380 Ερ Βιο

Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Α' Λυκείου

Μιχαήλ Θερβάντες, Ο Δον Κιχώτης



368 369 370 371 372 373 374 375 376 377 378

ΞΕΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ 368

Μιχαήλ Θερβάντες, Ο Δον Κιχώτης

 

Στο 21ο κεφάλαιο, εκτός από το επεισόδιο για την απόκτηση του κράνους του Μαμπρίνου, θα παρακολουθήσουμε και μια πολύ ενδιαφέρουσα συνομιλία ανάμεσα στον Δον Κιχώτη και τον ιπποκόμο του. Με μεγάλη επιδεξιότητα ο Θερβάντες κατορθώνει να ασκήσει οξύτατη κριτική και να γελοιοποιήσει, μαζί με τον ήρωά του, και τα κάθε λογής ιπποτικά μυθιστορήματα που είχαν ως θέμα τους πλανόδιους ιππότες.

 

δεσμός Βασίλιεφ Σβελτίν, Εικονογράφηση του «Δον Κιχώτη» [πηγή: www.eikastikon.gr]

δεσμός Gustave Doré, Εικονογράφηση του «Δον Κιχώτη» (1863)

 

 


 

(Κεφ. 21ο)

Εκείνη τη στιγμή άρχισε να ψιχαλίζει, κι ο Σάντσος είπε να πα να μπούνε στη νεροτριβή. Όμως ο Δον Κιχώτης την είχε παρμένη σε τέτοια αντιπάθεια για το άσκημο παιχνίδι που του 'χε παίξει, που δεν θέλησε με κανέναν τρόπο να μπει εκεί μέσα· κι έτσι λοιπόν, έστρεψαν δεξιά και τράβηξαν έναν άλλο δρόμο, σαν και κείνον που είχαν παρμένο την περασμένη μέρα.

Λίγο παραπέρα, ο Δον Κιχώτης παρατήρησε απ' αγνάντια έναν καβαλάρη που είχε στο κεφάλι ένα πράμα που λαμποκοπούσε σαν να 'ταν από χρυσάφι· και μόλις τον είδε, γύρισε στο Σάντσο και του είπε:

- Μου φαίνεται, Σάντσο, πως δεν υπάρχει παροιμία που δεν είναι αληθινή· γιατί όλες τους είναι γνωμικά βγαλμένα από την πείρα, τη μητέρα που γέννησε όλες τις επιστήμες - και προπάντων εκείνη η παροιμία που λέει: «όπου μια πόρτα κλείσει, άλλη πόρτα θ' ανοίξει». Σου το λέω αυτό, γιατί αν χτες βράδυ η τύχη μάς έκλεισε την πόρτα για την περιπέτεια που γυρεύαμε, 369 και μας έπαιξε κείνο το παιχνίδι με τους κόπανους της νεροτριβής, τώρα μας ανοίγει τετράπλατη μια άλλη πόρτα για μια καλύτερη και πιο σίγουρη περιπέτεια, που, αν δεν βρω τρόπο να την περάσω, το λάθος πια θα 'ναι δικό μου, και δε θα μπορώ να το ρίξω μήτε στο που δεν έχω δει ποτέ μου νεροτριβή, μήτε στης νύχτας τη σκοτεινιά. Αυτό σ' το λέω, γιατί, αν δε γελιέμαι, κάποιος έρχεται προς τα δω, που φορεί στο κεφάλι του το κράνος του Μαμπρίνου, που γι' αυτό έχω κάνει τον όρκο που ξέρεις.

- Πρόσεξέ το καλά, αφεντικό μου, αυτό που λες, κι ακόμα περισσότερο αυτό που πα να κάνεις, είπε ο Σάντσος· γιατί δεν έχω όρεξη να 'χουμε πάλε τίποτα κόπανους που στο τέλος να μας ξετινάξουν πια ολότελα το μυαλό.

- Που να πάρει ο διάολος, να πάρει, αποκρίθηκε ο Δον Κιχώτης· τι έχει να κάνει το κράνος με τους κόπανους;

- Δεν το ξέρω, αποκρίθηκε ο Σάντσος· όμως μα την πίστη μου, αν μπορούσα να σου μιλήσω, όπως συνηθούσα πρώτα, μπορεί να 'λεγα στην ευγενία σου κάμποσα λόγια, που να 'βλεπες πως πάλι γελιέσαι μ' αυτό που λες.

- Πώς γίνεται να γελιέμαι μ' αυτό που σου λέω, βρε σκυλί άπιστο και δειλό; είπε ο Δον Κιχώτης. Πες μου: δεν τον βλέπεις εκείνον τον ιππότη που έρχεται προς τα εδώ απάνω σ' ένα σταχτί άλογο μ' άσπρες βούλες, και που φορεί στο κεφάλι του ένα μαλαματένιο κράνος;

- Κείνο που βλέπω και καταλαβαίνω, αποκρίθηκε ο Σάντσος, δεν είναι παρά ένας άνθρωπος απάνω σ' ένα γκρίζο γαϊδούρι σαν και το δικό μου, που έχει απάνω στο κεφάλι του κατιτί που γυαλίζει.

