Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β' Λυκείου

Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Οι αδελφοί Καραμάζοφ

Ε B

520 521 522 523 524 525 526 527 528 529

Ξένη Λογοτεχνία520

Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Οι αδελφοί Καραμάζοφ

 

Το μυθιστόρημα Οι αδελφοί Καραμάζοφ θεωρείται ως το κορυφαίο έργο του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα. Σ' αυτό παρουσιάζεται η ζωή τριών αδελφών, που δεν έχουν τίποτε κοινό μεταξύ τους (του ορμητικού και αχαλίνωτου στα πάθη Ντιμήτρι· του συγκρατημένου αλλά ψυχικά αδύνατου και άβουλου Ιβάν και του αγνού ονειροπόλου Αλιόσα), σε συνάρτηση με την ακόλαστη και έκλυτη ζωή του πατέρα τους, του Φιόντορ Παύλοβιτς Καραμάζοφ, που τα εγκατέλειψε άστοργα, όταν ήταν πολύ μικρά και ορφανά από μητέρα.

Στο απόσπασμα που παραθέτουμε, τα τρία αδέλφια, ενήλικα πια, συναντιούνται με τον πατέρα τους και συμφωνούν να επισκεφτούν το φημισμένο πάτερ Ζωσιμά, γέροντα (στάρετς) του μοναστηριού της περιοχής, για να ζητήσουν τη μεσολάβησή του για συμφιλίωση και λύση των διαφορών τους. Στη συνάντηση παρευρίσκεται και ο ξάδελφος της πρώτης γυναίκας του Παύλοβιτς, ο Πιότρ Αλεξάνδροβιτς Μιούσοβ, κτηματίας της περιοχής, που είχε αναλάβει την κηδεμονία του Ντιμήτρι.

 


 

Απ' την πρώτη στιγμή δεν του άρεσε ο στάρετς*. Πραγματικά, υπήρχε κάτι στο πρόσωπό του που και σε πολλούς άλλους εχτός απ' τον Μιούσοβ* θα μπορούσε να μην αρέσει. Ήταν ένας κοντός καμπουριασμένος ανθρωπάκος με πολύ αδύνατα πόδια, κάπου εξηνταπέντε χρονώ, μα που η αρρώστια τον έκανε να φαίνεται πολύ μεγαλύτερος, τουλάχιστο κατά δέκα χρόνια. Όλο το ξερακιανό του πρόσωπο ήταν γεμάτο μικρές ρυτίδες, ιδίως γύρω στα μάτια, που ήταν μικρά, φωτεινά, ζωηρά και λαμπερά, σαν δυο γυαλιστερές κουκίδες. Μονάχα στους κροτάφους 521του απόμεναν κάτι άσπρα μαλλάκια, το γενάκι του ήταν πολύ κοντό, αραιό και μυτερό και τα χείλη του, που χαμογελούσαν συχνά, ήταν λεπτά σα δυο σπαγγάκια. Η μύτη του όχι και πολύ μεγάλη, μυτερή σα ράμφος πουλιού.

«Κατά πάσαν πιθανότητα είναι μια κακόβουλη και ψωροπερήφανη ψυχή», σκέφτηκε για μια στιγμή ο Μιούσοβ. Γενικά ήταν πολύ δυσαρεστημένος με τον εαυτό του.

Το ρολόι —ένα φτηνό ρολόι του τοίχου με βαρίδια— χτύπησε βιαστικά βιαστικά ακριβώς δώδεκα. Αυτό τους βοήθησε ν' αρχίσουν την κουβέντα.

— Ακριβέστατα η ορισμένη ώρα, —φώναξε ο Φιόντορ Παύλοβιτς*— κι ο γιος μου ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς ακόμα να φανεί. Σας ζητώ συγγνώμη για λογαριασμό του, πανοσιότατε στάρετς*! (Ο Αλιόσα ανατρίχιασε ακούγοντας αυτό το «πανοσιότατε στάρετς»). Όμως εγώ είμαι πάντοτε ακριβής στην ώρα μου, ούτε λεπτό δεν αργώ, γιατί πάντα θυμάμαι πως η ακρίβεια είναι η ευγένεια των βασιλιάδων...

— Όμως εσείς, όπως και να 'ναι, δεν είστε βασιλιάς,* — είπε αμέσως ο Μιούσοβ που δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί.

— Ναι, αυτό είν' αλήθεια, δεν είμαι βασιλιάς. Και φανταστείτε, Πιότρ Αλεξάντροβιτς, αυτό το 'ξερα και μόνος μου. Μα το Θεό, το 'ξερα! Όμως, έτσι συμβαίνει πάντοτε. Όλο και κάτι θα πω που δε θα ταιριάζει με την περίσταση! Αιδεσιμότατε! — ξεφώνισε με κάποιο ξαφνικό πάθος:— Έχετε τώρα μπροστά σας έναν γελωτοποιό, έναν πραγματικό γελωτοποιό! Έτσι και σας συσταίνουμαι. Είναι μια παλιά μου συνήθεια, αλίμονο! Κι αν καμιά φορά λέω ξεκάρφωτες ψευτιές, αυτό το κάνω ξεπίτηδες μπορώ να πω, για να κάνω τους άλλους να γελάσουν και να γίνω έτσι ευχάριστος. Πρέπει δα να 'ναι ευχάριστος κανείς, ψέματα; Καταφτάνω που λέτε μια φορά, εδώ κι εφτά χρόνια, σε μιαν πολιτειούλα, είχα κάτι δουλίτσες εκεί και μόλις είχα φτιάξει μιαν εταιριούλα με κάτι εμποράκους. Πάμε το λοιπόν στον ισπράβνικ1, είχαμε να τον παρακαλέσουμε για κάποιο ζήτημα και θα τον καλούσαμε σε γεύμα. Βγαίνει ο ισπράβνικ, ένας ψηλός, χοντρός, ανοιχτόξανθος και σκυθρωπός άνθρωπος. Για κάτι τέτοιες περιπτώσεις κάτι τέτοιοι είναι τα πιο επικίνδυνα υποκείμενα. Είναι βλέπεις 522το συκώτι, το συκώτι. Γυρίζω αμέσως και του λέω, (και ξέρετε, του το 'πα με τόση χάρη σα να 'μουν άνθρωπος των σαλονιών): «Κύριε ισπράβνικ, γενείτε, του λέω, ο Ναπράβνικ μας!» «Τι θέλετε να πείτε, μου λέει, με το Ναπράβνικ σας;» Το βλέπω πια απ' την πρώτη στιγμή πως δεν κόλλησε. Στάθηκε κει σοβαρός, πεισμωμένος μάλιστα: «Θέλησα, λέω, να κάνω ένα αστείο για να ευθυμήσουμε όλοι μας. Αυτός ο κύριος Ναπράβνικ είναι ένας διάσημος Ρώσος μαέστρος και μεις ακριβώς χρειαζόμαστε για την αρμονία της επιχείρησής μας έναν άνθρωπο που να 'ναι κάτι σα μαέστρος...». Θα 'λεγε κανείς πως η εξήγηση κι η σύγκριση ήταν πολύ λογική, ψέματα; «Με συγχωρείτε, μου λέει, εγώ είμαι ισπράβνικ και δε σας επιτρέπω να κάνετε καλαμπούρια με το αξίωμά μου». Μου γυρίζει την πλάτη και φεύγει. Και γω φωνάζω ξωπίσω του: «Σωστά, σωστά, είστε ισπράβνικ κι όχι Ναπράβνικ!» «Όχι, μου λέει, μια και το είπατε πάει πια, είμαι Ναπράβνικ». Και φανταστείτε. Η δουλειά μας πήγε στράφι! Κι όλο έτσι για το τίποτα την παθαίνω, μα την αλήθεια, για το τίποτα. Πάντα έτσι θα συμβεί που θα βλάψω μόνος μου τον εαυτό μου με την ευγένειά μου! Μια φορά, πάνε πια πολλά χρόνια, λέω σ' ένα πρόσωπο που θα μπορούσες να το πεις και σημαντικό: «Η γυναίκα σας παίρνει εύκολα φωτιά». Εννοείται πως αυτό το 'πα έχοντας υπόψη την τιμή και τα ηθικά προτερήματα, όμως εκείνος μου λέει αναπάντεχα: «Πώς το ξέρετε; Την ανάψατε καμιά φορά;» Δεν βάσταξα τότε, στάσου λέω μέσα μου να φανώ ευχάριστος: «Ναι, του λέω, την άναψα». Τότε λοιπόν μου τις άναψε κι αυτός για τα καλά... Μα όλ' αυτά είναι καιρός πια που γενήκανε, τόσο που δεν ντρέπουμαι και να τα δηγιέμαι. Πάντα κάπως έτσι θα βλάψω τον εαυτό μου!

— Αυτό κάνετε και τώρα, — είπε με αηδία ο Μιούσοβ.

Ο στάρετς τούς κοίταζε σιωπηλός πότε τον έναν πότε τον άλλον.

