Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β' Λυκείου

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ο Αλιβάνιστος

1 Ασκ B

58 59 60 61 62 63 64 65 66

ΝΕΑ ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΣΧΟΛΗ

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ο Αλιβάνιστος

 


 

Το διήγημα γράφτηκε το 1903 58

 

Αφού εβάδισαν επί τινα ώραν, ανά την βαθείαν σύνδενδρον κοιλάδα, η θεια Μολώτα, κι η Φωλιώ της Πέρδικας, κι η Αφέντρα της Σταματρίζενας, τέλος έφθασαν εις το Δασκαλειό. Αι τελευταίαι ακτίνες του ηλίου εχρύσωναν ακόμη τας δύο ράχεις, ένθεν* και ένθεν της κοιλάδος. Κάτω, εις το δάσος το πυκνόν, βαθεία σκιά ηπλούτο. Κορμοί κισσοστεφείς* και κλώνες χιαστοί εσχημάτιζον ανήλια συμπλέγματα, όπου μεταξύ των φύλλων ηκούοντο ατελείωτοι ψιθυρισμοί ερώτων. Ευτυχώς το δάσος ενομίζετο κοινώς ως στοιχειωμένον, άλλως θα το είχε καταστρέψει κι αυτό προ πολλού ο πέλεκυς του υλοτόμου. Αι τρεις γυναίκες επάτουν πότε επί βρύων μαλακών, πότε επί λίθων και χαλίκων του ανωμάλου εδάφους. Η ψυχή κι η καρδούλα των εδροσίσθη, όταν έφθασαν εις την βρύσιν του Δασκαλειού.

Το δροσερόν νάμα* εξέρχεται από μίαν σπηλιάν, περνά από μίαν κουφάλαν χιλιετούς δένδρου, εις την ρίζαν του οποίου βαθεία γούρνα σχηματίζεται. Όλος ο βράχος άνωθεν στάζει ωσάν από ρευστούς μαργαρίτας και το γλυκύ κελάρυσμα του νερού αναμειγνύεται με το λάλον* μινύρισμα* των κοσσύφων. Η θεια Μολώτα, αφού έπιεν άφθονον νερόν, αφήσασα ευφρόσυνον στεναγμόν αναψυχής,* εκάθισεν επί χθαμαλού βράχου δια να ξαποστάση. Αι δύο άλλαι έβαλαν εις την βρύσιν, παρά την ρίζαν του δένδρου, τις στάμνες και τα κανάτια, τα οποία έφεραν μαζί των, δια να τα γεμίσουν. Είτα αφού έπιαν και αυταί νερόν, εκάθισαν η μία παραπλεύρως της γραίας, η άλλη κατέναντι, κι άρχισαν να ομιλούν.

— Πώς αλγεί παπάς; είπεν η θεια Μολώτα.

Η γραία ήτο ιδιόρρυθμος εις την γλώσσαν της. Ετραύλιζε και απέκοπτεν όχι μόνον συλλαβάς, αλλά και τα άρθρα και άλλα μόρια.

— Νύχτωσε, θα πω! προσέθηκεν η Φωλιώ.

— Τα, τι λογάτε; επέφερεν η Αφέντρα.

59Ευρίσκοντο κι αι τρεις, από της ημέρας εκείνης του Μεγάλου Σαββάτου, εις τον Αϊ-Γιάννην, στον Ασέληνο. Ήτον έρημον παλαιόν μοναστηράκι. Είχε γνωσθή ότι ο παπα-Γαρόφαλος ο Σωσμένος, εις εκ των ιερέων της πόλεως, θα ήρχετο εις τον Αϊ-Γιάννην, στον Ασέληνον, δια να κάμη Πάσχα εις τους αιγοβοσκούς των αγρίων εκείνων μερών. Αι τρεις αυταί και τινα άλλα πρόσωπα από την πόλιν, αγαπώντα την εξοχήν, είχον έλθει, χάριν του Πάσχα, πριν να ξεκινήση ο παπάς. Αλλ' όμως ενύκτωνεν ήδη και ο παπα-Γαρόφαλος δεν είχε φανεί ακόμη.

— Είναι αργοστόλιστος, θα πω, επέφερεν η Φωλιώ η Πέρδικα.

— Ναι, είδες πώς αργεί να ντυθή; υπέλαβεν ερμηνεύουσα κατά γράμμα τον λόγον η Αφέντρα της Σταματρίζενας. Και καμιά φορά βάζει και στραβά την «αλλαή» του.

Ωνόμαζεν ούτω το φελόνιον*. Αι τρεις γυναίκες είχον έλθει από τον Αϊ-Γιάννην, απέχοντα ως τετάρτου της ώρας δρόμον, δια να γεμίσουν τα σταμνιά στο Δασκαλειό, επειδή η μικρά βρύσις του παλαιού ησυχαστηρίου, κάτω από τον ναΐσκον, είχε χαλάσει, και σχεδόν είχε χαθεί το νερόν. Έμελλον δε να επιστρέψουν αμέσως εις τον Αϊ-Γιάννην. Αλλά με την ομιλίαν, αργοπορούσαν.

Τέλος, αι δύο εσηκώθησαν, έκυψαν δια να φορτωθούν τ' αγγεία, και ήσαν έτοιμαι προς αναχώρησιν.

Αλλά την στιγμήν εκείνην ζωηρά φωνή ηκούσθη από το κάτω μέρος, ανάμεσ' από τα δένδρα.

— Σ' έσκιαξα, θεια Μολώτα, είπεν η φωνή.

Είτα καγχασμός ήχησε κι ευθύς επαρουσιάσθη εις νέος υψηλός, αμύστακος, ως δεκαέξ ετών, κρατών κάτω του στέρνου του κάτι ως διπλωμένον και τυλιγμένον πράγμα.

— Α! κακό να μην έχης! έκραξεν η Φωλιώ. Εσύ 'σαι, αρέ Σταμάτη;

Δεν είχε νυκτώσει ακόμη καλά, κι αι γυναίκες είδαν τα χαρακτηριστικά του, αφού πρώτον είχαν γνωρίσει την φωνήν του. Ήτον ο Σταμάτης το Τρυγονάκι, μάγκας ορφανός παιδιόθεν, καλόκαρδος, βολικός, όστις έζη εκτελών θελήματα ανά την πόλιν. Όταν όμως ήτο πουθενά εξοχικόν πανηγύρι, άφηνεν όλες τις δουλειές του, κι έτρεχε πρώτος μεταξύ όλων των πανηγυριστών.

— Να, απ' τον Ασέληνο έρχομαι, είπεν ο νέος... φορτωμένος πράματα, θάματα... κοιτάξετε!

60Έθεσε την δεξιάν χείρα εντός του τυλιγμένου πανίου, το οποίον εκράτει, έλαβεν ένα μαύρον πράγμα, και, θέλων να παίξη, το έρριψεν εις την ποδιάν της Μολώτας, ήτις εκάθητο ακόμη επί της πέτρας.

— Α! φωτιά που σ' ε!... έκαμεν αύτη, αναπηδήσασα ορθή, και τινάζουσα την ποδιάν της.

Το πράγμα, το οποίον της είχε ρίψει ο Σταμάτης, ήτο τεράστιος ζωντανός κάβουρας. Ο νέος είχε κατέλθει προ δύο ωρών εις τον Μικρόν Ασέληνον. Ούτως ωνομάζετο ο δυτικός αιγιαλός, μικρά αγκάλη, αντικρίζουσα το Πήλιον. Εκεί είχε γεμίσει το προσόψιον, το οποίον είχε περιζωσμένον εις την μέσην του, από κοχύλια, πεταλίδες και καβούρια.

— Αρέ, ζουρλάθηκες; είπεν αυστηρώς η Αφέντρα. Να κάμης την οικοκυρά να κόψη το αίμα της!

Ο Σταμάτης και πάλιν εκάγχασε.

— Να με συμπαθάς, θεια Μολώτα, είπε. Σα χωριάτης που 'μαι, έσφαλα. Θέλησα να σου χαρίσω αυτό το καβούρι, για να κάμης μεζέ απόψε, και με τον τρόπο που σου το 'ριξα στην ποδιά σου σ' ετρόμαξα.

— Δεν τλώου καβούλγια, είπεν η Μολώτα, θα μεταλάβου!

— Αλήθεια; Τότε, το χαρίζω της Πέρδικας.

— Μεγαλοσαββατιάτικα, καβούρια θα φάω; είπεν η Φωλιώ.

— Τότε, ας το παρ' η Σταματρίζενα, είπεν ο Σταμάτης.

— Να καβουρώσεις και κάβουρας να γένεις! απήντησεν η Αφέντρα.

— Μωρέ, ευχή που μου δίνεις! είπεν ο Σταμάτης. Ακούς! να ήμουν κάβουρας! Πώς θα περπατούσα τάχα;

Και άμα είπεν, έκυψε και άρχισε να κάμνη λοξά πατήματα, μεταξύ των τριών γυναικών. Με την κεφαλήν του εκτύπησε το πλευρόν της Μολώτας, με την πλάτην του έπληξε τον αγκώνα της Φωλιώς, και με την πτέρναν του επάτησε την γόβα της Αφέντρας.

Αι τρεις γυναίκες, μισοθυμωμέναι, εγέλασαν.

— Ζουρλάθηκες, βλέπω· δεν είσαι καλά! είπεν η Αφέντρα.

Και σηκώσασα με την αριστεράν χείρα το κανάτι της, εκολάφισεν* ελαφρά την κεφαλήν του Σταμάτη, όστις εφάνη να εγοητεύθη.

— Ω! τι δροσιά, μωρέ Σταματρίζενα! είπε. Δώσε μου άλλη μια!

— Πάμε! νυχτώσαμε, έκαμεν εις απάντησιν η Αφέντρα.

