475 476 477 Ερ Βιο

Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Α' Λυκείου

Άγγελος Σικελιανός, Στ' όσιου Λουκά το μοναστήρι


ΝΕΑ ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΣΧΟΛΗ: ΠΟΙΗΣΗ. Ο ΔΗΜΟΤΙΣΚΙΣΜΟΣ. 475

Άγγελος Σικελιανός, Στ' όσιου Λουκά το μοναστήρι

 

ΒΑΣΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ στοιχεία του ποιήματος που ακολουθεί είναι η αφηγηματικότητα και η προοδευτική μετάβαση από το θείο στο ανθρώπινο πάθος. Πρωτοδημοσιεύτηκε το 1935 στο περιοδικό Τα Νέα Γράμματα.

 


 

 

Σύρε τον πίνακα, για να δεις και τις υπόλοιπες στήλες.

 
10 Στ' Όσιου Λουκά το μοναστήρι, απ' όσες
γυναίκες του Στειριού συμμαζευτήκαν
τον Επιτάφιο να στολίσουν, κι όσες
μοιρολογήτρες ώσμε του Μεγάλου
Σαββάτου το ξημέρωμα αγρυπνήσαν,
ποια να στοχάστη -έτσι γλυκά θρηνούσαν!-
πως, κάτου απ' τους ανθούς, τ' ολόαχνο σμάλτο
του πεθαμένου του Άδωνη ήταν σάρκα
που πόνεσε βαθιά;
                          Γιατί κι ο πόνος
στα ρόδα μέσα, κι ο Επιτάφιος Θρήνος,
20 κι οι αναπνοές της άνοιξης που μπαίναν
απ' του ναού τη θύρα, αναφτερώναν
το νου τους στης Ανάστασης το θάμα,
και του Χριστού οι πληγές σαν ανεμώνες
τους φάνταζαν στα χέρια και στα πόδια,
τι πολλά τον σκεπάζανε λουλούδια
που έτσι τρανά, έτσι βαθιά ευωδούσαν!

Αλλά το βράδυ το ίδιο του Σαββάτου,476
την ώρα π' απ' την Άγια Πύλη το ένα
κερί επροσάναψε όλα τ' άλλα ως κάτου,
30 κι απ' τ' Άγιο Βήμα σάμπως κύμα απλώθη
το φως ώσμε την ξώπορτα, όλοι κι όλες
ανατριχιάξαν π' άκουσαν στη μέση
απ' τα «Χριστός Ανέστη» μιαν αιφνίδια
φωνή να σκούξει: «Γιώργαινα, ο Βαγγέλης!»

Και να·ο λεβέντης του χωριού, ο Βαγγέλης,
των κοριτσιών το λάμπασμα, ο Βαγγέλης
που τον λογιάζαν όλοι για χαμένο
στον πόλεμο·και στέκονταν ολόρτος
στης εκκλησιάς τη θύρα, με ποδάριδάρι
40 ξύλινο, και δε διάβαινε τη θύρα
της εκκλησιάς, τι τον κοιτάζαν όλοι
με τα κεριά στο χέρι, τον κοιτάζαν,
το χορευτή που τράνταζε τ' αλώνι
του Στειριού, μια στην όψη, μια στο πόδι,
που ως να το κάρφωσε ήταν στο κατώφλι
της θύρας, και δεν έμπαινε πιο μέσα!

Και τότε - μάρτυράς μου να 'ναι ο στίχος,
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος -
απ' το στασίδι που 'μουνα στημένος
50 ξαντίκρισα τη μάνα, απ' το κεφάλι
πετώντας το μαντίλι, να χιμήξει
σκυφτή και ν' αγκαλιάσει το ποδάρι,
το ξύλινο ποδάρι του στρατιώτη,
-έτσι όπως το είδα ο στίχος μου το γράφει,
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος-,
και να σύρει απ' τα βάθη της καρδιάς της
ένα σκούξιμο: «Μάτια μου... Βαγγέλη!»

Κι ακόμα - μάρτυράς μου να 'ναι ο στίχος,477
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος-,
58 ξοπίσωθέ της, όσες μαζεύτηκαν
από το βράδυ της Μεγάλης Πέφτης,
νανουριστά, θαμπά για να θρηνήσουν
τον πεθαμένον Άδωνη, κρυμμένο
μες στα λουλούδια, τώρα να ξεσπάσουν
μαζί την αξεθύμαστη του τρόμου
κραυγή που, ως στο στασίδι μου κρατιόμουν,
ένας πέπλος μού σκέπασε τα μάτια!...


