Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β' Λυκείου

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Το μοιρολόγι της φώκιας

68 69 70 71 Ασκ B

68 69 70 71 62 63 64 65 66

ΝΕΑ ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΣΧΟΛΗ

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Το μοιρολόγι της φώκιας

 

ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΓΙ της φώκιας είναι από τα ωραιότερα διηγήματα του Παπαδιαμάντη· δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1908.

 


 

 

68Κάτω από τον κρημνόν, οπού βρέχουν τα κύματα, όπου κατέρχεται το μονοπάτι, το αρχίζον από τον ανεμόμυλον του Μαμογιάννη, οπού αντικρίζει τα Μνημούρια, και δυτικώς, δίπλα εις την χαμηλήν προεξοχήν του γιαλού, την οποίαν τα μαγκόπαιδα του χωρίου, οπού δεν παύουν από πρωίας μέχρις εσπέρας, όλον το θέρος, να κολυμβούν εκεί τριγύρω, ονομάζουν το Κοχύλι —φαίνεται να έχη τοιούτον σχήμα— κατέβαινε το βράδυ βράδυ η γρια-Λούκαινα, μία χαροκαμένη πτωχή γραία, κρατούσα υπό την μασχάλην μίαν αβασταγήν,* δια να πλύνη τα μάλλινα σινδόνιά της εις το κύμα το αλμυρόν, είτα να τα ξεγλυκάνη εις την μικράν βρύσιν, το Γλυφονέρι, οπού δακρύζει από τον βράχον του σχιστολίθου, και χύνεται ηρέμα εις τα κύματα. Κατέβαινε σιγά τον κατήφορον, το μονοπάτι, και με ψίθυρον φωνήν έμελπεν* εν πένθιμον βαθύ μοιρολόγι, φέρουσα άμα την παλάμην εις το μέτωπόν της, δια να σκεπάση τα όμματα από το θάμβος του ηλίου, οπού εβασίλευεν εις το βουνόν αντικρύ, κι αι ακτίνες του εθώπευον κατέναντί της τον μικρόν περίβολον και τα μνήματα των νεκρών, πάλλευκα, ασβεστωμένα, λάμποντα εις τας τελευταίας του ακτίνας.

Ενθυμείτο τα πέντε παιδιά της, τα οποία είχε θάψει εις το αλώνι εκείνο του χάρου, εις τον κήπον εκείνον της φθοράς, το εν μετά το άλλο, προ χρόνων πολλών, όταν ήτο νέα ακόμη. Δύο κοράσια και τρία αγόρια, όλα εις μικράν ηλικίαν της είχε θερίσει ο χάρος ο αχόρταστος.

Τελευταίον επήρε και τον άνδρα της, και της είχον μείνει μόνον δύο υιοί, ξενιτευμένοι τώρα· ο εις είχεν υπάγει, της είπον, εις την Αυστραλίαν, και δεν είχε στείλει γράμμα από τριών ετών· αυτή δεν ήξευρε τι είχεν απογίνει· ο άλλος ο μικρότερος εταξίδευε με τα καράβια εντός της Μεσογείου, και κάποτε την ενθυμείτο ακόμη. Της είχε μείνει και μία κόρη, υπανδρευμένη τώρα, με μισήν δωδεκάδα παιδιά.

Πλησίον αυτής, η γρια-Λούκαινα εθήτευε τώρα, εις το γήρας της, και δι' αυτήν επήγαινε τον κατήφορον, το μονοπάτι, δια να πλύνη τα χράμια* και άλλα διάφορα σκουτιά* εις το κύμα το αλμυρόν, και να τα ξεγλυκάνη στο Γλυφονέρι.

69 Η γραία έκυψεν εις την άκρην χθαμαλού, θαλασσοφαγωμένου βράχου, και ήρχισε να πλύνη τα ρούχα. Δεξιά της κατήρχετο ομαλώτερος, πλαγιαστός, ο κρημνός του γηλόφου, εφ' ου* ήτο το Κοιμητήριον, και εις τα κλίτη* του οποίου εκυλίοντο αενάως προς την θάλασσαν την πανδέγμονα* τεμάχια σαπρών ξύλων από ξεχώματα, ήτοι ανακομιδάς ανθρωπίνων σκελετών, λείψανα από χρυσές γόβες ή χρυσοκέντητα υποκάμισα νεαρών γυναικών, συνταφέντα ποτέ μαζί των, βόστρυχοι από κόμας ξανθάς, και άλλα του θανάτου λάφυρα. Υπεράνω της κεφαλής της, ολίγον προς τα δεξιά, εντός μικράς κρυπτής λάκκας, παραπλεύρως του Κοιμητηρίου, είχε καθίσει νεαρός βοσκός, επιστρέφων με το μικρόν κοπάδι του από τους αγρούς, και, χωρίς ν' αναλογισθή το πένθιμον του τόπου, είχε βγάλει το σουραύλι από το μαρσίπιόν* του, και ήρχισε να μέλπη φαιδρόν ποιμενικόν άσμα. Το μοιρολόγι της γραίας εκόπασεν εις τον θόρυβον του αυλού, και οι επιστρέφοντες από τους αγρούς την ώραν εκείνην —είχε δύσει εν τω μεταξύ ο ήλιος— ήκουον μόνον την φλογέραν, κι εκοίταζον να ιδώσι πού ήτο ο αυλητής, όστις δεν εφαίνετο, κρυμμένος μεταξύ των θάμνων, μέσα εις το βαθύ κοίλωμα του κρημνού.

 

Μία γολέτα ήτο σηκωμένη στα πανιά, κι έκαμνε βόλτες εντός του λιμένος. Αλλά δεν έπαιρναν τα πανιά της, και δεν έκαμπτε ποτέ τον κάβον τον δυτικόν. Μία φώκη, βοσκούσα εκεί πλησίον, εις τα βαθιά νερά, ήκουσεν ίσως το σιγανόν μοιρολόγι της γραίας, εθέλχθη* από τον θορυβώδη αυλόν του μικρού βοσκού, και ήλθε παραέξω, εις τα ρηχά, κι ετέρπετο εις τον ήχον, κι ελικνίζετο εις κύματα. Μία μικρά κόρη, ήτο η μεγαλυτέρα εγγονή της γραίας, η Ακριβούλα, εννέα ετών, ίσως την είχε στείλει η μάνα της, ή μάλλον είχε ξεκλεφθή από την άγρυπνον επιτήρησίν της, και μαθούσα ότι η μάμμη* ευρίσκετο εις το Κοχύλι, πλύνουσα εις τον αιγιαλόν, ήλθε να την εύρη, δια να παίξη ολίγον εις τα κύματα. Αλλά δεν ήξευρεν όμως πόθεν ήρχιζε το μονοπάτι, από του Μαμογιάννη τον μύλον, αντικρύ στα Μνημούρια, και άμα ήκουσε την φλογέραν, επήγε προς τα εκεί και ανεκάλυψε τον κρυμμένον αυλητήν και αφού εχόρτασε ν' ακούη το όργανόν του και να 70 καμαρώνη τον μικρόν βοσκόν, είδεν εκεί που, εις την αμφιλύκην* του νυκτώματος, εν μικρόν μονοπάτι, πολύ απότομον, πολύ κατηφορικόν, κι ενόμισεν ότι αυτό ήτο το μονοπάτι, και ότι εκείθεν είχε κατέλθει η γραία η μάμμη της· κι επήρε το κατηφορικόν απότομον μονοπάτι δια να φθάση εις τον αιγιαλόν να την ανταμώση. Και είχε νυκτώσει ήδη.

