα, όπου ο συγγραφέας, με τον καιρό, δραστηριοποιήθηκε σε ποικίλα πεδία: δημοσιογραφούσε (διηύθυνε από το 1932 την εφημερίδα Δημοκρατία του Αλέξ. Παπαναστασίου), συνέγραφε, έγραψε Αναγνωστικό για το δημοτικό σχολείο (Στάθης Σταθάς, 1934), διατέλεσε αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου (19461947), πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εθνικής Εταιρείας των Λογοτεχνών της Ελλάδος, πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Λογοτεχνών, Διευθυντής Προγράμματος στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας (1946-50), πρόεδρος της επιτροπής Κρίσεως των ταινιών του πρώτου Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου της Διεθνούς Εκθέσεως Θεσσαλονίκης (1960) και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών (1958).

Ταξίδεψε πολύ (στις ΗΠΑ, την ΕΣΣΔ, σε Αγγλία, Κύπρο, Ρουμανία, Τσεχοσλοβακία, Βουλγαρία, Τουρκία, Αίγυπτο κ.λπ.). Τα βιβλία του Η ζωή εν τάφω, Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια, Η Παναγιά η Γοργόνα (1949) και το Ο Βασίλης ο Αρβανίτης (1943) μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες, σχεδόν σε όλες της Ευρώπης.

Μαχητικός δημοτικιστής, επεξεργαζόταν τα βιβλία του συνεχώς. Οι μεταβολές στο Η Ζωή εν Τάφω προκάλεσαν πολλές συζητήσεις, διότι εικονογραφούσαν και τη σταδιακή ιδεολογική διαφοροποίηση του συγγραφέα τους: από τη μαχητική αντιπολεμική στάση κατέληξε σε πιο φιλοσοφικές διαθέσεις. Η ίδια αυτή πορεία εξάλλου ακολουθήθηκε και στις πολιτικές του πεποιθήσεις.

Εκτός από τα έργα που αναφέρθηκαν ήδη, έγραψε τις σειρές διηγημάτων Το γαλάζιο βιβλίο (1939), Το κόκκινο βιβλίο (1952), Το βυσσινί βιβλίο (1959), τις νουβέλες Τα παγανά (1945) και Ο Παν (1946), μελέτες για τον Παλαμά και τον Γρυπάρη, ποιήματα (Μικρές φωτιές, 1942), δοκίμια για την τέχνη, χρονογραφήματα, ταξιδιωτικά κ.λπ. Το 1958 στην εφημερίδα Ακρόπολις δημοσιεύτηκε σε συνέχειες το έργο Το μυθιστόρημα των τεσσάρων, το οποίο συνέθεταν παράλληλα και διαδοχικά οι Μυριβήλης, Η. Βενέζης, Μ. Καραγάτσης και Άγγ. Τερζάκης.

Ο Μυριβήλης εγκαινίασε, ουσιαστικά, την αντιπολεμική λογοτεχνία στην Ελλάδα, καθώς τα τρία πρώτα του μυθιστορήματα έχουν κοινό στοιχείο τη διαμαρτυρία για τη φρίκη του πολέμου. Τα άλλα μυθοπλαστικά έργα του, που δεν σχετίζονται με τον πόλεμο (Τα παγανά, Ο Βασίλης ο Αρβανίτης, Ο Παν), παρουσιάζουν κυρίως γραφικούς τύπους μιας αγροτικής κοινωνίας, εστιάζοντας στις αρχετυπικές δυνάμεις των ανθρώπων και στη σχέση τους με τη φύση.

 

