Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β' Λυκείου

Σταντάλ, Το κόκκινο και το μαύρο

1 2 3 4 Ε B

465 466 467 468 469 470 471

Ξένη Λογοτεχνία503

Σταντάλ, Το κόκκινο και το μαύρο

 

ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ της Παλινόρθωσης* ο κ. ντε Ρενάλ, βασιλόφρων δήμαρχος της μικρής πόλης Βεριέρ στη Φρανς-Κοντέ, αποφασίζει να προσλάβει ως δάσκαλο των μικρών αγοριών του τον νεαρό Ζυλιέν Σορέλ. Ο Ζυλιέν είναι γιος ενός ξυλουργού και προορίζεται να ακολουθήσει τη στρατιωτική σταδιοδρομία. Ο δήμαρχος είχε κάνει την πρόταση στον πατέρα του νεαρού, τον ξυλουργό Σορέλ, ο οποίος πάει να συναντήσει τον γιο του στο πριονιστήριο, για να του ανακοινώσει τη συμφωνία. Βρίσκει τον Ζυλιέν να διαβάζει κουρνιασμένος κάτω από τη στέγη: αντί να επιβλέπει τη λειτουργία των μηχανών, ο νεαρός διάβαζε.

 

Το κόκκινο και το μαύρο**
(τέσσερα αποσπάσματα)

 


 

 1. Πατέρας και γιος

 

Μπορούμε να παρατηρήσουμε εδώ την τέχνη με την οποία ο Σταντάλ, την κατάλληλη στιγμή, βάζει σε δράση τον ήρωά του. Η σκηνή στο πριονιστήριο, η παρουσίαση του Ζυλιέν, ο διάλογος ανάμεσα στον πατέρα και στο γιο, όλα συντελούν στο να δώσουν μια κυρίαρχη εντύπωση: ο Ζυλιέν Σορέλ είναι διαφορετικός από το περιβάλλον του. Και θα είναι έτσι σε όλα τα περιβάλλοντα όπου θα βρεθεί (I, 4-5).

 

Μάταια φώναξε δυο τρεις φορές το Ζυλιέν. Η προσοχή που έδινε ο νεαρός στο βιβλίο του τον εμπόδιζε, περισσότερο κι από το θόρυβο του πριονιού, ν' ακούσει την τρομερή φωνή του πατέρα του.

Τελικά, παρ' όλη την ηλικία του, εκείνος πήδηξε με μεγάλη ευκινησία πάνω στον κορμό που έκοβε το πριόνι του κι από κει στο μεγάλο δοκάρι που στήριζε τη στέγη. Ένα δυνατό χτύπημα έκαμε το βιβλίο που κρατούσε ο Ζυλιέν να βρεθεί στο ποτάμι, ένα δεύτερο χτύπημα, το ίδιο δυνατά, στο κεφάλι τον έκανε να χάσει την ισορροπία του. Θα έπεφτε από ύψος δώδεκα ποδιών, ανάμεσα στους μοχλούς της μηχανής που δούλευε, και θα γινόταν κομμάτια, αν ο πατέρας του δεν τον έπιανε με το αριστερό του χέρι την ώρα που έπεφτε.

— Έτσι λοιπόν, ακαμάτη! θα διαβάζεις τα καταραμένα βιβλία σου την ώρα που σε βάζω να φυλάς το πριόνι; Διάβασ' τα τουλάχιστον το βράδυ, όταν χάνεις τον καιρό σου1 στο σπίτι του εφημέριου.

Ο Ζυλιέν ζαλισμένος από το χτύπημα και γεμάτος αίματα, πλησίασε στη θέση που του είχαν ορίσει, δίπλα στο πριόνι. Τα μάτια του είχαν γεμίσει δάκρυα, όχι τόσο από το σωματικό πόνο όσο για το χάσιμο του βιβλίου του που το λάτρευε.

«Κατέβα ζώον, να σου μιλήσω». Ο θόρυβος της μηχανής εμπόδισε το Ζυλιέν ν' ακούσει κι αυτή την εντολή. Ο πατέρας του που είχε κατέβει από τη στέγη, μη θέλοντας να ξανακάνει τον κόπο ν' ανεβεί στο μηχάνημα, πήγε και βρήκε ένα μακρύ κοντάρι που το είχε για να κατεβάζει τα καρύδια από το δέντρο και τον χτύπησε μ' αυτό στον ώμο. Μόλις κατέβηκε ο Ζυλιέν, ο γέρο Σορέλ, — κυνηγώντας τον, τον έσπρωξε προς το σπίτι.

«Ο Θεός ξέρει τι έχει να μου κάνει!» σκεφτόταν ο νεαρός. Περνώντας, κοίταξε θλιμμένα το ποτάμι όπου είχε πέσει το βιβλίο του· ήταν αυτό που αγαπούσε περισσότερο: Το «Ημερολόγιο της εξορίας του Ναπολέοντος στην Αγία Ελένη»2. Τα μάγουλά του ήταν κόκκινα και είχε κατεβασμένα τα μάτια. Ήταν ένα παλικάρι δεκαεφτά δεκαοχτώ χρονών, αδύνατο με χαρακτηριστικά ακανόνιστα, αλλά λεπτά και μύτη γαμψή. Τα μεγάλα μαύρα μάτια του που, σε στιγμές γαλήνης πρόδιναν στοχαστικότητα και φλόγα, έλαμπαν τη στιγμή αυτή από την έκφραση άγριου μίσους3. Σκούρα καστανά μαλλιά που φύτρωναν πολύ χαμηλά τού μίκραιναν το μέτωπο και σε στιγμές θυμού τού έδιναν ύφος γεμάτο κακία. Ανάμεσα στις αμέτρητες ποικιλίες της ανθρώπινης φυσιογνωμίας δεν υπάρχει ίσως άλλη που να ξεχώριζε με πιο έντονη ιδιομορφία. Το σβέλτο και καλοσχηματισμένο κορμί του πρόδινε περισσότερη ευκινησία παρά ευρωστία. Από τα πρώτα νεανικά του χρόνια το εξαιρετικά στοχαστικό του ύφος και η μεγάλη χλομάδα του έκαναν τον πατέρα του να νομίζει πως δεν θα ζούσε ή πως θα ζούσε για να είναι βάρος στην οικογένειά του. Αντικείμενο περιφρονήσεως για όλους μέσα στο σπίτι, μισούσε τ' αδέλφια του και τον πατέρα του· στα κυριακάτικα παιχνίδια στην πλατεία, πάντα έτρωγε ξύλο.

Δεν ήταν ούτε χρόνος που το ωραίο του πρόσωπο άρχιζε να κερδίζει συμπάθειες στα κορίτσια. Περιφρονημένος απ' όλο τον κόσμο, σαν πλάσμα ασθενικό, ο Ζυλιέν είχε νιώσει λατρεία για το γέρο στρατιωτικό χειρουργό που μια μέρα τόλμησε να μιλήσει στο δήμαρχο για τα πλατάνια4.

Ο χειρουργός αυτός πλήρωνε πότε πότε στο γέρο Σορέλ το μεροκάματο του γιου του και του μάθαινε λατινικά και ιστορία, δηλαδή ό,τι ήξερε από ιστορία: την εκστρατεία του 1796 στην Ιταλία5. Πεθαίνοντας του άφησε το παράσημο της Λεγεώνος της Τιμής, τα καθυστερούμενα της συντάξεώς του και καμιά σαρανταριά βιβλία που το πολυτιμότερο είχε πηδήξει στο ποταμάκι που με τις γνωριμίες του ο κ. Δήμαρχος του είχε αλλάξει κοίτη6.

Δεν πρόλαβε να μπει στο σπίτι, κι ο Ζυλιέν αισθάνθηκε να τον πιάνει απ' τον ώμο το στιβαρό χέρι του πατέρα του· έτρεμε περιμένοντας κάμποσο ξύλο.

- Απάντησέ μου χωρίς ψευτιές, του φώναξε στ' αυτί η τραχιά φωνή του γερο-χωρικού, ενώ το χέρι του τον γύριζε απότομα προς το μέρος του όπως το χέρι ενός παιδιού γυρίζει ένα μολυβένιο στρατιωτάκι.

Τα μεγάλα μαύρα μάτια του Ζυλιέν, γεμάτα δάκρυα βρέθηκαν αντικριστά με τα μικρά γκρίζα και κακά μάτια του γερο-ξυλουργού, που φαινόταν να ήθελε να διαβάσει ως τα κατάβαθα της ψυχής του.

*

— Απάντησέ μου χωρίς ψευτιές, αν είσαι άξιος, βρωμοποντικέ των βιβλίων· από πού γνωρίζεις την κ. ντε Ρενάλ, πότε της μίλησες;

— Δεν της μίλησα ποτέ, απάντησε ο Ζυλιέν, δεν είδα αυτή την κυρία παρά μόνο στην εκκλησία.

— Και δεν την κοίταξες αδιάντροπα ποτέ;

— Ποτέ! Ξέρετε πως στην εκκλησία δε βλέπω παρά μόνο το Θεό, πρόσθεσε ο Ζυλιέν, μ' ένα ύφος ελαφρά υποκριτικό, κατάλληλο, κατά τη γνώμη του, ν' απομακρύνει τις κατακεφαλιές.

— Ωστόσο κάτι συμβαίνει εδώ, είπε ο πονηρός χωρικός και σώπασε για μια στιγμή· μα δε θα μάθω τίποτε από σένα καταραμένε υποκριτή7. Η ουσία είναι πως θα απαλλαγώ από σένα και το πριόνι μου θα δουλεύει έτσι καλύτερα. Κατάφερες τον αιδεσιμότατο ή κάποιον άλλο και σου βρήκε μια καλή θέση. Ετοίμασε τα μπογαλάκια σου και θα σε πάω στον κ. ντε Ρενάλ, όπου θα γίνεις δάσκαλος των παιδιών του.

— Και τι θα παίρνω γι' αυτή τη δουλειά;

— Τροφή, ρούχα και τριακόσια φράγκα μισθό.

Δε θέλω να είμαι υπηρέτης8.

— Και ποιος σου είπε, βρε ζώον, πως θα είσαι υπηρέτης; Νομίζεις πως θα 'θελα εγώ να γίνει ο γιος μου υπηρέτης;

— Ναι, αλλά με ποιον θα τρώω στο τραπέζι;

Η ερώτηση αυτή έφερε σε αμηχανία το γερο-Σορέλ, κατάλαβε πως αν μιλούσε μπορεί να έκανε καμιά απερισκεψία· εξοργίστηκε με το Ζυλιέν, τον φόρτωσε βρισιές, κατηγορώντας τον για λαίμαργο9 και τον παράτησε για να πάει να συμβουλευθεί τους άλλους γιους του.

Ο Ζυλιέν τους είδε σε λίγο, ακουμπισμένους στο τσεκούρι τους να κάνουν συμβούλιο. Αφού τους κοίταξε για πολύ, ο Ζυλιέν, βλέποντας πως δεν μπορούσε να μαντέψει τίποτα, πήγε και κάθισε στην άλλη πλευρά της πριονομηχανής για να μην τον προσέξουν. Ήθελε να σκεφτεί την απρόοπτη αυτή είδηση που άλλαζε την τύχη του, όμως ένιωσε πως ήταν ανίκανος για σκέψεις συνετές. Η φαντασία του ήταν ολοκληρωτικά προσηλωμένη σ' όσα πράματα λογάριαζε πως θα έβλεπε στο ωραίο σπίτι του κ. ντε Ρενάλ.