— Για κοίτα κει! Σας βεβαιώνω, Πιότρ Αλεξάντροβιτς, πως κι αυτό το 'ξερα και μάλιστα, μπορώ να πω, ένιωθα τι πήγαινα να κάνω από τη στιγμή κιόλας που άρχισα να μιλάω. Και, ξέρετε, προαισθανόμουν ακόμα πως εσείς θα μου κάνατε πρώτος την παρατήρηση. Κάτι τέτοιες στιγμές, αιδεσιμότατε, όταν βλέπω πως το αστείο μου δεν πετυχαίνει, τα δυο μου μάγουλα αρχίζουν να κολλάνε στα κάτω ούλα, παθαίνω κάτι σαν σπασμούς. Αυτό το 'χω απ' τα νιάτα μου ακόμα, όταν ζούσα στα σπίτια των τσιφλικάδων κι έτρωγα το ξένο ψωμί σαν παράσιτο. Ο γελωτοποιός, αιδεσιμότατε, είναι βαθιά ριζωμένος μέσα μου, από γεννησιμιού μου έτσι είμαι, δίκιο θα 'χετε και παλαβό να με πείτε. Δε λέω, μπορεί να 'χω και 523 κανένα κακό πνεύμα μέσα μου, όμως, εδώ που τα λέμε, δεν μπορεί να 'ναι και πολύ μεγάλου διαμετρήματος, γιατί, αν ήταν, θα φρόντιζε να βρει κανένα σημαντικότερο μέρος να κάτσει. Πάντως ούτε και σε σας θα 'ρχόταν, Πιότρ Αλεξάντροβιτς, γιατί και σεις δεν είστε δα και τόσο σημαντικός. Όμως εγώ πιστεύω, πιστεύω στο Θεό. Μόλις τώρα τελευταία άρχισα ν' αμφιβάλω, τώρα όμως κάθουμαι και περιμένω υπέροχα λόγια. Είμαι και γω, αιδεσιμότατε, σαν το φιλόσοφο Ντιντερό. Το ξέρετε άραγε, πανιερότατε πάτερ, πως ο Ντιντερό ο φιλόσοφος παρουσιάστηκε κάποτε στο μητροπολίτη Πλάτωνα; Ήτανε τον καιρό της αυτοκράτειρας Αικατερίνης. Μπαίνει που λέτε, κι η πρώτη του κουβέντα ήταν τούτη: «Δεν υπάρχει Θεός». Τότε κι ο άγιος εκείνος άνθρωπος σηκώνει το δάχτυλό του κι απαντάει: «είπεν ο άφρων εν τη καρδία αυτού». Τότε και κείνος πέφτει αμέσως στα γόνατα και φωνάζει: «Πιστεύω και δέχουμαι να βαφτιστώ». Έτσι λοιπόν τον βαφτίσανε την ίδια εκείνη ώρα. Η πριγκίπισσα Ντάσκοβα ήταν η ανάδοχος κι ο Ποτέμκιν νουνός...

— Φιόντορ Παύλοβιτς, αυτό είναι ανυπόφορο πια! Το ξέρετε κι ο ίδιος πως λέτε ψέματα και πως αυτό το ανόητο ανέκδοτο είναι παραμύθι. Τι θέλετε λοιπόν να παραστήσετε; — είπε ο Μιούσοβ που 'χασε την υπομονή του κι η φωνή του έτρεμε.

— Όλη μου τη ζωή το προαισθανόμουν πως είναι ψέματα! —ξεφώνισε παράφορα ο Φιόντορ Παύλοβιτς.— Γι' αυτό, καλοί μου κύριοι, θα σας πω όλη την αλήθεια. Ενδοξότατε στάρετς! Συχωρέστε με, μα κείνο το τελευταίο για το βάφτισμα του Ντιντερό, το σκαρφίστηκα τώρα μόλις μονάχος μου, τούτην ακριβώς τη στιγμή που τα ιστορούσα. Ως τα τώρα ούτε καν μου 'χε περάσει μια τέτοια σκέψη απ' το κεφάλι. Έτσι για να γίνει πιο πικάντικο το σκαρφίστηκα. Γι' αυτό κάνω μπαλαφαριές, Πιότρ Αλεξάντροβιτς, για να γίνω πιο ευχάριστος. Εδώ που τα λέμε, ούτε και γω ο ίδιος δεν ξέρω για ποιο λόγο το κάνω αυτό. Όσο για τον Ντιντερό, κείνο το «είπεν ο άφρων» τ' άκουσα και γω πολλές φορές στα νεανικά μου χρόνια απ' τους ντόπιους τσιφλικάδες, όταν ζούσα στα σπίτια τους. Τ' άκουσα κι απ' τη θεία σας, Πιότρ Αλεξάντροβιτς, τη Μάβρα Φομίνισνα. Όλοι αυτοί είναι και τώρα ακόμα βέβαιοι πως ο άθεος Ντιντερό πήγε στου μητροπολίτη Πλάτωνα για να συζητήσει μαζί του για την ύπαρξη του Θεού...

Ο Μιούσοβ σηκώθηκε, γιατί όχι μονάχα έχασε πια την υπομονή του, μα σχεδόν δεν ήξερε τι έκανε απ' το θυμό του. Λύσαγε απ' το κακό του κι ένιωθε πως έτσι γινόταν γελοίος. Πραγματικά, στο κελί γινόταν κάτι 524πρωτοφανές. Σαράντα, ίσως και πενήντα χρόνια, απ' τον καιρό των παλιών στάρετς ακόμα, μαζεύονταν εδώ, μέσα σ' αυτό το ίδιο το κελί, άνθρωποι διαποτισμένοι από βαθιάν ευλάβεια. Όλοι όσοι μπαίνανε στο κελί είχαν τη συναίσθηση πως τους κάνουνε μεγάλη χάρη. Πολλοί πέφτανε στα γόνατα και δε σηκώνονταν παρά μονάχα, όταν τέλειωνε η επίσκεψή τους. Ακόμα και πολλά απ' τα «ανώτερα» πρόσωπα, άνθρωποι με μεγάλη μόρφωση και μάλιστα με ελεύθερες ιδέες που έρχονταν είτε από περιέργεια είτε για κάποιαν άλλη αιτία, μπαίνοντας στο κελί μαζί με τους άλλους ή παίρνοντας μιαν ιδιαίτερη συνέντευξη, θεωρούσαν πρώτιστο καθήκον τους, όλοι ως τον τελευταίο, να δείξουν βαθύτατο σεβασμό στον στάρετς και να φερθούν ευγενικά. Και τούτο γιατί φυσικά δεν επρόκειτο εδώ για λεφτά μα για αγάπη και για έλεος απ' τη μια μεριά κι απ' την άλλη για επιθυμία γαλήνης και δίψα να δοθεί μια λύση σε κάποιο δύσκολο ηθικό πρόβλημα ή σε κάτι που τους ταλανίζει το πνεύμα. Έτσι που ο Φιόντορ Παύλοβιτς με τις χοντροκοπιές του, τις ανάρμοστες σε τούτο το μέρος, έκανε τους παριστάμενους, μερικούς τουλάχιστο αν όχι όλους, ν' απορήσουν και να τα χάσουν. Να λέμε την αλήθεια, οι ιερομόναχοι δεν άλλαξαν καθόλου έκφραση και με σοβαρή προσοχή περιμένανε να δουν τι θα πει ο στάρετς. Φαίνεται όμως πως ήταν έτοιμοι κι αυτοί να σηκωθούν όπως κι ο Μιούσοβ. Ο Αλιόσα ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα και στεκόταν με χαμηλωμένο κεφάλι. Περισσότερο απ' όλα παραξενευότανε, γιατί ο μεγαλύτερος αδερφός του, ο Ιβάν Φιοντόροβιτς, που μονάχα σ' αυτόν είχε στηρίξει τις ελπίδες του και που ήταν ο μόνος άνθρωπος που 'χε τόση επιρροή στον πατέρα του, ώστε να μπορούσε τώρα να τον σταματήσει, καθόταν τούτη τη στιγμή εντελώς ακίνητος στην καρέκλα του, με χαμηλωμένα τα μάτια και φαινόταν να περιμένει με κάποια φιλομαθή περιέργεια να δει πώς θα τελειώσουν όλ' αυτά, σαν να 'ταν εντελώς ξένος εδώ. Ο Αλιόσα ούτε να τον κοιτάξει δεν μπορούσε τον Ρακίτιν (το σπουδαστή της θεολογίας) που ήταν πολύ γνωστός του και σχεδόν φίλος του, γιατί ήξερε τις σκέψεις του. (Άλλωστε ήταν ο μόνος που τις ήξερε σ' όλο το μοναστήρι).

— Με συγχωρείτε... —άρχισε να λέει ο Μιούσοβ στον στάρετς,— ίσως να νομίζετε πως και γω είμαι μέτοχος σ' αυτή την ελεεινή κωμωδία. Το λάθος μου ήταν που πίστεψα πως ακόμα κι ένας άνθρωπος σαν τον Φιόντορ Παύλοβιτς θα καταλάβαινε τις υποχρεώσεις του, όταν θα βρισκόταν μπροστά σ' ένα τόσο σεβαστό πρόσωπο... Δεν μπορούσα να 'χω υπόψη μου πως θα χρειαστεί να ζητήσω συγγνώμη, μόνο και μόνο γιατί μπήκα εδώ μέσα μαζί του...

525Ο Πιότρ Αλεξάντροβιτς δεν τέλειωσε την κουβέντα του. Συγχύστηκε εντελώς κι ήταν έτοιμος να βγει απ' το δωμάτιο.

— Μην ανησυχείτε, σας παρακαλώ, — είπε ο στάρετς. Σηκώθηκε ξαφνικά πάνω στ' αδύνατα πόδια του και παίρνοντας τον Πιότρ Αλεξάντροβιτς απ' τα δυο του χέρια τον έβαλε να καθίσει ξανά στην πολυθρόνα. — Ησυχάστε, σας παρακαλώ. Σας παρακαλώ όλως ιδιαιτέρως να μείνετε φιλοξενούμενός μου. Έκανε μιαν υπόκλιση και ξανακάθισε στο ντιβανάκι του.

— Ενδοξότατε στάρετς, αποφανθείτε. Σας προσβάλλω με τη ζωηρότητά μου ή όχι; — ξεφώνισε ξαφνικά ο Φιόντορ Παύλοβιτς κι άδραξε με τα δυο του χέρια τα χερούλια της πολυθρόνας έτοιμος να πεταχτεί απάνω ανάλογα με την απάντηση.

— Σας παρακαλώ και σας —είπε ο στάρετς με τον πιο υποβλητικό τρόπο— να μην ανησυχείτε και να μη νιώθετε καμιά συστολή μπροστά μου. Μην πιέζετε τον εαυτό σας, φερθείτε σα να 'σασταν στο σπίτι σας. Και, το κυριότερο, μην ντρέπεστε τόσο πολύ τον εαυτό σας, γιατί απ' αυτό ακριβώς προέρχονται όλα.