Η μικρά κατέβη ολίγα βήματα κάτω, είτα είδεν ότι ο δρομίσκος εγίνετο ακόμη πλέον απόκρημνος. Έβαλε μίαν φωνήν, κι επροσπάθει ν' αναβή, να επιστρέψη οπίσω. Ευρίσκετο επάνω εις την οφρύν ενός προεξέχοντος βράχου, ως δύο αναστήματα ανδρός υπεράνω της θαλάσσης. Ο ουρανός εσκοτείνιαζε, σύννεφα έκρυπταν τα άστρα, και ήτον στην χάσιν του φεγγαριού. Επροσπάθησε και δεν εύρισκε πλέον τον δρόμον πόθεν είχε κατέλθει. Εγύρισε πάλιν προς τα κάτω, κι εδοκίμασε να καταβή. Εγλίστρησε κι έπεσε, μπλουμ! εις το κύμα. Ήτο τόσον βαθύ όσον και ο βράχος υψηλός. Δύο οργυιές ως έγγιστα.* Ο θόρυβος του αυλού έκαμε να μη ακουσθή η κραυγή. Ο βοσκός ήκουσεν ένα πλαταγισμόν, αλλά εκείθεν όπου ήτο, δεν έβλεπε την βάσιν του βράχου και την άκρην του γιαλού. Άλλως δεν είχε προσέξει εις την μικράν κόρην και σχεδόν δεν είχεν αισθανθή την παρουσίαν της.

 

Καθώς είχε νυκτώσει ήδη, η γραία Λούκαινα είχε κάμει την αβασταγήν της, και ήρχισε ν' ανέρχεται το μονοπάτι, επιστρέφουσα κατ' οίκον. Εις την μέσην του δρομίσκου ήκουσε τον πλαταγισμόν, εστράφη κι εκοίταξεν εις το σκότος, προς το μέρος όπου ήτο ο αυλητής.

— Κείνος ο Σουραυλής θα είναι, είπε, διότι τον εγνώριζε. Δεν του φτάνει να ξυπνά τους πεθαμένους με τη φλογέρα του, μόνο ρίχνει και βράχια στο γιαλό για να χαζεύη... Σημαδιακός κι αταίριαστος είναι.

Κι εξηκολούθησε τον δρόμον της.

 

Κι η γολέτα εξηκολούθει ακόμη να βολταντζάρη εις τον λιμένα. Κι ο μικρός βοσκός εξηκολούθει να φυσά τον αυλόν του εις την σιγήν της νυκτός.

Κι η φώκη, καθώς είχεν έλθει έξω εις τα ρηχά, ηύρε το μικρόν πνιγμένον σώμα της πτωχής Ακριβούλας, και ήρχισε να το περιτριγυρίζη και να το μοιρολογά, πριν αρχίση τον εσπερινόν δείπνον της.

Το μοιρολόγι της φώκης, το οποίον μετέφρασεν εις ανθρώπινα λόγια εις 71 γέρων ψαράς, εντριβής* εις την άφωνον γλώσσαν των φωκών, έλεγε περίπου τα εξής:

Αυτή ήτον η Ακριβούλα
η εγγόνα της γρια-Λούκαινας.
Φύκια 'ναι τα στεφάνια της,
κοχύλια τα προικιά της...
κι η γριά ακόμη μοιρολογά
τα γεννοβόλια της τα παλιά.
Σαν να 'χαν ποτέ τελειωμό
τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου.

 

Το μοιρολόγι της φώκιας (κινηματογραφική προσέγγιση, βίντεο) [πηγή: Εκπαιδευτική Τηλεόραση]

Ξενοκρίτου Ροδίου, [επίγραμμα]

Γιορντάν Γιόφκωφ, «Το άσπρο χελιδόνι» 

 

αβασταγή: μπόγος.
έμελπεν: ρ. μέλπω, τραγουδώ.
χράμια: υφαντά, στρωσίδια.
σκουτιά: ρούχα.
εφ' ου: πάνω στο(ν) οποίο.
κλίτη, τα: οι πλαγιές.
πανδέγμων: αυτός που δέχεται τα πάντα.
μαρσίπιον: (υποκορ. του μάρσιπος)· δερμάτινος σάκος, τορβάς.
εθέλχθη: ρ. θέλγομαι· γοητεύομαι.
μάμμη: γιαγιά.
αμφιλύκη: το βραδινό φως, το μούχρωμα.
ως έγγιστα: περίπου.
εντριβής: βαθύς γνώστης.

pano

 

 


 

Ερωτήσεις

  1. Στο διήγημα υπάρχουν πολλά μερικότερα θέματα (σκηνές, εικόνες, αναφορές) που σχετίζονται είτε με τη ζωή είτε με το θάνατο. Να τα επισημάνετε. Ποια σημασία νομίζετε ότι έχει η αντιπαράθεσή τους για το διήγημα;
  2. Με ποια επιμέρους περιστατικά προετοιμάζεται ο πνιγμός της Ακριβούλας, ώστε να μη συμβεί κατά τρόπο αυθαίρετο;
  3. Το διήγημα αρχίζει με μοιρολόγι (της γριάς Λούκαινας) και τελειώνει με μοιρολόγι (της φώκιας). Ποιο μεταδίδει ισχυρότερη συγκίνηση; Μπορείτε να εξηγήσετε γιατί;
  4. Στο διήγημα, προς το τέλος, μετά τον πνιγμό της Ακριβούλας, παρατηρούμε την επανάληψη του ρήματος «εξηκολούθει» που αναφέρεται κατά σειρά στη γριά Λούκαινα, στη γολέτα, στο βοσκό. Ποιο νομίζετε ότι είναι το νόημα αυτής της επανάληψης;
  5. Πώς διαγράφεται η μορφή της γριάς Λούκαινας μέσα στο διήγημα;
  6. Η γριά Λούκαινα ως το τέλος του διηγήματος δεν αντιλαμβάνεται τον πνιγμό. Νομίζετε ότι αυτό είναι αρετή ή αδυναμία του διηγήματος;
  7. Το διήγημα τελειώνει με τρόπο όχι ρεαλιστικό, αλλά ποιητικό. Στο διήγημα προϋπάρχουν ποιητικά στοιχεία που κορυφώνονται στο τέλος. Ποια είναι αυτά;