— Πρέπει να τ' απαρνηθώ όλα αυτά, σκέφτηκε, προκειμένου ν' αφήσω να με υποχρεώσουν να τρώω με τους υπηρέτες. Ο πατέρας μου θα θελήσει να μ' αναγκάσει να δεχτώ· καλύτερα να πεθάνω. Έχω βάλει κατά μέρος δέκα πέντε φράγκα κι ογδόντα λεπτά10, θα το σκάσω τη νύχτα· σε δυο μέρες, κόβοντας δρόμο από μονοπάτια όπου δεν έχω φόβο να συναντήσω χωροφύλακα, θα είμαι στην Μπεζανσόν· εκεί κατατάσσομαι στο στρατό κι αν χρειαστεί περνάω στην Ελβετία. Τότε όμως πάει η εξέλιξή μου, πάνε οι φιλοδοξίες μου, ούτε σκέψη πια για το ωραίο εκκλησιαστικό στάδιο που οδηγεί στα πάντα11.

 

 

Γ. Θεοτοκάς, «Αργώ» (απόσπασμα) [Θέλω γράμματα] [πηγή: Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β' Λυκείου]

 

* Η επιλογή και η επεξεργασία των αποσπασμάτων βασίστηκε στο γαλλικό βιβλίο: Collection Litteraire Lagarde & Michard, Bordas, Paris, 1969.
** Η εποχή μετά την καταστροφή του Ναπολέοντα (1814) και την αποκατάσταση στο θρόνο των Βουρβώνων.
1. Για τον αμόρφωτο πατέρα του Ζυλιέν οι σπουδές είναι χαμένος χρόνος.
2. Ο Ζυλιέν θαυμάζει κρυφά τον Ναπολέοντα.
3. Ο Ζυλιέν έχει τάση για βίαια αισθήματα.
4. Είχε κριτικάρει τον τρόπο με τον οποίο ο Δήμαρχος κλάδευε τα πλατάνια της αλέας: χαρακτηριστικό τόλμης εκ μέρους του στρατιωτικού χειρουργού, που ήταν «γιακωβίνος και βοναπαρτικός».
5. Για την εκστρατεία αυτή ο Σταντάλ θα κάνει ξανά αναφορά στην αρχή του μυθιστορήματός του Το μοναστήρι της Πάρμας.
6. Θέλοντας να αποχτήσει τον πρώτο χώρο του εργαστηρίου του Σορέλ, ο Ρενάλ έστραψε το ρυάκι ως τον καινούριο χώρο του πριονιστηρίου.
7. Ο Ζυλιέν θα καταφύγει συχνά στην υποκρισία.
8, 9, 10. Τελικά οι διαπραγματεύσεις καταλήγουν σε συμφωνία: ο Ζυλιέν δε θα τρώει με τους υπηρέτες. Στο επόμενο απόσπασμα τον βλέπουμε μπροστά στο κιγκλίδωμα του σπιτιού του δημάρχου.
11. Στον καιρό της αυτοκρατορίας ο καλύτερος τρόπος για να προκόψει κανείς, κατά το Ζυλιέν, ήταν να ακολουθήσει τη στρατιωτική σταδιοδρομία (το κόκκινο), ενώ στην Παλινόρθωση την ιερατική (το μαύρο).

pano

 



 

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

  1. Πώς συμπεριφέρεται ο Σορέλ και οι άλλοι γιοι του στο Ζυλιέν και τι χαρακτήρα προδίδουν οι αντιδράσεις του τελευταίου;
  2. Τι διαφορές παρουσιάζει ο Ζυλιέν από το περιβάλλον του;
  3. Σε τι μας ξενίζει η υποκρισία του Ζυλιέν και σε τι τον κατανοούμε;
  4. Ποιο κίνητρο τον ωθεί να ακολουθήσει το εκκλησιαστικό στάδιο; Να δικαιολογήσετε την απάντησή σας.

ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

 


 

 2. Πρώτα βλέμματα, πρώτη ευτυχία

 

Η δράση δένεται από αυτή την πρώτη συνάντηση της κυρίας ντε Ρενάλ και του Ζυλιέν Σορέλ, η οποία θα έχει αποφασιστική επίδραση στα αμοιβαία αισθήματά τους. Κατά το Σταντάλ «η μικρότερη έκπληξη μπορεί να γεννήσει τον έρωτα»· έτσι η έκπληξη της κυρίας Ρενάλ την προετοιμάζει ώστε να ερωτευτεί ασυνείδητα το Ζυλιέν, ο οποίος από την πλευρά του θα κατακτηθεί αμέσως. Αλλά αυτή η σκηνή, η τόσο μυθιστορηματική στην απλότητά της, παρουσιάζει ενδιαφέρον και από μόνη της και από αυτό που προετοιμάζει (I, 6).

 

Με τη ζωντάνια και τη χάρη που έδειχνε αβίαστα, όταν βρισκόταν μακριά από τα βλέμματα των ανθρώπων1, η κ. ντε Ρενάλ έβγαινε από την μπαλκονόπορτα του σαλονιού που έβλεπε στον κήπο, όταν αντίκρισε κοντά στην πόρτα της εξόδου το πρόσωπο ενός νεαρού χωρικού, σχεδόν παιδιού ακόμα2, εξαιρετικά χλομό, που φαινόταν να έχει κλάψει. Φορούσε κάτασπρο πουκάμισο και κρατούσε ένα σακάκι πολύ καθαρό από μενεξελί μάλλινο ύφασμα.

Το χρώμα του μικρού αυτού χωρικού ήταν τόσο άσπρο, τα μάτια του τόσο γλυκά, που το κάπως ρομαντικό πνεύμα της κ. ντε Ρενάλ3 την έκανε να σκεφτεί στην αρχή πως μπορεί να ήταν κάποιο κορίτσι μεταμφιεσμένο, που ερχόταν να ζητήσει κάποια χάρη από τον κ. Δήμαρχο. Ένιωσε λύπη για το κακόμοιρο αυτό πλάσμα, που είχε σταματήσει στην είσοδο και που ολοφάνερα δεν τολμούσε να σηκώσει το χέρι του ως το κουδούνι. Η κ. ντε Ρενάλ πλησίασε, ξεχνώντας για μια στιγμή την πίκρα που της προκαλούσε ο ερχομός του παιδαγωγού4. Ο Ζυλιέν, στραμμένος προς την πόρτα, δεν την έβλεπε που προχωρούσε. Ξαφνιάστηκε όταν μια γλυκιά φωνή είπε πολύ κοντά στ' αυτί του.

— Τι ζητάς εδώ, παιδί μου;

Ο Ζυλιέν γύρισε απότομα, και έκπληκτος από το βλέμμα της κ. ντε Ρενάλ που ήταν γεμάτο καλοσύνη ξέχασε λίγο τη δειλία του. Γρήγορα όμως, κατάπληκτος από την ομορφιά της ξέχασε τα πάντα, ακόμα και γιατί είχε έρθει. Η κ. ντε Ρενάλ επανέλαβε την ερώτησή της.

— Έρχομαι ως παιδαγωγός, κυρία, της είπε τέλος, καταντροπιασμένος για τα δάκρυά του που τα σκούπιζε όσο μπορούσε καλύτερα.

Η κ. ντε Ρενάλ έμεινε εμβρόντητη. Κοιτάζονταν από πολύ κοντά. Ο Ζυλιέν δεν είχε δει ποτέ του πλάσμα τόσο ωραία ντυμένο και προπάντων μια γυναίκα με τόσο λαμπερό πρόσωπο να του μιλάει με ύφος γλυκό. Η κ. ντε Ρενάλ κοίταζε τα χοντρά δάκρυα που είχαν σταθεί στα ωχρά στην αρχή μάγουλα του νεαρού χωρικού, που τώρα ήταν ροδοκόκκινα. Άρχισε να γελάει, τρελή από χαρά σαν κοριτσάκι, γελούσε με τον εαυτό της και δεν μπορούσε ν' αναμετρήσει την ευτυχία της5.

 

Μίλαν Κούντερα, «Το αστείο» (απόσπασμα)

Μολιέρος, «Δον Ζουάν» (οπτικο-ακουστικό υλικό από θεατρική παράσταση του Εθνικού Θεάτρου) [πηγή: Ψηφιοποιημένο Αρχείο Εθνικού Θεάτρου]"

Κ. Πολίτης, «Η γνωριμία με τη Μόνικα» [πηγή: Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ' Γυμνασίου]

 

1. Ο Σταντάλ ζωγράφισε την κυρία ντε Ρενάλ σαν «μια γυναίκα ψηλή, καλοφτιαγμένη», προικισμένη «με μια απλοϊκή χάρη, γεμάτη αθωότητα και ζωηράδα», χωρίς κοκεταρία και προσποίηση και μάλιστα «πολύ δειλή».
2. Βλ. την περιγραφή του Ζυλιέν στην έκτη παράγραφο του προηγούμενου αποσπάσματος.
3. «Ήταν μια απλοϊκή ψυχή» (Κεφ. III).
4. Φανταζόταν ένα «χοντρό και κακοχτενισμένο πλάσμα», σκληρό και σκυθρωπό «που θα μαστίγωνε τα παιδιά της».
5. Να βρει τόσο διαφορετικό δάσκαλο από ό,τι φοβόταν.

pano

 

 

 


 

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

  1. Πού οφείλεται η χαρά της κ. ντε Ρενάλ; Γιατί ο Ζυλιέν είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος σ' αυτό;
  2. Μπορεί η έκπληξη της κ. Ρενάλ να την παρασύρει, ώστε να ερωτευτεί ασυνείδητα τον Ζυλιέν; Τον βλέπει ακριβώς όπως είναι; (Προτού απαντήσετε να διαβάσετε το προηγούμενο απόσπασμα και να συμβουλευτείτε τα σχόλια 4 και 5).
  3. Ποια είναι η συμπεριφορά του Ζυλιέν; Τι αποκαλύπτει;
  4. Η τέχνη του Σταντάλ: Να δείξετε πώς τα αισθήματα, τα λόγια, οι χειρονομίες των προσώπων και οι ενδείξεις που δίνει ο συγγραφέας συμβάλλουν στο να κάνουν αυτή τη σκηνή ζωντανή για τον αναγνώστη.

ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ


 

 

Περίληψη: Παρά την ευσέβειά της η κ. ντε Ρενάλ υποχωρεί στο πάθος της για το Ζυλιέν. Στη μικρή όμως πόλη δεν αργούν να μιλήσουν για τον ερωτά τους και ο Ζυλιέν πρέπει να φύγει. Μετά από παραμονή του στο ιεροδιδασκαλείο της Μπεζανσόν πήγε στο Παρίσι, όπου έγινε γραμματέας του μαρκήσιου ντε Λα Μολ. Η κόρη του μαρκήσιου η Ματθίλδη, τον ερωτεύεται. Αλαζονική αλλά ρομαντική, γοητεύεται από την πρωτότυπη ατομικότητα αυτού του πληβείου, ενώ οι νεαροί αριστοκράτες τής φαίνονται, κάτω από τη λουστραρισμένη τους στολή, χωρίς χαρακτήρα.