Στείρι: χωριό της Βοιωτίας όπου και το βυζαντινό μοναστήρι του Όσιου Λουκά.
Άδωνης: Θεός που λατρευόταν από τους αρχαίους Φοίνικες ή Ασσύριους. Προς τιμήν του γιορτάζονταν τα Αδώνια. Η γιορτή γινόταν την άνοιξη και διαρκούσε δυο μέρες. Την πρώτη μέρα, που λεγόταν «αφανισμός», γυναίκες θρηνούσαν γύρω από μια νεκρική κλίνη στολισμένη με λουλούδια, και τη δεύτερη γιορταζόταν η ανάστασή του με χαρούμενα άσματα.
ανεμώνη: λουλούδι που, σύμφωνα με την παράδοση, βλάστησε από το αίμα του πανέμορφου θεού.
λάμπασμα: θαυμασμός, λαχτάρα.

pano

 



 

Ερωτήσεις

  1. Πώς γίνεται η μετάβαση από το θείο πάθος στον ανθρώπινο πόνο;
  2. Πώς αντιδρούν στη θέα του Βαγγέλη η μάνα του, οι άλλες γυναίκες, ο ποιητής;
  3. Να συνδέσετε την πρώτη σκηνή με την τελευταία.
  4. Τι σημασία έχει για το ποίημα η επανάληψη των στίχων 38 και 39;

 


Τάσσος (Αλεβίζος) (1914-1985), Άνοιξη, χαρακτικό

Τάσσος (Αλεβίζος) (1914-1985), Άνοιξη, χαρακτικό


 

Άγγελος Σικελιανός (1884-1951)

Σικελιανός

Γεννήθηκε στη Λευκάδα, όπου και περάτωσε τις εγκύκλιες σπουδές του. Γράφτηκε στη Νομική Σχολή, αλλά παράλληλα άρχισε να ασχολείται με τη λογοτεχνία εγκαταλείποντας τις σπουδές. Το 1907 έγραψε το συνθετικό ποίημα Αλαφροΐσκιωτος με το οποίο καθιερώθηκε ως ποιητής. Το ίδιο έτος παντρεύτηκε με την Εύα Πάλμερ, Αμερικανίδα που λάτρευε την Αρχαία Ελλάδα. Μαζί θα δουλέψουν για την πραγμάτωση της Δελφικής Ιδέας, που ήταν μια προσπάθεια για την αναβίωση του αρχαίου ελληνικού πνεύματος στους Δελφούς. Ο Σικελιανός είχε δική του άποψη για τη ζωή και δική του κοσμοθεωρία. Πίστευε σε μια σφαιρική ενότητα και καθολική σύνθεση του παντός και οραματιζόταν ένα γενικό θρησκευτικό μύθο, που να κλείνει μέσα του τη λατρεία της φύσης και της ζωής, τις πρωτογονικές μητριαρχικές θρησκείες, το αρχαίο ελληνικό πνεύμα, την ορφική διδασκαλία και τη χριστιανική συμβολική. Προς αυτή την ενοποιητική αρχή στράφηκε η ποίησή του, που διακρίνεται για την πηγαία έμπνευση και τη γνήσια λυρική πνοή, τη ρωμαλέα σύλληψη της φαντασίας, τον πλούτο και τη λάμψη της γλώσσας σε μια ποιητική έκφραση μεγαλόπρεπη και συχνά μεγαλόστομη. Τα Άπαντα του Σικελιανού σε επιμέλεια Γιώργου Σαββίδη περιλαμβάνουν έξι τόμους ποιήματα με τον τίτλο Λυρικός Βίος (Α' - Στ'), τρεις τόμους ποιητικό θέατρο (τραγωδίες) με τον τίτλο Θυμέλη και πέντε τόμους από τα πεζά του με τον τίτλο Πεζός Λόγος.

 

 Δελφικές Γιορτές 1927

Η Εύα Πάλμερ και ο Άγγελος Σικελιανός δέχονται συγχαρητήρια για τις Δελφικές γιορτές (1927), φωτ. Δημήτριος Γιάγκογλου [πηγή: Ε.Λ.Ι.Α.]

Εποχές και Συγγραφείς. Ο Άγγελος Σικελιανός όπως τον είδαμε (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]

Άγγελος Σικελιανός (βίντεο) [πηγή: Εκπαιδευτική Τηλεόραση]

Παρασκήνιο. Η αναβίωση του αρχαίου δράματος. Δελφικές Γιορτές 1927 (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]  

 



 

1. Εργοβιογραφικά στοιχεία

Ο Άγγελος Σικελιανός γεννήθηκε το 1884 στη Λευκάδα. Γράφτηκε στη Νομική, αλλά δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του, γιατί τον κέρδισε η θεατρική Νέα Σκηνή του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου, όπου έπαιξε σε πολλές παραστάσεις. Παράλληλα, άρχισε να δημοσιεύει τα πρώτα του ποιήματα σε περιοδικά. Το 1906 γνώρισε στο σπίτι της διάσημης χορεύτριας Ισιδώρας Ντάνκαν την Αμερικανίδα Εύα Πάλμερ. Αμέσως μετά ταξίδεψε στη Λιβύη, όπου έγραψε μέσα σε μια εβδομάδα τον Αλαφροΐσκιωτο, και έπειτα, όταν επέστρεψε, έφυγε με την Εύα για την Αμερική, παντρεύτηκαν και γύρισαν μετά από ένα χρόνο στη Λευκάδα. Πήρε μέρος εθελοντικά στους Βαλκανικούς πολέμους. Το 1914 γνώρισε τον Νίκο Καζαντζάκη, μαζί με τον οποίο ταξίδεψε στο Άγιο Όρος και σε όλη την Ελλάδα. Το 1922 συνέλαβε μαζί με την Εύα το σχέδιο των Δελφικών γιορτών, που πραγματοποιήθηκαν το 1927 και το 1930, με χρηματοδότηση της Εύας. Με τις γιορτές αυτές ο Σικελιανός οραματίστηκε την ίδρυση μιας παγκόσμιας πνευματικής αμφικτιονίας με κέντρο τον «ομφαλό της γης», τους Δελφούς, και με στόχο την παγκόσμια συναδέλφωση (Δελφική Ιδέα).