Και πάραυτα* εξεκίνησαν. Τότε ο Σταμάτης, αφού έδραξε, χωρίς να είπη τίποτε, την μεγάλην στάμναν, την οποίαν άλλως θα εφορτώνετο η Αφέντρα, εφιλοτιμήθη να τρέξη πρώτος, ως εμπροσθοφυλακή· εις τον δρόμον άρχισε να διηγήται:

61— Να ξέρατε ποιον ηύρα, τώρα, στο δρόμο π' ανέβαινα... πριν σας ανταμώσω στη βρύση.

— Ποιον ηύρες; είπεν η Αφέντρα. Τον Μπαμπάο*, ή τον Αράπη,* ή τον Εξαποδώ;*

— Ηύρα τον Αλιβάνιστο!

— Αλήθεια; για πες μας.

Άμα ήκουσε το όνομα τούτο η θεια Μολώτα, έκαμεν ακούσιον κίνημα, και με δύο βήματα ήλλαξε θέσιν εις τον δρόμον, κι ετάχθη εξ αριστερών του Σταμάτη, δια ν' ακούση καλύτερα, επειδή ήτο κωφή από το εν ους. Ο νέος διηγήθη ότι εις την άκρην του βουνού, όχι μακράν της ακτής, είχε περάσει από την κατοικίαν του αλλοκότου εκείνου ανθρώπου, όστις από τριάκοντα ετών δεν είχε κατέλθει εις την πόλιν, κι εμόναζεν εις μίαν καλύβην, ή μάλλον σπηλιάν, της οποίας το στόμιον είχε κτίσει με τας χείρας του. Έβοσκεν ολίγας αίγας, και δεν συνανεστρέφετο κανέναν άνθρωπον, παρά μόνον τον Μπαρέκον, τον μέγαν αιγοτρόφον του βουνού, όστις είχε κοπάδι από χίλια γίδια. Εις αυτόν έδιδε το ολίγον γάλα του, λαμβάνων ως αντάλλαγμα ολίγα παξιμάδια, παστά οψάρια, και πότε κανέν τρίχινον φόρεμα ή μάλλινον σκέπασμα.

— Άμα με είδε, είπεν ο Σταμάτης, έκαμε να κρυφτή. Εγώ έτρεξα κατόπι του, τον εχαιρέτισα, και, για να τον φουρκίσω, άρχισα να τον λιβανίζω μ' αυτήν την πετσέτα, που κουδούνιζαν μέσα οι πεταλίδες... Να, πώς του έκαμα!

Και αποσπάσας την ποδιάν, την περιέχουσαν τα θαλασσινά είδη, από την μέσην του, έκαμε πως λιβανίζει μ' αυτό την θεια Μολώτα, ήτις αφήκεν άναρθρον κραυγήν διαμαρτυρίας.

— Έλα! θα ησυχάσης, βρε πειρασμέ; έκραξεν οργίλη η Αφέντρα.

Εις τον Αϊ-Γιάννην, άμα ενύκτωσεν, είχε φθάσει με όλον το ασκέρι του, γυναίκα, παιδιά και παραγιούς του, ο μεγαλοβοσκός Γιάννης ο Μπαρέκος, καθώς κι ο Κώστας ο Πηλιώτης, άλλος τσομπάνος με τη φαμίλια του, κι ο Αγγελής ο Πολύχρονος, με όλον το όρδινό* του. Είχαν ανάψει μεγάλην φωτιά, κι εκάθισαν εις το ύπαιθρον, παρά τον βόρειον τοίχον του ναΐσκου, και διηγούντο παλαιά χρονικά του ποιμενικού κόσμου, κι εκοίταζαν τους αστερισμούς και την Πούλια, πότε θα φθάση στην μέσην τ' ουρανού, δια να είναι μεσάνυχτα, και πότε θα φθάση εις εν δυτικόν σημείον, δια να φέξη. Κι επερίμεναν τον παπάν, πότε να έλθη, δια να τους κάμη Ανάστασιν. Ήτον δε μεσάνυχτα ήδη, και ο παπάς δεν είχεν έλθει.

62 — Καθώς τ' ομολογάει η φλάσκα*... έλεγεν ο Αγγελής ο Πολύχρονος.

— Να το 'ξερε κανείς, να πήγαινε στη χώρα,* είπεν ο Κώστας ο Πηλιώτης.

— Ο παπα-Γαρόφαλος, αν θα 'ρθη, θα 'ρθη με το φεγγάρι, παρετήρησεν ο Μπαρέκος. Για κοιτάξτε!

Έδειχνεν υψηλά εις το βουνόν, όπου αι κορυφαί των δένδρων είχον αρχίσει να καταλάμπωνται από το αργυρούν φέγγος. Ήτο ήδη περί το τελευταίον τέταρτον.

Την ιδίαν στιγμήν έφθασεν ο Σταμάτης. Ούτος προ ώρας είχε γίνει άφαντος, χωρίς κανείς να προσέξη εις τούτο. Ο νέος είχεν αναβεί υψηλά εις το βουνόν, δια να κατοπτεύση και ακροασθή αν θα ηκούετο ή θα εφαίνετο πουθενά ο παπάς.

Άμα επέστρεψεν, ένευσεν* εις τον Μπαρέκον και τους άλλους να εξέλθουν μαζί του από τον περίβολον.

— Τι τρέχει;

— Ελάτε· κάτι φωνές ακούω. Βάζω στοίχημα!...

Ο Μπαρέκος και ο Κώστας ο Πηλιώτης τον ηκολούθησαν, και απεμακρύνθησαν διακόσια βήματα, κατά τον ανήφορον. Εκεί ήκουσαν τω όντι ήχους τινάς να ανέρχωνται βαθιά από το ρεύμα κάτω, προς το Δασκαλειό και τον Ασέληνον.

— Τι να είναι;

— Βάζω στοίχημα πως ο παπα-Γαρόφαλος έχασε το δρόμο, είπεν ο Σταμάτης.

— Τι θέλει αποκεί, κατά τον Ασέληνο;

— Γνώρισα τη φωνή του, είπεν ο Σταμάτης. Θα ήρθε από τον άλλον δρόμο, απ' τα χωράφια κι υστέρα έπεσε μέσα στ' ορμάνι* κι εχάθηκε.

 

Οι δύο βοσκοί κι ο Σταμάτης κι ο Πολύχρονος, όστις έτρεξε κατόπιν των, ανήλθον την οφρύν* του βουνού και απήντησαν δια φωνών εις τας ηχούς τας οποίας ήκουον.

63 — Ελάτε!... Εδώ είμαστε!... έκραξε με στεντορείαν φωνήν ο Σταμάτης.

— Μα πώς, δεν βλέπουν κοτζάμ φωτιά; είπεν εν απορία ο Πηλιώτης.

— Θα έχουν πέσει μέσα σε κακοτοπιά, στον ίσκιο του βουνού, το φεγγάρι δεν ψήλωσε ακόμα.

— Πάω να φέρω το φανάρι! έκραξεν ο Σταμάτης.

Κι έτρεξε κάτω, εις τον περίβολον του Αϊ-Γιαννιού, οπόθεν επανήλθε μετ' ολίγον φέρων φανάριον αναμμένον. Ο Σταμάτης κρατών τούτο, επροπορεύθη και οι τρεις άνδρες τον ηκολούθησαν εν μέσω του δάσους. Μετ' ολίγα λεπτά αι φωναί ηκούοντο πλησιέστεροι και τέλος εφάνη ο παπάς ακολουθούμενος από τον ανεψιόν, τον βοηθόν του, σύροντα από την τριχιάν ένα γαϊδουράκι, επάνω εις το οποίον ήσαν φορτωμένα τα «ιερά» του παπά. Αλλά τελευταία όλων εφάνη και μία σκιά, ήτις εφαίνετο αποφεύγουσα ν' αντικρύση το φως του φαναριού.

— Μπα! έκαμε γελών ο Σταμάτης. Και σιγά προς τον Μπαρέκον εψιθύρισεν:

—Ο Αλιβάνιστος!

— Μεγάλο θάμα! είπεν ο Μπαρέκος.

 

— Πώς έκαμες, βλοημένε, κι έχασες τον δρόμο; ηρώτησε τον παπάν ο Αγγελής ο Πολύχρονος.

— Μη ρωτάτε... θέλησα να πάω απ' τον άλλο δρόμο... απ' τα Ρόγγια... είπεν ασθμαίνων ο παπάς· ήθελα να ιδώ το χωράφι... είπε να το σπείρει, κείνος ο Ντανάκιας και τ' άφησε άσπαρτο... κι εγώ χαμπάρι δεν είχα, τόσοι μήνες τώρα. Ας είναι καλά ο άνθρωπος... Είχα και δυο τρεις αγιασμούς να κάμω κι ενύχτωσα... Καλά που έπεσα κοντά στο καλυβάκι του μπαρμπα-Κόλια εδώ (δεικνύων τον καλούμενον Αλιβάνιστον) και μ' εβοήθησε να βρω το δρόμο!... Ας έχει την ευχή!

Ο παπα-Γαρόφαλος εδείκνυεν εκείνον, τον οποίον απεκάλει μπαρμπα-Κόλιαν, όστις όμως, ως αληθής σκιά είχεν αρχίσει να γλιστρά όπισθεν των δένδρων, και ν' απομακρύνεται.

Ο Μπαρέκος, τρέξας, τον έδραξεν ισχυρώς από τον βραχίονα.

— Πού πας, μπαρμπα-Κόλια; είπε. Τώρα δε σ' αφήνουμε... τελείωσε! Φέτος θα κάμουμε Ανάσταση μαζί!...

Ο Σταμάτης, μη δυνάμενος να κρατήση τα γέλια, άρχισε με το φανάρι το οποίον εκράτει, να κάμνη κινήματα ως να ελιβάνιζε προς το βάθος, εις το μέρος όπου ίστατο το σύμπλεγμα του Μπαρέκου και του μπαρμπα-Κόλια.