 

 3. Ένα παλιό σπαθί

 

Μοιρασμένη ανάμεσα στο πάθος και την περηφάνια η Ματθίλδη ντε Λα Μολ, αφού έδωσε πρώτα αποδείξεις αγάπης στο Ζυλιέν, ξαφνικά παρουσιάζεται υπεροπτική και τον κρατά σε απόσταση· τη στιγμή που η Ματθίλδη δείχνει να ξεκόβει από αυτόν, ο Ζυλιέν την αγαπά αληθινά. Έτσι το πάθος φαίνεται σαν μια σύγκρουση δύο ανθρώπων, που ο καθένας τους παλεύει εναντίον του άλλου και εναντίον του εαυτού του. Αν ταπεινωθεί ο Ζυλιέν, είναι χαμένος. Μια ασυλλόγιστη όμως χειρονομία της πληγωμένης του περηφάνιας θα ξανακατακτήσει τη Ματθίλδη. Ψυχρή και γεμάτη πάθος συγχρόνως, ρομαντική αλλά και με λογική διαύγεια η Ματθίλδη δοκιμάζει έντονα, και με κάποια αισθηματική απόλαυση, καινούρια συναισθήματα, αντιφατικά και ακραία, που αρχίζουν από την περιφρόνηση και φτάνουν στο θαυμασμό, από το μίσος στον έρωτα (II, 17).

 

Ο κ. ντε Λα Μολ είχε βγει έξω. Μισοπεθαμένος ο Ζυλιέν πήγε να τον περιμένει στη βιβλιοθήκη1. Σε τι ψυχική κατάσταση βρέθηκε βρίσκοντας εκεί την δεσποινίδα ντε Λα Μολ;

Εκείνη, βλέποντάς τον να μπαίνει, πήρε ένα ύφος κακίας που ήταν αδύνατο να μη το προσέξει ο Ζυλιέν.

Παρασυρμένος από τον πόνο του, παραζαλισμένος από την έκπληξή του, ο Ζυλιέν είχε την αδυναμία να της πει με τον πιο τρυφερό τόνο που έβγαινε μέσα από την ψυχή του: «Ώστε, δεν μ' αγαπάτε πια;»2.

— Νιώθω φρίκη όταν σκέπτομαι πως παραδόθηκα στον πρώτο τυχόντα, είπε η Ματθίλδη κλαίγοντας από λύσσα εναντίον του εαυτού της.

— Στον πρώτο τυχόντα! φώναξε ο Ζυλιέν, και όρμησε να πάρει ένα παλιό ξίφος μεσαιωνικής εποχής που το είχαν στη βιβλιοθήκη σαν σπάνιο αντικείμενο.

Ο πόνος του, που τον νόμιζε όσο πιο μεγάλο γίνεται τη στιγμή που είχε μιλήσει στη δεσποινίδα ντε Λα Μολ, είχε γίνει εκατονταπλάσιος με τα δάκρυα ντροπής που έβλεπε να χύνει εκείνη. Θα ήταν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο αν μπορούσε να τη σκοτώσει.

Τη στιγμή που είχε τραβήξει το ξίφος, με κάποια δυσκολία3, από την παλιά του θήκη, η Ματθίλδη ευτυχισμένη από μια τόσο καινούρια συγκίνηση4, προχώρησε υπερήφανα προς το μέρος του· τα δάκρυά της είχαν στερέψει.

Η σκέψη του μαρκησίου ντε Λα Μολ, του ευεργέτη του, πρόβαλε έντονα στο μυαλό του Ζυλιέν. Θα σκοτώσω την κόρη του! σκέφθηκε, τι φρίκη! Έκαμε μια κίνηση να πετάξει το σπαθί. Σίγουρα, σκέφτηκε, θα σκάσει στα γέλια βλέποντας αυτή τη μελοδραματική αντίδρασή μου5· χάρη σ' αυτή τη σκέψη ξαναβρήκε την ψυχραιμία του. Κοίταξε τη λεπίδα του παλιού ξίφους με περιέργεια και σαν να έψαχνε να βρει κάποιο σημείο σκουριασμένο, έπειτα το έβαλε πάλι στη θήκη και με τη μεγαλύτερη ηρεμία το κρέμασε στο επιχρυσωμένο μπρούντζινο καρφί του.

Όλη αυτή η κίνηση, πολύ αργή προς το τέλος, κράτησε ένα λεπτό· η δεσποινίς ντε Λα Μολ τον κοίταζε έκπληκτη. Λίγο έλειψε λοιπόν να με σκοτώσει ο εραστής μου! σκεφτόταν.

Η σκέψη αυτή την μετέφερε στα πιο ωραία χρόνια της εποχής του Καρόλου Θ' και του Ερρίκου Γ'6.

Ήταν ακίνητη μπροστά στο Ζυλιέν που μόλις είχε βάλει το ξίφος στη θέση του· τον κοίταζε με μάτια όπου δεν υπήρχε πια μίσος. Πρέπει να παραδεχτούμε πως ήταν πολύ σαγηνευτική εκείνη τη στιγμή· ασφαλώς ποτέ γυναίκα δεν έμοιαζε λιγότερο με παριζιάνικη κούκλα (η έκφραση αυτή ήταν η μεγάλη μομφή εναντίον των γυναικών αυτού του τόπου).

Θα ξανακάνω κάποια πράξη αδυναμίας απέναντί του, σκέφτηκε η Ματθίλδη· μ' αυτή την πράξη θα θεωρήσει τον εαυτό του εξουσιαστή και κύριό μου, έπειτα από ένα δεύτερο σφάλμα μου, και ακριβώς τη στιγμή που του μίλησα τόσο έντονα. Έφυγε τρέχοντας.

 

1. Ο Ζυλιέν μπροστά στην προσποιητή περιφρόνηση της Ματθίλδης απέναντί του, με το θάνατο στην ψυχή, αποφάσισε να φύγει. Πηγαίνει να ειδοποιήσει γι' αυτό το μαρκήσιο.
2. Σε τι διαπράττει αδεξιότητα;
3. Να προσδιορίσετε το αποτέλεσμα αυτής της παρατήρησης.
4. Η Ματθίλδη λαχταρά βίαιες συγκινήσεις, σπάνιες στο περιβάλλον όπου ζει.
5. Μόλις σκέφτεται ο Ζυλιέν γίνεται ευαίσθητος, γιατί φοβόταν τη γελοιοποίηση.
6. Η Ματθίλδη, όπως ο Σταντάλ, αγαπά τον 16ο αι., εποχή του ατομικισμού, των μεγάλων χαρακτήρων και του πάθους στην καθαρή του κατάσταση.

pano

 

 

 


 

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

  1. Να συγκρίνετε το χαρακτήρα της Ματθίλδης α) με το χαρακτήρα του Ζυλιέν και β) με το χαρακτήρα της κυρίας ντε Ρενάλ. Ποιες διαφορές παρατηρείτε;

ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ


 

Περίληψη: Η αυταρχική Ματθίλδη καταφέρνει, όχι χωρίς κόπο, τον πατέρα της να συγκατατεθεί να παντρευτεί το Ζυλιέν. Ο Ζυλιέν γίνεται, με προνόμιο του μαρκήσιου ντε Λα Μολ, ιππότης Σορέλ ντε Λα Βερνέιγ, υπολοχαγός των ουσάρων. Ενώ οι επιθυμίες του ήταν να εκπληρωθούν, συμβαίνει κάτι απροσδόκητο. Ο κύριος ντε Λα Μολ, που ζήτησε πληροφορίες για το μέλλοντα γαμπρό του, παίρνει από την κυρία ντε Ρενάλ μια απάντηση επιβαρυντική για το Ζυλιέν. Διατάζει την κόρη του να παραιτηθεί από τα σχέδιά της γι' αυτόν «το χυδαίο άνθρωπο». Ειδοποιημένος από τη Ματθίλδη ο Ζυλιέν την εγκαταλείπει απότομα, αφού πληροφορήθηκε για το γράμμα που ήταν μοιραίο για τις φιλοδοξίες του.

 

 4. Ο Ζυλιέν πυροβολεί την κ. Ντε Ρενάλ

 

Αυτή η σκηνή που δείχνει μια αποφασιστική καμπή στη δράση του μυθιστορήματος, είναι χαρακτηριστική για την τέχνη του Σταντάλ. Ο συγγραφέας που περιφρονεί, στην καρδιά του ρομαντισμού, τον αισθηματισμό και τη μεγαλοστομία, παρουσιάζει τη σκηνή με ένα ρεαλισμό όχι ντοκουμενταρισμένο αλλά ψυχολογικό, σύμφωνα με την οπτική του ίδιου του εγκληματία (II, 35-36).

 

Ο Ζυλιέν έφυγε για το Βεριέρ. Στο γρήγορο αυτό ταξίδι του δεν μπόρεσε να γράψει στη Ματθίλδη, όπως σχεδίαζε· το χέρι του χάραζε στο χαρτί δυσανάγνωστα σχήματα. Έφτασε στο Βεριέρ Κυριακή πρωί. Μπήκε στο μαγαζί του οπλοποιού της περιοχής, που τον υποδέχτηκε με χείμαρρο συγχαρητηρίων για την πρόσφατη επιτυχία του1. Ήταν το μεγάλο νέο του τόπου.

Ο Ζυλιέν δυσκολεύτηκε πολύ να του δώσει να καταλάβει πως ήθελε ένα ζεύγος πιστόλια. Ζήτησε από τον οπλοποιό να τα γεμίσει.

Η καμπάνα χτύπησε τρεις φορές· σ' όλα τα χωριά της Γαλλίας ξέρουν πως αυτό σημαίνει πως η λειτουργία αρχίζει.

Ο Ζυλιέν μπήκε στην καινούρια εκκλησία του Βεριέρ. Όλα τα πάνω παράθυρα του κτιρίου ήταν σκεπασμένα με πορφυρά παραπετάσματα. Ο Ζυλιέν βρέθηκε λίγα βήματα πιο πίσω από το στασίδι της κ. ντε Ρενάλ. Του φάνηκε πως προσευχόταν με κατάνυξη. Η θέα αυτής της γυναίκας που τον είχε τόσο αγαπήσει έκαμε το χέρι του Ζυλιέν να τρέμει τόσο πολύ, που στην αρχή δεν μπόρεσε να εκτελέσει το σχέδιό του. Δε θα μπορέσω, έλεγε στον εαυτό του· το χέρι μου δε με βοηθάει, δε θα μπορέσω.

Εκείνη τη στιγμή ο νεαρός κληρικός σήμανε για την πρόθεση. Η κ. ντε Ρενάλ έσκυψε το κεφάλι της που για μια στιγμή βρέθηκε εντελώς σκεπασμένο από το σάλι της. Ο Ζυλιέν δεν την έβλεπε πια τόσο καθαρά· πυροβόλησε μια φορά και αστόχησε· πυροβόλησε δεύτερη φορά κι εκείνη έπεσε.