2. Η κριτική για το έργο του

Λυρισμός και φρίκη στο έργο του Μυριβήλη

«Δάσκαλός του πραγματικός, αν θέλετε, είναι ο Καρκαβίτσας, με τον πληθωρικό και εξεζητημένο δημοτικισμό του, με την επαναστατημένη του ματιά πάνω στην ελληνική πραγματικότητα [...]. Όπως στον Καρκαβίτσα η αντικομφορμιστική διαμαρτυρία συμβαδίζει με την εκζήτηση στη δημοτικιστική εκμετάλλευση, με τον ίδιο τρόπο οι τάσεις αυτές συμβαδίζουν και στον Μυριβήλη. Η φρίκη σαν κινητήριο ελατήριο δεν είναι τυχαίο φαινόμενο στον Καρκαβίτσα (λόγου χάρη στο μυθιστόρημα Ζητιάνος), αλλά απεναντίας αποτελεί το απώτερο απροκάλυπτο αποτέλεσμα για όποιον ξέρει να βλέπει, της διττής προτίμησης του Καρκαβίτσα προς την κριτική της κοινωνίας και την εκζήτηση στο λόγο: η αποδοκιμασία των κοινωνικών τρωτών τροφοδοτεί το λεκτικό ορισμό τους, ενώ, τανάπαλιν, η λεκτική έκφραση ενισχύει το "θυμό" του συγγραφέα σε μια αμοιβαία αλληλεπίδραση, με τελικό αποτέλεσμα τη φρίκη. Κάτι ανάλογο συμβαίνει στον Μυριβήλη.

Η λεκτική του δεξιοτεχνία χρησιμοποιεί την αντιπολεμική ιδεολογία σαν μόνιμο ερέθισμα της εκφραστικής δυνατότητάς του, σε μια ομογενή πράξη, με δύο εναλλακτικά αποτελέσματα. το ένα από αυτά συνίσταται σε μια έντονη εκστατική έλξη και μπορούμε να το ορίσουμε "λυρικό" το άλλο που συνίσταται σε μια κίνηση έντονης απώθησης, μπορούμε να το ονομάσουμε "φρίκη"».

 

(M. Vitti, 1977, H γενιά του τριάντα,
Αθήνα, Ερμής, σελ. 260-261)

 

Ο αντιμιλιταρισμός του Μυριβήλη μέσα απ' τη Ζωή εν Τάφω

«Ο πόλεμος είναι η μεγάλη αποκάλυψη της ζωής για τον Στρατή Μυριβήλη [...]. Στις λάσπες των χαρακωμάτων, αντιμετωπίζοντας κάθε στιγμή τον θάνατο, μαθαίνει να ζει και εκτιμάει τις αξίες της ζωής. Με προοπτική τις χωρίς νόημα εκατόμβες γύρω από τα χαρακώματα, ακόμη και οι αναμνήσεις της ειρηνικής ζωής στους αγρούς και τα λιμανάκια της Μυτιλήνης φορτίζονται με εντελώς καινούργιο νόημα. [... ] Ο τόμος με τον ελάχιστα επιτυχή τίτλο Ζωή εν τάφω, και τα πυκνά του νοήματα, αποτέλεσε τη μεγάλη αποκάλυψη στην Αθήνα, το 1930, όταν κυκλοφόρησε σε επανέκδοση. Το έργο πολύ απέχει από το να μπορεί να χαρακτηριστεί μυθιστόρημα. Ο Μυριβήλης αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο, επεισοδιακά, τη ζωή στο μέτωπο. περιγράφει τους συντρόφους του στρατιώτες, μιλάει με σαρκασμό για τους αξιωματικούς και τον εξ επαγγέλματος μιλιταρισμό, αφηγείται επεισόδια της ζωής στο νησί που άφησε πίσω. Όμως οι εξαιρετικές πεζογραφικές του ικανότητες τον βοηθάνε να προχωρήσει παραπέρα: μέσα από μια κατάσταση εξέγερσης του υγιούς νέου ανθρώπου, που δεν θέλει να αφήσει να τον σκοτώσουν, ανακαλύπτει στην αντιηρωική και ταπεινωτική ανία του χαρακώματος την έννοια της ζωής, τη δύναμη της ανθρώπινης φύσης που καμιά εγκληματική κτηνωδία των ανθρώπων που κυβερνούν δεν μπορεί να τη διαγράψει και να την αφανίσει. [... ]