64 Ο γέρων εφαίνετο αληθής λυκάνθρωπος. Εφόρει είδος ράσου, απροσδιορίστου χρώματος, και μαύρην σκούφιαν, είχε μακράν κόμη μαύρην ακόμη, και ψαρά, σγουρά γένεια. Εδυσανασχέτει διότι τον εκράτει με την ρωμαλέαν χείρα του ο Μπαρέκος κι ήθελε να φύγη.

— Αφ' σε με να ζήσης! Δεν μπορώ!... τι Ανάσταση να κάμού 'γω... τι με θέλετ' εμένα... Εσείς κάμετε Ανάσταση. Με γεια σας, με χαρά σας!... Πάω στο καλύβι μου, 'γω!

Τότε ο παπα-Γαρόφαλος έλαβε τον λόγον:

— Να 'χης την ευχή του Χριστού, παιδί μου! Έλα!... Να πάρης ευλογία!... Να μοσχοβολήσ' η ψυχή σου! Έλα ν' απολάψης τη χαρά του Χριστού μας! Μην αδικείς τον εαυτόν σου! Μην κάνεις του εχτρού το θέλημα!... Πάτα τον πειρασμό! Έλα, Κόλια! Έλα, Νικόλαε, έλα, Νικόλαε μακάριε! Ο άγιος Νικόλαος να σε φωτίσει!

Ο μπαρμπα-Κόλιας ήθελε να έλθη, αλλ' εντρέπετο. Επαραξενεύετο πολύ, θα επεθύμει να τον απήγον δια της βίας.

Ο Μπαρέκος, ως να είχεν εισδύσει εις τα ενδόμυχα της ψυχής του, έκραξε τους δύο άλλους βοσκούς πλησίον του. Ούτοι, ημιπαίζοντες, ημισπουδάζοντες,* έβαλαν τας χείρας των εις τους βραχίονας και τας ωμοπλάτας του Κόλια. Εν πομπή και παρατάξει τον απήγαγον, κάτω νεύοντα, επιθυμούντα ν' ακολουθήση, και τείνοντα ν' αποσκιρτήση.

 

Όταν έφθασαν εις τον Αϊ-Γιάννην, παράδοξον πράγμα συνέβη. Η θεια Μολώτα, καθώς εκάθητο έξωθεν του ναού, άμα είδε τον Κόλιαν, εταράχθη νευρικώς, εστράφη προς τον τοίχον του ναού. Η Αφέντρα, ήτις ήτον στο πλάγι της, την είδε, κι ενόησεν ότι κάτι συνέβαινε.

— Τι έχεις, θεια Μολώτα;

Η γραία της ένευσε να σιωπήση. Εν τοσούτω, αφού η συνοδεία επροχώρησεν εις το κέντρον του περιβόλου, η Μολώτα έρριψε πλάγιον βλέμμα προς το σύμπλεγμα των ανδρών, κι εκατέβασε χαμηλά την μαύρην μανδήλαν της, έκρυψε τα οφρύδια, τους κροτάφους, και με τα τσουλούφια της κόμης της, και με τα κλώνια της μανδήλας, εκάλυψε το κατωσάγονον και τα μάγουλα.

Η Αφέντρα την εκοίταζε με άπληστον περιέργειαν.

— Τι έπαθες, θεια Μολώτα; ηρώτησε και πάλιν.

— Σώπα, σ' λένε! εψιθύρισεν η Μολώτα.

65 Ευθύς τότε ο παπάς εισήλθεν εις τον ναΐσκον, τον οποίον ο Σταμάτης, από την ημέραν, πριν να πάγη ακόμα δια πεταλίδας και καβούρια, είχε στολίσει με δάφνας και μυρσίνας, και όστις ήστραπτεν από κοσμιότητα και καθαριότητα. Ο ιερεύς έβαλεν Ευλογητόν, και μαζί με τον ανεψιόν του άρχισε να ψάλλη το «Κύματι θαλάσσης». Η Αφέντρα, η Φωλιώ, κι αι γυναίκες και τα θυγάτρια των ποιμένων, εισήλθον εις τον ναόν, κι εκόλλησαν πολλά κηρία εις τα μανουάλια.

Η Μολώτα έμενε παραπίσω. Ήθελε να ιδή αν ο μπαρμπα-Κόλιας, ο Αλιβάνιστος, θα εισήρχετο εις τον ναόν ή όχι. Ο Κόλιας καταρχάς επέμενε να μένη έξω, επί προφάσει ότι θα εβοήθει τους δύο παραγιούς του Μπαρέκου εις το σούβλισμα και ψήσιμον των αρνίων δια τα οποία ετοίμαζαν μεγάλην φωτιάν. Ο Μπαρέκος όμως εφοβήθη μήπως «το στρίψει», και τον εβίασε να εισέλθη εις τον ναόν μαζί του, λέγων ότι «ο μουσαφίρης δεν κάνει 'πηρεσία».

Τότε η Μολώτα έμεινεν απ' έξω, μισοκρυμμένη εις τον παραστάτην της θύρας του ναού και κοιτάζουσα λαθραίως μέσα. Όταν εβγήκαν όλοι λαμπαδηφορούντες εις το ύπαιθρον, δια να κάμουν Ανάστασιν, αύτη απελθούσα εκρύβη εις την βορειανατολικήν γωνίαν, σιμά εις την θυρίδα της Προσκομιδής. Εκείθεν ήκουσε κι αυτή το «Χριστός Ανέστη».

Όταν το πλήθος εισήλθε πάλιν εις τον ναόν, με το «Αναστάσεως ημέρα», το γοργόν εμβατήριον, η Αφέντρα της Σταματρίζαινας έμεινε παραπίσω και ήλθε πλησίον της Μολώτας.

— Γιατί δεν έρχεσαι μες στην εκκλησιά; της είπε· λεχώνα είσαι;

— Σύλε, πιδί μ', ακούσεις καλό λόγο*, της είπεν η Μολώτα. Αφ' σ' εμένα.

— Μα τι έχεις;

— Τίποτα.

Επέμεινε:

— Θα μου πεις τι έχεις;

Η γραία ανένευσε* και απεμακρύνθη απ' αυτής. Η Αφέντρα ηναγκάσθη ν' απέλθη. Μετ' ολίγην όμως ώραν, όταν άρχισεν ο Ασπασμός, η Μολώτα επλησίασεν εις την θύραν του ναού κι ένευσεν εις την Αφέντραν να εξέλθη. Την έφερεν εις την ιδίαν και πριν θέσιν, αριστερόθεν του ναού.

66 — Τώλα, εγώ πώς θα μεταλάβου; της λέγει.

— Γιατί; τι τρέχει;

— Τώλα, δε φιλούν Βγαγγέλιο κι Ανάσταση;

— Ναι.

— Πώς να πάω 'γω ν' ανησπαστώ;

— Πώς θα πας; Με τα ποδάρια, σ', είπεν η Αφέντρα.

— Είδες κείνον άθλωπο;

— Ποιον;

— Κόλια;

— Τον Αλιβάνιστο; Ε, τι;

Η Μολώτα έκυψεν, εταπείνωσε την φωνήν και είπε:

— Σαν ήμουν εγώ μικλό κολίτσι, αυτός μ' ήθελε γυναίκα. Πλιν αλλωστήσω, κι πιαστεί φωνή μου, μ' ηύλε σουλουπώματα, πηγάδι, στενό σοκάκι, μ' ε... (έκυψεν εις το ους της Αφέντρας, κι εψιθύρισε με φωνήν μόλις ακουομένην)· μ' εφίλησε...

Η Αφέντρα έπνιξε βαθύν, αργυρόηχον γέλωτα. Η γραία επανέλαβε:

— Πατέλας δεν τον ήθελε γαμπλό. Πήλα άλλον. Χήλεψα. Αυτός, είπαν, πήλε καημό, πήγε βουνά, αγλίεψε, δεν πάτησ' εκκλησιά... Εγώ έχω το κλίμα (το κρίμα);

Η Αφέντρα εννόησεν αμέσως την απλοϊκήν ευσυνειδησίαν της γραίας.

— Ε, καλά, είπε, να που τον ηύρες τώρα, στην Ανάσταση. Ώρα του Ασπασμού, της αγάπης είναι. Να σχωρεθείς, να το πεις του παπά και θα σ' αφήσει να μεταλάβεις.

Η Μολώτα ηκολούθησε κατά γράμμα την συμβουλήν της Αφέντρας. Εισήλθεν εις τον ναόν, ησπάσθη το Ευαγγέλιον και την Ανάστασιν, είτα εζήτησε συγχώρησιν από τον Κόλιαν. Ακολούθως, την ώραν του Κοινωνικού, επλησίασε μαζί με τας άλλας γυναίκας εις την βορείαν πύλην του ιερού, όπου ο ιερεύς ανέγνωσεν επί των κεφαλών των την συγχωρητικήν ευχήν, ενώ ο μικρός ψάλτης εμινύριζε* το «Σώμα Χριστού μεταλάβετε».

Μετά την Απόλυσιν, άμα οι άνδρες εξήλθον, ο Σταμάτης συναντήσας τον Κόλιαν τον εχαιρέτισε:

— Χριστός ανέστη, μπαρμπα-Κόλια! Καλή ώρα ήταν που σ' ηύρα χτες.

Και ο γέρων ερημίτης απήντησεν:

— Αληθώς ανέστη, βρε! Δεν είμαι αλιβάνιστος!