Το 1933 η Εύα ταξίδεψε στην Αμερική για να ζητήσει οικονομική ενίσχυση, αλλά δεν της δόθηκε άδεια επιστροφής στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα το ζευγάρι να χωρίσει και οι γιορτές να μην επαναληφθούν. Το 1939 ο Σικελιανός παντρεύτηκε την Άννα Καμπανάρη-Καραμάνη και το 1947 έγινε πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Προτάθηκε τρεις φορές για το βραβείο Νόμπελ. Πέθανε στην Αθήνα το 1951 και τάφηκε στους Δελφούς. Στον ίδιο χώρο τάφηκε το 1952 και η Εύα Πάλμερ.

Ο Σικελιανός που οραματιζόταν έναν καθολικό θρησκευτικό μύθο, στον οποίο οι πρωτόγονες μητριαρχικές θρησκείες, το αρχαίο ελληνικό πνεύμα, ο ορφισμός και ο χριστιανισμός θα ενώνονταν δημιουργικά, συνέθεσε ένα ποιητικό έργο, βασικά γνωρίσματα του οποίου είναι ο έντονος λυρισμός, η φυσιολατρική διάθεση, η αίσθηση της νεότητας και του σφρίγους, ο διονυσιασμός και ο ερωτισμός. Ο λόγος του είναι μεγαλόστομος κι αρρενωπός. Τα ποιήματά του βρίσκονται σήμερα συγκεντρωμένα σε έξι τόμους με τίτλο Λυρικός Βίος. Περιλαμβάνουν τις ακόλουθες συλλογές: «Αλαφροΐσκιωτος», «Ραψωδίες του Ιονίου», «Δελφικός Ύμνος», «Επίνικοι Α'», «Νέκυια Α'», «Αφροδίτης Ουρανίας», «Πρόλογος στη Ζωή: Η Συνείδηση της Γης μου. Η Συνείδηση της Φυλής μου. Η Συνείδηση της Γυναίκας. Η Συνείδηση της Πίστης. Η Συνείδηση της Προσωπικής Δημιουργίας», «Μήτηρ Θεού», «Πάσχα των Ελλήνων», «Δελφικός Λόγος» κ.ά. Έγραψε επίσης και έξι τραγωδίες, που συγκεντρώθηκαν σε τρεις τόμους με τον γενικό τίτλο Θυμέλη («Ο Διθύραμβος του Ρόδου», «Σίβυλλα», «Ο Δαίδαλος στην Κρήτη», «Ο Χριστός στη Ρώμη» κ.ά.).

 

2. Η κριτική για το έργο του

«Ο Σικελιανός ανανεώνει την παράδοση, σπάζοντας απ' τον Αλαφροΐσκιωτο κιόλας —και αποφασιστικότερα με τον Πρόλογο στη ζωή— την ακαμψία του παραδοσιακού στίχου, ενώ ταυτόχρονα ξαναγυρίζει κάθε τόσο στα παλιά στροφικά, μετρικά και ομοιοκαταληκτικά συστήματα, μεταπηδώντας απ' τον ιαμβικό δεκαεξασύλλαβο, τον συνδυασμένο με επτασύλλαβο, στον ορθόδοξο δεκαπεντασύλλαβο με πλεχτή ομοιοκαταληξία, κι απ' το δεκαπεντασύλλαβο τετράστιχο στο ζευγαρωτό δεκαπεντασύλλαβο δίστιχο. Μα η ουσιαστικότερη ανανέωση έρχεται απ' την εσωτερική του πνοή και το περιεχόμενό του, από τη νέα όραση που αποκαλύπτει μαζί με τη νεότροπη, για την ώρα εκείνη, ρυθμική κίνηση του απελευθερωμένου στίχου του, καθώς συγχωνεύει μέσα του τον αρχαίο με το νέο Ελληνισμό και το φυσικό περιβάλλον του τόπου με την πνευματική μας παράδοση, βαθαίνοντας στις εθνικές ρίζες, ώσπου να συναντηθεί με το παγκόσμιο ανθρώπινο κύτταρο.

Κάτι ανάλογο, βέβαια, είχε κάνει νωρίτερα κι ο Παλαμάς, αλλά μέσα απ' το εργαστήρι του και κατά τρόπο λογοκρατικό και αδιάρρηκτα συνυφασμένο με την ιστορική του στιγμή, έτσι ώστε ο διεθνισμός του να μένει μόνιμα κλεισμένος στα σύνορα του εθνισμού του. Στον Σικελιανό, αντίθετα, τα πάντα συντελούνται μέσα στο μυστικό οργασμό της ελληνικής φύσης και με μια λυρική και μυστική έξαρση, που χαλαρώνει τα δεσμά της ως τότε λογοκρατικής αντίληψης για την ποίηση, δίχως να καταργεί τους λογικούς συνειρμούς, για ν' ακουστεί, άλλοτε βαρύβροντος κι άλλοτε σπηλαιώδης, ο προφητικός λόγος ή για να πάρει φτερά η λυρική του διάθεση. Η ποίησή του εκφράζει μια πληρότητα ζωής, χωρίς ποτέ να γίνεται διανοητική κι εγκεφαλική. Οραματικός και λυρικός, ο ποιητής κινείται σε ανοιχτούς πνευματικούς ορίζοντες, πέρα από φυλετικές διαφορές, διευρύνοντας τον εθνισμό του ως την παγκοσμιότητα, μολονότι δεν παύει παράλληλα να παρακολουθεί τις τύχες του έθνους. Η σύλληψη της Δελφικής Ιδέας κι οι προσπάθειες για την πραγματοποίησή της μας δίνουν το μέτρο του ιδεαλισμού του κι άλλο τόσο της ανεδαφικότητας του χαρακτήρα του [...].