Ο αντιμιλιταρισμός του Μυριβήλη δεν έχει κανένα περιορισμό. ασκείται όχι μόνο με την καταγγελία των μέσων θανάτου και αυτών που τα ορίζουν (ο σαρκασμός κατά των αξιωματικών είναι πραγματικά καταλυτικός), αλλά και με την πίστη στη ζωή και με τη λυρική δόνηση. γιατί, πραγματικά, η γλώσσα του Μυριβήλη κατέχει ευρύτατες δυνατότητες και βρίσκει τον κατάλληλο τόνο για τις πιο διαφορετικές καταστάσεις και συναισθήματα. Μέσα από την καλειδοσκοπική πραγματικότητα του βιβλίου, που πιέζει με όλα τα μέσα του υλικού και της υποβολής τον αναγνώστη, προβάλλει και η βαθύτερη σημασία του έργου, και γίνεται φανερό ότι δεν περιορίζεται μόνο στην ατομική σωτηρία, αλλά προεκτείνεται σε μια, επέκεινα του ατόμου, πανανθρώπινη υπόθεση. Ειδικότερα στη μέθοδο της έκθεσης, είναι αλήθεια ότι ο Μυριβήλης χρησιμοποιεί τον εξπρεσιονιστικό νατουραλισμό. όμως, στην κάθαρση της εκρηκτικής εμπειρίας, η εκφραστική αμεσότητα τον απελευθερώνει από τα παρακμιακά στοιχεία της κληρονομιάς που ακολουθεί. Από την άλλη μεριά, η κραυγή του εναντίον του πολέμου τον τοποθετεί στη χορεία του ευρωπαϊκού αντιμιλιταρισμού με τον Barbusse και τον Remarque. Ο Μυριβήλης βρίσκεται, λοιπόν, πέρα από τη γενιά του '20, στην οποία ανήκει βιολογικά».

 

(M. Vitti, 1994, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας,
Αθήνα, Οδυσσέας, σελ. 372-3)

 

Η λογοτεχνική τεχνική στη Ζωή εν Τάφω

«Ο Μυριβήλης στρέφει το ψύχραιμο βλέμμα του ηθογράφου όχι προς την παραδοσιακή ζωή μιας εγκατεστημένης κοινότητας, αλλά προς τις ομάδες των στρατιωτών, που συμμετείχαν στις εκστρατείες, όπως κι αυτός ο ίδιος. Το προσωπικό του ημερολόγιο από τις μέρες του στη Μακεδονία το 1917-18 αποτελεί τη βάση για την πρώτη σύνθεση του μυθιστορήματος Η ζωή εν τάφω [...]. Η ζωή εν τάφω, όπως και οι νεανικές ιστορίες του Μυριβήλη, δίνουν μια νέα διάσταση στον "ηθογραφικό Ρεαλισμό" των μικρών κοινοτήτων κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Η αποσπασματική δομή του μυθιστορήματος και ο μεγάλος θίασος ηρώων, που παρελαύνουν για λίγο στις σελίδες του και στη συνέχεια αποτραβιούνται στο περιθώριο, προσιδιάζουν στο είδος του κυρίαρχου την εποχή εκείνη διηγήματος. [... ] Ο Μυριβήλης αποστασιοποιείται από τα βιώματα και τις σκέψεις του, καθώς τα αναθέτει σε ένα φανταστικό πρόσωπο, έναν λοχία, και ισχυρίζεται ότι τα αντλεί από το ημερολόγιο εκείνου. Το βιβλίο (ακόμα και στην πρώτη του μορφή) αρχίζει με την ανακάλυψη, μετά τον πόλεμο, των τετραδίων του (φανταστικού) λοχία, τον οποίο σκότωσαν κατά λάθος οι συστρατιώτες του στην έναρξη κρίσιμης μάχης το 1918. Με αυτόν τον τρόπο, ο αναγνώστης ξέρει από την αρχή ότι ο ήρωας, του οποίου τις σκέψεις διαβάζει, είναι ήδη νεκρός και ότι στο τέλος του βιβλίου τελειώνει και η ζωή του, την οποία είχε το προνόμιο να γνωρίσει. Αυτό το τέχνασμα του συγγραφέα βοηθάει να αναδειχθεί η βασική διαπίστωση που κάνει ο αφηγητής στην πορεία των ημερολογίων του: ότι από τη στιγμή που αφαιρεθούν τα επιφανειακά στολίδια του πολιτισμού —και συγκεκριμένα ο στόμφος της πολεμικής προπαγάνδας και της συμβατικής έννοιας του ηρωισμού— η ζωή είναι ζήτημα σάρκας και αίματος, όχι ιδεών και μεταφυσικής. [... ] Η μανιώδης ενδοσκόπηση του αφηγητή, του οποίου οι διαπιστώσεις σχετικά με τη δική του φύση αλλά και τη φύση του πολέμου, στον οποίο έχει εμπλακεί, ξεπερνούν τα όρια της ρεαλιστικής "μαρτυρίας", απέχει πολύ από την αντικειμενική στάση που κρατάει απέναντι στις πράξεις και τις τύχες όλων των άλλων ηρώων. Το χάσμα αυτό ανάμεσα στις δύο διαφορετικές λογοτεχνικές τεχνικές γεφυρώνει η γλώσσα του μυθιστορήματος, η οποία εκμεταλλεύεται τις αστείρευτες πηγές της δημοτικής της υπαίθρου. Η γλωσσική έκφραση είναι πλουσιότερη από τον ευθύ λόγο των ηρώων, τον οποίο επίσης χρησιμοποιεί, και από αυτή την άποψη δεν αποτελεί "ρεαλιστική" αναπαράσταση της γλώσσας των χαρακωμάτων».