— Εντελώς σα στο σπίτι μου; Δηλαδή στη φυσική μου κατάσταση; Ω, αυτό είναι πολύ, πάρα πολύ, όμως το δέχουμαι μ' ευγνωμοσύνη! Ξέρετε, πανιερότατε πάτερ, καλύτερα μη με παροτρύνετε να φερθώ φυσικά, μην το διακινδυνέψετε αυτό... ως τη φυσική μου κατάσταση ούτε και γω ο ίδιος δε θα φτάσω. Σας προειδοποιώ, για να προφυλάξω εσάς δηλαδή. Όσο για τ' άλλα, εκείνα μένουν στο σκοτάδι, αν και μερικοί θα το 'θελαν να παραμουντζουρώσουν το πορτρέτο μου. Εσάς εννοώ, Πιότρ Αλεξάντροβιτς. Όσο για σας, πανιερότατε, σας εκφράζω τον ενθουσιασμό μου! — Ανασηκώθηκε κι υψώνοντας τα χέρια του πρόφερε: «Μακαρία η κοιλία η βαστάσασά σε και μαστοί ους εθήλασας», οι μαστοί προπαντός. Και τώρα με την παρατήρησή σας: «Να μην ντρέπουμαι τόσο πολύ τον ίδιο τον εαυτό μου, γιατί από δω ξεκινάνε όλα» — με τη φράση σας αυτή με διαπεράσατε πέρα για πέρα και διαβάσατε μέσα μου. Γιατί έτσι ακριβώς γίνεται: Όταν μπαίνω πουθενά, μου φαίνεται πως είμαι ο πιο πρόστυχος απ' όλους και πως όλοι με νομίζουν για παλιάτσο. Τότε λοιπόν λέω και γω μέσα μου: «Άσε να κάνω στ' αλήθεια τον παλιάτσο. Δε με νοιάζει για τη γνώμη σας, γιατί όλοι σας, μέχρι τον τελευταίο, είσαστε πιο ποταποί από μένα»! Γι' αυτό είμαι παλιάτσος, απ' την ντροπή μου παίζω τούτο το ρόλο, απ' τη ντροπή μου, ενδοξότατε στάρετς. Από φοβισμένη δυσπιστία 526κάνω όλη τούτη τη φασαρία. Γιατί, αν ήμουν βέβαιος πως, όταν μπαίνω κάπου, όλοι θα με δεχτούνε σαν τον ευγενικότερο κι εξυπνότερο άνθρωπο, Θεέ μου! τι καλός που θα 'μουν τότε! Δάσκαλε! — είπε και ξαφνικά έπεσε στα γόνατα. —Τι πρέπει να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;

Ακόμα και τώρα ήταν δύσκολο να καταλάβει κανείς αν αστειεύεται ή αν πραγματικά νιώθει κατάνυξη.

Ο στάρετς τον κοίταξε και πρόφερε μ' ένα χαμόγελο:

— Το ξέρετε προ πολλού κι ο ίδιος τι πρέπει να κάνετε· είστε αρκετά μυαλωμένος. Μη μεθάτε και μη βρίζετε, μην αφήνεστε να σας παρασέρνει η φιληδονία. Μα πρώτ' απ' όλα μη θεοποιείτε τα χρήματα και κλείστε τα καπηλειά σας, αν δεν μπορείτε όλα, τουλάχιστο δυο τρία. Και το κυριότερο απ' όλα, μη λέτε ψέματα.

— Θέλετε να πείτε για τον Ντιντερό μήπως;

— Όχι, δεν εννοούσα τον Ντιντερό. Το κυριότερο είναι να μη λέτε ψέματα στον ίδιο τον εαυτό σας. Αυτός που λέει ψέματα στον εαυτό του και πιστεύει στο ίδιο του το ψέμα, φτάνει στο σημείο να μη βλέπει καμιάν αλήθεια ούτε μέσα του ούτε και στους άλλους — κι έτσι χάνει κάθε εχτίμηση για τους άλλους και κάθε αυτοεχτίμηση. Μην εχτιμώντας κανέναν, παύει ν' αγαπάει. Και μην έχοντας την αγάπη αρχίζει να παρασέρνεται απ' τα πάθη και την ακολασία, για ν' απασχοληθεί και να διασκεδάσει. Έτσι φτάνει στην απόλυτη χτηνωδία κι όλ' αυτά, επειδή λέει συνεχώς ψέματα στους άλλους και στον εαυτό του. Αυτός που λέει ψέματα στον εαυτό του είναι αυτός που προσβάλλεται πρώτος. Γιατί, καμιά φορά, είναι πολύ ευχάριστο να νιώθει κανείς προσβλημένος. Έτσι δεν είναι; Κι ας ξέρει πως κανένας δεν τον πρόσβαλε και πως μονάχος του φαντάστηκε την προσβολή κι είπε ψέματα από κοκεταρία, υπερέβαλε τα πράματα, για να τα εξωραΐσει, αρπάχτηκε από μια λέξη φτιάχνοντας ένα ολάκερο βουνό από έναν κόκκον σινάπεως, τα ξέρει όλ' αυτά και μόνος του κι όμως προσβάλλεται, προσβάλλεται, ώσπου να νιώσει ευχαρίστηση, ώσπου να νιώσει μεγάλη αγαλλίαση κι έτσι φτάνει στο σημείο να καλλιεργεί μέσα του το πραγματικό μίσος... Μα σηκωθείτε λοιπόν, καθίστε, πολύ σας παρακαλώ, κι αυτά εδώ δεν είναι τίποτ' άλλο από ψεύτικες χειρονομίες...

— Αγιότατε! Αφήστε με να σας φιλήσω το χέρι, — είπε ο Φιόντορ Παύλοβιτς και πηδώντας έφτασε τον στάρετς κι έδωσε ένα ηχηρό φιλί στο λιπόσαρκο χέρι του. — Ακριβώς. Ακριβώς αυτό συμβαίνει. Είναι ευχάριστο 527να νιώθεις πως προσβλήθηκες. Αυτό πολύ σωστά το είπατε. Από κανέναν άλλον δεν άκουσα μια τόσο σοφή κουβέντα. Ακριβώς. Ακριβώς, εγώ σ' όλη μου τη ζωή προσβαλλόμουν μέχρι ευχαρίστησης, προσβαλλόμουν από αισθητική ανάγκη, γιατί δεν είναι μονάχα ευχάριστο μα και ωραίο να νιώθεις τον εαυτό σου προσβλημένο. Αυτό μονάχα ξεχάσατε να πείτε, ενδοξότατε στάρετς: Είναι και ωραίο; Αυτό θα το γράψω σε βιβλίο! Κι έλεγα ψέματα, έλεγα ψέματα κυριολεχτικά σ' όλη μου τη ζωή, την κάθε μέρα και την κάθε ώρα. Αληθώς λέγω υμίν, εγώ ειμί το ψέμα και πατήρ του ψέματος! Εδώ που τα λέμε, μου φαίνεται πως δεν είναι ο πατέρας, βλέπετε μπερδεύω συνεχώς τα κείμενα, ε, ας είναι κι ο γιος, αρκετό θα 'ναι κι έτσι. Μονάχα που... καλέ μου άγγελε, σεις... για τον Ντιντερό, επιτρέπεται να μιλάει κανείς καμιά φορά! Ο Ντιντερό δεν μπορεί σε τίποτα να βλάψει. Κάποτε μια λέξη μονάχα βλάφτει περισσότερο. Ενδοξότατε στάρετς, καλά που το 'φερε η κουβέντα, γιατί παραλίγο να το ξεχάσω. Κι όμως το 'χα αποφασίσει εδώ και τρία χρόνια ακόμα να ζητήσω από δω πληροφορίες, να 'ρθω ξεπίτηδες εδώ και να ρωτήσω επίμονα, για να μάθω. Μονάχα πείτε στον Πιότρ Αλεξάντροβιτς να μη με διακόπτει. Να τι θέλω να ρωτήσω: Είναι αλήθεια, ενδοξότατε πάτερ, πως κάπου στα Συναξάρια υπάρχει γραμμένη η ιστορία ενός άγιου θαυματουργού που βασανίστηκε υπέρ πίστεως και που, όταν στο τέλος του κόψανε το κεφάλι, εκείνος σηκώθηκε, πήρε από χάμω το κεφάλι του και το «ησπάζετο ευλαβώς» και περπάτησε έτσι πολλήν ώρα «ασπαζόμενος αυτό ευλαβώς»; Είναι αλήθεια αυτό ή όχι, ευσεβέστατοι πατέρες;

— Όχι, δεν είναι αλήθεια, — είπε ο στάρετς.

— Σε κανένα Συναξάρι δεν υπάρχει τίποτα παρόμοιο. Για ποιον άγιο λέτε πως είναι γραμμένη αυτή η ιστορία; — ρώτησε ο ιερομόναχος, ο πάτερ βιβλιοθηκάριος.

— Ούτε και γω ξέρω για ποιον άγιο είναι γραμμένη. Δεν ξέρω, γιατί δεν το διάβασα. Με γελάσανε κείνοι που μου το διηγήθηκαν. Τ' άκουσα. Και ξέρετε ποιος το διηγόταν; Να, ο Πιότρ Αλεξάντροβιτς Μιούσοβ, αυτός που μόλις πριν από λίγο θύμωσε για τον Ντιντερό. Αυτός ο ίδιος το διηγόταν.

— Ποτέ δε σας το διηγήθηκα αυτό. Εγώ ούτε μιλάω κάν μαζί σας.

— Είν' αλήθεια πως δε μου το 'πατε εμένα προσωπικά. Όμως το διηγηθήκατε σε μια παρέα, όπου βρισκόμουν και γω, πάνε τέσσερα χρόνια τώρα. Το ανέφερα, γιατί με τούτη την τόσο αστεία διήγηση μου κλονίσατε την πίστη μου, Πιότρ Αλεξάντροβιτς. Εσείς δεν το καταλάβατε αυτό, 528δεν το υποπτευθήκατε, όμως εγώ γύρισα στο σπίτι με κλονισμένη την πίστη μου κι από κείνη την ώρα όλο και πιότερο κλονίζουμαι. Ναι, Πιότρ Αλεξάντροβιτς, γίνατε αιτία ενός μεγάλου ξεπεσμού! αυτό πια δεν είναι σαν την ιστορία του Ντιντερό!