(1903)

 

ένθεν και ένθεν: από το ένα και από το άλλο μέρος.
κισσοστεφής: στεφανωμένος με κισσό.
νάμα, το: το νερό (επίσης το κρασί της μεταλήψεως).
λάλος: φλύαρος.
μινύρισμα: σιγανό κελάηδημα.
αναψυχή: ανακούφιση.
φελόνιον: ιερατικό άμφιο χωρίς μανίκια.
εκολάφισεν: ρ. κολαφίζω· χαστουκίζω, χτυπώ.
πάραυτα: αμέσως.
Μπαμπάος, Αράπης, Εξαποδώ: πρόσωπα των παραμυθιών μας.
όρδινο: ετοιμασίες (και ορδινιά).
φλάσκα: μικρό δοχείο για νερό ή κρασί, από ξύλο ή κολυκύθα· η φράση ανήκει στην παροιμία: «όπως δείχνουν τα κουκιά κι όπως μολογάει η φλάσκα, ούτε φέτος Πασκαλιά ούτε του χρόνου Πάσχα».
χώρα: η πόλη.
ένευσεν: ρ. νεύω· κάνω νεύμα, κάνω νόημα.
ορμάνι: (λ. τουρκ.), δάσος.
οφρύς: φρύδι.
ημισπουδάζοντες: μισοσοβαρά.
καλός λόγος: ο λόγος της Αναστάσεως, το Χριστός Ανέστη, η Ανάσταση.
ανένευσε: αρνήθηκε.
μινυρίζω: μουρμουρίζω.

pano

 

 


 

Ερωτήσεις

  1. Το διήγημα είναι χωρισμένο σε ενότητες· να προσδιορίσετε το περιεχόμενο κάθε ενότητας και να παρακολουθήσετε την πλοκή.
  2. Να περιγράψετε το χαρακτήρα των προσώπων του διηγήματος, όπως προκύπτει από τις πράξεις, τα λόγια ή τις αντιδράσεις τους. Έχουν κοινά γνωρίσματα μεταξύ τους και ποια;
  3. Πώς αντιδρά η Μολώτα στο πρώτο άκουσμα του ονόματος του Αλιβάνιστου; Ποια είναι η σημασία της αντίδρασης αυτής για τη συνέχεια του διηγήματος;
  4. Όταν ο παπα-Γαρόφαλος προσπαθεί να πείσει τον Κόλια να παρακολουθήσει την Ανάσταση, χρησιμοποιεί κλιμακωτά τις εξής προσφωνήσεις: έλα Κόλια, έλα Νικόλαε, έλα Νικόλαε μακάριε, ο Άγιος Νικόλαος να σε φωτίσει. Τι νομίζετε ότι σημαίνει αυτή η ανοδική κλιμάκωση;
  5. Ποια σημασία παίρνει το γεγονός της Αναστάσεως για τον Κόλια και ποια για τη Μολώτα;
  6. Το διήγημα εξελίσσεται σε δύο επίπεδα· ένα ευτράπελο και ένα δραματικό. Μπορείτε να τα διακρίνετε και να πείτε πώς το ένα υπηρετεί το άλλο;

 

ΕΡΓΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΣΠΙΤΙ

Να γράψετε μια λεπτομερή παρουσίαση του διηγήματος σε συνεχή λόγο, όπου να περιέχονται τα εξής στοιχεία: Συγγραφέας του διηγήματος, χρόνος συγγραφής. Υπόθεση του διηγήματος, πλοκή της υποθέσεως. Το φυσικό περιβάλλον, οι περιγραφές. Τα κεντρικά πρόσωπα και τα δευτερεύοντα· ο χαρακτήρας των προσώπων, ιδιομορφίες και κοινά χαρακτηριστικά· οι διάλογοι μεταξύ τους και οι σχέσεις τους. Το γεγονός που συγκεντρώνει τα πρόσωπα και η ιδιαίτερη σημασία που παίρνει το γεγονός αυτό για τα κύρια πρόσωπα. Το ύφος του συγγραφέα στις διάφορες περιπτώσεις (π.χ. πότε γίνεται παιγνιδιάρικο, πότε σοβαρό και πότε παίρνει μία μεγαλοπρέπεια). Η γλώσσα στην αφήγηση και στους διάλογους· τι εντύπωση δίνει αυτή η γλωσσική διαφοροποίηση. Τις παρατηρήσεις και τα σχόλιά σας να τα τεκμηριώνετε με συγκεκριμένες αναφορές στο κείμενο.

 


 


Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911)

papadiamantis

Γιος φτωχού ιερέα, γεννήθηκε στη Σκιάθο, όπου έμαθε τα πρώτα γράμματα· έπειτα φοίτησε, με διακοπές, σε Γυμνάσια της Χαλκίδας, του Πειραιά και της Αθήνας. Τελείωσε τη Μέση Εκπαίδευση το 1874, σε ηλικία 23 ετών. Την ίδια χρονιά γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή. Παράλληλα μελετούσε μόνος του ξένες γλώσσες. Οι οικονομικές δυσκολίες τον ανάγκασαν να διακόψει τις σπουδές του και να στραφεί στο βιοπορισμό· εργάστηκε κυρίως ως μεταφραστής (από τα αγγλικά και γαλλικά) σε εφημερίδες. Έζησε με στερήσεις και πέθανε στη Σκιάθο. Ήταν άνθρωπος βαθύτατα θρησκευόμενος, ταπεινός και μοναχικός. Άρχισε το συγγραφικό έργο του με ιστορικά μυθιστορήματα, περιπετειώδη και ρομαντικά (Η μετανάστις, Οι Έμποροι των Εθνών, Η γυφτοπούλα), αλλά αργότερα στράφηκε στο διήγημα, όπου και διέπρεψε. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους νεοέλληνες πεζογράφους και ο κυριότερος εκπρόσωπος του ηθογραφικού διηγήματος. Το έργο του το διακρίνει βαθιά θρησκευτική πίστη, προσήλωση στην παράδοση, συγκατάβαση στις αδυναμίες των ανθρώπων και συμπάθεια στις δυστυχίες τους, αλλά και ευαισθησία απέναντι στη φύση και στη ζωή. Χρησιμοποιεί μια γλώσσα ιδιότυπη (κατά βάσιν καθαρεύουσα στην αφήγηση και στην περιγραφή, δημοτική με συχνούς ιδιωματισμούς της Σκιάθου στα διαλογικά μέρη) βασικό και αναπόσπαστο στοιχείο της γοητείας που εξακολουθεί να ασκεί το έργο του. Τα Άπαντά του έχουν εκδοθεί από το «Δόμο» με επιμέλεια του Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλου.

 

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης [πηγή: Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (Ψηφίδες για την ελληνική γλώσσα)]

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης [πηγή: Πολιτιστικός Θησαυρός της Ελληνικής Γλώσσας]

Εποχές και Συγγραφείς. Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]

 



 

1. Εργοβιογραφικά στοιχεία

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου του 1851 στη Σκιάθο, όπου και πέθανε στις 2 Ιανουαρίου του 1911. Πατέρας του ήταν ο ιερέας Αδαμάντιος Εμμανουήλ, από ναυτική οικογένεια του νησιού, και μητέρα του η Γκιουλώ (Αγγελική) Μωραΐτη, από αρχοντική οικογένεια του Μιστρά που εγκαταστάθηκε στη Σκιάθο στο τέλος του 18ου αιώνα. Ο Αλέξανδρος, το τρίτο από τα έξι παιδιά της οικογένειας, τελείωσε το Δημοτικό και τις δύο πρώτες τάξεις του Σχολαρχείου (1856-62) στην ιδιαίτερη πατρίδα του και ακολούθως φοίτησε διαδοχικά στο Σχολαρχείο Σκοπέλου, στα Γυμνάσια Χαλκίδας και Πειραιά και στο Βαρβάκειο της Αθήνας, απ' όπου πήρε το απολυτήριό του (1874). Σ' όλο αυτό το διάστημα υποχρεώθηκε να διακόψει επανειλημμένα τη φοίτησή του εξαιτίας πολύ σοβαρών οικονομικών δυσχερειών. Το 1872 επισκέφθηκε το Άγιον Όρος, όπου και παρέμεινε μερικούς μήνες. Το 1874 γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή και παρακολούθησε ορισμένα μαθήματα, χωρίς ωστόσο να πάρει πτυχίο. Έμαθε μόνος του αγγλικά και γαλλικά και μελέτησε ξένη λογοτεχνία. Μέσω του εξαδέλφου του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη γνωρίστηκε με λογοτεχνικούς και δημοσιογραφικούς κύκλους και άρχισε να δημοσιεύει έργα του σε εφημερίδες και περιοδικά της εποχής (Ραμπαγάς, Νεολόγος της Κωνσταντινούπολης, Μη χάνεσαι, Ακρόπολις, Εφημερίς). Παράλληλα συνεργάζεται με διάφορα έντυπα ως δημοσιογράφος και μεταφραστής λογοτεχνικών έργων (των Ντοστογιέφσκι, Τουργκένιεφ, Ονέ, Μωπασσάν κ.ά.). Η ζωή του είναι αρκετά ιδιόρρυθμη και μοναχική (γι' αυτό και χαρακτηρίστηκε κοσμοκαλόγηρος), μοιρασμένη ανάμεσα στο συγγραφικό και μεταφραστικό έργο του, στις συχνές επισκέψεις του στο μπακάλικο του Καχριμάνη στου Ψυρρή και στις αγρυπνίες που γίνονταν στον Άγιο Ελισσαίο στο Μοναστηράκι, όπου εκτελούσε και χρέη δεξιού ψάλτη. Τον Μάρτιο του 1908, λίγο πριν εγκαταλείψει την πρωτεύουσα, οργανώνεται στον φιλολογικό σύλλογο «Παρνασσός» γιορτή για την 25χρονη παρουσία του στα γράμματα, στην οποία ο ίδιος αρνείται να παρευρεθεί. Λίγες μέρες αργότερα (τέλη Μαρτίου 1908), φεύγει οριστικά από την Αθήνα, για να επιστρέψει στην αγαπημένη του Σκιάθο, όπου και πεθαίνει από πνευμονία μετά από τρία χρόνια. Λίγες ώρες πριν πεθάνει του απονεμήθηκε το παράσημο του αργυρού σταυρού του Σωτήρος.