Ο Ζυλιέν έμεινε ακίνητος, δεν έβλεπε πια τίποτε. Όταν συνήλθε κάπως, διέκρινε όλους τους πιστούς να τρέχουν να φύγουν από την εκκλησία· ο ιερεύς είχε εγκαταλείψει την Αγία Τράπεζα. Ο Ζυλιέν άρχισε να περπατάει με βήμα αργό πίσω από μερικές γυναίκες που έφευγαν φωνάζοντας. Μια γυναίκα που έτρεχε να φύγει πιο γρήγορα από τις άλλες, του έδωσε μια δυνατή σπρωξιά· έπεσε κάτω. Τα πόδια του είχαν μπερδευτεί σε μια καρέκλα που την είχε ρίξει κάτω το πλήθος· τη στιγμή που σηκωνόταν, ένιωσε να του σφίγγει κάποιος το λαιμό· ήταν ένας χωροφύλακας με την επίσημη στολή του. Μηχανικά ο Ζυλιέν θέλησε να χρησιμοποιήσει τα πιστόλια του, όμως ένας δεύτερος χωροφύλακας του έπιασε τα μπράτσα.

Τον οδήγησαν στις φυλακές. Μπήκαν σ' ένα δωμάτιο, του έβαλαν χειροπέδες και τον άφησαν μόνο του· η πόρτα διπλοκλειδώθηκε· όλα αυτά έγιναν πολύ γρήγορα και δεν τα κατάλαβε.

— Στ' αλήθεια, τέλειωσαν όλα, είπε μεγαλόφωνα όταν συνήλθε... Μάλιστα, σε δεκαπέντε μέρες η λαιμητόμος... εκτός αν σκοτωθώ ως εκείνη την ημέρα.

Ο συλλογισμός του δεν προχωρούσε περισσότερο· ένιωθε να πονάει το κεφάλι του σαν να του το έσφιγγαν πολύ δυνατά. Κοίταξε για να ιδεί μήπως τον κρατούσε κανένας. Έπειτα από μερικές στιγμές αποκοιμήθηκε.

Μετάφραση Τάκη Δραγόνα

 

1. Να εκτιμήσετε την πίκρα αυτής της ειρωνείας της τύχης.

pano

 

 

 


 

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

  1. Να χαρακτηρίσετε τη διανοητική κατάσταση του Ζυλιέν σχολιάζοντας τις αποκαλυπτικές λεπτομέρειες.
  2. Πώς συμφιλιώνονται τα βαθιά αισθήματα του Ζυλιέν για την κ. ντε Ρενάλ με την επιθυμία του να τη σκοτώσει;
  3. Να κρίνετε τη βαρύτητα του εγκλήματος με βάση τα επιβαρυντικά και ελαφρυντικά στοιχεία. (Προτού απαντήσετε να συμβουλευτείτε και την περίληψη ανάμεσα στο τρίτο και τέταρτο απόσπασμα).
  4. Δώστε με χαρακτηριστικά παραδείγματα τον κύριο χαρακτήρα του αποσπάσματος· πώς ανταποκρίνεται αυτός α) στο λογοτεχνικό ιδεώδες του Σταντάλ και β) στη διανοητική κατάσταση του δολοφόνου; (Προτού απαντήσετε να διαβάσετε το βιογραφικό σημείωμα).

ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

 Περίληψη: Το τραύμα δεν έβαλε σε κίνδυνο τη ζωή της κ. Ρενάλ, η οποία σκέφτηκε αμέσως να σώσει τον δολοφόνο της. Απέτυχε όμως, όπως επίσης απέτυχε και η προσπάθεια της Ματθίλδης. Καταδικάστηκε σε θάνατο. Στη φυλακή ανακάλυψε ότι μόνο την κ. ντε Ρενάλ αγαπούσε, ενώ τα αισθήματά του για τη Ματθίλδη και η φιλοδοξία του δεν είχαν κανένα βάθος. Η φιλοδοξία του είχε πεθάνει μέσα του. Τώρα αισθάνεται τύψεις που αποπειράθηκε να σκοτώσει την κ. ντε Ρενάλ. Στην πραγματικότητα είναι σφοδρά ερωτευμένος μαζί της. Έτσι χάρη στην κ. ντε Ρενάλ που τον επισκέπτεται στη φυλακή, οι τελευταίες του ημέρες είναι ημέρες ευτυχίας. Τέλος ο Ζυλιέν ανεβαίνει στο ικρίωμα. Λίγες μέρες μετά τον θάνατό του πεθαίνει και η κ. ντε Ρενάλ αγκαλιάζοντας τα παιδιά της.

 


Σταντάλ (Ερρίκος Μπέιλ 1783-1842)

stendhal

Γεννήθηκε στην Γκρενόμπλ της Γαλλίας και το πραγματικό του όνομα ήταν Ερρίκος Μπέιλ. Έχασε σε μικρή ηλικία τη μητέρα του και διατήρησε άσχημες αναμνήσεις από το αυστηρό οικογενειακό του περιβάλλον. Στοχαστής, λυρικός ανατόμος και χρονικογράφος της εποχής του, ο Σταντάλ ανανέωσε το μυθιστόρημα κρατώντας ίση απόσταση από τα δύο βασικά τότε ρεύματα·τις λυρικές υπερβολές των ρομαντικών και τις εξαντλητικές αναλύσεις των ρεαλιστών. Ρομαντικός από κλίση προς τα βίαια πάθη, αναλύει με διαύγεια και μέτρο και κάποτε με ειρωνεία τους χαρακτήρες του. Παραγνωρισμένος στην εποχή του, απόκτησε φήμη μετά το θάνατό του. Έργα του: Η ζωή του Ναπολέοντα, Ρακίνας και Σαίξπηρ, Armance, (1827), Το κόκκινο και το μαύρο (1831), Το μοναστήρι της Πάρμας (1839).

 

βιογραφικό σημείωμα [πηγή: Βικιπαίδεια]  

 



 

1. Εργοβιογραφικά στοιχεία

Ένας από τους μεγαλύτερους μυθιστοριογράφους των γαλλικών γραμμάτων, ο Σταντάλ, γεννήθηκε στην Γκρενόμπλ το 1783. Το πραγματικό του όνομα ήταν Ανρί-Μαρί Μπελ (Henri Marie Beyle), ενώ το ψευδώνυμο με το οποίο επρόκειτο να μείνει γνωστός το δανείστηκε από τη μικρή γερμανική πόλη Stendal, ελαφρά τροποποιημένο για να φαίνεται πιο γερμανικό. Στα επτά του χρόνια, έχασε τη μητέρα του που υπεραγαπούσε, και ανατράφηκε μαζί με τις δύο μικρότερες αδελφές του από τον πατέρα του, συντηρητικό δικηγόρο, τον οποίο απεχθανόταν σε όλη του τη ζωή. Αντιδρώντας στη θρησκοληψία και τον φιλομοναρχισμό του περιβάλλοντός του, υιοθέτησε από παιδί μιαν αντικληρική στάση και έδειξε ενθουσιασμό για τη Γαλλική επανάσταση, που όταν ξέσπασε ήταν μόλις έξι ετών. Το 1799 ο πατέρας του τον έστειλε στο Παρίσι να σπουδάσει στο Πολυτεχνείο, αλλά καθώς το όνειρό του ήταν «να κατακτήσει το θέατρο, την ποίηση, τις ωραίες γυναίκες», δεν παρουσιάστηκε στις εξετάσεις.

Από το 1800 ως το 1814, υπηρέτησε —σε διάφορες θέσεις— στον στρατό του Ναπολέοντα, ακολουθώντας τα γαλλικά στρατεύματα στις διαδοχικές τους εκστρατείες. Το 1814, μετά την παραίτηση του Ναπολέοντα και την παλινόρθωση των Βουρβόνων, εγκατέλειψε τη Γαλλία και εγκαταστάθηκε στο Μιλάνο για τα επόμενα επτά χρόνια, αφιερώνοντας τον χρόνο του στο διάβασμα, το γράψιμο και τον έρωτα.

Το 1821 εγκατέλειψε το Μιλάνο και επέστρεψε στο Παρίσι, καθώς οι φιλελεύθεροι φίλοι του τον υποψιάζονταν για πράκτορα της γαλλικής κυβέρνησης και οι αυστριακές αρχές για καρμπονάρο. Κατά την παρισινή διαμονή του, που κράτησε δέκα χρόνια, έγραφε για βιοποριστικούς λόγους διάφορα άρθρα για την πνευματική και πολιτική ζωή της Γαλλίας, τα οποία δημοσίευε σε αγγλικά περιοδικά. Μετά την επανάσταση του Ιουλίου 1830, διορίστηκε πρόξενος στην Τεργέστη. Ωστόσο, η αυστριακή κυβέρνηση που τον θεωρούσε ανατρεπτικό στοιχείο αρνήθηκε να τον δεχτεί και έτσι τελικά τοποθετήθηκε (1831) στο λιμάνι του παπικού κράτους Τσιβιταβέκια στην Ιταλία. Πολύ περισσότερο από τα προξενικά του καθήκοντα, ασχολήθηκε με το γράψιμο και τα ταξίδια. Το 1835 ο Υπουργός Παιδείας του απένειμε το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής για την προσφορά του στα γράμματα και τον επόμενο χρόνο ο Υπουργός Εξωτερικών του έδωσε τρίμηνη άδεια να επιστρέψει στο Παρίσι, όπου και έμεινε τελικά τρία χρόνια. Το 1839 επέστρεψε στην Τσιβιταβέκια, όπου έπαθε αποπληξία, και πήγε για θεραπεία στη Γενεύη και κατόπιν στο Παρίσι. Εκεί πέθανε το 1842.

Κυριότερα έργα του: Μυθιστορήματα: Αρμάνς ή μερικές σκηνές ενός παρισινού σαλονιού στα 1827 (1827), Το κόκκινο και το μαύρο (1830), Το μοναστήρι της Πάρμας (1839), Λαμιέλ (ημιτελές εκδόθηκε μετά τον θάνατό του, 1889), Λυσιέν Λεβέν (ημιτελές πρωτοεκδόθηκε το 1855 στη συλλογή Ανέκδοτες νουβέλες, με τίτλο «Ο πράσινος κυνηγός»).

Διηγήματα: Ιταλικά χρονικά (1839), επανεκδόθηκαν στη συλλογή Ανέκδοτες νουβέλες (1855)/ Μυθιστορήματα και νουβέλες (1854).

Αυτοβιογραφία: Η ζωή του Ανρί Μπρυλάρ (1890)

Άλλα έργα: Βίοι τον Χάυντν, του Μότσαρτ και τον Μεταστάζιο (1814), Ιστορία της ζωγραφικής στην Ιταλία (1817), Ρώμη, Νεάπολη και Φλωρεντία το 1817 (1817), Περί έρωτος (1822), Ρακίνας και Σαίξπηρ [δύο φυλλάδια, 1823 και 1825, επανεκδόθηκαν ως βιβλίο με τίτλο Ρακίνας και Σαίξπηρ, μελέτες γύρω από τον Ρομαντισμό (1854)], Βίος του Ροσίνι (1823), Περίπατοι στη Ρώμη (1829), Αναμνήσεις ενός περιηγητή (1838), Αναμνήσεις εγωτισμού (1892), Ημερολόγιο του Σταντάλ (1888), Η ζωή του Ναπολέοντος (αποσπάσματα 1876, πλήρης έκδοση 1929) κ.ά.