Ο Φιόντορ Παύλοβιτς μίλαγε με πάθος, αν κι όλοι το καταλάβαιναν πια πως άρχισε και πάλι να παίζει κωμωδία. Όμως ο Μιούσοβ ένιωθε τον εαυτό του βαθιά πληγωμένον.

— Τι ανοησία! Όλ' αυτά είν' ανοησίες, — μουρμούριζε αυτός. — Ίσως πραγματικά κάποτε να είπα κάτι τέτοιο... Όμως όχι σε σας. Και μένα άλλοι μου το είπαν. Τ' άκουσα στο Παρίσι από 'ναν Γάλλο που μου 'λεγε πως τάχα στις εκκλησίες μας διαβάζουν τούτη την περικοπή απ' το Συναξάρι στην πρωινή λειτουργία... Ήταν ένας πολύ μορφωμένος άνθρωπος που έκανε ειδικές στατιστικές μελέτες για τη Ρωσία... έζησε πολλά χρόνια στη Ρωσία. Εγώ ποτέ μου δε διάβασα τα Συναξάρια... κι ούτε θα τα διαβάσω... Λίγες φλυαρίες λέγονται τάχα την ώρα του γεύματος;... Και μεις τότε γευματίζαμε...

— Αυτό είναι. Εσείς γευματίζατε, όμως εγώ τότε ακριβώς έχασα την πίστη μου! — τον κούρντιζε ο Φιόντορ Παύλοβιτς.

— Και τι με νοιάζει εμένα για την πίστη σας! — παραλίγο να φωνάξει ο Μιούσοβ, μα ξαφνικά συγκρατήθηκε και πρόφερε με περιφρόνηση: — Εσείς κυριολεχτικά βρωμίζετε το κάθε τι που θ' αγγίξετε.

Ξαφνικά ο στάρετς σηκώθηκε.

— Με συγχωρείτε, κύριοι, που θα σας αφήσω για λίγα λεπτά, —είπε σ' όλους τους επισκέπτες του,— όμως με περιμένουν άλλοι που ήρθαν πιο πριν από σας. Και σεις πάψετε ωστόσο να λέτε ψέματα, — πρόστεσε εύθυμα γυρίζοντας προς τον Φιόντορ Παύλοβιτς.

Βγήκε απ' το κελί· ο Αλιόσα κι ο δόκιμος έτρεξαν να τον βοηθήσουν να κατέβει τη σκάλα. Ο Αλιόσα πνιγόταν μέσα στο δωμάτιο κι ήταν χαρούμενος που βγήκε. Μα ήταν ακόμα πιο χαρούμενος, γιατί ο στάρετς δε φαινόταν προσβλημένος μα εύθυμος. Ο στάρετς προχώρησε προς το υπόστεγο για να ευλογήσει κείνους που τον περίμεναν. Μα ο Φιόντορ Παύλοβιτς τον σταμάτησε στην πόρτα του κελιού.

— Πανιερότατε! —φώναξε συγκινημένος— Επιτρέψτε μου να ασπαστώ ακόμα μια φορά το χέρι σας! Ναι, μαζί σας μπορεί να μιλήσει κανείς, μπορεί να ταιριάξει! Νομίζετε πως εγώ όλη την ώρα λέω ψέματα και κάνω το γελωτοποιό; Μάθετε λοιπόν πως όλ' αυτά τα 'κανα ξεπίτηδες για να σας δοκιμάσω. Γι' αυτό φέρθηκα όπως φέρθηκα. Είναι γιατί όλη την ώρα 529σας βολιδοσκοπούσα: Μπορεί τάχα να ζήσει κανείς μαζί σας; Ήθελα να δω. Μπορεί να υπάρχει θέση για την ταπεινότητά μου πλάι στην ευλάβειά σας; Άριστα σας δίνω: Μαζί σας μπορεί να ζήσει κανείς! Και τώρα σωπαίνω, δε θα βγάλω πια τσιμουδιά. Θα κάτσω στην πολυθρόνα και δε θα μιλάω. Τώρα είναι η σειρά σας να μιλήσετε, Πιότρ Αλεξάντροβιτς, τώρα εσείς είστε το σημαντικότερο πρόσωπο... για δέκα λεπτά...

Άρης Αλεξάνδρου

 

 Irvin D. Yalom, «Όταν έκλαψε ο Νίτσε» (απόσπασμα)

 

στάρετς: (λέξη ρωσική)· γέροντας ασκητής.
Μιούσοβ: ξάδελφος της πρώτης γυναίκας του γερο-Καραμάζοφ, πλούσιος κτηματίας. Έζησε και έκανε λαμπρές σπουδές στο Παρίσι. Ασπάστηκε τις φιλελεύθερες ιδέες και αναμείχτηκε στην παρισινή επανάσταση του 1848. Αντιπαθούσε τον κλήρο. Κίνησε δίκη κατά του μοναστηριού για κάποια δικαιώματα αλιείας ή υλοτομίας στην περιοχή που συνόρευε με το κτήμα του, όχι γιατί είχε καμιά οικονομική ανάγκη, αλλά γιατί το θεωρούσε καθήκον.
Φιόντορ Παύλοβιτς Καραμάζοφ: πατέρας των τριών αδελφών Καραμάζοφ.
Πανοσιότατε στάρετς: ο γερο-Καραμάζοφ πολύ συχνά καταφεύγει στην κολακεία και την υποκρισία.
δεν είστε βασιλιάς: ο Μιούσοβ δε χάνει ευκαιρία να στηλιτεύσει το γερο-Καραμάζοφ, για τον οποίο ένιωθε μίσος και περιφρόνηση.
1. Διοικητής αστυνομικού τμήματος στη Ρωσία.

pano

 



 

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

  1. Ο γερο-Καραμάζοφ αυτοσυσταίνεται ως γελωτοποιός, ως παλιάτσος. Να δικαιολογήσετε, με βάση τα λόγια και τη συμπεριφορά του, τον αυτοχαρακτηρισμό.
  2. Γιατί ο ήρωάς μας συμπεριφέρεται με αυτό τον τρόπο; Τι θέλει να πετύχει; Την απάντηση θα τη βρείτε στο διάλογό του με το στάρετς Ζωσιμά.
  3. Οι ψυχικές διακυμάνσεις του Καραμάζοφ δίνονται μέσα από ένα σωρό λόγια και απίθανες χειρονομίες. Τι πετυχαίνει με αυτό ο συγγραφέας;
  4. Να χαρακτηρίσετε τα άλλα πρόσωπα του κειμένου (κυρίως το Ζωσιμά και τον Μιούσοβ).

ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

 


Ντοστογιέφσκι Φιοντόρ (1821-1881)

Ντοστογιέφσκι Φιοντόρ

 

Μεγαλοφυής Ρώσος μυθιστοριογράφος. Γεννήθηκε στη Μόσχα. Το 1837 μπήκε στη Στρατιωτική Σχολή Μηχανικού, αλλά δεν έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον· αντίθετα αφοσιώθηκε στη μελέτη της λογοτεχνίας. Τελειώνοντας τις σπουδές υπηρέτησε για ένα χρόνο στην Πετρούπολη και παραιτήθηκε για να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη συγγραφή. Έζησε ζωή γεμάτη στερήσεις και περιπέτειες. Για τις φιλελεύθερες ιδέες του καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά τη στιγμή της εκτέλεσής του η ποινή του μετατράπηκε σε τέσσερα χρόνια καταναγκαστικά έργα στη Σιβηρία. Μετά την απελευθέρωσή του συνέχισε τον ιδεολογικό του αγώνα από τα περιοδικά Χρόνος (1861-1863) και Εποχή (1864-1865) μαζί με τον αδελφό του και άλλους διανοούμενους. Και οι δυο όμως αυτές επιχειρήσεις του έληξαν με δεινές οικονομικές συνέπειες, που τον συνόδευαν ως το τέλος περίπου της ζωής του. Για να γλιτώσει από τα χρέη του κατέφυγε στο εξωτερικό και περιπλανήθηκε πάμφτωχος μαζί με την οικογένειά του στη Γερμανία, Ιταλία, Ελβετία και Γαλλία από το 1867 ως το 1871, όποτε και του δόθηκε άδεια να γυρίσει στην Πετρούπολη. Τα έργα του μπορούμε να τα χωρίσουμε σε δυο περιόδους: εκείνα που γράφτηκαν πριν, και κατά τη διάρκεια της εξορίας, και τα μετά την εξορία. Στα πρώτα (Οι φτωχοί, 1846· Οι λευκές νύχτες 1848· Οι ταπεινοί και καταφρονεμένοι 1861· Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων, 1860-1862· Το υπόγειο 1864 κ.ά.) μπαίνει ορμητικά στο διάλογο με τους δημοκρατικούς και τους σοσιαλιστές όλων των αποχρώσεων. Τα έργα αυτά έδωσαν τα πρότυπα —ιδέες και μορφές— για όλες τις μεγάλες δημιουργίες του Ντοστογιέφσκι: Έγκλημα και τιμωρία (1866), Ο ηλίθιος (1868), Οι δαιμονισμένοι (1871-1872), Ο έφηβος (1875), Οι αδελφοί Καραμάζοφ (1879-1880). Γιατί σε τελευταία ανάλυση το μοναδικό αντικείμενο του έργου του είναι η ανθρώπινη ψυχή με τις αντιφάσεις και τα τραγικά της πεπρωμένα.