 

(R. Beaton, 1996, Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία,
Αθήνα, Νεφέλη, σελ. 184-186)

 

Ο ανατρεπτικός λόγος της Ζωής εν Τάφω

«Έτσι, μέσα στη Ζωή εν Τάφω πάσχει η φύση και η φυσική ζωή από την καταφορά μιας ανεννόητης και αδιανόητης καταστροφικής μηχανής που έστησαν οι κακοί και γελοίοι άνθρωποι. Έκπαγλη και δοξαστική είναι η παρουσία της κόκκινης παπαρούνας, που αναπάντεχη πρόβαλε στην παρυφή του ορύγματος του πολέμου. Ένα λουλούδι "μέσα στο περιβόλι του θανάτου". Αυτή, λοιπόν, η αναγωγή προς τη φυσικότητα απαξιώνει τα μορφώματα του πολιτισμού, πατρίδα, έθνος, ηθική».

 

(Χρ. Μαλεβίτσης, 1990, «Ο περιγραφικός λόγος του Στράτη Μυριβήλη»,
Νέα Εστία
, αφιέρωμα, τεύχος 1523, σελ. 52)

 

Κριτική για το Πράσινο βιβλίο

«Επιθυμώ ακόμη να αναφερθώ στις συλλογές διηγημάτων με τους χρωματικούς τίτλους: Το πράσινο βιβλίο [...] —για να τονίσω πόσο ο Μυριβήλης, σε ευτυχισμένες ώρες της έμπνευσής του, ανανέωσε ένα είδος με τόσο πλούσια παράδοση στη Λογοτεχνία μας. Το χιούμορ, ο σαρκασμός, η ειρωνεία, η αλληλοσυσχέτιση του συμβολικού με το πραγματικό, του νοητού με το απτό, η διαδοχή του ιλαρού απ' το τραγικό, του φαιδρού από το αποτρόπαιο— προβάλλουν σε συνθέσεις μοναδικού θελγήτρου και μορφικής τελειότητας. Τις σελίδες τους τις διατρέχει μια διεγερτική χνωτιά αρσενικάδος, ένα πνεύμα παγανιστικό».

 

(Τ. Αθανασιάδης, 1990, «Στρατής Μυριβήλης»,
Νέα Εστία
, ό.π., σελ. 35-36)

 

3. Τα κείμενα

α. Η ζωή εν Τάφω («Η μυστική παπαρούνα» - «Ζάβαλη μάικω»)

Διδακτικές επισημάνσεις

• Να ληφθεί υπόψη το εισαγωγικό σημείωμα των Κ.Ν.Λ. και να συζητηθεί πώς συνεισφέρει η επιλογή του πρωτοπρόσωπου αφηγητή-επιστολογράφου στον ρεαλισμό του έργου;

• Να παρατηρηθεί η βασική αντίθεση που διατρέχει και τα δύο ανθολογούμενα αποσπάσματα: από τη μια η φρίκη του πολέμου, από την άλλη η δύναμη της ζωής. Πώς επενεργεί η αντίθεση αυτή στην ψυχολογική κατάσταση του ήρωα-αφηγητή;

• Να συζητηθεί κατά πόσο δικαιολογούνται από την αφηγηματική σύμβαση οι λεπτομερείς περιγραφές στα κείμενα και ποιο ρόλο αναλαμβάνουν, τι αποτέλεσμα δημιουργούν.