 

ΕΡΓΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΣΠΙΤΙ

 


 


Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911)

papadiamantis

Γιος φτωχού ιερέα, γεννήθηκε στη Σκιάθο, όπου έμαθε τα πρώτα γράμματα· έπειτα φοίτησε, με διακοπές, σε Γυμνάσια της Χαλκίδας, του Πειραιά και της Αθήνας. Τελείωσε τη Μέση Εκπαίδευση το 1874, σε ηλικία 23 ετών. Την ίδια χρονιά γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή. Παράλληλα μελετούσε μόνος του ξένες γλώσσες. Οι οικονομικές δυσκολίες τον ανάγκασαν να διακόψει τις σπουδές του και να στραφεί στο βιοπορισμό· εργάστηκε κυρίως ως μεταφραστής (από τα αγγλικά και γαλλικά) σε εφημερίδες. Έζησε με στερήσεις και πέθανε στη Σκιάθο. Ήταν άνθρωπος βαθύτατα θρησκευόμενος, ταπεινός και μοναχικός. Άρχισε το συγγραφικό έργο του με ιστορικά μυθιστορήματα, περιπετειώδη και ρομαντικά (Η μετανάστις, Οι Έμποροι των Εθνών, Η γυφτοπούλα), αλλά αργότερα στράφηκε στο διήγημα, όπου και διέπρεψε. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους νεοέλληνες πεζογράφους και ο κυριότερος εκπρόσωπος του ηθογραφικού διηγήματος. Το έργο του το διακρίνει βαθιά θρησκευτική πίστη, προσήλωση στην παράδοση, συγκατάβαση στις αδυναμίες των ανθρώπων και συμπάθεια στις δυστυχίες τους, αλλά και ευαισθησία απέναντι στη φύση και στη ζωή. Χρησιμοποιεί μια γλώσσα ιδιότυπη (κατά βάσιν καθαρεύουσα στην αφήγηση και στην περιγραφή, δημοτική με συχνούς ιδιωματισμούς της Σκιάθου στα διαλογικά μέρη) βασικό και αναπόσπαστο στοιχείο της γοητείας που εξακολουθεί να ασκεί το έργο του. Τα Άπαντά του έχουν εκδοθεί από το «Δόμο» με επιμέλεια του Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλου.

 

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης [πηγή: Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (Ψηφίδες για την ελληνική γλώσσα)]

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης [πηγή: Πολιτιστικός Θησαυρός της Ελληνικής Γλώσσας]

Εποχές και Συγγραφείς. Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]

 



 

1. Εργοβιογραφικά στοιχεία

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου του 1851 στη Σκιάθο, όπου και πέθανε στις 2 Ιανουαρίου του 1911. Πατέρας του ήταν ο ιερέας Αδαμάντιος Εμμανουήλ, από ναυτική οικογένεια του νησιού, και μητέρα του η Γκιουλώ (Αγγελική) Μωραΐτη, από αρχοντική οικογένεια του Μιστρά που εγκαταστάθηκε στη Σκιάθο στο τέλος του 18ου αιώνα. Ο Αλέξανδρος, το τρίτο από τα έξι παιδιά της οικογένειας, τελείωσε το Δημοτικό και τις δύο πρώτες τάξεις του Σχολαρχείου (1856-62) στην ιδιαίτερη πατρίδα του και ακολούθως φοίτησε διαδοχικά στο Σχολαρχείο Σκοπέλου, στα Γυμνάσια Χαλκίδας και Πειραιά και στο Βαρβάκειο της Αθήνας, απ' όπου πήρε το απολυτήριό του (1874). Σ' όλο αυτό το διάστημα υποχρεώθηκε να διακόψει επανειλημμένα τη φοίτησή του εξαιτίας πολύ σοβαρών οικονομικών δυσχερειών. Το 1872 επισκέφθηκε το Άγιον Όρος, όπου και παρέμεινε μερικούς μήνες. Το 1874 γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή και παρακολούθησε ορισμένα μαθήματα, χωρίς ωστόσο να πάρει πτυχίο. Έμαθε μόνος του αγγλικά και γαλλικά και μελέτησε ξένη λογοτεχνία. Μέσω του εξαδέλφου του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη γνωρίστηκε με λογοτεχνικούς και δημοσιογραφικούς κύκλους και άρχισε να δημοσιεύει έργα του σε εφημερίδες και περιοδικά της εποχής (Ραμπαγάς, Νεολόγος της Κωνσταντινούπολης, Μη χάνεσαι, Ακρόπολις, Εφημερίς). Παράλληλα συνεργάζεται με διάφορα έντυπα ως δημοσιογράφος και μεταφραστής λογοτεχνικών έργων (των Ντοστογιέφσκι, Τουργκένιεφ, Ονέ, Μωπασσάν κ.ά.). Η ζωή του είναι αρκετά ιδιόρρυθμη και μοναχική (γι' αυτό και χαρακτηρίστηκε κοσμοκαλόγηρος), μοιρασμένη ανάμεσα στο συγγραφικό και μεταφραστικό έργο του, στις συχνές επισκέψεις του στο μπακάλικο του Καχριμάνη στου Ψυρρή και στις αγρυπνίες που γίνονταν στον Άγιο Ελισσαίο στο Μοναστηράκι, όπου εκτελούσε και χρέη δεξιού ψάλτη. Τον Μάρτιο του 1908, λίγο πριν εγκαταλείψει την πρωτεύουσα, οργανώνεται στον φιλολογικό σύλλογο «Παρνασσός» γιορτή για την 25χρονη παρουσία του στα γράμματα, στην οποία ο ίδιος αρνείται να παρευρεθεί. Λίγες μέρες αργότερα (τέλη Μαρτίου 1908), φεύγει οριστικά από την Αθήνα, για να επιστρέψει στην αγαπημένη του Σκιάθο, όπου και πεθαίνει από πνευμονία μετά από τρία χρόνια. Λίγες ώρες πριν πεθάνει του απονεμήθηκε το παράσημο του αργυρού σταυρού του Σωτήρος.

Πρωτοεμφανίστηκε ως λογοτέχνης το 1879 με το ρομαντικό μυθιστόρημα Η μετανάστις που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Νεολόγος της Κωνσταντινούπολης με όνομα συγγραφέα Α. Πδ. Στην Αθήνα έκανε την πρώτη του εμφάνιση το 1881, με το ποίημα «Δέησις» στο περιοδικό Ο Σωτήρ. Ακολουθούν τα ρομαντικά ιστορικά μυθιστορήματα Οι έμποροι των εθνών (1882, στην εφημερίδα Μη χάνεσαι με το ψευδώνυμο Μποέμ), Η γυφτοπούλα (1884, στην εφημερίδα Ακρόπολις), το ηθογραφικό έργο Χρήστος Μηλιόνης (1885, στο περιοδικό Εστία). Δημοσίευσε το πρώτο του διήγημα, «Το Χριστόψωμο» το 1887, στην εφημερίδα Εφημερίς. Ακολουθούν 169 διηγήματα που δημοσιεύονται σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά (Εφημερίς, Ακρόπολις, Άστυ κ.ά.). Όσο ζούσε δεν ευτύχησε να δει τα έργα του τυπωμένα σε βιβλίο.