 

Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι [πηγή: Βικιπαίδεια]

Οπτικοακουστικό υλικό από θεατρικές παραστάσεις έργων του Ντοστογιέφσκι [πηγή: Ψηφιοποιημένο Αρχείο του Εθνικού Θεάτρου]  

 



 

1. Εργοβιογραφικά στοιχεία

Ρώσος συγγραφέας και στοχαστής, από τις σημαντικότερες μορφές της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ο Ντοστογιέφσκι γεννήθηκε στη Μόσχα το 1821. Δευτερότοκος γιος μιας πολυμελούς οικογένειας σε νεαρή ηλικία έμεινε ορφανός και από τους δύο γονείς του. Σπούδασε στη Στρατιωτική Σχολή Μηχανικών της Πετρούπολης (1837-43) και για ένα χρόνο προσλήφθηκε στη στρατιωτική υπηρεσία, αλλά την εγκατέλειψε για να αφοσιωθεί στη λογοτεχνία.

Ασπάστηκε τις ιδέες των Γάλλων σοσιαλιστών-ουτοπιστών Σιμόν και Φουριέ, για τις οποίες συνελήφθη (1849) από την αστυνομία με την κατηγορία της συνωμοσίας και καταδικάστηκε σε θάνατο. Την τελευταία στιγμή η ποινή του μετατράπηκε σε τετράχρονα καταναγκαστικά έργα στη Σιβηρία και σε τετράχρονη κατόπιν στρατιωτική υπηρεσία σε ειδικό τάγμα. Έζησε σε πλήρη απομόνωση (1850-54) ζωή μαρτυρική, με εξευτελισμούς, βασανιστήρια και κρίσεις επιληψίας, διαβάζοντας το Ευαγγέλιο, μελέτη που συντέλεσε στην αποκήρυξη των προοδευτικών κοινωνικών του ιδεών και στη στροφή του στη θρησκεία. Το 1859 του δόθηκε αμνηστία από τον νέο τσάρο Αλέξανδρο Β' και επέστρεψε στην Πετρούπολη.

Από το 1862, άρχισε να εκδίδει μαζί με τον αδερφό του, επίσης συγγραφέα, το περιοδικό Χρόνος, όπου δημοσίευε τα έργα του καθώς και άρθρα για τη σωτηρία της «άθεης» Ευρώπης και της Ρωσίας. Το 1863 η λογοκρισία έκλεισε το περιοδικό, προκαλώντας τεράστια οικονομικά προβλήματα στα δύο αδέλφια. Το 1864 άρχισαν την έκδοση ενός νέου περιοδικού, της Εποχής, το οποίο δεν είχε επιτυχία. Την ίδια χρονιά πέθαναν η πρώτη γυναίκα και ο αδελφός του, αφήνοντάς του τεράστια χρέη, τα οποία προσπάθησε να καλύψει ταξιδεύοντας στην Ευρώπη και παίζοντας στα καζίνα.

Το 1867 παντρεύτηκε την αφοσιωμένη γραμματέα του, με την οποία έζησαν μαζί ως το τέλος της ζωής του (απέκτησαν τέσσερα παιδιά από τα οποία έζησαν μόνο τα δύο). Για να γλιτώσουν από τους πιστωτές τους, αναγκάστηκαν να ζήσουν στο εξωτερικό (Γερμανία, Ελβετία, Ιταλία) και επέστρεψαν στην Πετρούπολη το 1871, όταν ο συγγραφέας γράφοντας αδιάκοπα κατόρθωσε να ξοφλήσει ένα μέρος των χρεών του.

Από το 1873, άρχισε να δημοσιεύει σε συνέχειες στο περιοδικό Πολίτης (του οποίου ήταν διευθυντής από το 1872 ως το 1874) «Το ημερολόγιο ενός συγγραφέα», το οποίο το 1876 έγινε ομότιτλο μηνιαίο περιοδικό, που εξέδιδε ο ίδιος με τεράστια επιτυχία. Σ' αυτό δημοσίευε άρθρα, λογοτεχνικές κριτικές και διηγήματα.

Το 1877 εκλέχτηκε αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Επιστημών. Το 1881, πέθανε στην Πετρούπολη μέσα σε γενική αναγνώριση.

Κυριότερα έργα: Φτωχόκοσμος (1846), Ο σωσίας (1846), Νιέτοσκα Νιεζβάνοβα (1849), Το όνειρο του θείου (1859), Το χωριό Στεπάντσικοβο και οι κάτοικοί του (1859), Σημειώσεις (γνωστότερο ως Αναμνήσεις) από το σπίτι των πεθαμένων (1861-62), Ταπεινοί και καταφρονεμένοι (1861), Χειμωνιάτικες σημειώσεις για καλοκαιρινές εντυπώσεις (1863), Αναμνήσεις από ένα υπόγειο (γνωστό στα Ελληνικά και ως Το υπόγειο, 1864), Έγκλημα και τιμωρία (1866), Ο παίκτης (1866), Ο ηλίθιος (1868-69), Ο αιώνιος σύζυγος (1870), Δαιμονισμένοι (1871-72), Το ημερολόγιο ενός συγγραφέα (1873-74, 1876, 1877-81), Ο έφηβος (1875), Ένα ευγενικό πνεύμα (1876), Το όνειρο ενός γελοίου (1877), Αδελφοί Καραμάζοφ (1879-80).

 

2. Η κριτική για το έργο του

Ο μυστικιστής Ντοστογιέφσκι

«Οι ήρωες του Ντοστογιέφσκι αισθάνονται περισσότερο άνετα όταν κινούνται στον χώρο των ιδεών παρά όταν βαδίζουν στους καθημερινούς δρόμους [...]. Θέλω να πω: ο ελάσσων Ντοστογιέφσκι είναι ο ρεαλιστής· ο μείζων ο μυστικιστής [...]. Φοιτητές πεινασμένοι, όσιες πόρνες, παρθένες μαζοχίστριες, σατανικοί ή αγγελόψυχοι καλόγεροι, χαρτοπαίχτες, νεαροί εραστές ή ραδιούργοι, συγκρατημένοι, ασκητικοί, παθιασμένοι ή παγεροί, επιληπτικοί οραματιστές, κτήνη που ναρκισσεύονται για την πόρωσή τους, μουζίκοι, πρίγκηπες — να το πυρακτωμένο υλικό, απ' όπου είναι πλασμένη η ντοστογιεφσκική πινακοθήκη. [...] Η εσωτερική τους ζωή εξελίσσεται με συζεύξεις λυτρωτικές: διαφθορά - ροπή προς την αγνότητα· πόνος - ηθική τελειοποίηση· αίσθημα αδικίας-οραματισμός ενός καλύτερου μέλλοντος· πώρωση - ξύπνημα της συνείδησης για αυτοκατηγορία· παράφορη ορμή - τάση για αυτοέλεγχο. Μέσα στην προσωπική του κόλαση καθένας ελπίζει πάντα ότι μπορεί να λυτρωθεί, προτού αφήσει το σαρκίο του στη γη, αλλιώς η ζωή δεν θα ‘χε κανένα νόημα, θα ‘τανε παράλογη. Τέτοιος όμως χαρακτηρισμός είναι βλασφημία. Γιατί η ζωή αναδίνει το μύρο της θείας χάρης, υπηρετεί ένα λυτρωτικό σκοπό μέσω του πόνου».

 

(Τ. Αθανασιάδης, 1987, «Ντοστογιέφσκι», Ελληνική Εκπαιδευτική Εγκυκλοπαίδεια-Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τ. 7,
Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, σελ. 361)

 

Ο Ντοστογιέφσκι και το αίνιγμα του ανθρώπου

«Όλο το έργο του, από το πρώτο μυθιστόρημα Οι φτωχοί (1846), ως το τελευταίο, Οι αδελφοί Καραμάζοφ, είναι μια λυσσαλέα διερεύνηση του αινίγματος του ανθρώπου. [...] Όπως ο Κίρκεγκωρ, έτσι και ο Ντοστογιέφσκι εξυψώνει την αγωνία σε ανθρώπινο μεγαλείο, πέρα από το φυσιολογικό και το μη φυσιολογικό, καταργώντας κάθε όριο. [...]

Προς το τέλος της ζωής του, ο Ντοστογιέφσκι θα συνοψίσει την τέχνη του στη διάσημη φράση: "Παραμένοντας ολότελα ρεαλιστής, προσπαθώ να βρω τον άνθρωπο μέσα στον άνθρωπο [...]. Με αποκαλούν ψυχολόγο, αλλά είναι λάθος, είμαι ένας απλός ρεαλιστής, με την πιο υψηλή όμως έννοια, εικονίζω δηλαδή τα απύθμενα βάθη της ανθρώπινης ψυχής".

[...] Ο Ντοστογιέφσκι σαρώνει έτσι κάθε φιλοσοφική κατασκευή του έλλογου, από τους Έλληνες ως τον Έγελο. Βεβαιώνει ότι η "ζωντανή ζωή" δεν υπάρχει χωρίς την επιθυμία, την ελεύθερη βούληση και τον πόνο, ότι το ον είναι ένα μυστήριο που δεν ανάγεται στη λογική, ότι είναι παρόν "εκεί όπου οι όχθες σμίγουν και τα αντίθετα συνυπάρχουν", η ατέλειωτη πάλη του θεού και του διαβόλου. Εκεί βρίσκεται το προφητικό του μεγαλείο και η φιλοσοφική του διορατικότητα για τον σύγχρονο κόσμο, ο οποίος αμφισβητεί [...] το μοντέλο του πολιτισμού που μας κληροδότησε ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός και οι φιλοσοφίες της υποψίας του 19ου αιώνα (Μαρξ, Νίτσε και Φρόυντ) [...].