• Να προσεχτεί η γλώσσα του έργου, ο πλούτος της έκφρασης και η προσπάθεια να χρησιμοποιηθούν λαϊκές και ιδιωματικές λέξεις. Να συζητηθεί σε σχέση με το κίνημα του δημοτικισμού.

 

β. Τοπίο

• Να γίνει αναφορά στο είδος του συγγραφέα-παντογνώστη. Να αιτιολογηθεί η επιλογή αυτή και με βάση την αιτιολόγηση να αναζητηθεί η πρόθεση του κειμένου: περιγράφεται απλώς ένα τοπίο ή αναπτύσσεται ένας συμβολισμός;

• Να εντοπιστεί στην περιγραφή του τρένου η συναισθηματική κατάσταση του συγγραφέα-αφηγητή.

• Να συζητηθεί το αποτέλεσμα που επιτυγχάνεται με την αντιμετώπιση των φυσικών όντων ως έλλογων (η κοιλάδα, το τριζόνι, το τρένο, τα δέντρα, αποτελούν ένα ενιαίο, κάπως εξανθρωπισμένο σύνολο).

 

Συμπληρωματική δραστηριότητα

Η προβολή στην τάξη μιας ταινίας (σε βίντεο ή DVD) με θέμα από τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο θα μπορούσε να πλουτίσει την εμπειρία που αποκτούν οι μαθητές/τριες από τη διδασκαλία των αποσπασμάτων της Ζωής εν Τάφω και παράλληλα να δώσει την ευκαιρία για συζήτηση πάνω στις διαφορετικές μορφές αναπαράστασης, τις διαφορές ανάμεσα στη λογοτεχνία και την κινηματογράφηση.

 

Παράλληλα κείμενα

Καταρχήν, το καθένα από τα ανθολογούμενα κείμενα μπορεί να λειτουργήσει ως παράλληλο στα άλλα. Επιπλέον:

 

1) Για τη «Μυστική παπαρούνα»:

Στο έργο του Μυριβήλη Βασίλης ο Αρβανίτης υπάρχει μια άλλη περιγραφή συναισθημάτων του ανθρώπου μπροστά σε μια παπαρούνα (Το απόσπασμα παρατίθεται λίγο πιο κάτω). Πώς αναπτύσσεται εδώ ο συμβολισμός της; Τι υποδηλώνει για την αντίληψη του συγγραφέα περί φύσης και ζωής;

(Ο αφηγητής επισκέπτεται τον τάφο του πατέρα του, που όσο ζούσε φύτευε λουλούδια και δέντρα παντού, και βρίσκει να θάλλει στο μνήμα μια κόκκινη παπαρούνα.)

Έσκυψα να τη βγάλω, να την πάρω μαζί μου σε μια γλάστρα. Και την ίδια στιγμή το μετάδα τράβηξα πίσω το χέρι. Μου φάνηκε πως το λουλούδι έφτανε ως την καρδιά του. Φοβήθηκα πως άμα το τραβήξω από το χώμα θα δω να στάζουν αίματα οι σπασμένες ρίζες. (Ο Θεός που αγαπά τα δέντρα και τα λουλούδια σαν παιδιά του, ας τον αναπάψει σε τόπο χλοερό.)

 

(Στρ. Μυριβήλης, 1944, Ο Βασίλης ο Αρβανίτης, Αθήνα, σελ. 14-15)

 

2) Για το Τοπίο:

Βαλερυ Λαρμπώ, Ωδή

[... ]

Δώσε μου, ω Orient-Express, Sud-Brenner-Bahn, δώστε μου

τους θαυμαστούς υπόκωφους θορύβους σας

και τις παλλόμενες γοητευτικές φωνές σας

δώστε μου την εύκολην κι ανάλαφρην ανάσα

των υψηλών οστεώδικων ατμομηχανών με τις άνετες κινήσεις

των ατμομηχανών που γοργές

χωρίς καμιά προσπάθεια σέρνουν πίσω τους τέσσερα βαγόνια κίτρινα

με γράμματα χρυσά

μες στις βουνίσιες ερημιές της Σερβίας

και πιο μακριά μέσα στο πλήθος των βουλγαρικών ροδώνων...