Το έργο του Παπαδιαμάντη απαρτίζεται από αφηγηματικά κείμενα (διηγήματα και μυθιστορήματα), μερικά ποιήματα, άρθρα και μελέτες, και πολυάριθμες μεταφράσεις από τα αγγλικά και τα γαλλικά. Σύμφωνα με την πρόταση του Κ. Στεργιόπουλου (Στεργιόπουλος Κ., 1986: 57-60), το πεζό αφηγηματικό έργο του Παπαδιαμάντη μπορεί να διαιρεθεί σε τρεις περιόδους. Η πρώτη (1879-1885) περιλαμβάνει τα ρομαντικά ιστορικά μυθιστορήματα που αναφέρονται παραπάνω. Η δεύτερη περίοδος (1887-1896), που εγκαινιάζεται με το «Χριστόψωμο» και κλείνει με το «Έρως-Ήρως» (Πρωτοχρονιά του 1897, Ακρόπολις), περιλαμβάνει 46 διηγήματα. Τα πιο αντιπροσωπευτι-κά είναι: «Υπηρέτρα» (1888), «Η σταχομαζώχτρα» (1889), : «Μαυρομαντηλού» (1891), «Φτωχός Άγιος» (1891), «Στο Χριστό στο Κάστρο» (1892), «Οι Χαλασοχώρηδες» (1892), «Λαμπριάτικος Ψάλτης» (1893), «Βαρδιάνος στα Σπόρκα» (1893), «Η νοσταλγός» (1894), «Ο Έρωτας στα χιόνια» (1896). Η τρίτη περίοδος (1898-1910) περιλαμβάνει 92 διηγήματα, από τα οποία πιο αντιπροσωπευτικά θεωρούνται τα «Όνειρο στο κύμα» (1900), «Η Φαρμακολύτρια» (1900), «Υπό την Βασιλικήν δρυν» (1901), «Η Φόνισσα» (1903), «Ρεμβασμός του Δεκαπενταύγουστου» (1906), «Τα Ρόδιν' ακρογιάλια» (1907-08), «Το Μυρολόγι της φώκιας» (1908). Μετά τον θάνατο του συγγραφέα δημοσιεύτηκαν 31 ακόμη διηγήματα, με σημαντικότερα τα: «Τ'Αγγέλιασμα» (1912), «Φλώρα η Λαύρα» (1925), «Ιατρεία της Βαβυλώνας» (1925).

Κατ' εξοχήν διηγηματογράφος, ο Παπαδιαμάντης αντλεί τα θέματά του από τη σύγχρονή του πραγματικότητα. Η παραγωγή της δεύτερης περιόδου, όπως σημειώνει η Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη, είναι περισσότερο ηθογραφική, ενώ αυτή της τρίτης περιόδου διακρίνεται κυρίως από κριτική ρεαλιστική προσέγγιση των θεμάτων και από μια στροφή προς αυτοβιογραφικά αφηγήματα στα οποία ο «χαμένος» εαυτός ή παράδεισος αναδημιουργούνται μέσω της γραφής (π.χ. «Δαιμόνια στο ρέμα», «Όνειρο στο κύμα», κ.ά.).

 

2. Η κριτική για το έργο του

Το «ελεύθερο σκιτσάρισμα» του Παπαδιαμάντη

«Η νοσταλγία είναι το βασικό και το μόνιμο στοιχείο στον Παπαδιαμάντη, είναι η δύναμη και η αδυναμία του. Το έργο του, από την εποχή που ζούσε ακόμα ως τις μέρες μας, έγινε πολλές φορές στόχος της κριτικής, που έφτασε άλλοτε ως το υπερβολικό εγκώμιο και τον θαυμασμό και άλλοτε ως την υποτίμηση και την άρνηση. Η αρνητική κριτική επισήμανε τη χαλαρή σύνθεση των διηγημάτων του, την απουσία ενός σχεδίου, την έλλειψη βούλησης καλλιτεχνικής. Στο μεγαλύτερο μέρος τους οι παρατηρήσεις αυτές είναι σωστές. Η έλλειψη όμως της συνθέσεως οφείλεται τις περισσότερες φορές στον χαρακτήρα της νοσταλγίας και του στοχασμού. Οι ιδέες, αδέσμευτες από ένα προκαθορισμένο σχέδιο, ακολουθούν την πορεία του ρεμβασμού — και η έλλειψη αυτή της δέσμευσης αποτελεί μιαν αρετή και μια γοητεία. Όπως στα σκίτσα πολλών ζωγράφων, η δύναμη του Παπαδιαμάντη υπάρχει σ' αυτό το ελεύθερο σκιτσάρισμα. Από την άλλη μεριά αναμφισβήτητο είναι πως ο Παπαδιαμάντης, πέρα από το "ηθογραφικό" υπόβαθρο, έχει συλλάβει μερικά βασικά και όχι τόσο ευκολοσύλληπτα χαρακτηριστικά του νεοελληνικού χαρακτήρα, έχει δεσμεύσει μες στα διηγήματά του κάτι από αυτό που θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε νεοελληνική λαϊκή μυθολογία. Τα παιδιάτικα χρόνια του στο νησί, ο σύνδεσμος που είχε από τον πατέρα του τον παπά με τον κόσμο της ορθοδοξίας (ο ίδιος ήταν ψάλτης και του άρεσε να παίρνει μέρος σε κατανυκτικές αγρυπνίες), ο απόκοσμος βίος του στην Αθήνα και οι συντροφιές με ταπεινούς ανθρώπους του λαού, όλα αυτά δίνουν μια εγκυρότητα στις αποτυπώσεις του — κάτι που οδηγεί βαθύτερα και μακρύτερα από την απλή "ηθογραφική" περιέργεια ή το "λαογραφικό" επιστημονικό ενδιαφέρον. Και αυτό το πολύτιμο εγγράφουν στο ενεργητικό του οι θαυμαστές του».