[...] Στοχαστής, "οραματιστής του πνεύματος", ο Ντοστογιέφσκι δεν γράφει για τον λόγον αυτό μυθιστορήματα με θέση. Οι ήρωες του, μέσα σε μια πολυφωνία που ανέλυσε ο Μ. Μπαχτίν, νιώθουν οι ίδιοι στην ψυχή τους και τη σάρκα τους τις ιδεολογίες που τους βασανίζουν, ακόμα και αν τα σχήματα που έχουν επιλέξει — έντονοι διάλογοι, ατελεύτητα όνειρα, δολοφονικές χειρονομίες, ψυχοδράματα— εγκαθιστούν ένα κλίμα παροξυσμού, σχεδόν του φανταστικού (ο ίδιος ο Ντοστογιέφσκι θα μιλήσει "για τον φαντασιωτικό ρεαλισμό του"). Και ωστόσο τίποτε το μη πραγματικό στην έμπνευση. Υπ' αυτή την έννοια, ο Ντοστογιέφσκι είναι ένας συγγραφέας της νεοτερικότητας. Ό,τι δημιουργεί ριζώνει μέσα στο πραγματικό, όπως το γνωρίζουμε: τα ψιλά των εφημερίδων, τα οποία πολύ χρησιμοποιούσε, η βασιλεία του χρήματος που κυριαρχούσε, η βία της μεγάλης πόλης (είναι ο συγγραφέας της πόλης, με διαφορετικό τρόπο από τους ομοτέχνους του), η γοητεία του επίκαιρου στην πολιτική και τα κοινωνικά κινήματα, το ερώτημα του "σύγχρονου και νευρωτικού ανθρώπου, του πολύπλοκου και βαθιού σαν τη θάλασσα". Ας προσθέσουμε στα θέματα αυτά την εκρηκτική δύναμη, τον στροβιλώδη ρυθμό, την κερματισμένη, επαναληπτική, βίαιη σαν κραυγή γραφή, την απουσία καλολογικών στοιχείων, και θα πετύχουμε έτσι μια εικόνα του μυθιστοριογράφου του καιρού μας. Μυθιστοριογράφου και μεγάλου σύγχρονου διανοούμενου. Γιατί, αν με τα μυθιστορήματά του διαιωνίζονται τα μεταφυσικά ερωτήματα από τον Πλάτωνα ως τον Σοπενχάουερ, σχεδιάζονται εξίσου τα μεγάλα ζητήματα του 20ου αιώνα: ο "θάνατος του Θεού" και ο υπεράνθρωπος, η επιθυμία του θανάτου του πατέρα και η ψυχανάλυση, οι μεγάλοι ιεροεξεταστές και οι ολοκληρωτισμοί, η υπαρξιστική επανάσταση του ανθρώπου του παράλογου, η οργανωμένη τρομοκρατία και οι κατηχήσεις των επαναστατών [...]».

 

(A. Benoit-Dusausoy & G. Fontaine, 1999, Ευρωπαϊκά Γράμματα, Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, τ. Β',
Αθήνα, Σοκόλης, σελ. 539-41)

 

Η ανθρωπολογία του Ντοστογιέφσκι

«Ο Ντοστογιέφσκι είναι ένας συγγραφέας ανθρωποκεντρικός όσο λίγοι, τον απασχολεί αποκλειστικά ο άνθρωπος κ' η τύχη του. Η εξωτερική φύση σπάνια παρουσιάζεται στις περιγραφές του και δίνεται πάντα με λίγες φράσεις. Οι άνθρωποι του Ντοστογιέφσκι κινούνται το περισσότερο μέσα σε περιορισμένους χώρους, μέσα στις μεγάλες καταχνιασμένες πολιτείες, στα εφιαλτικά βάθη τους, όπου βρίσκεται η μεγάλη δυστυχία, στους βρώμικους δρόμους τους, στα σκοτεινά καταγώγια και στις τρώγλες τους. Τα πένθιμα αυτά τοπία, όπου κυκλοφορούν οι κατώτερες λαϊκές τάξεις, τα περιγράφει με μεγάλη δύναμη κ' είναι σα να τα συνταιριάζει με τις ψυχές και τη σκοτεινή ζωή των ανθρώπων που τα συχνάζουν.

Μα οι νέοι κόσμοι που ανακαλύπτει ο Ντοστογιέφσκι, είναι οι κόσμοι της ψυχής, οι κόσμοι των εγκάτων, των ψυχικών βυθών. Στην εξερεύνηση αυτών των κόσμων, δεν έχει τον όμοιό του μέσα στην παγκόσμια λογοτεχνία. Για την ψυχολογική του διεισδυτικότητα και τις ψυχολογικές του ανακαλύψεις θαυμάζεται από τους σημερινούς επιστήμονες ψυχολόγους, τους εγκληματολόγους και τους ψυχοπαθολόγους.

Όπως ο Ντάντε στην κόλαση, κι ο Ντοστογιέφσκι μας κατεβάζει στο βασίλειο του πόνου, όχι σε μια φανταστική κόλαση, παρά στην κόλαση της ίδιας της ζωής, στην κόλαση των εξαθλιωμένων ανθρώπων, των παραμορφωμένων από τις συνθήκες της ζωής, στο βασίλειο των παθών και της αγωνίας, στο κράτος του ζόφου, όπου περισσεύει το έγκλημα κι ο ανθρώπινος ξεπεσμός. [...]

Ένα από τα σπουδαία χαρακτηριστικά στην τεχνική του Ντοστογιέφσκι είναι ο διάλογος, που τον χρησιμοποιεί μ' άφταστη ικανότητα. Στα περισσότερα έργα του όλη η κίνηση, οι χαρακτηρισμοί των ανθρώπων, η ψυχολογία τους, γίνονται με τον διάλογο και μ' ελάχιστες περιγραφές. Ξεφυλλίζοντας κανείς τα έργα του Ντοστογιέφσκι βλέπει τον διάλογο να πιάνει τόσο χώρο σα να 'χε μπροστά του θεατρικό έργο. Σε μερικά από τα έργα του, όπως στο Έγκλημα και Τιμωρία στον Αιώνιο σύζυγο, σε κομμάτια από τους Αδελφούς Καραμάζωφ κι άλλα, χρησιμοποιεί μια τεχνική που συγγενεύει με το σημερινό αστυνομικό μυθιστόρημα. [...]

Η ανθρωπολογία του Ντοστογιέφσκι είναι γεμάτη από αντιφατικούς τύπους, από ανθρώπινους χαρακτήρες σε διάσπαση, που τραβολογιούνται ανάμεσα στις αντίθετες τάσεις. Όλοι σχεδόν οι ήρωές του είναι διχασμένοι, αδύναμες ψυχές παραδομένες στα πάθη τους, που κολάζονται. Η ανθρωπολογική αυτή αντίφαση είναι ίσως η αιτία που κάνει τον Ντοστογιέφσκι από πολύ νωρίς να έλκεται προς το θέμα της διπλής προσωπικότητας και προς τις αινιγματικές καταστάσεις της.

Λίγα είναι τα πρόσωπα μέσα στο έργο του Ντοστογιέφσκι που παρουσιάζουν εσωτερική ενότητα, χωρίς να συγκρούεται μέσα τους ο σατανικός με τον αγγελικό χαρακτήρα [...]. Οι μονοκόμματοι αυτοί τύποι είναι εξαιρέσεις, πλασματικές μορφές, αλλά πολύ χρήσιμες, γιατί αποτελούν τη μια απ' τις δύο τάσεις, για την ιδεολογική κίνηση του κάθε έργου. Αντίθετα οι εσωτερικά διχασμένοι διαγράφονται αδρά, έχουν πιο στέρεη υπόσταση κ' είναι περισσότερο ζωντανοί και πειστικοί. αυτοί βρίσκουν το ρεαλιστικό τους αντίκρισμα στα μεσαία κοινωνικά στρώματα της τσαρικής Ρωσίας και στην αμφιταλαντευόμενη στάση τους μπροστά στα προοδευτικά κινήματα και τις κοινωνικές ζυμώσεις της εποχής. [...]

Το αριστούργημα του Ντοστογιέφσκι οι Αδελφοί Καραμάζωφ, κοντά στις άλλες του αξίες είναι κ' ένα υπόδειγμα αστυνομικής μυθιστορίας, όπως κ' ένα μεγάλο μέρος από το Έγκλημα και Τιμωρία. [...] Με τα εξωτερικά σχήματα και τους κανόνες αστυνομικών μυθιστορημάτων, δημιουργεί έργα με υψηλότερους εσωτερικούς διαλογισμούς, αληθινές τραγωδίες του νου, όπου παρακολουθούμε τους παραδαρμούς της πιο ανήσυχης ψυχής, που την απασχολεί το πρόβλημα των προβλημάτων: ποια είναι η μοίρα του ανθρώπου απάνω στη γη; μήπως η ύπαρξή του είναι αδικαιολόγητη, άσκοπη και παράλογη, ένα αξεδιάλυτο μεταφυσικό έγκλημα;»

 

(Μ. Αυγέρης, 1972, «Ντοστογιέφσκι», Ξένοι λογοτέχνες,
Αθήνα, Ίκαρος, σελ. 65-118)

 

Ο Ντοστογιέφσκι ως ανατόμος της ψυχής

«Κάθε αναγνώστης του Ντοστογιέβσκη, θα πρόσεξε την έκταση των διαλόγων του. Αντίθετα το περιβάλλον απεικονίζεται με μιαν ασυνήθη λιτότητα κ' είναι πάντα ένα δωμάτιο, ένα σπίτι ή μια συνοικία — πολύ σπάνια η φύση. Η πλοκή παίζει δευτερεύοντα ρόλο στα μυθιστορήματά του. [...] Η πραγματική πλοκή αφορά το ψυχικό δράμα, που χάρη στο σίγουρο λογοτεχνικό ένστικτο του συγγραφέα δεν απεικονίζεται περιγραφικά, αλλά αποδίδεται αντικειμενικά, σα γεγονός. [... ] Τα βιβλία του είναι θρησκευτικά μηνύματα κι αν έχουν ψυχολογικό βάθος είναι γιατί απευθύνονται σ' ανθρώπους διανοούμενης εποχής κι αντιμετωπίζουν σύγχρονα προβλήματα, όπως είναι ο φιλελευθερισμός, ο σοσιαλισμός κι ο καθολικισμός. [...]