Ο Σικελιανός δεν ανήκει στους ρομαντικούς με τη στενή σημασία του όρου, αλλά στους πλατύτερα μυστικούς. Ακόμα κι ο γεμάτος ζωικούς χυμούς ερωτισμός του προβάλλεται συχνά κι εκείνος με τη μορφή ενός μυστικού και τελετουργικού χαρακτήρα. Ο κόσμος του δεν είναι ο διχασμένος άνθρωπος των μεταχριστιανικών χρόνων. Απ' τον χριστιανισμό πήρε ό,τι για τους αρχαίους ήταν φρικτό: τον κάτω κόσμο, κι απ' τους αρχαίους ό,τι για τον μετα-χριστιανικό άνθρωπο είναι αγώνας και διχασμός: τη ζωή. Λυτρώθηκε έτσι απ' την αίσθηση του εφήμερου και τον τρόμο του θανάτου, για να χαρεί ανεμπόδιστα το δώρο της ύπαρξης, και δημιούργησε μια μυστική ενότητα, που του εξασφαλίζει τη σιγουριά και την ελπίδα μέσα σ' έναν κόσμο διχασμένο κι αμφιταλαντευόμενο, ταυτίζοντας τον Απόλλωνα με τον Διόνυσο και τον Διόνυσο με τον Ορφέα και το Χριστό.»

 

(Κ. Στεργιόπουλος, «Άγγελος Σικελιανός», Η Ελληνική Ποίηση. Η ανανεωμένη Παράδοση,
Σοκόλης, Αθήνα, 1980, σελ. 86-87)

 

«Τα πρώτα ποιήματα του Σικελιανού δείχνουν παράταιρες επιδράσεις: από τους ρομαντικούς, τους παρνασσικούς και τους συμβολιστές. από τη γερμανική μπαλάντα έως την αποσταγμένη σολωμική ποίηση. από τον Θεόκριτο έως το δημοτικό τραγούδι. [...]. Η απέραντη ευαισθησία του Σικελιανού αποτελεί την αφετηρία και τον όρο δημιουργίας του, δηλαδή μιας πνευματικής άσκησης που προσομοιάζει με την προσευχή ή την έκσταση. [...] Ο Σικελιανός εισπνέει την πραγματικότητα και την εκπνέει με τον ποιητικό λόγο. Τα ενδιάμεσα της λογικής έχουν εξουδετερωθεί από την απεριόριστη ευαισθησία του [...]. Ο λυρισμός που εκπροσωπεί ο Σικελιανός ισοδυναμεί με λύτρωση, παίδευση και μυσταγωγία.»

 

(Π. Πρεβελάκης, Σικελιανός, Μ.Ι.Ε.Τ.,
Αθήνα, 1990, σελ. 30-31, 50, 57)

 

«Ό,τι προέχει στην ποίηση του Σικελιανού είναι η "Ιδέα" ή, καλύτερα, η παν- ιδέα: η ιδέα του αναμορφωτή, η ιδέα του πνευματικού ταγού, η ιδέα του πανθεϊσμού, η ιδέα της ενότητας του κόσμου [...].

Το πραγματολογικό υλικό το αντλεί κυρίως από τη φύση, κι έπειτα από την αρχαιότητα, την Ορθοδοξία, και σε πολύ μικρό βαθμό από σύγχρονα ιστορικά γεγονότα (απελευθερωτικοί πόλεμοι). [...]

Στον τομέα των ιδεών, πέρα από τη Μεγάλη Ιδέα και τον εθνικισμό του, το πρώτο που παρατηρεί κανείς είναι ο έντονος ιδεαλισμός του ποιητή. Όλα τελικά τα ανάγει σε ιδέες, προπάντων όμως στην ιδέα του ύψους. Θα έλεγε κανείς πως έχει μόνιμη την τάση του ύψους, αν και δεν είναι καθόλου σαφής αυτή η έννοια του ύψους [...]. Πέρα πάντως από την αόριστη ιδέα του ύψους, θα πρέπει να του αναγνωριστούν τρεις βασικές ιδέες, που όσο κι αν σπερματικά απαντούν στον Παλαμά, δεν είχαν αναπτυχθεί νωρίτερα σε τέτοια έκταση και τόσο επίμονα. Είναι οι ιδέες της συναίρεσης του χρόνου, η ιδέα της συναίρεσης των θεών και η ιδέα της συναίρεσης της ύλης με το πνεύμα. Η τωρινή στιγμή είναι για τον ποιητή, αν μπορώ να το πω έτσι, στιγμή παν-χρονική. Με την έννοια ότι συναιρεί μέσα της όλο το πριν με το τώρα. [...]