 

(Πολίτης Λ., 1980, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας,
Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ., σελ. 204-205)

 

Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη

«Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη είναι, κατά τον Άγρα, "η τελευταία άνθηση της καθαρεύουσας στα ελληνικά γράμματα". Θησαυρισμένη από "απανωτά στρώματα παιδείας" (κατά τον Ελύτη) —τον Όμηρο και τους αρχαίους συγγραφείς, τα Ιερά Γράμματα, τους Πατέρες και τους υμνογράφους της Εκκλησίας, το δημοτικό τραγούδι— και δοκιμασμένη στη μετάφραση Ευρωπαίων κλασικών, του δίνει τη δυνατότητα να ακριβολογεί και να κυριολεκτεί, γιατί πολύ απεχθανόταν "χυδαίαν ακυριολεξίαν γυναίων τινών του αθηναϊκού όχλου". Ο λεξιλογικός του πλούτος του επιτρέπει να επιλέγει κάθε φορά την καταλληλότερη λέξη. [...] Την ακριβολογία του επίσης εξυπηρετεί, και μαζί μ' αυτήν και την αληθοφάνεια και την πειστικότητα των ιστοριών του, και η βαθιά γνώση του φυσικού λαϊκού προφορικού λόγου, όπως φανερώνεται στην αποτύπωση των διαλόγων, τη σχεδόν φωνογραφική, με τον επιτονισμό, τις παύσεις και τους δισταγμούς τους [...], στην υιοθέτηση της "οικείας φράσης" των αφηγητών [...], στη χρήση σκιαθίτικων ιδιωματισμών [...], στη φυσική, τέλος, ενσωμάτωση της ιδιολέκτου της εργασίας».

 

(Πολίτου-Μαρμαρινού Ελ., 1997, «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης», Η παλαιότερη πεζογραφία μας. Από τις αρχές ως τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο,
Αθήνα: Σοκόλης, τόμος ΣΤ, σελ. 135-136)

 

Ο παπαδιαμαντικός νατουραλισμός

«Η άντληση του περιεχομένου των διηγημάτων του από την πραγματικότητα, την οποία γνώριζε καλά ως αυτόπτης μάρτυρας, η πιστή αναπαράστασή της ύστερα από προσεκτική και εκ του σύνεγγυς παρατήρηση, οι υποθέσεις-σκηνές από τη ζωή του χωριού και της υπαίθρου, οι ήρωές του, "ένας λαός από δουλευτάδες και χασομέρηδες" (σύμφωνα με τον Παλαμά) με τα ήθη, τα έθιμα, τις δοξασίες και τη θυμοσοφία τους —υπόστρωμα πλούσιο λαογραφίας και κοινωνικής ανθρωπολογίας— όλα αυτά συνέβαλαν ώστε ο Παπαδιαμάντης να χαρακτηριστεί αμέσως από τους συγχρόνους του "ηθογράφος" και να εξακολουθεί και σήμερα να θεωρείται, μαζί με τον Καρκαβίτσα, "κορυφαίος εκπρόσωπος του ηθογραφικού διηγήματος". Ήδη όμως από το 1898 ο Παλαμάς επισημαίνει με οξυδέρκεια ότι η ηθογραφική δύναμη χρησιμοποιείται από τον Παπαδιαμάντη "για ξετύλιγμα κοινωνικών θεμάτων και καυτηρίασμα της ανθρώπινης ασχήμιας", διακρίνοντας έτσι τον κριτικό ρεαλισμό της παπαδιαμαντικής διηγηματογραφίας από τον ήπιο ρεαλισμό της μετά το 1883 ηθογραφίας, με την οποία υπηρετήθηκε τελικά μια ιδεολογία ρομαντική προς ενίσχυση και υπογράμμιση της εθιμικής συνέχειας και ταυτότητας. Η προφανής αυτή κριτική ρεαλιστική πλευρά του παπαδιαμαντικού έργου τού προσδίδει χαρακτήρα, με τον οποίο υπερβαίνει και την ηθογραφία ως ελληνική εκδοχή του Ρεαλισμού, αλλά και τον ίδιο τον Ρεαλισμό, ως ρεύμα, και φτάνει ως τον Νατουραλισμό, τη ριζοσπαστική δηλαδή και ακραία μετεξέλιξη του Ρεαλισμού στη σχολή του Ζολά».

 

(Πολίτου-Μαρμαρινού, ό.π., σελ. 136-137)

 

Το απροσδόκητο βάθος της παπαδιαμαντικής γραφής

«Πραγματικά, ό,τι αποτελεί την ιδιαίτερη γοητεία του είναι η λυρική και η μυστική δόνηση από το μεταφυσικό του υπόβαθρο. Αν και η πεζογραφία του κινείται κατά το μεγαλύτερο μέρος της σε ηθογραφικά πλαίσια, και μολονότι δε λείπουν οι κουραστικές επαναλήψεις των ίδιων μοτίβων και τα ελαττώματα στη σύνθεση και στη δομή, καταφέρνει να τα εξουδετερώνει συνήθως όλα τούτα, νομοθετώντας δικά του αξιολογικά κριτήρια με το μέτρο που μετρά ο ίδιος τον κόσμο, πράμα που δε μπόρεσαν ή δε θέλησαν να διαγνώσουν οι επικριτές του. Κάτω απ' το ηθογραφικό του πλαίσιο, κρύβει έναν βαθύ ψυχογράφο, έναν ηθολόγο κι έναν άριστο κοινωνικό παρατηρητή. Η ειρωνεία και το χιούμορ του, εξάλλου, οι ποιητικές του παρεκβάσεις, το ταραγμένο του υπόστρωμα παρουσιάζουν διαρκώς εκπλήξεις, δημιουργούν κυματισμούς κι ανοίγονται σε απροσδόκητο βάθος και σε προεκτάσεις, που δε μας αφήνουν με την πρώτη ματιά να υποψιαστούμε η φαινομενική του απλότητα και η ηθογραφική του επιφάνεια».

 

(Στεργιόπουλος Κ., 1986, Περιδιαβάζοντας,
Αθήνα: Κέδρος, σελ. 68)

 

Για τη Φόνισσα

Όταν «ψηλώνει ο νους»...

«Η Χαδούλα η Φραγκογιαννού, η φόνισσα, είναι αναμφισβήτητα μια από τις πιο ολοκληρωμένες ηρωίδες της πεζογραφίας μας. Είναι ακόμη η έκφραση της ιδιαίτερης μοίρας της γυναίκας. [...] Όταν φωτίζεται μια ζωή, όποια ζωή, με το σκληρό φως του απολογισμού και καταλήγει στη βεβαιότητα πως ό,τι έκαμε έως τώρα, ο δρόμος που τράβηξε, οδηγούσε αναπόφευκτα σ' αυτό το πικρό συμπέρασμα "Ο βίος ανωφελής, και μάταιος και βαρύς", η συνέχεια φαίνεται και αφόρητη και ακατανόητη. Ή πρέπει να σκύψει κανείς το κεφάλι στην ανθρώπινη μοίρα και να αγωνιστεί με ταπεινοσύνη να καταλάβει τι νόημα μπορεί να κρύβεται πέρα από τα μάταια και ακατανόητα βάσανα του ανθρώπου που τελειωμό δεν έχουν, ή καθώς ψηλώνει ο νους του επαναστατεί. Και η Φραγκογιαννού επαναστάτησε με τον τρόπο της. Συνειδητοποιώντας τη σκλαβιά της απομονώνεται από όλους τους άλλους που ούτε βλέπουν ούτε καταλαβαίνουν. [... ] Και γι' αυτή τη γνώση είναι ένας ολότελα σημερινός άνθρωπος. [... ] Γίνεται κριτής, γίνεται θεός. Με δική της ευθύνη οι λέξεις και οι πράξεις δεν έχουν πια το ίδιο νόημα. Οι απλοϊκοί μόνον διαχωρίζουν το κακό από το καλό. Όταν πρόκειται να βοηθήσεις τους φτωχούς και τους βασανισμένους από το βάρος ενός θηλυκού, και το φονικό παύει να είναι κακό. Αυτό τον ίδιο δρόμο δεν ακολουθούν και σήμερα όλοι οι σωτήρες και με την απόλυτη σύγχυση του καλού και του κακού, δικαιολογούν τη βία; Όμοια με τη Χαδούλα Φραγκογιαννού, μεθυσμένοι από το όνειρο μιας λύτρωσης χάνουν τον δρόμο τους —ψηλώνει ο νους τους— επεμβαίνουν στη ζωή των άλλων, ασεβώντας στην ίδια τη ζωή. Όμοια η έπαρση, όμοια η σύγχυση, συχνά όμοια και η πορεία».