- Λοιπόν αυτό είναι το κράνος του Μαμπρίνου, είπε ο Δον Κιχώτης. Τραβήξου σε μια μεριά κι άφησέ με μονάχον μαζί του· και θα δεις πως, δίχως να πω μήτε μια λέξη, για να μη χάνουμε καιρό, θα βγάλω πέρα τούτη την περιπέτεια και θ' απομείνει δικό μου το κράνος που τόσο το επιθύμησα.

- Εγώ θα κοιτάξω, σίγουρα, να τραβηχτώ, αποκρίθηκε ο Σάντσος· μα ο Θεός να βάλει το χέρι του, το ματαλέω, να μην είναι πάλε τίποτα κόπανοι.

- 370 Σου το 'πα και πριν, φίλε μου, να μη μου τους αναφέρεις, μήτε να μου τους θυμήσεις άλλη φορά πια τους κόπανους· γιατί τ' ορκίζομαι... δε λέω περισσότερο, παρά πως θα σου κοπανίσω την ψυχή.

Ο Σάντσος σώπασε, γιατί φοβήθηκε πως ο αφεντικός του μπορούσε και να 'κανε κείνο που ορκίστηκε με τόση φόρα.

Ωστόσο, απ' όλη αυτήν την ιστορία με το κράνος και το άλογο και τον καβαλάρη που έβλεπε ο Δον Κιχώτης, η μόνη αλήθεια ήταν η ακόλουθη: Σε κείνα τα μέρη κοντά βρισκόντουσαν δυο χωριά· το ένα ήτανε τόσο μικρό, που δεν είχε μήτε φαρμακείο, μήτε κουρέα·και το άλλο που βρισκότανε σιμά στο πρώτο κι είχε κι από τα δυο. Γι' αυτό ο κουρέας του μεγαλύτερου χωριού υπηρετούσε και το μικρότερο, όπου αυτή την ημέρα ένας άρρωστος είχε ανάγκη να του πάρουν αίμα, και κάποιος άλλος να ξουριστεί. Είχε πάρει λοιπόν το μπρούτζινο λεγένι του ξυρίσματος και τραβούσε προς τα εκεί για τη δουλειά του. Το 'φερε όμως η τύχη να τον πιάσει, καθώς πήγαινε, η βροχή στο δρόμο· κι αυτός, για να μην του χαλάσει το καπέλο του, που ήταν, καθώς φαίνεται καινούριο, κάθισε στο κεφάλι του, από πάνω, το λεγένι, που καθώς ήταν τριμμένο και καθαρισμένο, λαμποκοπούσε από μισή λεύγα μακριά. Ερχότανε καβάλα σ' ένα σταχτί γάιδαρο, όπως είχε πει ο Σάντσος, κι αυτός είναι ο λόγος που ο Δον Κιχώτης φαντάστηκε πως έβλεπε άλογο σταχτί με άσπρες βούλες, και ιππότη και μαλαματένιο κράνος. Γιατί όλα όσα έβλεπε, τα συμμόρφωνε στη στιγμή με τις ιπποτικές του παλαβωμάρες και καψοπλανόδιες φαντασίες του.

Σαν είδε λοιπόν πως ο δυστυχισμένος εκείνος ιππότης είχε ζυγώσει αρκετά, αυτός δίχως να 'ρθει σε κουβέντες μαζί του, κι ανοίγοντας όλο το τρέξιμο του Ροσινάντε, όρμησε καταπάνω του με τη λόγχη μπροστά και με σκοπό να τον περάσει με δαύτην πέρα και πέρα. Όταν όμως κόντευε να τονε φτάσει, δίχως να κρατήσει καθόλου την ορμή του, του είπε:

- Υπερασπίσου τον εαυτό σου, άθλιο πλάσμα, ή παράδωσέ μου με τη θέλησή σου εκείνο που είναι δικαιωματικά δικό μου.