 

2. Η κριτική για το έργο του

Η καταγωγή του Κόκκινου και του Μαύρου και οι καινοτομίες του Σταντάλ

«Τα κύρια πρόσωπα —οι "ήρωες" — των έργων του Σταντάλ είναι νεαρές υπάρξεις. Αυτό είναι ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των μυθιστορημάτων του. [...] Στο κέντρο καθενός από τα μυθιστορήματά του υπάρχει ένας νεαρός άνθρωπος, που μοιάζει, περισσότερο ή λιγότερο, με τον Σταντάλ, αλλά που αναπτύσσεται σε άλλο περιβάλλον, ακολουθεί, σε περιστάσεις ζωής, μιαν άλλη γραμμή, έχει άλλη τύχη. Αυτό είναι ένα δεύτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα των μυθιστορημάτων του Σταντάλ. Το τρίτο είναι, ότι σχεδόν όλα τα μυθιστορήματά του έχουν υπόθεση, που, στις βασικές γραμμές της ή ακόμα και σ' αυτές τις λεπτομέρειες, δεν είναι επινόηση δική του, αλλά είναι υπόθεση δανεισμένη από παλαιά "χρονικά" ή εφημερίδες του καιρού του ή ακόμα και από βιβλία και χειρόγραφα άλλων συγχρόνων του. [...]

Μια νύχτα του έτους 1828 (25-26 Οκτωβρίου) συνέλαβε ο Σταντάλ την ιδέα του ήρωα του έργου. Χρειαζόταν, τάχα, να επινοήσει τη μορφή του Ιουλιανού Σορέλ (Joulien Sorel), του ήρωά του; Δεν τον βρήκε, τάχα, στα πρακτικά μιας δίκης, που είχε διεξαχθεί, στο 1827, στο κακουργιοδικείο της Γρενόβλης (Grenoble), της γενέτειράς του; Ολόκληρη η υπόθεση του μυθιστορήματος "Το Κόκκινο και το Μαύρο" είναι βασισμένη, ακόμα και σε λεπτομέρειες, στα πρακτικά της δίκης εκείνης, που τα διάβασε ο Σταντάλ στην "Εφημερίδα των Δικαστηρίων" [...]. Ακόμα και τα εξωτερικά χαρακτηριστικά —αλλά ας το πούμε από τώρα: μόνο τα εξωτερικά— του Ιουλιανού Σορέλ τα πήρε ο Σταντάλ από το πρόσωπο του Αντουάν Μπερτέ [...]. Αυτός — πρόσωπο πραγματικό— επυροβόλησε, μέσα σε μιαν εκκλησία, στην ώρα της λειτουργίας, την πρώτη ερωμένη του, κάποια Μαντάμ Μισού [...]. Είχε προσληφθεί στο σπίτι της, όταν μια ασθένεια τον ανάγκασε να διακόψει τις σπουδές του στο εκκλησιαστικό Σεμινάριο, ως παιδαγωγός των τέκνων της. Αφού τον έδιωξε ο σύζυγος της Μαντάμ Μισού, επιχείρησε να συνεχίσει τις σπουδές του σε εκκλησιαστικές σχολές. Αλλά τον έδιωξαν κι από το μέγα Σεμινάριο της Γρενόβλης. Τον έδιωξε, ύστερα, και ο κύριος ντε Κορντόν [...], ένας αριστοκράτης, που τον προσέλαβε ως παιδαγωγό των μικρών τέκνων του, αλλά που είχε και μια θυγατέρα ώριμη για ερωτικές συγκινήσεις. Αφού μάταια επιχείρησε πάλι να χτυπήσει τις πόρτες των εκκλησιαστικών σχολών, ξαναγύρισε στο χωριό του και εκδικήθηκε την Μαντάμ Μισού. Καταδικάστηκε στην ποινή του θανάτου και εκτελέσθηκε. Ήταν εικοσιπέντε χρονών. Ο Σταντάλ [...] σκέφθηκε να κάμει τον Ιουλιανό Σορέλ να πεθάνει ακόμα νεώτερος. Δεν είχε συμπληρώσει τα είκοσι χρόνια του, όταν εμφανίσθηκε στο δικαστήριο, που τον καταδίκασε κι αυτόν στην ποινή του θανάτου. Εκτελέσθηκε και ο Ιουλιανός, μολονότι η γυναίκα, που εναντίον της επυροβόλησε, δεν υπέκυψε στο τραύμα της και δεν έπαψε ν' αγαπάει τον νεαρό εραστή της. [...] Ο Σταντάλ δεν επινόησε παρά ελάχιστα πράγματα στην υπόθεση του έργου. Η ιστορία του Ιουλιανού Σορέλ είναι η ιστορία του Αντουάν Μπερτέ, αλλά —όσο κι αν μοιάζουν οι δύο "ήρωες", όσο κι αν η ταυτότητα του ενός συγχέεται με την ταυτότητα του άλλου— η εσωτερική ζωή του Ιουλιανού Σορέλ είναι "ιδέα" του Σταντάλ, είναι δική του επινόηση. [...] Και την εικόνα της Γαλλίας, που —με αφορμή την ιστορία του Αντουάν Μπερτέ— μας δίνει ο Σταντάλ, την εικόνα της γαλλικής επαρχίας, καθώς και του Παρισιού, δεν την πήρε από τα πρακτικά της δίκης. Τη συγκρότησε με το δικό του πνεύμα και με τη δική του γραφίδα. [...] Ο υπότιτλος του "Κόκκινου": "Χρονικό του 1830" (Chronique de 1830) σημαίνει τη Γαλλία, ολόκληρη τη Γαλλία του 1830. Και οι υποσχέσεις του υπότιτλου αυτού τηρήθηκαν, πράγμα που κάνει το έργο [...] μυθιστόρημα-κλειδί μιας εποχής, μιας χώρας [...].

Ας πούμε μερικά λόγια για τον τίτλο του έργου. Ο Αλμπέρ Τιμπωντέ (Thibaudet) λέει: "Υπό τον Ναπολέοντα, o Ιουλιανός Σορέλ θα ‘ταν το Κόκκινο, δηλαδή στρατιώτης, συνταγματάρχης στα τριάντα του χρόνια, και, στα σαράντα, στρατηγός κόμης Σορέλ, αν δε θα είχε σκοτωθεί. Υπό την Παλινόρθωση, δεν μπορεί να φθάσει ψηλά" (αφού ήταν γιος ενός χωρικού και ξυλουργού) "παρά μέσω της Εκκλησίας, μέσω του Μαύρου" (του ράσου). Αλλά ο τίτλος "Το Κόκκινο και το Μαύρο" έχει, για τον Τιμπωντέ, ένα διπλό νόημα, και το δεύτερο νόημα —εκείνο, που υποκρύπτεται— είναι "ένα ταμπλώ (τυχερού) παιχνιδιού". "Με δεδομένα τον χαρακτήρα μας, την ατομικότητά μας, τη μοναδική και υπεράνω χρόνου, τη στοιχειώδη ρίζα μας, έχουμε το αίσθημα", λέει ο Τιμπωντέ, "ότι η ύπαρξή μας μπορούσε να είχε παιχθεί στα ταμπλώ ευτυχία ή δυστυχία, πλούτος ή φτώχεια, καλή παιδεία ή κακή παιδεία, εκμετάλλευση των χαρισμάτων μας ή παραμέληση των χαρισμάτων μας, και ότι σε πολλές στιγμές, που τις θυμόμαστε, εξαρτήθηκε από κάτι ελάχιστο να ‘ναι η ύπαρξη μας αλλιώτικη, ότι το κόκκινο ή το μαύρο μας ήταν μια υπόθεση συμπτώσεων ή τύχης. Μια που βγήκε ένα χρώμα, δεν υπάρχει πια καιρός να γυρίσουμε πίσω.". [...]

Ο Φρειδερίκος Νίτσε [...] λέει, ότι ο Σταντάλ είναι o άνθρωπος "που διέτρεξε μ' ένα Ναπολεόντειο τέμπο... πολλούς αιώνες της ευρωπαϊκής ψυχής, σαν ιχνηλάτης και ευρέτης της ψυχής αυτής...", είναι "ο τελευταίος μέγας ψυχολόγος της Γαλλίας". [...] Και στο 1888, μας είπε ότι μόνον η ανακάλυψη του Ντοστογιέφσκι —ως "ψυχολόγου", που μπορούσε ακόμα να τον διδάξει κάτι— ήταν γι' αυτόν ένα ευτύχημα ακόμα μεγαλύτερο από την ανακάλυψη [...] του Σταντάλ [...], ότι "χρειάσθηκαν δυο γενεές", για να φθάσει κανείς "κάπως" [...] εκεί οπού είχε φθάσει, προτρέχοντας, ο Σταντάλ [...].».

 

(Π. Κανελλόπουλος, 1976, Ιστορία του Ευρωπαϊκού πνεύματος, τόμος VII,
Αθήνα, Γιαλλέλης, σελ. 463-476)

 

Το Κόκκινο και το Μαύρο του Σταντάλ ως μία έξοχη ερωτική και κοινωνική μελέτη

«Το μυθιστόρημα σκοπεύει, παράλληλα και ισόρροπα, δύο στόχους: τη μελέτη του ερωτικού πάθους και τη χρονικογράφηση της επαρχιώτικης και της παρισινής κοινωνίας στην τρίτη δεκαετία του 19ου αιώνα. [...] Η αξία του είναι έξω και πέρα από την πλοκή. Ο ίδιος ο τίτλος, μυστηριώδης κι επιδεχόμενος πολλές, παράλληλες είτε αντιφατικές, ερμηνείες, είναι ένα πρώτο θέλγητρο. Είναι τάχα [...] η αέναη, ανοιχτή ή ύπουλη, σύγκρουση που διατρέχει το βιβλίο, ανάμεσα στην ιακωβίνικη, φιλελεύθερη Αριστερά και τη μυστική, παντοδύναμη Αδελφότητα του Κλήρου [...]; Είναι η στολή του δραγόνου και το μαύρο ράσο του αββά; Ή, τέλος, η κοκκινόμαυρη ρουλέτα της ζωής, το στοίχημα του Πασκάλ, όπου ο άνθρωπος χάνει το παιχνίδι;

Ο Ζυλιέν Σορέλ δεν είναι, βέβαια, ο ίδιος ο Σταντάλ. Όμως ενσαρκώνει μια αγαπημένη του ανθρώπινη αρετή, την ενεργητικότητα. Τι σημασία έχει αν προσπερνάει την αστική ηθική και, σε μια κορύφωση παραφοράς, καταλήγει στο έγκλημα; Είναι αρετή αυτόνομη, προανάκρουσμα ενός υπαρξισμού. Ο Ζυλιέν ξεκινάει από πολύ χαμηλά, σκοπεύοντας τη δύναμη και τον πλούτο. Είναι ο τέλειος αμοραλιστής [...]. Έχει την αφοπλιστική αφέλεια της νιότης, όταν τα παλιά ιδανικά έχουν ξεφτίσει και τα καινούρια προδοθεί. Ο κυνισμός του έχει κάτι σαν θέλγητρο παρθενικότητας. [...]

Δίπλα του, ο Σταντάλ έστησε δύο από τις πιο ζωντανές σε μυθιστόρημα γυναικείες φιγούρες, τις δύο γυναίκες που τον αγάπησαν. Την κυρία ντε Ρενάλ, μια μορφή μεγάλης ερωμένης, τρυφερής, αισθαντικής, αισθησιακής, έτσι κάπως όπως ο συγγραφέας είχε νιώσει τις Ιταλίδες. [...] Τη Ματθίλδη ντε Λα Μολ, ο Μπελ την είδε σαν τη συνισταμένη των Γαλλίδων που τον πλήγωσαν, που τις φοβόταν και τις θαύμαζε για την περηφάνια τους, την ψυχρή υπεροχή αιώνων κουλτούρας. [...]