Η συναίρεση των θεών, μια ιδέα θα 'λεγε κανείς πανθεϊστική, έχει τη σημασία της θεϊκής μεταμόρφωσης μέσα στους αιώνες. Μιας μεταμόρφωσης η οποία δεν παύει να ανταποκρίνεται στις ίδιες ουσιαστικές ιδιότητες. Έτσι ο Άδωνης ταυτίζεται, στο ποίημα "Στ' Όσιου Λουκά το μοναστήρι", με τον Χριστό [...]. Η πανθεϊστική αντίληψη του ποιητή αποτελεί κοινό τόπο μέσα στα κείμενά του. Η άλλη ιδέα αφορά, όπως έχω πει, τη συναίρεση ύλης και πνεύματος. [...]

Πώς όμως μιλάει για το ποιητικό του αντικείμενο; Πρώτα πρώτα έντονα ρητορικά. Το ποιητικό εγώ εκφέρει τον λόγο του σε ανοιχτό χώρο, από εξώστη, και με μεγάλη ένταση φωνής. Ουσιαστικά κραυγάζει μ' όλη του τη δύναμη. [...] Δεν έχουμε λόγο εις εαυτόν, αλλά λόγο προς τον άλλο και τους άλλους. Ακόμα κι όταν γίνεται αναφορά σε εσωτερικά δεδομένα, γίνεται με τη μορφή αναγγελίας. Πάντα προς τα έξω. Στο πλαίσιο αυτής της εξωστρέφειας υπάρχει βέβαια και αρκετή δόση επίδειξης και ναρκισσισμού. [...] Κι είναι αλήθεια πως κανένας άλλος Νεοέλληνας ποιητής, αν εξαιρέσουμε τον Καζαντζάκη, δεν έδειξε μια τόσο εγωμανή ατομικότητα. [...]

Κοιτάζοντας τώρα συνολικότερα το πρόβλημα της έκφρασης στον Σικελιανό, έχουμε το περιθώριο, σε μια εποπτική θεώρηση των κειμένων, να κάνουμε τις επόμενες παρατηρήσεις.

α) Ο ποιητικός λόγος παρουσιάζει μορφή δήλωσης και είναι εκφραστικά ατελέσφορος, όταν αφορά εσωτερικές καταστάσεις του ποιητικού εγώ.

β) Γενικά η εσωτερική ζωή του ποιητικού εγώ δεν εκφράζεται ευθέως με άρτιο τρόπο. Αν και έχουμε, σχεδόν μόνιμα, λόγο σε πρώτο πρόσωπο, δεν έχουμε αντίστοιχες άμεσες αναφορές στον εσωτερικό του κόσμο δοσμένες με εκφραστική επάρκεια.

γ) Αντίθετα έχουμε πληθώρα εύστοχων περιγραφών του εξωτερικού φυσικού κόσμου.

δ) Μολαταύτα η ποίηση του Σικελιανού στην πλειονότητα της, ως πρόθεση τουλάχιστο, έχει στόχο το εσωτερικό εγώ του.»

 

(Γ. Αράγης, Η μεταβατική περίοδος της ελλαδικής ποίησης. Η σταδιακή της εξέλιξη από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους έως το 1930,
Σοκόλης, Αθήνα, 2006, σελ. 261-275)

 

«Σ' αυτή την φοβερήν έκπτωση έφερε τον άνθρωπο η απάρνηση της Θεάς-Μάνας, της Μητέρας-Γης, της κοσμογονικής και κοσμοσυνεκτικής αρχής της μητρότητας, και η αφροσύνη του να αλυσοδέσει και να κάνει παίγνιο των ευτελών του ορέξεων αυτή την αγνή κ' ευεργετική θεότητα της αγάπης, της στοργής και του ελέους. Στο θαυμάσιο ποίημά του "Ιερά Οδός" εκφράζει ο Σικελιανός όλο τον πόνο του για το σπαραχτικό τούτο θέαμα. Στον δρόμο, καθώς πορεύεται προς την ιερή Ελευσίνα, κάθισε για μια στιγμή ν' αναπαυτεί και να στοχαστεί ο ποιητής. Αίφνης τον πλησιάζει ένας Ατσίγγανος, που έσερνε πίσω του αλυσοδεμένες δυο αργοβάδιστες αρκούδες. Χτυπά το ντέφι και τις τραβάει με τη βία να χορέψουν [...] Δεν υπάρχει σωτηρία από τούτο τον χαμό; Δούλος της αμείλιχτης μοίρας του είναι ο άνθρωπος του καιρού μας, προορισμένος να πάει στον όλεθρο; Αντίθετα προς τους άλλους, τους σκοτεινούς προφήτες του θανάτου, ο Σικελιανός πιστεύει, πιστεύει ακράδαντα στη σωτηρία. Και η πίστη του αυτή είναι που κάνει πιο υποβλητικό το κήρυγμά του [...].

Πώς θάρθει; [...] Χρειάζεται πρώτα "η κυκλική εκτίμηση της όλης Ιστορίας", κ' έπειτα "η καθαρή παράσταση μιας βάσης, οσοσδήποτε μικρής", που θα συμβολίζει τη λαχτάρα και την ορμή προς την καθολική ενότητα: τη συμφιλίωση του ανθρώπου με τη γη, την ένωσή του με τη Φύση, τη διαλλαγή του με τους αιώνιους νόμους της ζωής, την αδέλφωσή του με τους άλλους ανθρώπους, την εναρμόνιση σώματος και ψυχής, ιστορίας και πνεύματος, με λίγες λέξεις: "θα συμβολίζει την υψηλή κορυφή όπου τα πολλά γίνονται Ένα".»