Πρωτοεμφανίστηκε ως λογοτέχνης το 1879 με το ρομαντικό μυθιστόρημα Η μετανάστις που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Νεολόγος της Κωνσταντινούπολης με όνομα συγγραφέα Α. Πδ. Στην Αθήνα έκανε την πρώτη του εμφάνιση το 1881, με το ποίημα «Δέησις» στο περιοδικό Ο Σωτήρ. Ακολουθούν τα ρομαντικά ιστορικά μυθιστορήματα Οι έμποροι των εθνών (1882, στην εφημερίδα Μη χάνεσαι με το ψευδώνυμο Μποέμ), Η γυφτοπούλα (1884, στην εφημερίδα Ακρόπολις), το ηθογραφικό έργο Χρήστος Μηλιόνης (1885, στο περιοδικό Εστία). Δημοσίευσε το πρώτο του διήγημα, «Το Χριστόψωμο» το 1887, στην εφημερίδα Εφημερίς. Ακολουθούν 169 διηγήματα που δημοσιεύονται σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά (Εφημερίς, Ακρόπολις, Άστυ κ.ά.). Όσο ζούσε δεν ευτύχησε να δει τα έργα του τυπωμένα σε βιβλίο.

Το έργο του Παπαδιαμάντη απαρτίζεται από αφηγηματικά κείμενα (διηγήματα και μυθιστορήματα), μερικά ποιήματα, άρθρα και μελέτες, και πολυάριθμες μεταφράσεις από τα αγγλικά και τα γαλλικά. Σύμφωνα με την πρόταση του Κ. Στεργιόπουλου (Στεργιόπουλος Κ., 1986: 57-60), το πεζό αφηγηματικό έργο του Παπαδιαμάντη μπορεί να διαιρεθεί σε τρεις περιόδους. Η πρώτη (1879-1885) περιλαμβάνει τα ρομαντικά ιστορικά μυθιστορήματα που αναφέρονται παραπάνω. Η δεύτερη περίοδος (1887-1896), που εγκαινιάζεται με το «Χριστόψωμο» και κλείνει με το «Έρως-Ήρως» (Πρωτοχρονιά του 1897, Ακρόπολις), περιλαμβάνει 46 διηγήματα. Τα πιο αντιπροσωπευτι-κά είναι: «Υπηρέτρα» (1888), «Η σταχομαζώχτρα» (1889), : «Μαυρομαντηλού» (1891), «Φτωχός Άγιος» (1891), «Στο Χριστό στο Κάστρο» (1892), «Οι Χαλασοχώρηδες» (1892), «Λαμπριάτικος Ψάλτης» (1893), «Βαρδιάνος στα Σπόρκα» (1893), «Η νοσταλγός» (1894), «Ο Έρωτας στα χιόνια» (1896). Η τρίτη περίοδος (1898-1910) περιλαμβάνει 92 διηγήματα, από τα οποία πιο αντιπροσωπευτικά θεωρούνται τα «Όνειρο στο κύμα» (1900), «Η Φαρμακολύτρια» (1900), «Υπό την Βασιλικήν δρυν» (1901), «Η Φόνισσα» (1903), «Ρεμβασμός του Δεκαπενταύγουστου» (1906), «Τα Ρόδιν' ακρογιάλια» (1907-08), «Το Μυρολόγι της φώκιας» (1908). Μετά τον θάνατο του συγγραφέα δημοσιεύτηκαν 31 ακόμη διηγήματα, με σημαντικότερα τα: «Τ'Αγγέλιασμα» (1912), «Φλώρα η Λαύρα» (1925), «Ιατρεία της Βαβυλώνας» (1925).

Κατ' εξοχήν διηγηματογράφος, ο Παπαδιαμάντης αντλεί τα θέματά του από τη σύγχρονή του πραγματικότητα. Η παραγωγή της δεύτερης περιόδου, όπως σημειώνει η Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη, είναι περισσότερο ηθογραφική, ενώ αυτή της τρίτης περιόδου διακρίνεται κυρίως από κριτική ρεαλιστική προσέγγιση των θεμάτων και από μια στροφή προς αυτοβιογραφικά αφηγήματα στα οποία ο «χαμένος» εαυτός ή παράδεισος αναδημιουργούνται μέσω της γραφής (π.χ. «Δαιμόνια στο ρέμα», «Όνειρο στο κύμα», κ.ά.).

 

2. Η κριτική για το έργο του

Το «ελεύθερο σκιτσάρισμα» του Παπαδιαμάντη

«Η νοσταλγία είναι το βασικό και το μόνιμο στοιχείο στον Παπαδιαμάντη, είναι η δύναμη και η αδυναμία του. Το έργο του, από την εποχή που ζούσε ακόμα ως τις μέρες μας, έγινε πολλές φορές στόχος της κριτικής, που έφτασε άλλοτε ως το υπερβολικό εγκώμιο και τον θαυμασμό και άλλοτε ως την υποτίμηση και την άρνηση. Η αρνητική κριτική επισήμανε τη χαλαρή σύνθεση των διηγημάτων του, την απουσία ενός σχεδίου, την έλλειψη βούλησης καλλιτεχνικής. Στο μεγαλύτερο μέρος τους οι παρατηρήσεις αυτές είναι σωστές. Η έλλειψη όμως της συνθέσεως οφείλεται τις περισσότερες φορές στον χαρακτήρα της νοσταλγίας και του στοχασμού. Οι ιδέες, αδέσμευτες από ένα προκαθορισμένο σχέδιο, ακολουθούν την πορεία του ρεμβασμού — και η έλλειψη αυτή της δέσμευσης αποτελεί μιαν αρετή και μια γοητεία. Όπως στα σκίτσα πολλών ζωγράφων, η δύναμη του Παπαδιαμάντη υπάρχει σ' αυτό το ελεύθερο σκιτσάρισμα. Από την άλλη μεριά αναμφισβήτητο είναι πως ο Παπαδιαμάντης, πέρα από το "ηθογραφικό" υπόβαθρο, έχει συλλάβει μερικά βασικά και όχι τόσο ευκολοσύλληπτα χαρακτηριστικά του νεοελληνικού χαρακτήρα, έχει δεσμεύσει μες στα διηγήματά του κάτι από αυτό που θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε νεοελληνική λαϊκή μυθολογία. Τα παιδιάτικα χρόνια του στο νησί, ο σύνδεσμος που είχε από τον πατέρα του τον παπά με τον κόσμο της ορθοδοξίας (ο ίδιος ήταν ψάλτης και του άρεσε να παίρνει μέρος σε κατανυκτικές αγρυπνίες), ο απόκοσμος βίος του στην Αθήνα και οι συντροφιές με ταπεινούς ανθρώπους του λαού, όλα αυτά δίνουν μια εγκυρότητα στις αποτυπώσεις του — κάτι που οδηγεί βαθύτερα και μακρύτερα από την απλή "ηθογραφική" περιέργεια ή το "λαογραφικό" επιστημονικό ενδιαφέρον. Και αυτό το πολύτιμο εγγράφουν στο ενεργητικό του οι θαυμαστές του».

 

(Πολίτης Λ., 1980, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας,
Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ., σελ. 204-205)

 

Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη

«Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη είναι, κατά τον Άγρα, "η τελευταία άνθηση της καθαρεύουσας στα ελληνικά γράμματα". Θησαυρισμένη από "απανωτά στρώματα παιδείας" (κατά τον Ελύτη) —τον Όμηρο και τους αρχαίους συγγραφείς, τα Ιερά Γράμματα, τους Πατέρες και τους υμνογράφους της Εκκλησίας, το δημοτικό τραγούδι— και δοκιμασμένη στη μετάφραση Ευρωπαίων κλασικών, του δίνει τη δυνατότητα να ακριβολογεί και να κυριολεκτεί, γιατί πολύ απεχθανόταν "χυδαίαν ακυριολεξίαν γυναίων τινών του αθηναϊκού όχλου". Ο λεξιλογικός του πλούτος του επιτρέπει να επιλέγει κάθε φορά την καταλληλότερη λέξη. [...] Την ακριβολογία του επίσης εξυπηρετεί, και μαζί μ' αυτήν και την αληθοφάνεια και την πειστικότητα των ιστοριών του, και η βαθιά γνώση του φυσικού λαϊκού προφορικού λόγου, όπως φανερώνεται στην αποτύπωση των διαλόγων, τη σχεδόν φωνογραφική, με τον επιτονισμό, τις παύσεις και τους δισταγμούς τους [...], στην υιοθέτηση της "οικείας φράσης" των αφηγητών [...], στη χρήση σκιαθίτικων ιδιωματισμών [...], στη φυσική, τέλος, ενσωμάτωση της ιδιολέκτου της εργασίας».