 

(Σαράντη Γ., 1981, «Είχε ψηλώσει ο νους της» στο Τριανταφυλλόπουλος Ν.Δ. (επιμ.) Φώτα Ολόφωτα, ένα αφιέρωμα στον Παπαδιαμάντη και στον κόσμο του, Αθήνα: Ε.Λ.Ι.Α., σελ. 181-182)

 

Η «δι' ελέου και φόβου» αντιμετώπιση της Φραγκογιαννούς από τον δημιουργό της

«Αν το μυθιστόρημα διαλέγεται με το δαρβινικό διακείμενο της εποχής, τότε η Φραγκογιαννού λειτουργεί ως δύναμη φυσικού ελέγχου, υποβοηθεί το έργο της φύσης, με στόχο τον περιορισμό του αριθμού των θηλυκών όντων ως ασθενέστερων (αδύνατα μέρη) κατά τη φυσική επιλογή [...]. Αν πάλι ο συγγραφέας προβληματίζεται για τη θέση της γυναίκας στην παραδοσιακή ελληνική κοινωνία (εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Παπαδιαμάντης χαρακτηρίζει τη Φόνισσα "κοινωνικό μυθιστόρημα" και να επισημάνουμε τη σχεδόν ταυτόχρονη γραφή του παράλληλου και παραπληρωματικού διηγήματός του "Η θητεία της πενθεράς") [...], τότε η τραγική Φραγκογιαννού ενεργεί ως σκοτεινό ασυνείδητο της κοινωνίας και της οικογένειας που, ως γνωστόν, δεν ήθελε κορίτσια, για λόγους όχι βιολογικούς αλλά κοινωνικούς (γάμος-προίκα). Επομένως, η Φραγκογιαννού αίρει τις αμαρτίες, τολμώντας να κάνει αυτό που πολλοί άλλοι βιώνουν ενδόμυχα.

Ο Παπαδιαμάντης, ως γλωσσομαθής και μεταφραστής στις εφημερίδες, ασφαλώς ήξερε και το "δαρβινικό κείμενο" [... ] και τις κοινωνικές ιδέες σε σχέση με τον σοσιαλισμό, τον φεμινισμό και τη γυναικεία χειραφέτηση [...], αλλά και ο ίδιος προσωπικά βίωνε τη μοίρα της γυναίκας με τις ανύπαντρες αδερφές του. Όλες λοιπόν αυτές οι διάχυτες την εποχή του ιδέες καθώς και τα βιώματά του είναι φυσικό να διαποτίζουν το δικό του κείμενο, αλλά δεν είναι αυτά που κινούν την έμπνευση και καθορίζουν τη συγγραφική του βούληση. Ο Παπαδιαμάντης στη Φόνισσα επιχειρεί μια "μελέτη περίπτωσης" με το "ιατρικό βλέμμα" και την ακρίβεια που ζητούσε ο Ρεαλισμός και ο Νατουραλισμός [...], αλλά κυρίως από τη σκοπιά που του υπαγόρευε η ορθόδοξη χριστιανική συνείδηση και πίστη του. Αν ο συγγραφέας διαλέγεται βαθύτερα με κάποιον, αυτός πρέπει να είναι μάλλον ο Ντοστογιέφσκι, κυρίως με το Έγκλημα και Τιμωρία. Ιδεολογικός πρόγονος της Φραγκογιαννούς είναι ο Ρασκόλνικοβ. Βασική έγνοια του αφηγητή στη Φόνισσα δεν είναι τόσο η δράση της Φραγκογιαννούς ούτε οι λόγοι που την προκαλούν όσο η παρακολούθηση και η ανίχνευση της ψυχικής της πορείας. [...] Ο αφηγητής του Παπαδιαμάντη παρουσιάζει το ψυχικό δράμα της ηρωίδας αμέτοχος, υιοθετώντας τη δική της προοπτική "από μέσα", χωρίς να σχολιάζει υπέρ ή κατά. Ωστόσο, η περιγραφή των βασάνων της γίνεται σε τόνο που την καθιστά συμπαθή στον αναγνώστη δι' ελέου και φόβου».

 

(Μπαλάσκας Κ., 2004, Ξενάγηση στη νεοελληνική πεζογραφία,
Αθήνα: Μεταίχμιο, σελ. 111-112)

 

Για το «Μοιρολόγι της φώκιας»

Τα επισφαλή ανθρώπινα στο παπαδιαμαντικό σύμπαν

«Μια απέραντη συμπόνια, πιο χτυπητή ακόμα στην περίπτωση της Ακριβούλας, όπου πια οι άνθρωποι, έτσι κι αλλιώς, χωρίς να το θέλουν, παρουσιάζονται αδιάφοροι για τον χαμό της μικρούλας, που βυθίζεται μέσα στα κύματα, τη στιγμή που ίσια ίσια βυθίζεται κι ο ήλιος, ενώ το μοιρολόι για έναν τέτοιο χαμό αναλαμβάνει να το πει μια φώκια, μια απλή συμπονετική φώκια και κανείς άλλος. Εδώ θαυμάζει κανείς τις σκηνοθετικές ικανότητες του διηγηματογράφου. Παρουσιάζει την ανθρωπότητα να λειτουργεί εξακολουθητικά σαν μια μηχανή άψυχη: ο βοσκός παίζει το σουραύλι του, η γριά Λούκαινα φορτωμένη την αβασταγή της ανεβαίνει στο μονοπάτι και η γολέτα βολτατζάρει στο λιμάνι. Συνεχώς η δυσπιστία προς την ασφάλεια που μπορεί να προσφέρει το έδαφος των ανθρωπίνων είναι —και με πολύ έντονο τρόπο— αναπτυγμένη στον Παπαδιαμάντη. Αλλά και το πάτημα του άλλου του ποδιού στα πέραν του κόσμου τούτου, πολύ σταθερό. Η επί γης ευτυχία είναι μια στιγμούλα και η στιγμούλα αυτή είναι ένα σκαλοπάτι για να περάσεις από το άλλο μέρος, το μέρος του θανάτου».