 

(Ε. Π. Παπανούτσος, Παλαμάς, Καβάφης, Σικελιανός,
Ίκαρος, Αθήνα, 1977, σελ. 264-267)

 

«Είπε ο Malik ο γιος του Dinar: "Περνούσε ο Ιησούς (ο Θεός να τον ελεεί!) μαζί με τους αποστόλους πλάι από το ψοφίμι ενός σκύλου που ήδη βρωμούσε. Είπαν οι απόστολοι: Τι φοβερή οσμή αναδίνει ετούτο το σκυλί! Εκείνος απάντησε (ο Θεός να τον ευλογεί και να τον ελεεί!): Πόσο εξαίσια λάμπουν τα δόντια του!"

Από αυτό το χωρίο του Αλ Γαζαλί θα αντλήσει το θέμα ενός ποιήματός του ο Πέρσης ποιητής Νιζαμί (1141-1209). [...] Το ποίημα αυτό του Νιζαμί παραθέτει ο Γκαίτε στις Σημειώσεις και παρατηρήσεις για το Διβάνι. Και ο Σικελιανός από πού αντλεί τον ποιητικό μύθο του "Άγραφου"; Χωρίς αμφιβολία η πρώτη και κύρια πηγή του είναι το Διβάνι του Γκαίτε. Προς απόδειξιν αρκεί, νομίζω, το γεγονός ότι ο Σικελιανός παραλείπει από το ποίημα του Νιζαμί ό,τι ακριβώς παραλείπει και ο Γκαίτε από αυτό [...].

Όσο βέβαιο είναι ότι η κύρια πηγή του Σικελιανού για το "Άγραφον" είναι το Διβάνι του Γκαίτε, άλλο τόσο είναι βέβαιο πως δεν έμεινε μόνο σε αυτό. Προσωπικά, δεν νομίζω ότι διακινδυνεύουμε πολύ αν υποθέσουμε πως ο Σικελιανός είχε λάβει γνώση, πριν γράψει το "Άγραφον", του κειμένου του Αλ Γαζαλί που παραθέσαμε παραπάνω. Στο ποίημά του ο Νιζαμί κάνει λόγο για μια τυχαία ομάδα περαστικών με τους οποίους συζητάει ο Χριστός, ενώ ο Αλ Γαζαλί παρουσιάζει τον Χριστό να περπατάει με τους μαθητές του και να συνομιλεί μαζί τους για εκείνο το ψοφίμι, όπως ακριβώς κάνει και ο ποιητής του "Άγραφου"[...]. Δεν ήταν ανάγκη να έχει διαβάσει ο Σικελιανός το Περί της αναγεννήσεως των θρησκευτικών επιστημών του Αλ Γαζαλί για να βρει την εν λόγω διήγηση για τον Χριστό [...]. Θα μπορούσε να τη βρει σε προσιτότερες συλλογές άγραφων του Χριστού. Αν ο Σικελιανός είχε μείνει μόνο στο ποίημα του Νιζαμί, όπως παρατίθεται από τον Γκαίτε, πολύ δύσκολα θα μπορούσε να τιτλοφορήσει το δικό του ποίημα "Άγραφον".»

 

(Στ. Ζουμπουλάκης, «"Άγραφον". Μικρό φιλολογικό σχόλιο για τις πηγές του ποιήματος»,
Νέα Εστία
, τεύχος 1740, 2001, σελ. 968-970)

 

3. Τα κείμενα

ε. Στ' όσιου Λουκά το μοναστήρι

Διδακτικές επισημάνσεις

Ιδιαίτερη σημασία στο ποίημα έχει ο τρόπος με τον οποίο συμπλέκονται μέσα από τις δομές της ποιητικής αφήγησης τα δύο επίπεδα του ποιήματος, το θείο και το ανθρώπινο. Συγκεκριμένα:

• Ο χρόνος έχει κομβική σημασία στην προώθηση του ποιητικού «μύθου». Σε θεϊκό επίπεδο, ο χρόνος μεταβαίνει από τη Μεγάλη Παρασκευή, στην οποία κυριαρχεί ο Επιτάφιος Θρήνος, στο ξημέρωμα Μεγάλου Σαββάτου, στην Ανάσταση. Παράλληλα, κυοφορείται και προετοιμάζεται η χρονική εξέλιξη και σε ανθρώπινο επίπεδο: από τον θρήνο για τον λεβέντη του χωριού, τον Βαγγέλη, που θεωρείται νεκρός, στην Ανάστασή του, καθώς εμ-φανίζεται στη θύρα της εκκλησίας.

• Ο χώρος συμβάλλει καθοριστικά στην ποιητική σκηνοθεσία. Το μοναστήρι του Όσιου Λουκά στο Στείρι Βοιωτίας παρέχει το κατάλληλο σκηνικό για να διαδραματιστεί το Θείο Πάθος, αλλά και τα ανθρώπινα πάθη, που οδηγούν στην Ανάσταση: όχι μόνο του Θεανθρώπου αλλά και του Βαγγέλη, που τον θεωρούσαν χαμένο.