Πλήθος κομπάρσοι κινούνται ολόγυρα, ολοζώντανοι και καλοστημένοι. Είναι μυθιστόρημα - χρονικό. Για όλους η κριτική βρήκε τα πρότυπά τους. Μερικοί δεν έχουν καν αλλάξει όνομα. Κι η πολιτική απεικόνιση είναι άψογη. [...] Η γλώσσα στο "Κόκκινο και το Μαύρο" είναι απλή, λεία, χωρίς προσποίηση, καμιά σκοτεινότητα. Η φράση σκέτη, γυμνή. Ο συγγραφέας δεν νοιάζεται για τη συχνή επανάληψη μιας λέξης, δεν λεπτολογεί, ούτε φροντίζει την καλλιέπεια. [...] Κι αν ο ρυθμός είναι αργός, είναι γιατί οι ήρωες αυτοαναλύονται και θέλουν να καταλάβουν το κίνητρο κάθε πράξης, δικής τους ή των άλλων. Κι όμως ο ρυθμός αυτός αλλάζει, γίνεται βίαιος, λαχανιαστός, αποδίδει εξαίσια την κατάσταση υπνοβασίας, όταν ο Ζυλιέν πάει να σκοτώσει την κυρία ντε Ρενάλ.»

 

(Γ. Σπανός, 1995, «Πρόλογος», Σταντάλ, Το κόκκινο και το μαύρο,
Αθήνα, Εκδοτικός Οργανισμός Πάπυρος, σελ. 8-10)

 

Το Κόκκινο και το Μαύρο του Σταντάλ: ένα ρεαλιστικό ψυχογράφημα

«Το μυθιστόρημα αυτό, που άφησε εποχή, δεν είναι μια ομολογία στο στυλ του Βέρθερου, αλλά μια ρεαλιστική αντικειμενοποίηση του ψυχολογικού, που δε διαφέρει πολύ από τον Νατουραλισμό.

"Το μυθιστόρημα είναι ένας καθρέφτης που τον κουβαλούν στον δρόμο. Πότε καθρεφτίζει τον ουρανό και πότε τη λάσπη". Έτσι καθορίζει ο Σταντάλ το μυθιστόρημα [...]. Σ' αυτόν τον ορισμό, ανταποκρίνεται κι η τεχνική που συνίσταται στην αδιάκριτη συλλογή περιστατικών από τη ζωή. Έτσι και το θέμα του "Κόκκινου και Μαύρου" είναι παρμένο από μια εφημερίδα κι οι ήρωές του είναι ελαφρά παραλλαγμένα πορτραίτα "εκ του φυσικού".

"Παίρνω μια γνωστή προσωπικότητα και παρατηρώ τον τρόπο που κυνηγάει την ευτυχία. Την παρουσιάζω, βέβαια, λίγο εξυπνότερη". Γι' αυτό και το ύφος του μυθιστορήματος δεν χρειάζεται καμιά ποιητικότητα. Όσο λιτότερο και πιο προσγειωμένο είναι, τόσο το καλύτερο. [...]

Το μυθιστόρημα αυτό προτρέχει ήδη της τελικής φάσης του ρεαλιστικού μυθιστορήματος. Γιατί απεικονίζει αναλυτικά την κατάρρευση της κοινωνικής διάστρωσης και την απόγνωση του ατόμου που εγκαταλείπει τον εαυτό του».

 

(Ε. Λάατς, 1963, Παγκόσμιος Ιστορία της Λογοτεχνίας,
Αθήναι: Αρσενίδης, σελ 148-49)

 

Η βαθιά αντινομία του Σορέλ

«Ο Σορέλ είναι ένας από τους πιο αντιπροσωπευτικούς χαρακτήρες των αρχών του 19ου αιώνα: με την ενεργητικότητα και τη δύναμη της προσωπικότητάς του αποτελεί σαφή αναφορά στον βυρωνικό ήρωα του ευρωπαϊκού Ρομαντισμού, αλλά και στην επαναστατική ορμή που ενσάρκωσαν οι Γάλλοι επαναστάτες και ο Ναπολέων. Ωστόσο η εποχή αυτή έχει παρέλθει πλέον ανεπιστρεπτί, όπως συνειδητοποιεί σύντομα ο Σορέλ. Οι κυρίαρχες αξίες δεν απορρέουν από τον δεσποτικό και χαρισματικό αυτοκράτορα, αλλά από τον υπολογιστή πολιτικό Μέττερνιχ και τους ομοίους του. Ο Σορέλ δεν μπορεί παρά να γίνει τέκνο της εποχής του, κοινωνικά ευκίνητος, κυνικός και διπλωμάτης. Φορά το μαύρο του εκκλησιαστικού ράσου επάνω από το κόκκινο του στρατιώτη, αφήνοντας πλήρη εξουσία στις τρελές του φιλοδοξίες που τον οδηγούν έξω από τον μικροαστικό του περίγυρο, στον νέο κόσμο των κοινωνικών προνομίων και της εύνοιας της αριστοκρατίας.

Ο Σορέλ ζει ανάμεσα στους δύο πόλους της ρομαντικής αυτοπροβολής και του ρεαλιστικού κυνισμού, δίχως ποτέ να τους συμφιλιώνει. Παρά την οικονομική του άνοδο, καταλήγει εντέλει θύμα της ανορθολογικής και απερίσκεπτης αυτοπεποίθησης που χαρακτηρίζει τη ρομαντική νοοτροπία (όταν, για παράδειγμα, αποπειράται να δολοφονήσει την πρώην ερωμένη του) όσο και του ηθικού σχετικισμού της ρεαλιστικής στάσης, η οποία συγχέει ανεπανόρθωτα έννοιες όπως: η ειλικρίνεια και η προσποίηση, η αλήθεια και η φαντασία. Ακόμα και τις παραμονές της εκτέλεσής του, ο ήρωας του Σταντάλ αδυνατεί να συνειδητοποιήσει ότι ο "τσαρλατανισμός" και η "υποκρισία", που τον περιέβαλλαν, όπως ισχυρίζεται, σε όλη του τη ζωή, αποτελούν στην πραγματικότητα πλευρές της ίδιας της προσωπικότητάς του, προϊόντα του μυαλού ενός καριερίστα [...].

Ο Ζυλιέν Σορέλ προσμένει την εκτέλεσή του και πεθαίνει με μια διάθεση περιφρόνησης, αρνούμενος οποιαδήποτε προσφορά μεσολάβησης, θεωρώντας τον εαυτό του θύμα της "αριστοκρατίας της μεσαίας τάξης" η οποία είχε γίνει η νέα κυρίαρχη τάξη στη μετεπαναστατική Γαλλία. Παρά το γεγονός ότι επιλέγει έναν τραγικό τρόπο, ο Σορέλ ωστόσο αντιλαμβάνεται τελικά ότι στην εποχή του Ρεαλισμού, ο ρομαντικός ατομικισμός δεν είναι πλέον σε θέση να διαπραγματευτεί τα όρια που επιβάλλει η κοινωνία στις πράξεις της προσωπικής προβολής και επιβεβαίωσης».

 

(M. Travers, 2005, Εισαγωγή στη Νεότερη Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία. Από τον ρομαντισμό ως το μεταμοντέρνο,
Αθήνα, Βιβλιόραμα, σελ. 149-150)

 

3. Το κείμενο

Το κόκκινο και το μαύρο

Διδακτικές επισημάνσεις

Θα ήταν σκόπιμο κατά τη διδασκαλία των ανθολογημένων αποσπασμάτων να αναδειχθούν οι βασικές αρετές και τα χαρακτηριστικά του μυθιστορήματος ως όλου. Προς την κατεύθυνση αυτή συμβάλλουν οι ακόλουθες, γενικές, επισημάνσεις.

• Να σκιαγραφηθεί συνοπτικά η δομή του έργου: δύο βιβλία από τα οποία το πρώτο αφιερώνεται στη ζωή του Σορέλ στη γαλλική επαρχία και το δεύτερο στο Παρίσι.

• Να συνδεθεί, αδρομερώς, το περιεχόμενο του μυθιστορήματος με το ιστορικό του πλαίσιο [παλινόρθωση των Βουρβόνων (1815-1830), επανάσταση του Ιουλίου (27-29) του 1830 , Ιουλιανή μοναρχία (1830-1848)], σχέση που αναδεικνύεται και από τον υπότιτλό του («Χρονικό του 1830»). Ο συνδυασμός τίτλου - υπότιτλου μπορεί να θεωρηθεί έκφραση της αγωνίας του συγγραφέα για το μέλλον της επανάστασης που παίζεται στη ρουλέτα (κόκκινο - μαύρο), αλλά και ένδειξη της τότε ρευστότητας στην πολιτική ζωή της Γαλλίας. Άλλωστε, το μυθιστόρημα αποτελεί δριμεία σάτιρα της γαλλικής κοινωνίας (το «κόκκινο» δεν είναι πολύ διαφορετικό από το «μαύρο»), ενώ η αποτυχία του νεαρού ήρωα να ανελιχθεί κοινωνικά, θα μπορούσε να εκληφθεί, για τους αναγνώστες της εποχής (1830), ως προειδοποίηση / πρόγνωση της ήττας των φιλελεύθερων αστών.

• Να ερμηνευθεί ο τίτλος του μυθιστορήματος και να συνδεθεί με το περιεχόμενο των ανθολογημένων αποσπασμάτων: Το δίπολο κόκκινο - μαύρο συμβολίζει, σε ένα πρώτο επίπεδο, την εσωτερική σύγκρουση του Ζυλιέν ανάμεσα στο στρατιωτικό («κόκκινο») ή το εκκλησιαστικό («μαύρο») σχήμα. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, συνδέεται με βασικούς θεματικούς άξονες του έργου όπως: ειλικρίνεια vs υποκρισία, ταπεινότητα vs αλαζονεία, συναίσθημα vs λογική, εμπιστοσύνη vs καχυποψία, αγάπη vs φιλοδοξία κ.ά. Σε ένα τρίτο επίπεδο, πιθανόν, απεικονίζει τη δυναμική επέμβαση της τύχης (ρουλέτα) στην ανθρώπινη ζωή.

• Να αναδειχθεί το θέμα της υποκρισίας που διατρέχει το έργο. Οι περισσότεροι χαρακτήρες και ο νεαρός Σορέλ —κατά κύριο λόγο— είναι αναγκασμένοι να παίζουν διάφορους ρόλους για να κερδίσουν την εκτίμηση του περιβάλλοντος. Ο όρος «υποκρισία» είναι λέξη - κλειδί του έργου και επανέρχεται στα λόγια, τις σκέψεις και τις πράξεις των μυθιστορηματικών προσώπων. Ο τρόπος με τον οποίο κλείνει το έργο αφήνει ανοιχτό το ερώτημα για τις δυνατότητες της υποκρισίας.