 

(Πολίτου-Μαρμαρινού Ελ., 1997, «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης», Η παλαιότερη πεζογραφία μας. Από τις αρχές ως τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο,
Αθήνα: Σοκόλης, τόμος ΣΤ, σελ. 135-136)

 

Ο παπαδιαμαντικός νατουραλισμός

«Η άντληση του περιεχομένου των διηγημάτων του από την πραγματικότητα, την οποία γνώριζε καλά ως αυτόπτης μάρτυρας, η πιστή αναπαράστασή της ύστερα από προσεκτική και εκ του σύνεγγυς παρατήρηση, οι υποθέσεις-σκηνές από τη ζωή του χωριού και της υπαίθρου, οι ήρωές του, "ένας λαός από δουλευτάδες και χασομέρηδες" (σύμφωνα με τον Παλαμά) με τα ήθη, τα έθιμα, τις δοξασίες και τη θυμοσοφία τους —υπόστρωμα πλούσιο λαογραφίας και κοινωνικής ανθρωπολογίας— όλα αυτά συνέβαλαν ώστε ο Παπαδιαμάντης να χαρακτηριστεί αμέσως από τους συγχρόνους του "ηθογράφος" και να εξακολουθεί και σήμερα να θεωρείται, μαζί με τον Καρκαβίτσα, "κορυφαίος εκπρόσωπος του ηθογραφικού διηγήματος". Ήδη όμως από το 1898 ο Παλαμάς επισημαίνει με οξυδέρκεια ότι η ηθογραφική δύναμη χρησιμοποιείται από τον Παπαδιαμάντη "για ξετύλιγμα κοινωνικών θεμάτων και καυτηρίασμα της ανθρώπινης ασχήμιας", διακρίνοντας έτσι τον κριτικό ρεαλισμό της παπαδιαμαντικής διηγηματογραφίας από τον ήπιο ρεαλισμό της μετά το 1883 ηθογραφίας, με την οποία υπηρετήθηκε τελικά μια ιδεολογία ρομαντική προς ενίσχυση και υπογράμμιση της εθιμικής συνέχειας και ταυτότητας. Η προφανής αυτή κριτική ρεαλιστική πλευρά του παπαδιαμαντικού έργου τού προσδίδει χαρακτήρα, με τον οποίο υπερβαίνει και την ηθογραφία ως ελληνική εκδοχή του Ρεαλισμού, αλλά και τον ίδιο τον Ρεαλισμό, ως ρεύμα, και φτάνει ως τον Νατουραλισμό, τη ριζοσπαστική δηλαδή και ακραία μετεξέλιξη του Ρεαλισμού στη σχολή του Ζολά».

 

(Πολίτου-Μαρμαρινού, ό.π., σελ. 136-137)

 

Το απροσδόκητο βάθος της παπαδιαμαντικής γραφής

«Πραγματικά, ό,τι αποτελεί την ιδιαίτερη γοητεία του είναι η λυρική και η μυστική δόνηση από το μεταφυσικό του υπόβαθρο. Αν και η πεζογραφία του κινείται κατά το μεγαλύτερο μέρος της σε ηθογραφικά πλαίσια, και μολονότι δε λείπουν οι κουραστικές επαναλήψεις των ίδιων μοτίβων και τα ελαττώματα στη σύνθεση και στη δομή, καταφέρνει να τα εξουδετερώνει συνήθως όλα τούτα, νομοθετώντας δικά του αξιολογικά κριτήρια με το μέτρο που μετρά ο ίδιος τον κόσμο, πράμα που δε μπόρεσαν ή δε θέλησαν να διαγνώσουν οι επικριτές του. Κάτω απ' το ηθογραφικό του πλαίσιο, κρύβει έναν βαθύ ψυχογράφο, έναν ηθολόγο κι έναν άριστο κοινωνικό παρατηρητή. Η ειρωνεία και το χιούμορ του, εξάλλου, οι ποιητικές του παρεκβάσεις, το ταραγμένο του υπόστρωμα παρουσιάζουν διαρκώς εκπλήξεις, δημιουργούν κυματισμούς κι ανοίγονται σε απροσδόκητο βάθος και σε προεκτάσεις, που δε μας αφήνουν με την πρώτη ματιά να υποψιαστούμε η φαινομενική του απλότητα και η ηθογραφική του επιφάνεια».

 

(Στεργιόπουλος Κ., 1986, Περιδιαβάζοντας,
Αθήνα: Κέδρος, σελ. 68)

 

Για τη Φόνισσα

Όταν «ψηλώνει ο νους»...

«Η Χαδούλα η Φραγκογιαννού, η φόνισσα, είναι αναμφισβήτητα μια από τις πιο ολοκληρωμένες ηρωίδες της πεζογραφίας μας. Είναι ακόμη η έκφραση της ιδιαίτερης μοίρας της γυναίκας. [...] Όταν φωτίζεται μια ζωή, όποια ζωή, με το σκληρό φως του απολογισμού και καταλήγει στη βεβαιότητα πως ό,τι έκαμε έως τώρα, ο δρόμος που τράβηξε, οδηγούσε αναπόφευκτα σ' αυτό το πικρό συμπέρασμα "Ο βίος ανωφελής, και μάταιος και βαρύς", η συνέχεια φαίνεται και αφόρητη και ακατανόητη. Ή πρέπει να σκύψει κανείς το κεφάλι στην ανθρώπινη μοίρα και να αγωνιστεί με ταπεινοσύνη να καταλάβει τι νόημα μπορεί να κρύβεται πέρα από τα μάταια και ακατανόητα βάσανα του ανθρώπου που τελειωμό δεν έχουν, ή καθώς ψηλώνει ο νους του επαναστατεί. Και η Φραγκογιαννού επαναστάτησε με τον τρόπο της. Συνειδητοποιώντας τη σκλαβιά της απομονώνεται από όλους τους άλλους που ούτε βλέπουν ούτε καταλαβαίνουν. [... ] Και γι' αυτή τη γνώση είναι ένας ολότελα σημερινός άνθρωπος. [... ] Γίνεται κριτής, γίνεται θεός. Με δική της ευθύνη οι λέξεις και οι πράξεις δεν έχουν πια το ίδιο νόημα. Οι απλοϊκοί μόνον διαχωρίζουν το κακό από το καλό. Όταν πρόκειται να βοηθήσεις τους φτωχούς και τους βασανισμένους από το βάρος ενός θηλυκού, και το φονικό παύει να είναι κακό. Αυτό τον ίδιο δρόμο δεν ακολουθούν και σήμερα όλοι οι σωτήρες και με την απόλυτη σύγχυση του καλού και του κακού, δικαιολογούν τη βία; Όμοια με τη Χαδούλα Φραγκογιαννού, μεθυσμένοι από το όνειρο μιας λύτρωσης χάνουν τον δρόμο τους —ψηλώνει ο νους τους— επεμβαίνουν στη ζωή των άλλων, ασεβώντας στην ίδια τη ζωή. Όμοια η έπαρση, όμοια η σύγχυση, συχνά όμοια και η πορεία».

 

(Σαράντη Γ., 1981, «Είχε ψηλώσει ο νους της» στο Τριανταφυλλόπουλος Ν.Δ. (επιμ.) Φώτα Ολόφωτα, ένα αφιέρωμα στον Παπαδιαμάντη και στον κόσμο του, Αθήνα: Ε.Λ.Ι.Α., σελ. 181-182)

 

Η «δι' ελέου και φόβου» αντιμετώπιση της Φραγκογιαννούς από τον δημιουργό της

«Αν το μυθιστόρημα διαλέγεται με το δαρβινικό διακείμενο της εποχής, τότε η Φραγκογιαννού λειτουργεί ως δύναμη φυσικού ελέγχου, υποβοηθεί το έργο της φύσης, με στόχο τον περιορισμό του αριθμού των θηλυκών όντων ως ασθενέστερων (αδύνατα μέρη) κατά τη φυσική επιλογή [...]. Αν πάλι ο συγγραφέας προβληματίζεται για τη θέση της γυναίκας στην παραδοσιακή ελληνική κοινωνία (εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Παπαδιαμάντης χαρακτηρίζει τη Φόνισσα "κοινωνικό μυθιστόρημα" και να επισημάνουμε τη σχεδόν ταυτόχρονη γραφή του παράλληλου και παραπληρωματικού διηγήματός του "Η θητεία της πενθεράς") [...], τότε η τραγική Φραγκογιαννού ενεργεί ως σκοτεινό ασυνείδητο της κοινωνίας και της οικογένειας που, ως γνωστόν, δεν ήθελε κορίτσια, για λόγους όχι βιολογικούς αλλά κοινωνικούς (γάμος-προίκα). Επομένως, η Φραγκογιαννού αίρει τις αμαρτίες, τολμώντας να κάνει αυτό που πολλοί άλλοι βιώνουν ενδόμυχα.

Ο Παπαδιαμάντης, ως γλωσσομαθής και μεταφραστής στις εφημερίδες, ασφαλώς ήξερε και το "δαρβινικό κείμενο" [... ] και τις κοινωνικές ιδέες σε σχέση με τον σοσιαλισμό, τον φεμινισμό και τη γυναικεία χειραφέτηση [...], αλλά και ο ίδιος προσωπικά βίωνε τη μοίρα της γυναίκας με τις ανύπαντρες αδερφές του. Όλες λοιπόν αυτές οι διάχυτες την εποχή του ιδέες καθώς και τα βιώματά του είναι φυσικό να διαποτίζουν το δικό του κείμενο, αλλά δεν είναι αυτά που κινούν την έμπνευση και καθορίζουν τη συγγραφική του βούληση. Ο Παπαδιαμάντης στη Φόνισσα επιχειρεί μια "μελέτη περίπτωσης" με το "ιατρικό βλέμμα" και την ακρίβεια που ζητούσε ο Ρεαλισμός και ο Νατουραλισμός [...], αλλά κυρίως από τη σκοπιά που του υπαγόρευε η ορθόδοξη χριστιανική συνείδηση και πίστη του. Αν ο συγγραφέας διαλέγεται βαθύτερα με κάποιον, αυτός πρέπει να είναι μάλλον ο Ντοστογιέφσκι, κυρίως με το Έγκλημα και Τιμωρία. Ιδεολογικός πρόγονος της Φραγκογιαννούς είναι ο Ρασκόλνικοβ. Βασική έγνοια του αφηγητή στη Φόνισσα δεν είναι τόσο η δράση της Φραγκογιαννούς ούτε οι λόγοι που την προκαλούν όσο η παρακολούθηση και η ανίχνευση της ψυχικής της πορείας. [...] Ο αφηγητής του Παπαδιαμάντη παρουσιάζει το ψυχικό δράμα της ηρωίδας αμέτοχος, υιοθετώντας τη δική της προοπτική "από μέσα", χωρίς να σχολιάζει υπέρ ή κατά. Ωστόσο, η περιγραφή των βασάνων της γίνεται σε τόνο που την καθιστά συμπαθή στον αναγνώστη δι' ελέου και φόβου».