• Τα πρόσωπα: Ο Χριστός, που συγχωνεύεται με τον μυθικό θεό Άδωνη, ανασταίνεται και μαζί με τα «Χριστός Ανέστη» ανασταίνεται και ο Άδωνης του χωριού, ο Βαγγέλης, που επέζησε στον πόλεμο, αν και ακρωτηριασμένος, με ξύλινο ποδάρι. Ο πόνος της Παναγίας για τη Σταύρωση του γιου της και η χαρά για την Ανάστασή του ταυτίζονται με την οδύνη της μάνας για τον χαμένο γιο, καθώς και με την κραυγή χαράς για την Ανάστασή του. Παράλληλα, σαν χορός αρχαίας τραγωδίας, οι άλλες γυναίκες και άνδρες που παραστέκονται στα θεία πάθη, συμπάσχουν και στα πάθη της μάνας και του γιου.

• Ο αφηγητής: είναι θεατής των παθών του Θεανθρώπου αλλά και του ανθρώπινου πόνου. Συμπάσχει στον θρήνο αλλά και στη χαρά της Ανάστασης. Μάρτυράς του η ποίηση, η απλή και ανεπιτήδευτη, την οποία επικαλείται συνεχώς για την αλήθεια των γεγονότων.

• Τα σύμβολα: οι ανοιξιάτικοι ανθοί, τα αρώματα, ο συγκρητισμός θρησκειών, οι πληγές του Χριστού που μοιάζουν με ανεμώνες, η τραγική ειρωνεία της ζωής, που εκφράζεται με την εικόνα του ανάπηρου πια χορευτή που κάποτε «τράνταζε τ' αλώνι», όλα σκιαγραφούν παραστατικά το ανθρώπινο δράμα, που ξεπερνά την ανθρώπινη φαντασία, και μόνο η ποίηση, ως φορέας της αλήθειας, μπορεί να το συλλάβει και να το αποκαλύψει.

 

Συμπληρωματικές ερωτήσεις-Δραστηριότητες

• Τα ανθολογημένα ποιήματα του Σικελιανού προσφέρονται για ένα ομαδοσυνεργατικό σχέδιο εργασίας (project) με θέμα: «Όψεις της φύσης σε νεοέλληνες ποιητές» (π.χ., τον Σολωμό, τον Παλαμά και τον Σικελιανό).

 

Παράλληλα κείμενα

Νίκος Καρούζος, Η Ορθοδοξία

 

Γλυκό που είναι το σκοτάδι στις εικόνες των προγόνων

άμωμα χέρια μεταληπτικά

ρούχα που τ' άδραξεν η γαλήνη και δε γνωρίζουν άνεμο

βαθιά το ελέησον απ' τους άυλους βράχους

τα μάτια σαν καρποί ευωδάτοι.

Κι ο ψάλτης ολόσωμος ανεβαίνει στο πλατάνι της φωνής

καημένε κόσμε

θυμίαμα η γαλάζια οσμή κι ο καπνός ασημένιος

κερί να στάζει ολοένα στα παιδόπουλα

καημένε κόσμε

σα βγαίνουν —ω χαρά πρώτη— με το Ευαγγέλιο και με τις λαμπάδες

κ' ύστερα η μεγάλη χαρά να συντροφεύουν τ' Άγια.

Ο παπα-Γιάννης τυλιγμένος τ' άσπρο του φελόνι

καλός πατέρας και καλός παππούς με το σιρόκο στη γενειάδα

χρόνια αιώνες χρόνια και νιάτα πόχει η ομορφιά.

 

(Ν. Καρούζος, Τα ποιήματα, 1961-1978, Α' τόμος, Ίκαρος, σελ. 176)

 

• Ποια κοινά στοιχεία (από την άποψη περιεχομένου και ύφους) μπορείτε να επισημάνετε ανάμεσα στο ποίημα του Νίκου Καρούζου και στα ποιήματα του Σικελιανού (ιδιαίτερα τα Δείπνος και Στ' Όσιου Λουκά το μοναστήρι);

 

Α. Σικελιανός, Θαλερό [1] (απόσπασμα)

 

Φλογάτη, γελαστή, ζεστή, από τ' αμπέλια απάνωθεν

εκοίταγε η σελήνη·

κι ακόμα ο ήλιος πύρωνε τα θάμνα, βασιλεύοντας

μες σε διπλή γαλήνη.

Βαριά τα χόρτα, ιδρώνανε στην αψηλήν απανεμιά

το θυμωμένο γάλα,

κι από τα κλήματα τα νια, που της πλαγιάς ανέβαιναν

μακριά-πλατιά τη σκάλα,

σουρίζανε [2] οι αμπελουργοί [3] φτερίζοντας, εσειόντανε

στον όχτο οι καλογιάννοι [4] ,

κι άπλων' απάνω στο φεγγάρι η ζέστα αραχνοΰφαντο

κεφαλοπάνι...

 

Στο σύρμα [5], μες στο γέννημα, μονάχα τρία καματερά,

το 'να από τ' άλλο πίσω,

την κρεμαστή τους τραχηλιά κουνώντας, τον ανήφορο

ξεκόβαν το βουνίσο.

Σκυφτό, τη γης μυρίζοντας, και το λιγνό λαγωνικό,

με γρήγορα ποδάρια,

στου δειλινού τη σιγαλιά βράχο το βράχο επήδαγε

ζητώντας μου τα χνάρια [...]