• Να εκτιμηθούν (με τη βοήθεια και των κριτικών σχολίων στο σχολικό εγχειρίδιο) οι αφηγηματικές αρετές του μυθιστορήματος: η δημιουργική αξιοποίηση των ρευμάτων του ρομαντισμού (λ.χ. έξαρση του ατομικισμού, πάθος, κυνήγι της ευτυχίας) και του ρεαλισμού (λ.χ. το μυθιστόρημα ως «Χρονικό» και σάτιρα μιας κοινωνίας και μιας εποχής), η αποτύπωση των ενδόμυχων σκέψεων και συναισθημάτων των μυθιστορηματικών προσώπων (θεωρείται ο εισηγητής του ψυχολογικού μυθιστορήματος), το ανεπιτήδευτο, κοφτό, στεγνό ύφος που θυμίζει τον ναπολεόντειο κώδικα, ο εξωδιηγητικός - ετεροδιηγητικός, αναξιόπιστος αφηγητής (οι επιλογές του δεν είναι επαρκείς για την ερμηνεία των γεγονότων), ο ειρωνικός τόνος, ο ιδιάζων ρυθμός της αφήγησης, κ.ά..

• Να συζητηθεί το ενδιαφέρον του Σταντάλ για την απεικόνιση ερωτικών σκηνών στα έργα του και, πιθανόν, το μοτίβο του «τριγωνικού έρωτα» (τα ερωτικά συναισθήματα ενεργοποιούνται με τη ζήλια από την παρουσία ενός τρίτου προσώπου - αντιζήλου ).

 

α. [Πατέρας και γιος] Διδακτικές επισημάνσεις

• Να σκιαγραφηθεί, με κειμενικά στοιχεία, η προσωπικότητα του βασικού ήρωα: υπερήφανος και φιλόδοξος («Δεν θέλω να είμαι υπηρέτης»), ασυμβίβαστος και υποκριτής, παρορμητικός και υπολογιστής κ.ά. Να συζητηθούν: η διαφορετικότητά του σε σχέση με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας και κυρίως με τον πατέρα του («ακαμάτη», «κατέβα ζώον, να σου μιλήσω», «καταραμένε υποκριτή»), η έλλειψη στοργής και αποδοχής από την οικογένειά του (στο οικογενειακό συμβούλιο που τον αφορά δεν παίρνει τον λόγο αλλά κάθεται σε μια γωνιά), η απουσία της μητέρας, συνθήκες που δικαιολογούν την τάση φυγής που τον διακρίνει. Η ανικανότητα του Ζυλιέν «για σκέψεις συνετές», αν και αποτέλεσμα συγκινησιακής φόρτισης της στιγμής, προοικονομεί το τραγικό του τέλος.

• Να εντοπισθούν οι αφηγηματικές τεχνικές με τις οποίες αποτυπώνεται ο αυταρχισμός της οικογένειας και ο χαρακτήρας του Ζυλιέν: Η εναλλαγή αφήγησης, περιγραφής και ευθέος (φωνουμένου ή ενδιάθετου) λόγου επιτρέπουν την παραστατική απεικόνιση του κλίματος στην οικογένεια και κυρίως τη σκιαγράφηση του γερο-Σορέλ και του γιου του. Η ειρωνεία - αποστασιοποίηση του αφηγητή από τον ήρωα της ιστορίας είναι φανερή στα σχόλια για την εξωτερική του εμφάνιση («Ανάμεσα στις αμέτρητες ποικιλίες της ανθρώπινης φυσιογνωμίας... έντονη ιδιομορφία»). Η ίδια στάση υιοθετείται για τον γέρο στρατιωτικό χειρουργό («ό,τι ήξερε από ιστορία», «το πολυτιμότερο είχε πηδήξει στο ποταμάκι...»), όπως και τον γερο-Σορέλ («μικρά γκρίζα και κακά μάτια», «πονηρός χωρικός»).

• Να αναδειχθούν οι αντιθέσεις του αποσπάσματος: φωνές - σιωπή, ευρωστία - αδυναμία, χειρωνακτική - πνευματική εργασία, στρατιώτης - ιερέας, μίσος - θαυμασμός, πατέρας - γιος, χρήμα - γνώση, ειλικρίνεια - υποκρισία, υποταγή - αντίσταση, λογική - συναίσθημα κ.ά..

 

Συμπληρωματική ερώτηση - δραστηριότητα

• Ποια πιστεύετε ότι είναι η βαθύτερη επιθυμία του νεαρού Ζυλιέν και ποια υποθέτετε ότι θα είναι, τελικά, η επιλογή του; Να δικαιολογήσετε τις απαντήσεις σας.

 

Παράλληλο κείμενο

Γιώργος Θεοτοκάς, Αργώ, απόσπασμα [Θέλω γράμματα]

• Και στα δύο αποσπάσματα οι βασικοί ήρωες έρχονται σε σύγκρουση με τον πατέρα τους, λόγω της επιθυμίας τους για «γράμματα». Αφού παρατηρήσετε: τα βιβλία που διαβάζουν, τη σκοπιμότητα της ανάγνωσης, τον τρόπο με τον οποίο αντιδρούν στις απαιτήσεις της οικογένειας, να προσδιορίσετε τις ομοιότητες και τις διαφορές στον χαρακτήρα και τη συμπεριφορά των δύο μυθιστορηματικών προσώπων.

 

β. [Πρώτα βλέμματα, πρώτη ευτυχία] Διδακτικές επισημάνσεις

• Να εκτιμηθεί η ψυχογραφική ικανότητα του Σταντάλ: φωτογραφική - λεπτομερής αφήγηση, σύντομος διάλογος, παραστατικότητα κ.ά..

• Να επισημανθεί ότι οι δύο πρωταγωνιστές βιώνουν παράλληλα συναισθήματα, με κυρίαρχο εκείνο της έκπληξης, από διαφορετικές, όμως, αφετηρίες: α) ο νεαρός Σορέλ «φαινόταν να έχει κλάψει», η κυρία ντε Ρενάλ «ένιωσε λύπη για το κακόμοιρο αυτό πλάσμα», β) ο Ζυλιέν έμεινε «κατάπληκτος από την ομορφιά της», η κυρία έμεινε «εμβρόντητη», μαθαίνοντας ότι ο νεαρός που πέρασε για κορίτσι θα είναι ο παιδαγωγός των παιδιών της, γ) και οι δυο, σιωπηλοί, «κοιτάζονταν από πολύ κοντά», δ) η κυρία «γελάει, τρελή από χαρά σαν κοριτσάκι....δεν μπορούσε να αναμετρήσει την ευτυχία της ».

• Να επισημανθεί η καινοτομία του συγγραφέα στην απεικόνιση γυναικείων μορφών, να σκιαγραφηθεί, με κειμενικά στοιχεία, ο χαρακτήρας της κυρίας ντε Ρενάλ, να προσεχθούν οι ρομαντικές επιδράσεις (αθωότητα και ομορφιά) και, πιθανόν, να συμπληρωθεί το πορτραίτο της με αναφορές στο σύνολο του μυθιστορήματος: μητέρα και ερωμένη, ρομαντισμός και πραγματισμός , αθωότητα και υποκρισία, ευσέβεια και πάθος, «προδοσία» και αφοσίωση στον εραστή. Υπενθυμίζεται ότι το μυθιστόρημα κλείνει με αναφορά σ' αυτήν: «Η κυρία ντε Ρενάλ κράτησε την υπόσχεσή της. Με κανέναν τρόπο δεν προσπάθησε να επιβουλευτεί τη ζωή της. Τρεις ημέρες όμως ύστερ' από τον Ιουλιανό, πέθανε κι αυτή φιλώντας τα παιδιά της».

• Να συγκριθεί η εικόνα του Ζυλιέν με εκείνη στο προηγούμενο απόσπασμα και να δικαιολογηθούν ομοιότητες και διαφορές: λ.χ. τα «μεγάλα μαύρα μάτια... άγριου μίσους» (α' απόσπασμα), εδώ είναι «τόσο γλυκά», καθώς τα αντικρίζει το «ρομαντικό πνεύμα της κ. ντε Ρενάλ», κατά το σχόλιο του αφηγητή.

• Να συνδεθεί η αντίληψη για τον κεραυνοβόλο έρωτα με τη θεωρία του Σταντάλ περί έρωτος, όπως αποτυπώνεται στην ομώνυμη μελέτη του, και να συζητηθεί η εγκυρότητά της.

 

Συμπληρωματική ερώτηση - δραστηριότητα

• Όπως αναφέρεται στο σχόλιο του βιβλίου σας, «η μικρότερη έκπληξη μπορεί να γεννήσει τον έρωτα». Η συγκεκριμένη άποψη του Σταντάλ επιβεβαιώνεται από το περιεχόμενο του αποσπάσματος; Να τεκμηριώσετε την απάντησή σας.

 

Παράλληλο κείμενο

Μίλαν Κουντερα, Το αστείο (απόσπασμα)

«Έχουν να λένε για τον κεραυνοβόλο έρωτα· είμαι βέβαιος πως η αγάπη έχει κλίση να δημιουργεί τον δικό της μύθο· δεν θέλω λοιπόν να υποστηρίξω, πως ήταν μια κεραυνοβόλα αγάπη· αλλά οπωσδήποτε ήταν κάτι το ξεχωριστό· την καθαυτό ουσία της ύπαρξης της Λουτσίας, ή —αν θέλω να ‘μαι πιο ακριβής — την ουσία αυτού, που ήταν η Λουτσία μετά για μένα, την κατάλαβα, την ένιωσα, την είδα αμέσως· η Λουτσία που έφερε τον εαυτό της, όπως φέρνουν στους ανθρώπους μια φανερή αλήθεια.

Την κοιτούσα, πρόσεχα το ακαθόριστο επαρχιώτικό της χτένισμα, πρόσεχα το γκρίζο της μαντό, φτωχό και τριμμένο και ίσως λιγάκι κοντό· πρόσεχα το αφάνταστα όμορφο και καθαρό πρόσωπό της· αιστάνθηκα πως το κορίτσι αυτό κλείνει μέσα του μια γαλήνη, απλότητα και μετριοφροσύνη και πως όλα αυτά είναι αξίες που χρειάζομαι· μου φάνηκε, πως είμαστε πολύ κοντά ο ένας στον άλλον· πως έχουμε και οι δυο το μυστηριώδες δώρο της φυσικότητας· μου φάνηκε, πως αρκεί μόνο να πάω κοντά της και να της μιλήσω κι αμέσως τη στιγμή που θα με αντικρύσει στο πρόσωπο, θα μου χαμογελάσει, λες και ξαφνικά στάθηκε μπροστά της αδερφός, που έχει να τον δει εδώ και μερικά χρόνια.

Η Λουτσία έπειτα σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε στο ρολόι που ήταν απέναντι· (ακόμα κι αυτή της την κίνηση την έχω αποτυπώσει στη θύμησή μου· μια κίνηση κοπέλας που δεν έχει μαζί της ρολόι και εντελώς τυχαία κάθεται απέναντι στο μεγάλο ρολόι). Σηκώθηκε και τράβηξε προς τον κινηματογράφο· ήθελα να την σταματήσω· δεν μου έλειπε το θάρρος, αλλά ξαφνικά μου έλειπαν τα λόγια· είχα βέβαια το στήθος γεμάτο με συναισθήματα, αλλά στο κεφάλι μου δεν υπήρχε ούτε μια συλλαβή· προχώρησα πίσω της ως τη μικρή αίθουσα που ήταν το ταμείο κι απ' όπου φαινόταν η σάλα του κινηματογράφου τελείως άδεια· [...]