 

(Ελύτης Ο., 1992, «Η μαγεία του Παπαδιαμάντη», στο Εν Λευκώ,
Αθήνα: Ίκαρος, σελ. 61)

 

Η «σατανική παγίδευση» της Ακριβούλας

«Εντυπωσιακό μέσο στη σύνθεση του διηγήματος είναι η τραγική πλοκή: η "περιπέτεια" και η "δραματική ειρωνεία" είναι δομικά στοιχεία. Τα πρόσωπα συνεργούν από άγνοια, γίνονται ενεργούμενα μιας μοιραίας σατανικής μηχανής, η οποία στήνεται τεχνικότατα, για να παγιδεύσει το αθώο θύμα, την Ακριβούλα, και να το οδηγήσει ανυπεράσπιστο στους βρόγχους του θανάτου. Όλα παγιδεύουν: οι άνθρωποι, η ώρα (αμφιλύκη), ο τόπος, η παιδική περιέργεια και αθωότητα, ο ήχος της φλογέρας, τα αρχαία πένθη της Λούκαινας — όλα μετατρέπονται σε μοιραίες δυνάμεις. Προπάντων όμως οι άνθρωποι, η ίδια η γιαγιά της Ακριβούλας, η γριά Λούκαινα, η προσωποποίηση του πένθους, το ζωντανό κοιμητήρι που είχε μέσα της έξι μνημούρια — πέντε των παιδιών της και ένα του άντρα της. Θα νόμιζε κανείς, όπως άλλωστε υποβάλλεται αυτή η σκέψη, ότι ο "Χάρος ο αχόρταγος" δεν πρόκειται να πάρει άλλο λάφυρο από τη γριά Λούκαινα, που έφτασε στο έσχατο όριο του πένθους. Όμως έχουν έτσι τα πράγματα; Το βάθος της ανθρώπινης συμφοράς είναι απύθμενο. Μένει η Ακριβούλα, το τελευταίο παραπλανημένο και ανυποψίαστο θύμα».

 

(Παγανός Γ., 1993, Η νεοελληνική πεζογραφία,
Αθήνα: Κώδικας, τόμ. Β', σελ. 129-130)

 

3. Τα κείμενα

γ. Το μοιρολόγι της φώκιας

Διδακτικές επισημάνσεις

Το διήγημα πρωτοδημοσιεύτηκε τον Μάρτιο του 1908, ανήκει δηλαδή στην πλέον ώριμη περίοδο της συγγραφικής παραγωγής του Παπαδιαμάντη και έχει χαρακτηριστεί από μελετητές του έργου του «μικρό αριστούργημα» που ακροβατεί «ανάμεσα στο διήγημα και το λυρικό αφήγημα».

• Να προσδιοριστούν ο τόπος και ο χρόνος της αφηγηματικής δράσης και να διερευνηθεί πώς συμβάλλουν στη δημιουργία της συνολικής ατμόσφαιρας. Να προσεχθεί ότι σχεδόν συμπίπτει ο πραγματικός με τον αφηγηματικό χρόνο.

• Να γίνει αναφορά στα δρώντα πρόσωπα (γρια-Λούκαινα, Ακριβούλα, βοσκός) και στην ξεχωριστή, ποιητική και συμβολική υπόσταση που αποκτά η φώκια, η οποία πονάει για τον πνιγμό της Ακριβούλας και θρηνεί.

• Να προσεχθεί η αντιπαράθεση ζωής και θανάτου στο διήγημα και οι εικόνες που τη συνθέτουν.

• Να επισημανθεί το ανθρώπινο μοιρολόι, με το οποίο αρχίζει το διήγημα, και το μοιρολόι της φώκιας στο τέλος. Να σχολιαστούν οι διαφορές ανάμεσά τους (το πρώτο αναφέρεται στο παρελθόν, σε αλλεπάλληλους θανάτους μακρινούς, το δεύτερο σηματοδοτεί το τώρα, το παρόν).

• Να επισημανθεί το στοιχείο της τραγικής ειρωνείας, όταν η γρια-Λούκαινα αποδίδει τον θόρυβο από την πτώση στη θάλασσα της Ακριβούλας σε βράχο που πέταξε ο βοσκός.

• Να σχολιαστεί τι επιτυγχάνει η τριτοπρόσωπη αφήγηση από έναν παντογνώστη αφηγητή και η ευθύγραμμη εξέλιξη της υποτυπώδους δράσης που κορυφώνεται στον πνιγμό της Ακριβούλας.

• Να γίνει αναφορά στη λεπτομερειακή περιγραφή του τοπίου και στη σκιαγράφηση της γριάς Λούκαινας και των ενεργειών και συναισθημάτων της, που αποδίδονται με τη χρήση του παρατατικού χρόνου. Να συζητηθεί ο συνδυασμός του ρεαλιστικού στοιχείου με το ποιητικό στο διήγημα.

• Να σχολιαστεί η κατακλείδα του διηγήματος, οι τελευταίοι στίχοι από το μοιρολόι της φώκιας, που απηχούν την κοσμοαντίληψη του Παπαδιαμάντη, τη φιλοσοφική εγκαρτέρηση μπροστά στα βάσανα της ζωής που συνεχί-ζεται στον αέναο ρυθμό της.

 

Συμπληρωματικές ερωτήσεις

• Να συγκρίνετε τη μορφή της γριάς Λούκαινας με τη μορφή της Χαδού-λας της Φραγκογιαννούς, όπως αυτή διαγράφεται μέσα από τα αποσπάσματα της Φόνισσας στα Κ.Ν.Λ.

• Να σχολιαστούν οι στίχοι του μοιρολογιού της φώκιας.

• Να περιγράψετε την Ακριβούλα και να αναφερθείτε στον συμβολισμό που εμπεριέχει η κάθοδός της στο μονοπάτι.

• Ποια λαογραφικά στοιχεία αναδεικνύονται στο διήγημα;

 

Παράλληλο κείμενο

Μπορούν να δοθεί ως παράλληλο κείμενο ένα αρχαίο ελληνικό επιτύμβιο επίγραμμα από την Παλατινή Ανθολογία και να ζητηθεί από τους μαθητές:

• Να συγκρίνουν τον ελεγειακό θρηνητικό τόνο και των δύο ποιητικών κειμένων.

• Να περιγράψουν τις εικόνες των κειμένων (παπαδιαμαντικού και επιγράμματος), επιχειρώντας μια μεταξύ τους σύγκριση.

 

Ξενοκρίτου Ροδίου

Αρμύρα στάζουν τα μαλλιά σου, κόρη δύσμοιρη.

Ναυάγησες και χάθηκες στον πόντο, Λυσιδίκη.