Μετά τον Δάντη, τον Σαίξπηρ και τον Γκαίτε, η ανατολική χριστιανοσύνη ανέδειξε, στο πρόσωπο του Ντοστογιέβσκη, έναν παγκόσμιο δημιουργό που ανακάλυψε στην ανθρώπινη ψυχή έναν ισόκοσμο στίβο αιωνίου μυστηριακού αγώνα. Ο Ντοστογιέβσκη είναι αποκαλυπτικός αλλά και προφήτης. [...] Η θρησκευτική μεταφυσική του Ντοστογιέβσκη επηρέασε την Ευρώπη αργότερα απ' την ψυχολογία του».

 

(Ε. Λάατς, 1963, Παγκόσμιος Ιστορία της Λογοτεχνίας, μτφρ. Σ. Πρωτόπαπα,
Αθήναι: Αρσενίδη, σελ. 221-225)

 

3. Το κείμενο

Οι αδελφοί Καραμάζοφ (απόσπασμα)

Διδακτικές επισημάνσεις

Το μοναδικό ανθολογημένο απόσπασμα, χωρίς να παρέχει νύξεις για την υπόθεση του έργου και την πλοκή της, αποτελεί αντιπροσωπευτικό «δείγμα γραφής» του συγγραφέα, εμπεριέχει τον κεντρικό θεματικό πυρήνα του μυθιστορήματος και παράλληλα προσφέρεται για να γνωρίσουν οι μαθητές/τριες ορισμένα από τα βασικά μυθιστορηματικά πρόσωπα. Παρόλο που η σχετική αυτοτέλεια του επεισοδίου δεν αποκλείει την επεξεργασία του στην τάξη χωρίς εκτενή αναφορά στο «όλον», θα ήταν ευκταίο η διδασκαλία του να αποτελέσει ερέθισμα για την ολοκληρωμένη και ουσιαστική επαφή των μαθητών/τριών με ένα από τα σημαντικότερα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Προς την κατεύθυνση αυτή συμβάλλουν οι ακόλουθες επισημάνσεις:

• Να γίνει αδρομερής αναφορά στην υπόθεση του έργου, με έμφαση σε όσα επεισόδια συνδέονται με τα κύρια μυθιστορηματικά πρόσωπα.

• Να συνδεθεί το μυθιστόρημα με το κοινωνικό - πολιτικό του πλαίσιο και τα προσωπικά βιώματα του συγγραφέα. Υπενθυμίζεται ότι οι διαφορετικές απόψεις των μυθιστορηματικών προσώπων αντανακλούν την οξεία κρίση της ρωσικής κοινωνίας σε όλο τον 19ο αιώνα: από τη μία οι επαναστατικές ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης και του δημοκρατικού ουμανισμού που κατακτούν την Ευρώπη και δημιουργούν νέα συνείδηση στην αστική τάξη της Ρωσίας, και από την άλλη η ασιατική στασιμότητα και η κοινωνική καθυστέρηση. Όσον αφορά στα προσωπικά βιώματα του συγγραφέα που διοχετεύονται στο έργο, ενδεικτικά αναφέρουμε τον χαμό του τρίχρονου γιου του Αλιόσα (Μάιος 1878) από επιληψία (ασθένεια που κληρονόμησε από τον πατέρα του), απώλεια που αντανακλάται στον θάνατο του Ιλούσα η κηδεία του οποίου καταλαμβάνει την τελευταία σκηνή του μυθιστορήματος. Άλλωστε, το όνομα του γιου του «δανείζεται» ο ομώνυμος μυθιστορηματικός ήρωας. Ακόμα, η περιπέτεια ενός συγκρατούμενού του στη Σιβηρία, ο οποίος από δικαστική πλάνη καταδικάστηκε για τη δολοφονία του πατέρα του και στη συνέχεια αποκαταστάθηκε, αποτυπώνεται στη μυθιστορηματική δίκη για τη δολοφονία του Φιόντορ.

• Να αναδειχθεί η αφηγηματική και ψυχογραφική ικανότητα του Ντοστογιέφσκι: η «ψυχογραφία» του Φιόντορ προκύπτει, κυρίως, από όσα «παθήματά» του αφηγείται ο ίδιος (ενδοδιηγητικός - ομοδιηγητικός αφηγητής) στον γέροντα ασκητή. Η αναδρομική αφήγηση του Φιόντορ (υποδιηγητικό επίπεδο) εγκιβωτίζεται στον λόγο του προς τον στάρετς (και τον Μιούσοβ), είναι επιλεκτική και ενσωματώνει, σε ορισμένα σημεία, αφηγημένο διάλογο (λ.χ. με τον διοικητή του αστυνομικού τμήματος ή τον προσβεβλημένο σύζυγο). Ο λόγος του ανταποκρίνεται στα χαρακτηριστικά του: λ.χ. τα χυδαία ερωτικά υπονοούμενα (για τη γυναίκα που «παίρνει εύκολα φωτιά», τον σύζυγό της που «του την άναψε») ή η παράφραση χωρίων της Βίβλου αποτυπώνουν τη χυδαιότητα και τη φιληδονία του. Η παρουσία του (παντογνώστη) αφηγητή είναι ιδιαίτερα έντονη στην περιγραφή: α) της εξωτερικής εμφάνισης του Ζωσιμά, β) του σεβασμού με τον οποίο επισκέπτονταν «ανώτερα» πρόσωπα διάφορους στάρετς στο ίδιο κελί (αναδρομική αφήγηση που συνιστά επιτάχυνση, καλύπτοντας γεγονότα 40-50 ετών), και γ) των αντιδράσεων που προκαλεί η απρεπής συμπεριφορά του γερο-Καραμάζοφ. Οι επεμβάσεις του στα υπόλοιπα σημεία του αποσπάσματος θυμίζουν σκηνικές οδηγίες (λ.χ. περιγραφή των κινήσεων των πρωταγωνιστών ή των ενδόμυχων σκέψεων). Έτσι, το μεγαλύτερο μέρος του αποσπάσματος θυμίζει θεατρική σκηνή, ιδιότητα που μπορεί να αξιοποιηθεί για τη θεατρική ανάγνωση ή τη δραματοποίησή του. Ας σημειωθεί, ακόμα, ότι τα σημεία στα οποία «ακούγεται» έντονα η «φωνή» του αφηγητή, αποφορτίζουν την ένταση που δημιουργείται από τις «φωνές» των μυθιστορηματικών προσώπων. Να προσδιορισθούν, τέλος, με τη βοήθεια και της σχετικής εισαγωγής του σχολικού εγχειριδίου (σελ. 14-16), οι επιδράσεις του Ρεαλισμού και του Νατουραλισμού στο έργο.

• Να σχολιασθούν οι αντιλήψεις και η συμπεριφορά του Ζωσιμά, ο οποίος ενσαρκώνει τη βιοθεωρία του συγγραφέα για τη σύνδεση της θρησκευτικής πίστης με την καλοσύνη και το μεγαλείο της ψυχής. Ιδιαίτερη έμφαση να δοθεί στη διδαχή του για τη σημασία της αλήθειας, ως προϋπόθεσης αυτογνωσίας και αγάπης (προς τους άλλους και τον ίδιο μας τον εαυτό). Να εξηγηθεί, ακόμα, η ανεκτικότητα με την οποία —σε αντίθεση με τον Μιούσοβ — αντιμετωπίζει τον Φιόντορ, στάση που πηγάζει από την πεποίθησή του ότι και ο ίδιος, ως μέλος της ανθρωπότητας, ευθύνεται για τα σφάλματά του («Είμαστε όλοι ένοχοι έναντι όλων» ). Η αντίληψη αυτή εξηγεί την προσπάθειά του (ενεργητική αγάπη) να βοηθήσει τον γερο-Καραμάζοφ να συνειδητοποιήσει την «αμαρτία» του, να μετανιώσει γι' αυτήν και να εξανθρωπισθεί. Η διδαχή του για τη σημασία της αλήθειας και της αγάπης στην ανθρώπινη ζωή, πραγματώνεται, στη συνέχεια του μυθιστορήματος, από τον Αλιόσα και επιβεβαιώνεται —εκ του αντιθέτου— από το τραγικό τέλος του Φιόντορ: ανίκανος να αγαπήσει, ακόμα και τα ίδια του τα παιδιά, στο τέλος δολοφονείται από τον νόθο γιο του.

• Να παρακολουθηθεί η αυτοπαρουσίαση - αυτοανάλυση του Φιόντορ, να προσδιορισθεί, με κειμενικά στοιχεία, η «αμαρτία» του σε κάθε περιστατικό που αφηγείται, όπως και η «αληθεστάτη πρόφασις» των σφαλμάτων του. Να συζητηθεί η αποτελεσματικότητα της συνάντησης και να διερευνηθεί αν η στάση του Ζωσιμά ή του Μιούσοβ είναι πιο αποτελεσματική για τη συνειδητοποίηση του γερο-Καραμάζοφ, με βάση το περιεχόμενο του αποσπάσματος αλλά και την εξέλιξη της πλοκής του μυθιστορήματος.

• Να σκιαγραφηθεί, με κειμενικά στοιχεία, η ρωσική κοινωνία στο τέλος του 19ου αιώνα: αστυνομικοί διοικητές, επιχειρηματικότητα, τσιφλικάδες και υπηρέτες, απόηχος της γαλλικής επανάστασης και των εγκυκλοπαιδιστών, επιφανειακή γνώση των αρχών του διαφωτισμού και σύνδεση των δυτικόφιλων διανοουμένων με την αθεΐα, επίσκεψη σε μοναχούς για την επίλυση δύσκολων ηθικών ή πνευματικών προβλημάτων, σύνδεση των ψυχικών ασθενειών με το «κακό πνεύμα» κ.ά.

• Να αναδειχθούν και να συζητηθούν βασικοί θεματικοί άξονες του μυθιστορήματος όπως: πίστη - αθεΐα, καλό - κακό, μίσος - αγάπη, αλήθεια - υποκρισία, ελεύθερη βούληση και ηθική ευθύνη για τα σφάλματα των άλλων, πόνος - ηθική τελειοποίηση, πατρική ευθύνη κ.ά.