Φλογάτη, γελαστή, ζεστή, εκεί η καρδιά μου δέχτηκε

ν' αναπαυτεί λιγάκι

πά' σε σεντόνια ευωδερά από βότανα, και γαλανά

στη βάψη από λουλάκι...

(Ά. Σικελιανός,Λυρικός βίος, τόμος Β', Ίκαρος, Αθήνα, 1994)

 

[1] Θαλερό: ανθηρό, ακμαίο. Εδώ πρόκειται για το ημιορεινό χωριό Θαλερό της Κορινθίας, που είχε γοητεύσει τον Σικελιανό στις αρχές του αιώνα και το επισκεπτόταν πολύ συχνά

[2] σουρίζανε: σφυρίζανε (αρχ. συρίζω)

[3] αμπελουργοί: τα πουλιά τρυποφράκτες

[4] καλογιάννοι: είδος πτηνών, οι κοκκινολαίμηδες

[5] σύρμα: μονοπάτι

 

• Πώς παρουσιάζεται η φύση στο παραπάνω ποίημα και ποια επίδραση ασκεί στην ψυχική διάθεση του ποιητή-αφηγητή;

 

4. Ενδεικτική βιβλιογραφία

Αράγης Γ., Η μεταβατική περίοδος της ελλαδικής ποίησης, Σοκόλης, Αθήνα, 2006. Αυγέρης Μ., Σικελιανός, Θεμέλιο, Αθήνα, 1966.

Δημαράς Κ. Θ., Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Ίκαρος, Αθήνα, 1965.

Δημόπουλος Τ., Σικελιανός ο ορφικός, Ίκαρος, Αθήνα, 1981.

Ξύδης Θ., Άγγελος Σικελιανός, Ίκαρος, Αθήνα, 1973.

Παπανούτσος Ε. Π., Παλαμάς-Καβάφης-Σικελιανός, Ίκαρος, Αθήνα, 1977.

Πολίτης Λ., Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Μ.Ι.Ε.Τ, Αθήνα, 91998.

Πρεβελάκης Π., Σικελιανός, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 1990.

Στεργιόπουλος Κ., «Άγγελος Σικελιανός», Η Ελληνική Ποίηση. Η ανανεωμένη Παράδοση, Σοκόλης, Αθήνα, 1980. Στέφος Α., «Άγγελος Σικελιανός: σαράντα χρόνια από το θάνατό του», Λόγος και Πράξη, τ. 45, Ιούνιος-Αύγουστος 1992, σσ. 54-60.

Φράγκου-Κικίλια P., Πέντε μελετήματα για τον Άγγελο Σικελιανό, Φιλιππότης, Αθήνα, 1997.

 

Αφιερώματα

Τετράδια Ευθύνης, «Κότινος στον Άγγελο Σικελιανό», τεύχος 11, 1980.

Νέα Εστία, τεύχος 1740, Δεκέμβριος 2001.

 

pano

 


Άγγελος Σικελιανός
Βιογραφία, Έργα, Συμφραστικός πίνακας, στις Ψηφίδες Άγγ. Σικελιανός, Ψηφίδες
ΕΚΕΒΙ Άγγ. Σικελιανός, ΕΚΕΒΙ
Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού Άγγ. Σικελιανός, ΣΝΕΛ
στη Βικιπαίδεια Άγγ. Σικελιανός, Βικιπαίδεια
Άγγελος Σικελιανός (βίντεο) [πηγή: Εκπαιδευτική Τηλεόραση] Άγγελος Σικελιανός (βίντεο) [πηγή: Εκπαιδευτική Τηλεόραση]

Βιογραφικό δεσμός, desmos


Τάσσος (Αλεβίζος Αναστάσιος) , βιογραφία και έργα
στην Εθνική Πινακοθήκη Εθνική Πινακοθήκη
στο paletaart παλέτα
στο nikias Νικίας

pano

 


Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.

 

Ποιο είναι το ποιητικό υποκείμενο, ο αφηγητής;

Το ποιητικό υποκείμενο είναι...

 

Σε ποιον απευθύνεται;

Απευθύνεται...

 

Σε ποιο πρόσωπο και αριθμό βρίσκονται τα ρήματα του ποιήματος, π.χ. γ' ενικό

Τα ρήματα βρίσκονται...

 

Ποιος είναι ο χώρος;

Ο χώρος του ποιήματος είναι...

 

Ποιος είναι ο χρόνος;

Ο χρόνος του ποιήματος είναι...

 

Ποιες είναι οι εικόνες του ποιήματος;

Οι εικόνες του ποιήματος είναι...

 

Από πού αντλεί τις εικόνες του ο ποιητής; (π.χ. φύση)

Ο ποιητής αντλεί τις εικόνες του...

 

Ποιους εκφραστικούς τρόπους χρησιμοποιεί ο ποιητής; (π.χ. σχήματα λόγου, χρήση επιθέτων)

Οι εκφραστικοί τρόποι είναι οι εξής...

 

Πώς χρησιμοποιεί τη στίξη;

Ο ποιητής....

 

Ποια είναι η γλώσσα; (π.χ. κοινή, λόγια, κοινή με λόγια στοιχεία κλπ.)

Το ποίημα είναι γραμμένο σε...

 

Ποια συναισθήματα σου προκαλεί;

Τα συναισθήματα...

 

pano