 

(Μπαλάσκας Κ., 2004, Ξενάγηση στη νεοελληνική πεζογραφία,
Αθήνα: Μεταίχμιο, σελ. 111-112)

 

Για το «Μοιρολόγι της φώκιας»

Τα επισφαλή ανθρώπινα στο παπαδιαμαντικό σύμπαν

«Μια απέραντη συμπόνια, πιο χτυπητή ακόμα στην περίπτωση της Ακριβούλας, όπου πια οι άνθρωποι, έτσι κι αλλιώς, χωρίς να το θέλουν, παρουσιάζονται αδιάφοροι για τον χαμό της μικρούλας, που βυθίζεται μέσα στα κύματα, τη στιγμή που ίσια ίσια βυθίζεται κι ο ήλιος, ενώ το μοιρολόι για έναν τέτοιο χαμό αναλαμβάνει να το πει μια φώκια, μια απλή συμπονετική φώκια και κανείς άλλος. Εδώ θαυμάζει κανείς τις σκηνοθετικές ικανότητες του διηγηματογράφου. Παρουσιάζει την ανθρωπότητα να λειτουργεί εξακολουθητικά σαν μια μηχανή άψυχη: ο βοσκός παίζει το σουραύλι του, η γριά Λούκαινα φορτωμένη την αβασταγή της ανεβαίνει στο μονοπάτι και η γολέτα βολτατζάρει στο λιμάνι. Συνεχώς η δυσπιστία προς την ασφάλεια που μπορεί να προσφέρει το έδαφος των ανθρωπίνων είναι —και με πολύ έντονο τρόπο— αναπτυγμένη στον Παπαδιαμάντη. Αλλά και το πάτημα του άλλου του ποδιού στα πέραν του κόσμου τούτου, πολύ σταθερό. Η επί γης ευτυχία είναι μια στιγμούλα και η στιγμούλα αυτή είναι ένα σκαλοπάτι για να περάσεις από το άλλο μέρος, το μέρος του θανάτου».

 

(Ελύτης Ο., 1992, «Η μαγεία του Παπαδιαμάντη», στο Εν Λευκώ,
Αθήνα: Ίκαρος, σελ. 61)

 

Η «σατανική παγίδευση» της Ακριβούλας

«Εντυπωσιακό μέσο στη σύνθεση του διηγήματος είναι η τραγική πλοκή: η "περιπέτεια" και η "δραματική ειρωνεία" είναι δομικά στοιχεία. Τα πρόσωπα συνεργούν από άγνοια, γίνονται ενεργούμενα μιας μοιραίας σατανικής μηχανής, η οποία στήνεται τεχνικότατα, για να παγιδεύσει το αθώο θύμα, την Ακριβούλα, και να το οδηγήσει ανυπεράσπιστο στους βρόγχους του θανάτου. Όλα παγιδεύουν: οι άνθρωποι, η ώρα (αμφιλύκη), ο τόπος, η παιδική περιέργεια και αθωότητα, ο ήχος της φλογέρας, τα αρχαία πένθη της Λούκαινας — όλα μετατρέπονται σε μοιραίες δυνάμεις. Προπάντων όμως οι άνθρωποι, η ίδια η γιαγιά της Ακριβούλας, η γριά Λούκαινα, η προσωποποίηση του πένθους, το ζωντανό κοιμητήρι που είχε μέσα της έξι μνημούρια — πέντε των παιδιών της και ένα του άντρα της. Θα νόμιζε κανείς, όπως άλλωστε υποβάλλεται αυτή η σκέψη, ότι ο "Χάρος ο αχόρταγος" δεν πρόκειται να πάρει άλλο λάφυρο από τη γριά Λούκαινα, που έφτασε στο έσχατο όριο του πένθους. Όμως έχουν έτσι τα πράγματα; Το βάθος της ανθρώπινης συμφοράς είναι απύθμενο. Μένει η Ακριβούλα, το τελευταίο παραπλανημένο και ανυποψίαστο θύμα».

 

(Παγανός Γ., 1993, Η νεοελληνική πεζογραφία,
Αθήνα: Κώδικας, τόμ. Β', σελ. 129-130)

 

3. Τα κείμενα

β. Ο Αλιβάνιστος

Διδακτικές επισημάνσεις

 

Το διήγημα δημοσιεύτηκε πρώτη φορά τον Απρίλιο του 1903 και ανήκει στα πασχαλιάτικα διηγήματα του Παπαδιαμάντη.

• Να προσδιοριστούν ο τόπος και ο χρόνος του διηγήματος (περιοχή της εξοχής, χαρακτηριστικά του τοπίου, ώρα της ημέρας, ημέρα).

• Να ανιχνευθούν οι πρώτες πληροφορίες που υποδηλώνουν και προοικονομούν την επικείμενη γιορτή (Ανάσταση) και τη λειτουργία στο μοναστήρι.

• Να περιγραφεί η ατμόσφαιρα που κυριαρχεί στην πρώτη ενότητα και να εντοπιστούν στοιχεία ευτράπελα που δημιουργούν μια κατάσταση παιγνιώδους ευφορίας στα πρόσωπα του διηγήματος, κατάσταση που διαχέεται και επηρεάζει με ευχάριστο τρόπο τον αναγνώστη.

• Να συζητηθεί ο ρόλος του νέου προσώπου, του Σταμάτη (που εισάγει ο συγγραφέας στην πρώτη ενότητα), τόσο στη δημιουργία της ατμόσφαιρας του διηγήματος όσο και στην εξέλιξη της πλοκής. Να αναζητηθούν και να συζητηθούν στοιχεία προοικονομίας (π.χ. η αναφορά του ονόματος του Αλι-βάνιστου, που ο αναγνώστης, προετοιμασμένος ήδη από τον τίτλο, τον αναμένει να εμφανιστεί).

• Να περιγραφούν τα πρόσωπα που εμφανίζονται στη δεύτερη ενότητα και να παρατηρηθεί πώς προοικονομείται η δράση που θα ακολουθήσει (εμφάνιση του ιερέα, που είχε χάσει τον δρόμο, μαζί με τον Αλιβάνιστο, που τον είχε βρει στον δρόμο του).

• Να συζητηθούν οι τρόποι που χρησιμοποιούν ο παπα-Γαρόφαλος και ο Μπαρέκος για να πείσουν τον Αλιβάνιστο να παρακολουθήσει τη λειτουργία της Ανάστασης, σημείο που αποτελεί την κορύφωση του διηγήματος. Να σχολιαστούν οι κλιμακωτές επικλήσεις, η οικειότητα σε συνδυασμό με την επισημότητα του ύφους.

• Να περιγραφεί η ευτράπελη ατμόσφαιρα της τελευταίας ενότητας, που επιτείνεται από τη συμπεριφορά της θεια-Μολώτας, και συνδυάζεται με έντονη δραματικότητα. Να σχολιαστεί η λύση του δράματος.

• Να σκιαγραφηθούν και να χαρακτηριστούν τα κεντρικά πρόσωπα του διηγήματος, η θεια-Μολώτα και ο Αλιβάνιστος, καθώς και ο ρόλος του παντογνώστη αφηγητή που φροντίζει να τα φωτίσει επαρκώς.

• Να σχολιαστεί η γλώσσα του Παπαδιαμάντη στην αφήγηση και στους διαλόγους και να συζητηθεί η εντύπωση από αυτήν την εναλλαγή.

 

Συμπληρωματικές ερωτήσεις

• Να καταγραφούν, με συγκεκριμένα παραδείγματα, οι αφηγηματικοί τρόποι που χρησιμοποιεί ο Παπαδιαμάντης στο διήγημα αυτό (αφήγηση, διάλογος, περιγραφή κ.λπ.) και να σχολιαστεί το αισθητικό τους αποτέλεσμα.

• Πώς κρίνετε τη στάση και την προσπάθεια του ιερέα και του Μπαρέκου να κρατήσουν κοντά τους τον μπαρμπα-Κόλια; Ποιες βαθύτερες αντιλήψεις αντανακλά αυτή η στάση;

 

Παράλληλο κείμενο

Μπορεί να δοθεί ως παράλληλο κείμενο απόσπασμα από το διήγημα του Παπαδιαμάντη «Λαμπριάτικος Ψάλτης» και να ζητηθεί από τους μαθητές:

• Να παραλληλίσουν το ύφος των δύο κειμένων και να εντοπίσουν στοιχεία ανάλαφρης ειρωνείας.

• Να συγκρίνουν την περιγραφή του τοπίου στο απόσπασμα με την αντίστοιχη περιγραφή στον «Αλιβάνιστο» και να βρουν κοινά μοτίβα, αν υπάρχουν.

• Να περιγράψουν τον κυρ Κωνσταντό και την ψυχική του διάθεση.