 

Συμπληρωματικές εργασίες - δραστηριότητες

• Με την υπόθεση ότι το απόσπασμα μπορεί να εκληφθεί και ως σκηνή δικαστηρίου, να προσδιορίσετε το «έγκλημα» του κατηγορουμένου και να εξετάσετε ποια μυθιστορηματικά πρόσωπα μοιράζονται τους ρόλους του εισαγγελέα, του δικαστή και του συνηγόρου υπεράσπισης.

• Κλείνοντας τον λόγο του ο γερο-Καραμάζοφ «δίνει άριστα» στον στάρετς. Πιστεύετε ότι είναι ειλικρινής και ότι ωφελήθηκε από τη συνάντηση αυτή; Να τεκμηριώσετε την απάντησή σας με βάση το περιεχόμενο του ανθολογημένου αποσπάσματος ή και ολόκληρου του μυθιστορήματος, εφόσον το έχετε διαβάσει.

• Ο Ντοστογιέφσκι δήλωσε κάποτε: «Με αποκαλούν ψυχολόγο, αλλά είναι λάθος, είμαι ένας απλός ρεαλιστής, με την πιο υψηλή όμως έννοια, εικονίζω δηλαδή τα απύθμενα βάθη της ανθρώπινης ψυχής». Εσείς πώς θα τον χαρακτηρίζατε; Να τεκμηριώσετε την απάντησή σας, με αναφορά σε οικεία χωρία του αποσπάσματος.

 

Παράλληλο κείμενο

Irvin D. Yalom, Όταν έκλαψε ο Νίτσε (απόσπασμα)

Στο απόσπασμα απεικονίζεται μια υποθετική συζήτηση ανάμεσα στον Νίτσε και τον Μπρόιερ, γιατρό, φίλο και μέντορα του Φρόιντ, σχετικά με το αν πρέπει ή όχι να λέγεται η αλήθεια σε ασθενείς που πάσχουν από ανίατες ασθένειες.

«Τέτοιο πάθος για την αλήθεια! Συγχωρήστε με, καθηγητά Νίτσε, αν ακούγομαι προκλητικός, αλλά συμφωνήσαμε να μιλήσουμε ειλικρινά. Εσείς μιλάτε για την αλήθεια σαν να ήταν κάτι ιερό, σαν να θέλετε ν' αντικαταστήσετε μια θρησκεία με μια άλλη. Επιτρέψτε μου να παραστήσω τον συνήγορο του διαβόλου. Επιτρέψτε μου να ρωτήσω: Γιατί τόσο πάθος, τόση ευλάβεια για την αλήθεια; Πώς θα βοηθήσει η αλήθεια τον άρρωστό μου;»

«Δεν είναι η αλήθεια ιερή, ιερή είναι η αναζήτηση της αλήθειας του καθενός μας! Μπορεί να υπάρχει πιο ιερή πράξη από την αυτοαναζήτηση; Το φιλοσοφικό μου έργο, λένε κάποιοι ότι είναι χτισμένο πάνω στην άμμο: οι απόψεις μου αλλάζουν συνεχώς. Αλλά μια από τις πάγιες φράσεις μου είναι: "Γίνε αυτό που είσαι". Και πώς μπορεί κανείς ν' ανακαλύψει ποιος είναι και τι είναι χωρίς την αλήθεια;»

«Η αλήθεια του αρρώστου μου όμως είναι ότι έχει πολύ λίγο χρόνο ζωής μπροστά του. Πρέπει εγώ να του προσφέρω αυτή την αυτογνωσία;»

«Η αληθινή εκλογή, η πλήρης εκλογή», απάντησε ο Νίτσε, «μόνο κάτω από τον ήλιο της αλήθειας μπορεί ν' ανθίσει. Πώς αλλιώς μπορεί να γίνει;»

Συνειδητοποιώντας ότι ο Νίτσε μπορούσε να επιχειρηματολογεί πειστικά —και ατελείωτα— σ' αυτή την αφηρημένη επικράτεια της αλήθειας και της εκλογής, ο Μπρόιερ είδε ότι έπρεπε να τον αναγκάσει να μιλήσει πιο συγκεκριμένα. «Κι ο σημερινός ασθενής μου; Ποιο είναι το φάσμα των επιλογών του; Ίσως η εμπιστοσύνη στον Θεό να είναι η δική του επιλογή!»

«Αυτό δεν αποτελεί επιλογή ενός άντρα. Δεν είναι ανθρώπινη επιλογή, αλλά μια προσπάθεια ν' αδράξεις μια ψευδαίσθηση έξω απ' τον εαυτό σου. Μια τέτοια εκλογή, η εκλογή του άλλου, του υπερφυσικού, πάντα σε αποδυναμώνει. Πάντα κάνει τον άνθρωπο μικρότερο απ' αυτό που είναι. Εγώ αγαπώ ό,τι μας κάνει μεγαλύτερους απ' αυτό που είμαστε!»

«Ας μη μιλάμε για τον άνθρωπο αφηρημένα», επέμεινε ο Μπρόιερ, «αλλά για έναν συγκεκριμένο άνθρωπο με σάρκα και οστά —αυτόν τον ασθενή μου. Σκεφτείτε την κατάστασή του. Θα ζήσει μόνο μερικές μέρες ή εβδομάδες! Τι νόημα έχει να του μιλήσει κανείς για επιλογή;»

Απτόητος ο Νίτσε απάντησε αμέσως: «Αν δεν γνωρίζει ότι πεθαίνει, τότε πώς μπορεί ο ασθενής σας ν' αποφασίσει πώς θα πεθάνει;»

«Πώς να πεθάνει, καθηγητά Νίτσε;»

«Ναι, πρέπει ν' αποφασίσει πώς θ' αντιμετωπίσει τον θάνατο: να μιλήσει σε άλλους, να δώσει συμβουλές, να πει πράγματα που φύλαγε για να τα πει πριν τον θάνατό του, να αποχαιρετήσει τους άλλους, ή να μείνει μόνος, να κλάψει, να περιφρονήσει τον θάνατο, να τον καταραστεί, να του πει ευχαριστώ.»

 

(ID Yalom, 2001, Όταν έκλαψε ο Νίτσε,
Αθήνα, Άγρα, σελ. 110-11)

 

• Και στα δύο αποσπάσματα αναπτύσσεται το ζήτημα της αλήθειας και της σημασίας της στις σχέσεις μας με τους άλλους και με τον ίδιο μας τον εαυτό. Να εντοπίσετε τα οικεία χωρία και να διερευνήσετε αν οι απόψεις που υποστηρίζουν τα μυθιστορηματικά πρόσωπα είναι αντιφατικές ή συμπληρωματικές. Να δικαιολογήσετε την απάντησή σας.

 

4. Ενδεικτική βιβλιογραφία

Αλεξανδρόπουλος Μ., 1999, Ο μεγάλος αμαρτωλός. Ο Ντοστογέφσκι και τα ιερά του τέρατα. Μυθιστορηματική βιογραφία, Αθήνα, Κέδρος,

Αυγέρης Μ., 1972, «Ντοστογιέφσκι», Ξένοι λογοτέχνες, Αθήνα, Ίκαρος, σελ. 65-121.

Benoit-Dusausoy, Α. & Fontaine, 1999, Ευρωπαϊκά Γράμματα, Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, τ. Β', Αθήνα, Σοκόλης, σελ, 536-41.

Λάατς Ε, 1963, Παγκόσμιος Ιστορία της Λογοτεχνίας, μτφρ. Σ. Πρωτόπαπα, Αθήναι: Αρσενίδης, σελ. 218-225.

Μπαχτίν Μ., 2000, Ζητήματα ποιητικής του Ντοστογιέφσκι, μτφρ. Α. Ιωαννίδου, επίμετρο Δ. Τζιόβας, Αθήνα, Πόλις.

 

Αφιερώματα

Νέα Εστία, τ. 60, 1956. Νέα Εστία, τ. 90, 1971.

Ευθύνη, Εκατό χρόνια από τον θάνατό του, 1981

Διαβάζω, τ 131, 1985.

 

Ηλεκτρονικές διευθύνσεις

http://www.fyodordostoevsky.com

 

pano

 


 

Ντοστογιέφσκι Φιοντόρ (1821-1881)
Βιβλιοnet Βιβλιοnet
ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Βιογραφικό δεσμός,


 

pano

 


Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.

 

Ήρωες

Οι ήρωες του κειμένου είναι:

 

Τόπος

Τα γεγονότα του κειμένου διαδραματίζονται:

 

Η χρονική σειρά των γεγονότων

Διακρίνουμε αναδρομικές αφηγήσεις, πρόδρομες, in medias res, εγκιβωτισμό, παρέκβαση, προϊδεασμό, προοικονομία:

 

Η χρονική διάρκεια

Σχέση του χρόνου της αφήγησης με τον χρόνο της ιστορίας (μικρότερος, ίσος, μεγαλύτερος).

Διακρίνουμε επιτάχυνση, παράλειψη, περίληψη, έλλειψη, αφηγηματικό κενό, επιβράδυνση:

 

Γλώσσα

Η γλώσσα του κειμένου είναι:

 

Αφήγηση

Η αφήγηση είναι πραγματική ή πλασματική, αφήγημα γεγονότων, λόγων ή σκέψεων…

 

Ο αφηγητής

Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός, ετεροδιηγητικός…

 

Η εστίαση

Η εστίαση είναι μηδενική, εσωτερική, εξωτερική…

 

Τα αφηγηματικά επίπεδα

Τα αφηγηματικά επίπεδα είναι εξωδιηγητικά, διηγητικά, μεταδιηγητικά:

 

Αφηγηματικοί τρόποι

Οι αφηγηματικοί τρόποι είναι: έκθεση, διάλογος, περιγραφή, σχόλιο, ελεύθερος πλάγιος λόγος, μονόλογος:

 

Ενότητες

Το κείμενο μπορεί να χωριστεί στις εξής ενότητες:

 

Το σχόλιό σας...

 

pano