Στο μεταξύ η κοπέλα πέρασε μέσα· την ακολούθησα από πίσω. Στην σχεδόν άδεια σάλα, τα αριθμημένα εισιτήρια χάσαν την έννοιά τους κι ο καθένας καθόταν όπου ήθελε· προχώρησα προς την αράδα της Λουτσίας και κάθισα δίπλα της. Ύστερα άρχισε να παίζει μουσική από φθαρμένους δίσκους, τα φώτα στη σάλα έσβυσαν και στην οθόνη άρχισαν οι ρεκλάμες.

Η Λουτσία έπρεπε να αντιλήφθηκε, πως δεν είναι σύμπτωση που κάθεται δίπλα της ένας στρατιώτης και μάλιστα με μαύρα διακριτικά, ασφαλώς όλο αυτό το διάστημα πρόσεξε κι αιστάνθηκε την παρουσία μου [...]»

 

(Κούντερα, Μ. (χ.χ.), Το αστείο, μτφρ• Ανδρέα Τσακάλη,
Αθήνα, Κάλβος, σελ. 79-80)

 

• Και στα δύο κείμενα παρουσιάζεται η πρώτη καθοριστική συνάντηση δυο νέων. Να αναζητήσετε ομοιότητες και διαφορές στη μορφή και το περιεχόμενο των δύο κειμένων

 

γ. [Ένα παλιό σπαθί] Διδακτικές επισημάνσεις

• Να προσδιορισθεί η ποικιλία των συναισθημάτων που βιώνουν οι δύο νέοι, η σχέση ανάμεσα στα συναισθήματα και τις πράξεις τους, τα κοινά χαρακτηρολογικά γνωρίσματα, η υποκρισία (βασικό θέμα του μυθιστορήματος) στην ερωτική - συγκρουσιακή τους σχέση και οι αιτίες της•

• Να σκιαγραφηθεί, με κειμενικά στοιχεία, το πορτρέτο της Ματθίλδης και να δικαιολογηθεί η συμπεριφορά της: νεαρή ηλικία, πλημμελής αυτογνωσία, ταξικές προκαταλήψεις, ρομαντισμός, κοινωνικά στερεότυπα («παριζιάνικη κούκλα»), ανία κ.ά.

• Να αναδειχθούν τα αντιθετικά δίπολα στα οποία δομείται η σκηνή (λ.χ. συναίσθημα - λογική, αγάπη - μίσος, ψυχρότητα - πάθος, περιφρόνηση - θαυμασμός), με αναφορά στις αφηγηματικές τεχνικές και την ψυχογραφική ικανότητα του συγγραφέα: το σκηνικό (βιβλιοθήκη με σπαθί) ως χώρος εγκλεισμού - καταφυγής των δύο νέων στο ρομαντικό παρελθόν, η εναλλαγή κίνησης και ακινησίας, ο ευθύς λόγος ως αποκάλυψη και συγκάλυψη συναισθημάτων, η κινηματογραφική αφήγηση, η βυθομέτρηση στις ενδόμυχες σκέψεις, οι ρομαντικές επιδράσεις στο στήσιμο της σκηνής κ.ά.

 

Συμπληρωματικές ερωτήσεις - δραστηριότητες

• Στο εισαγωγικό σχόλιο αναφέρεται: «το πάθος φαίνεται σαν μια σύγκρουση δύο ανθρώπων, που ο καθένας τους παλεύει εναντίον του άλλου και εναντίον του εαυτού του». Να τεκμηριώσετε την ανωτέρω επισήμανση, με αναφορά σε χωρία του κειμένου.

• Στο τέλος της σκηνής η Ματθίλδη «έφυγε τρέχοντας». Να αναζητήσετε στοιχεία με τα οποία προοικονομείται ότι η συνάντηση αυτή των δύο νέων δεν είναι η τελευταία.

 

δ. [Ο Ζυλιέν πυροβολεί την κ. Ντε Ρενάλ] Διδακτικές επισημάνσεις

• Να χαρακτηρισθεί η πράξη του Ζυλιέν (έγκλημα εκ προμελέτης ή εν βρασμώ ψυχής), να προσεχθεί ιδιαίτερα η κατάσταση υπνοβασίας όταν την επιτελεί, και να αναζητηθούν τα κίνητρά του: λ.χ. προδομένος έρωτας, απελπισία από την ανατροπή των σχεδίων και των φιλοδοξιών του, εγωισμός, παρορμητισμός κ.ά. Να διερευνηθεί αν η φιλοδοξία ή ο έρωτας έπαιξαν καθοριστικότερο ρόλο στη ζωή του.

• Να εντοπισθούν οι αφηγηματικές τεχνικές και κυρίως η λειτουργία του εσωτερικού μονόλογου στην ψυχογράφηση του Ζυλιέν. Να επισημανθεί η επιτάχυνση της αφήγησης, η οποία βρίσκεται σε αντιστοιχία με την ψυχολογική του κατάσταση (όλα αυτά έγιναν πολύ γρήγορα και δεν τα κατάλαβε).

• Να ολοκληρωθούν (με τη βοήθεια και της περίληψης που ακολουθεί) τα πορτρέτα της κυρίας Ντε Ρενάλ και της Ματθίλδης: και οι δύο συγχωρούν τη στάση τού πρώην εραστή τους, προσφέροντάς του ό,τι διακαώς επιθυμούσε στη ζωή του, την άνευ όρων αγάπη. Να επισημανθούν οι ρομαντικές επιδράσεις στη σκιαγράφηση του χαρακτήρα τους.

• Να συζητηθεί το κλείσιμο του μυθιστορήματος και ιδιαίτερα η παραίτηση του ήρωα από την προσπάθεια να υπερασπισθεί τον εαυτό του, η σκόπιμη επιδίωξη του θανάτου. Να αναδειχθεί η έντονη ελλειπτικότητα και υπαινικτικότητα του κειμένου, που αφήνει αδιευκρίνιστα τα κίνητρα των επιλογών και της στάσης του, αμφισημία που καθιστά το μυθιστόρημα πολύ μοντέρνο. Να συνδεθεί επίσης το τέλος του έργου με την αληθινή ιστορία που αποτέλεσε την αφετηρία της έμπνευσης ή και της δέσμευσης του δημιουργού.

• Να αξιοποιηθούν τα ανθολογημένα αποσπάσματα, οι περιλήψεις και τα κριτικά σημειώματα, για να σχολιασθεί ο χαρακτήρας του βασικού ήρωα. Να εντοπισθούν οι ρομαντικές επιδράσεις στη σκιαγράφηση του χαρακτήρα του (ατομικισμός, πάθος, φιλοδοξία) αλλά και τα σημεία στα οποία διαφοροποιείται από τυπικούς ρομαντικούς ήρωες: ο έρωτας ως μορφή φιλοδοξίας, οι στρατηγικές που καταστρώνει για να κερδίσει τον έρωτα κ.ά.

 

Συμπληρωματικές ερωτήσεις - δραστηριότητες

• Ο Ζυλιέν δεν τα κατάφερε, τελικά, να ανελιχθεί κοινωνικά. Να προσδιορίσετε ποιοι παράγοντες συνέβαλαν περισσότερο στην αποτυχία του, ταξινομώντας σε φθίνουσα σειρά τις ακόλουθες ερμηνευτικές εκδοχές: τύχη, παρορμητικός χαρακτήρας, υπέρμετρη φιλοδοξία, ερωτικό πάθος, ταπεινή καταγωγή, περιορισμένη αυτογνωσία, υποκρισία, αδεξιότητα, μειωμένη αγωνιστικότητα, κυνισμός, υπερβολική αυτοπεποίθηση. Να συγκρίνετε τις απαντήσεις σας με εκείνες των συμμαθητών/τριών σας, να τις συζητήσετε στην τάξη και να καταγράψετε στην πλειοψηφούσα άποψη.

• Με αφετηρία την τύχη του βασικού ήρωα να συζητήσετε το θέμα της υποκρισίας και των δυνατοτήτων της, όπως παρουσιάζονται στο έργο.

• Να συνδέσετε τον τίτλο με το περιεχόμενο του μυθιστορήματος σε κυριολεκτικό και μεταφορικό επίπεδο.

 

4. Ενδεικτική βιβλιογραφία

Κανελλόπουλος Π., 1976, Ιστορία του Ευρωπαϊκού πνεύματος, τόμος VII, Αθήνα, Γιαλλέλης, σελ. 449-489.

Πατρίκιος Τ., 1988, «Σταντάλ», Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκνκλοπαίδεια-Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τόμος 9Α, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, σελ. 384-386.

Σαββίδης Γ.Π., 1987, (εισαγωγή και σημειώσεις), Stendhal, Θαύματα ή τα προνόμια της 10ης Απριλίου 1840, Λέσχη.

Σταντάλ, 1999, Το κόκκινο και το μαύρο, μτφρ. Π. Χάρης, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας».

Σταντάλ, 1995, To κόκκινο και το μαύρο, Πρόλογος, μτφρ. Γ. Σπανός, Αθήνα, Εκδοτικός Οργανισμός Πάπυρος.

Σταντάλ, 1987, Το κόκκινο και το μαύρο, μτφρ., T. Αθανασιάδης, Αθήνα, Αποσπερίτης.

Σταντάλ, 1983, Αναμνήσεις εγωτισμού, Εισαγωγή-σημειώσεις Τ. Πατρίκιος, Αθήνα, Γνώση.

 

Αφιέρωμα

Περ. Διαβάζω, τ. 98, 1984.

 

Ηλεκτρονικές διευθύνσεις

http://www.e-yliko.gr/htmls/Fyyl/glossa/filogstendhal.aspx

pano

 


 

Σταντάλ (Ερρίκος Μπέιλ 1783-1842)
Βιβλιοnet Βιβλιοnet
ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Βιογραφικό δεσμός,


 

pano

 


Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.

 

Ήρωες

Οι ήρωες του κειμένου είναι:

 

Τόπος

Τα γεγονότα του κειμένου διαδραματίζονται:

 

Η χρονική σειρά των γεγονότων

Διακρίνουμε αναδρομικές αφηγήσεις, πρόδρομες, in medias res, εγκιβωτισμό, παρέκβαση, προϊδεασμό, προοικονομία:

 

Η χρονική διάρκεια

Σχέση του χρόνου της αφήγησης με τον χρόνο της ιστορίας (μικρότερος, ίσος, μεγαλύτερος).

Διακρίνουμε επιτάχυνση, παράλειψη, περίληψη, έλλειψη, αφηγηματικό κενό, επιβράδυνση:

 

Γλώσσα

Η γλώσσα του κειμένου είναι:

 

Αφήγηση

Η αφήγηση είναι πραγματική ή πλασματική, αφήγημα γεγονότων, λόγων ή σκέψεων…

 

Ο αφηγητής

Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός, ετεροδιηγητικός…

 

Η εστίαση

Η εστίαση είναι μηδενική, εσωτερική, εξωτερική…

 

Τα αφηγηματικά επίπεδα

Τα αφηγηματικά επίπεδα είναι εξωδιηγητικά, διηγητικά, μεταδιηγητικά:

 

Αφηγηματικοί τρόποι

Οι αφηγηματικοί τρόποι είναι: έκθεση, διάλογος, περιγραφή, σχόλιο, ελεύθερος πλάγιος λόγος, μονόλογος:

 

Ενότητες

Το κείμενο μπορεί να χωριστεί στις εξής ενότητες:

 

Το σχόλιό σας...

 

pano