Τη θάλασσα σαν είδες ν' αγριεύει, τρόμαξες

και ρίχτηκες στα κύματα από το κοίλο πλοίο.

Τώρα, τ' όνομά σου δηλώνει ο τάφος, την πατρίδα σου την Κύμη,

πλην τα οστά σου κύμα ψυχρό της ακτής τα λευκαίνει.

Πικρό κακό για τον πατέρα σου τον Αριστόμαχο: σε γάμο

σε οδηγούσε, μα μήτε κόρη μήτε και νεκρή σε πήγε.

 

(Παλατινή Ανθολογία, VII291. Επιτάφιος Λόγος, Αρχαία Ελληνικά Επιγράμματα. Μετάφραση και επίμετρο Παντελής Μπουκάλας, Αθήνα: Άγρα, σελ. 49).

 

4. Ενδεικτική βιβλιογραφία

Vitti Μ., 1978, μτφρ. Μυρ.Ζορμπά, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα: Οδυσσέας.

Ελύτης Ο., 1992, «Η μαγεία του Παπαδιαμάντη», στο Εν Λευκώ, Αθήνα: Ίκαρος.

Κούσουλας Λ, 1990, «Παπαδιαμαντικό δίπτυχο», στο Η άλλη όψη, Αθήνα: Λωτός, σελ. 89-95.

Μπαλάσκας Κ., 2004, Ξενάγηση στη νεοελληνική πεζογραφία, Αθήνα: Μεταίχμιο.

Beaton, R. (1996), Εισαγωγή στη Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία, Αθήνα: Νεφέλη.

Πολίτη Τζ., 1996, «Δαρβινικό κείμενο και Η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη» στο Συνομιλώντας με τα Κείμενα, Αθήνα: Άγρα, σελ. 155 κ.ε.

Πολίτης Λ., 1980, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα: ΜΙΕΤ.

Πολίτου-Μαρμαρινού Ελ., 1997, «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης», στο Η παλαιότερη πεζογραφία μας. Από τις αρχές ως τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, Αθήνα: Σοκόλης, τόμ. ΣΤ, σελ. 114-209.

Στεργιόπουλος Κ. (1986), «Ο Παπαδιαμάντης σήμερα», Περιδιαβάζοντας, τόμ. Β', Στο χώρο της παλιάς πεζογραφίας μας, Αθήνα: Κέδρος.

Τριανταφυλλόπουλος Ν.Δ., 1978, Δαιμόνιο μεσημβρινό. Έντεκα κείμενα για τον Παπαδιαμάντη, Αθήνα: Γρηγόρη.

Τριανταφυλλόπουλος Ν.Δ., (πρόλογος-επιλογή), 1979, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Είκοσι κείμενα για τη ζωή και το έργο του, Αθήνα: Εκδόσεις των Φίλων.

Συλλογική έκδοση, (1981), Φώτα ολόφωτα. Ένα αφιέρωμα στον Παπαδιαμάντη και τον κόσμο του, Αθήνα: Ε.Λ.Ι.

Φαρίνου-Μαλαματάρη Γ., λ. «Παπαδιαμάντης Αλέξανδρος», στο Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, Εκδοτική Αθηνών, τόμ. 8.

Φαρίνου-Μαλαματάρη Γ., 1987, Αφηγηματικές τεχνικές στον Παπαδιαμάντη, Αθήνα: Κέδρος.

Φαρίνου-Μαλαματάρη Γ., 2005, Εισαγωγή στην πεζογραφία του Παπαδιαμάντη, Ηράκλειο: ΠΕΚ.

Φρυδάκη Ε., «Α. Παπαδιαμάντη, Η Φόνισσα, Διδακτική Προσέγγιση "Εις το ήμισυ του δρόμου" μεταξύ προσωπικών και... προγραμματικών επιλογών», Φιλολογική, τ. 72, Αθήνα, 2000.

 

Αφιερώματα

Περ. Αντί, αρ. 463, 5 Απριλίου 1991. Περ. Διαβάζω, αρ. 165, 8 Απριλίου 1987.

Περ. Νέα Εστία, τόμ. 30, αρ. 355, Χριστούγεννα 1941, και τόμ. 49, αρ. 568, 1 Μαρτίου 1951.

 

pano

 


Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
στον Πολιτιστικό Θησαυρό της Ελληνικής Γλώσσας Βιογραφικό σημείωμα [πηγή: Πολιτιστικός Θησαυρός της Ελληνικής Γλώσσας]
στις Ψηφίδες, Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Ψηφίδες
στο Βιβλιοnet Βιβλιοnet
στη Βικιπαίδεια Βικιπαίδεια
σελίδα του Νεκτάριου Μαμαλούγκου για τον Αλ. Παπαδιαμάντη Αλ. Παπαδιαμάντης
ΤΑΙΝΙΕΣ
εκπομπή ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ ΕΡΤ
εκπομπή ΚΑΛΗ ΣΟΥ ΝΥΚΤΑ ΚΥΡ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕ ΕΡΤ
εκπομπή ΕΠΟΧΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΕΡΤ
εκπομπή Η ΔΕ ΠΟΛΙΣ ΕΛΑΛΗΣΕΝ ΕΡΤ

Βιογραφικό δεσμός, desmos


pano

 


Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.

 

Ήρωες

Οι ήρωες του κειμένου είναι:

 

Τόπος

Τα γεγονότα του κειμένου διαδραματίζονται:

 

Η χρονική σειρά των γεγονότων

Διακρίνουμε αναδρομικές αφηγήσεις, πρόδρομες, in medias res, εγκιβωτισμό, παρέκβαση, προϊδεασμό, προοικονομία:

 

Η χρονική διάρκεια

Σχέση του χρόνου της αφήγησης με τον χρόνο της ιστορίας (μικρότερος, ίσος, μεγαλύτερος).

Διακρίνουμε επιτάχυνση, παράλειψη, περίληψη, έλλειψη, αφηγηματικό κενό, επιβράδυνση:

 

Γλώσσα

Η γλώσσα του κειμένου είναι:

 

Αφήγηση

Η αφήγηση είναι πραγματική ή πλασματική, αφήγημα γεγονότων, λόγων ή σκέψεων…

 

Ο αφηγητής

Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός, ετεροδιηγητικός…

 

Η εστίαση

Η εστίαση είναι μηδενική, εσωτερική, εξωτερική…

 

Τα αφηγηματικά επίπεδα

Τα αφηγηματικά επίπεδα είναι εξωδιηγητικά, διηγητικά, μεταδιηγητικά:

 

Αφηγηματικοί τρόποι

Οι αφηγηματικοί τρόποι είναι: έκθεση, διάλογος, περιγραφή, σχόλιο, ελεύθερος πλάγιος λόγος, μονόλογος:

 

Ενότητες

Το κείμενο μπορεί να χωριστεί στις εξής ενότητες:

 

Το σχόλιό σας...

 

pano