 

«Και ο μπαρμπα-Κωνσταντός, αφού έκαμε τον σταυρόν του τρις, αποβλέπων προς το ιερόν του Αγίου Χαραλάμπους, ήρχισεν ασθμαίνων να διηγή-ται πώς ο παπα-Διανέλος ο Πρωτέκδικος εκλήθη από τους βοσκούς και ποιμένας να κάμη Ανάστασιν και να λειτουργήση επάνω εις τον Άγιον Ιωάννην τον Πρόδρομον, πώς εκάλεσε και αυτόν, τον κυρ Κωνσταντόν, να υπάγη να τον βοηθήση, πώς ο παπάς ευρίσκετο από της πρωίας, οπίσω εις τον Άγιον Ιωάννην, χωρίς να έχη άλλον βοηθόν ή συλλειτουργόν, πώς αυτός, ο κυρ Κωνσταντός, ηργοπόρησε να εκκινήση, ένεκα του οναρίου του, το οποίον δεν αντείχε εις την οδοιπορίαν και ήθελε κάθε τόσον άλλαγμα βοσκής (και ο Θεός δεν είχε ρίξει το έτος εκείνο αφθόνους βροχάς, ώστε να υπάρχη δαψίλεια βοσκής εις τα Λιβάδια), και τέλος, πώς ο κυρ Κωνσταντός ευρέθη εις την ανάγκην ν' αποφασίσει να υπάγη πεζός επάνω εις τον Άγιον Ιωάννην διά να μη γελάση τον παπάν, επειδή είχε δοσμένον τον λόγον του, να υπάγη να τον βοηθήση. [... ]

Ο μπαρμπα-Κωνσταντός ηκολούθησε κατ' αρχάς επί πολύ τον κύριον δρόμον, όστις ήτο μοναδικός και ευδιάκριτος υπό το φως της σελήνης, μόνην συντροφίαν έχων τους θάμνους, όσοι ίσταντο δεξιά και αριστερά διαχαράσσοντες την οδόν, τα δένδρα τα οποία ελάμβανον φανταστικά σχήματα ή εσχημάτιζον σκιάς εν μέσω των οποίων το όμμα έβλεπε πολλάκις φάσματα και ακινήτους ανθρώπους, τους βράχους οίτινες, καθόσον επλησίαζε προς την βόρειον ακτήν, επληθύνοντο κ' εξετόπιζον τα δένδρα, το δειλόν κελάδημα ολίγων πτηνών κρυμμένων εις τας λόχμας, τον κρότον της αύρας σειού-σης τους κλώνας και τας κορυφάς των δένδρων, και τον μυστηριώδη θρουν της φυλλάδος τον παραγόμενον υπ' αγνώστων νυκτερινών πλασματίων, υπό μικρών κατωτέρων πνοών κρυπτουσών την ύπαρξίν των εν μέσω του σκότους και της μοναξίας. [... ]

Αφού επί πολύ εδίστασεν, ο μπαρμπα-Κωνσταντός επροτίμησε τέλος το βορειανατολικόν μονοπάτι, και κατέβη ταχέως εις το ρεύμα του Χαιρημονά. Αλλ' εκεί δεν δύναται να βαδίζη τις, εκτός αν είναι δωδεκαετής, και ψάχνει διά καβούρια, την ημέραν. Ο δε κυρ Κωνσταντός ήτο εξηκοντούτης, ήτο νυξ και δεν εζήτει καβούρια. [...] Στιγμήν τινά, καθ' ην η σελήνη είχε κρυβή άνω εις νέφος, δεν είδε καλά, δεν επάτησε στερεά, ωλίσθησεν από ένα βράχον κ' έπεσε με την κεφαλήν και τον κορμόν εις την άμμον, με τους πόδας εις το νερόν. [... ]

Ο κυρ Κωνσταντός εσηκώθη χωλαίνων, ηκολούθησε τους βοσκούς, έφθασεν εις τον ναΐσκον, όταν ο ιερεύς είχεν αρχίσει τον ασπασμόν, επροσκύνησε και έλαβε την θέσιν του εις τον χορόν. Έψαλεν εις όλην την λειτουργίαν, με όλον το πέσιμόν του και το πόνεμά του».

 

(Παπαδιαμάντης Αλ., 1982, Άπαντα, Κριτική έκδοση Τριανταφυλλόπουλος,
Αθήνα, Δόμος, τόμ. δεύτερος, σελ. 535-537)

 

4. Ενδεικτική βιβλιογραφία

Vitti Μ., 1978, μτφρ. Μυρ.Ζορμπά, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα: Οδυσσέας.

Ελύτης Ο., 1992, «Η μαγεία του Παπαδιαμάντη», στο Εν Λευκώ, Αθήνα: Ίκαρος.

Κούσουλας Λ, 1990, «Παπαδιαμαντικό δίπτυχο», στο Η άλλη όψη, Αθήνα: Λωτός, σελ. 89-95.

Μπαλάσκας Κ., 2004, Ξενάγηση στη νεοελληνική πεζογραφία, Αθήνα: Μεταίχμιο.

Beaton, R. (1996), Εισαγωγή στη Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία, Αθήνα: Νεφέλη.

Πολίτη Τζ., 1996, «Δαρβινικό κείμενο και Η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη» στο Συνομιλώντας με τα Κείμενα, Αθήνα: Άγρα, σελ. 155 κ.ε.

Πολίτης Λ., 1980, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα: ΜΙΕΤ.

Πολίτου-Μαρμαρινού Ελ., 1997, «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης», στο Η παλαιότερη πεζογραφία μας. Από τις αρχές ως τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, Αθήνα: Σοκόλης, τόμ. ΣΤ, σελ. 114-209.

Στεργιόπουλος Κ. (1986), «Ο Παπαδιαμάντης σήμερα», Περιδιαβάζοντας, τόμ. Β', Στο χώρο της παλιάς πεζογραφίας μας, Αθήνα: Κέδρος.

Τριανταφυλλόπουλος Ν.Δ., 1978, Δαιμόνιο μεσημβρινό. Έντεκα κείμενα για τον Παπαδιαμάντη, Αθήνα: Γρηγόρη.

Τριανταφυλλόπουλος Ν.Δ., (πρόλογος-επιλογή), 1979, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Είκοσι κείμενα για τη ζωή και το έργο του, Αθήνα: Εκδόσεις των Φίλων.

Συλλογική έκδοση, (1981), Φώτα ολόφωτα. Ένα αφιέρωμα στον Παπαδιαμάντη και τον κόσμο του, Αθήνα: Ε.Λ.Ι.

Φαρίνου-Μαλαματάρη Γ., λ. «Παπαδιαμάντης Αλέξανδρος», στο Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, Εκδοτική Αθηνών, τόμ. 8.

Φαρίνου-Μαλαματάρη Γ., 1987, Αφηγηματικές τεχνικές στον Παπαδιαμάντη, Αθήνα: Κέδρος.

Φαρίνου-Μαλαματάρη Γ., 2005, Εισαγωγή στην πεζογραφία του Παπαδιαμάντη, Ηράκλειο: ΠΕΚ.

Φρυδάκη Ε., «Α. Παπαδιαμάντη, Η Φόνισσα, Διδακτική Προσέγγιση "Εις το ήμισυ του δρόμου" μεταξύ προσωπικών και... προγραμματικών επιλογών», Φιλολογική, τ. 72, Αθήνα, 2000.

 

Αφιερώματα

Περ. Αντί, αρ. 463, 5 Απριλίου 1991. Περ. Διαβάζω, αρ. 165, 8 Απριλίου 1987.

Περ. Νέα Εστία, τόμ. 30, αρ. 355, Χριστούγεννα 1941, και τόμ. 49, αρ. 568, 1 Μαρτίου 1951.

 

pano

 


Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
στον Πολιτιστικό Θησαυρό της Ελληνικής Γλώσσας Βιογραφικό σημείωμα [πηγή: Πολιτιστικός Θησαυρός της Ελληνικής Γλώσσας]
στις Ψηφίδες, Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Ψηφίδες
στο Βιβλιοnet Βιβλιοnet
στη Βικιπαίδεια Βικιπαίδεια
σελίδα του Νεκτάριου Μαμαλούγκου για τον Αλ. Παπαδιαμάντη Αλ. Παπαδιαμάντης
ΤΑΙΝΙΕΣ
εκπομπή ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ ΕΡΤ
εκπομπή ΚΑΛΗ ΣΟΥ ΝΥΚΤΑ ΚΥΡ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕ ΕΡΤ
εκπομπή ΕΠΟΧΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΕΡΤ
εκπομπή Η ΔΕ ΠΟΛΙΣ ΕΛΑΛΗΣΕΝ ΕΡΤ

Βιογραφικό δεσμός, desmos


pano

 


Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.

 

Ήρωες

Οι ήρωες του κειμένου είναι:

 

Τόπος

Τα γεγονότα του κειμένου διαδραματίζονται:

 

Η χρονική σειρά των γεγονότων

Διακρίνουμε αναδρομικές αφηγήσεις, πρόδρομες, in medias res, εγκιβωτισμό, παρέκβαση, προϊδεασμό, προοικονομία:

 

Η χρονική διάρκεια

Σχέση του χρόνου της αφήγησης με τον χρόνο της ιστορίας (μικρότερος, ίσος, μεγαλύτερος).

Διακρίνουμε επιτάχυνση, παράλειψη, περίληψη, έλλειψη, αφηγηματικό κενό, επιβράδυνση:

 

Γλώσσα

Η γλώσσα του κειμένου είναι:

 

Αφήγηση

Η αφήγηση είναι πραγματική ή πλασματική, αφήγημα γεγονότων, λόγων ή σκέψεων…

 

Ο αφηγητής

Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός, ετεροδιηγητικός…

 

Η εστίαση

Η εστίαση είναι μηδενική, εσωτερική, εξωτερική…

 

Τα αφηγηματικά επίπεδα

Τα αφηγηματικά επίπεδα είναι εξωδιηγητικά, διηγητικά, μεταδιηγητικά:

 

Αφηγηματικοί τρόποι

Οι αφηγηματικοί τρόποι είναι: έκθεση, διάλογος, περιγραφή, σχόλιο, ελεύθερος πλάγιος λόγος, μονόλογος:

 

Ενότητες

Το κείμενο μπορεί να χωριστεί στις εξής ενότητες:

 

Το σχόλιό σας...

 

pano