 

(Βαλερύ Λαρμπώ, «Ωδή» (μτφρ. Τάκης Σινόπουλος, 1948).
Παρατίθεται στο βιβλίο ΥΠΕΠΘ, Νεότερη Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία, ΟΕΔΒ, σελ. 141)

 

• Έχοντας υπόψη την περιγραφή του τρένου στο διήγημα Τοπίο (δημοσιεύτηκε το 1935), μπορούμε να παρατηρήσουμε συγκριτικά πώς αντιμετωπίζει το θέμα ο Γάλλος συγγραφέας και να διαπιστώσουμε την κοινή λυρική διάθεση που εμπνέουν τα επιτεύγματα της επιστήμης.

 

4. Βιβλιογραφία

Beaton R., 1996, Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία, Αθήνα, Νεφέλη.

Καραντώνης Αν., 1977, Πεζογράφοι και πεζογραφήματα της Γενιάς του 30, Αθήνα, Παπαδήμας.

Vitti M., 1989, Η Γενιά του Τριάντα. Ιδεολογία και Μορφή, Αθήνα, Ερμής.

Vitti M., 1994, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα, Οδυσσέας.

 

Αφιερώματα περιοδικών

Περ. Νέα Εστία, 1970, τεύχος 1033.

Περ. Νέα Εστία, 1990, τεύχος 1523, Χριστούγεννα.

Περ. Νέα Εστία, 2000, τεύχος 1725, Ιούλιος-Αύγουστος.

 

pano

 


 

Στράτης Μυριβήλης
Πρόσωπα και θέματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας (Ψηφίδες για την ελληνική γλώσσα) Στράτης Μυριβήλης [πηγή: Πρόσωπα και θέματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας (Ψηφίδες για την ελληνική γλώσσα)]
Εποχές και Συγγραφείς, Στράτης Μυριβήλης (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ] ΕΡΤ
Βικιπαίδεια Σ. Μυριβήλης
Βιογραφία, ταινία στο youtube Σ. Μυριβήλης
Εκπαιδευτική τηλεόραση Σ. Μυριβήλης
ΠΟ.Θ.Ε.Γ. Σ. Μυριβήλης

Βιογραφικό δεσμός, desmos


pano

 


Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.

 

Ήρωες

Οι ήρωες του κειμένου είναι:

 

Τόπος

Τα γεγονότα του κειμένου διαδραματίζονται:

 

Η χρονική σειρά των γεγονότων

Διακρίνουμε αναδρομικές αφηγήσεις, πρόδρομες, in medias res, εγκιβωτισμό, παρέκβαση, προϊδεασμό, προοικονομία:

 

Η χρονική διάρκεια

Σχέση του χρόνου της αφήγησης με τον χρόνο της ιστορίας (μικρότερος, ίσος, μεγαλύτερος).

Διακρίνουμε επιτάχυνση, παράλειψη, περίληψη, έλλειψη, αφηγηματικό κενό, επιβράδυνση:

 

Γλώσσα

Η γλώσσα του κειμένου είναι:

 

Αφήγηση

Η αφήγηση είναι πραγματική ή πλασματική, αφήγημα γεγονότων, λόγων ή σκέψεων…

 

Ο αφηγητής

Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός, ετεροδιηγητικός…

 

Η εστίαση

Η εστίαση είναι μηδενική, εσωτερική, εξωτερική…

 

Τα αφηγηματικά επίπεδα

Τα αφηγηματικά επίπεδα είναι εξωδιηγητικά, διηγητικά, μεταδιηγητικά:

 

Αφηγηματικοί τρόποι

Οι αφηγηματικοί τρόποι είναι: έκθεση, διάλογος, περιγραφή, σχόλιο, ελεύθερος πλάγιος λόγος, μονόλογος:

 

Ενότητες

Το κείμενο μπορεί να χωριστεί στις εξής ενότητες:

 

Το σχόλιό σας...

 

pano