Ο κουρέας που δίχως να το περιμένει, μήτε να το φανταστεί καν, είδε ξάφνου να 'ρχεται καταπάνω του εκείνο το στοιχιό, δε βρήκε άλλον τρόπο για να φυλαχτεί από την κονταριά, παρά ν' αφηστεί και να πέσει 371 από το γάιδαρό του· και μόλις άγγιξε στο χώμα, σηκώθηκε αμέσως, πιο σβέλτος κι από ζαρκάδι, και βάλθηκε να τρέχει μες στον κάμπο με τέτοια γρηγοράδα, που δε θα μπορούσε να τόνε φτάσει μηδέ ο άνεμος. Το λεγένι το παράτησε καταγής, κι ο Δον Κιχώτης έμεινε μ' αυτό ευχαριστημένος, κι είπε πως ο άπιστος είχε κάνει πολύ γνωστικά, και πως είχε ακολουθήσει το παράδειγμα του καστοριού, που, όταν το στενοχωρήσουν πολύ οι κυνηγοί, δαγκώνει και κόβει με τα ίδια του τα δόντια εκείνο που από φυσικό του ένστιχτο καταλαβαίνει πως είναι η αφορμή που το κυνηγούνε. Τότε πρόσταξε το Σάντσο να πάρει από χάμω το κράνος, ο οποίος παίρνοντάς το στα χέρια, είπε:

- Θε μου, τι όμορφο λεγένι! και σίγουρα θα τ' αξίζει τα οχτώ γρόσια στα γεμάτα.

Και το έδωσε στον αφεντικό του, ο οποίος αμέσως το φόρεσε, σαν καπέλο, κι άρχισε να το γυρίζει απ' όλες τις μεριές, γυρεύοντας να το εφαρμόσει στο κεφάλι του κι επειδή δεν μπορούσε να το καταφέρει, είπε:

- Δεν υπάρχει αμφιβολία, πως ο άπιστος εκείνος, που απάνω στα μέτρα του χαλκεύτηκε για πρώτη φορά τούτη η περίφημη περικεφαλαία, πρέπει να 'χε πάρα πολύ μεγάλο κεφάλι - και το χειρότερο ακόμη είναι που της λείπει το μισό!

Όταν τον άκουσε ο Σάντσος να λέει περικεφαλαία τη λεκάνη του ξουρίσματος, δεν μπόρεσε να κρατήσει τα γέλια· όμως αμέσως αναλογίστηκε την οργή του αφεντικού του, και το 'κοψε στη μέση.

- Γιατί γελάς, Σάντσο; είπε ο Δον Κιχώτης.

- Γελάω, αποκρίθηκε κείνος, γιατί συλλογιέμαι το μεγάλο κεφάλι που πρέπει να 'χε κείνος ο άπιστος που φορούσε αυτό το κράνος, ώστε να μοιάζει ίδιο σαν το λεγένι του μπαρμπέρη.

- Ξέρεις τι φαντάζομαι, Σάντσο; - πως τούτο το πολύτιμο πράμα, τούτο το μαγεμένο κράνος, πρέπει να είχε καμιά φορά πέσει, Κύριος οίδε με ποιον τρόπο, στα χέρια κανενός που δεν ήταν σε θέση μήτε να καταλάβει μήτε να εχτιμήσει την αξία του, και που βλέποντάς το πως ήταν από το πιο καθάριο χρυσάφι, πήρε κι έλιωσε το μισό κομμάτι, για να το πουλήσει, και με το άλλο μισό έφτιαξε τούτο εδώ που μοιάζει με λεκάνη του ξυρίσματος, καθώς λες και συ. Όμως ας είναι ό,τι θέλει· για μένα που ξέρω τι πράμα είναι, δεν έχει καμιά σημασία η μεταμόρφωσή του· γιατί στο πρώτο χωριό, όπου θα βρω κανένα χαλκιά ή σιδερουργό, θα το διορθώσω με τέτοιον τρόπο, που να μπορεί να παραβγεί με κείνο που έφτιαξε και σφυρηλάτησε ο θεός των σιδερουργείων για το θεό των πολέμων. 372 Στο μεταξύ θα το φορώ καθώς είναι κι όπως μπορώ· γιατί πάντα καλύτερο είναι το λίγο από το καθόλου, και μάλιστα που θα 'ναι αρκετό, για να με φυλάξει από τίποτε πετριές:

- Αυτό είναι σωστό, είπε ο Σάντσος, εξόν πια κι αν τις πετούνε με τη σφεντόνα, καθώς τις ρίχνανε σε κείνη τη μάχη των δυο στρατών, τότε που σου σιγύρισαν τις σαγονιές και σου έσπασαν τον ντενεκέ, όπου είχε βάλει η ευγενία σου εκείνο το τρισευλογημένο το πιοτό που με είχε κάνει να βγάλω τα συκώτια μου.

- Δε με πολυνοιάζει που το 'χασα, είπε ο Δον Κιχώτης· γιατί το ξέρεις Σάντσο, πως τη συνταγή την έχω στο μυαλό μου.

- Και εγώ την έχω στο μυαλό μου, αποκρίθηκε ο Σάντσος· όμως, αν το φτιάξω είτε το βάλω άλλη φορά στο στόμα μου, αυτή να 'ναι κι η τελευταία μου η ώρα. Μα μήτε κι έχω σκοπό να ξαναβρεθώ σε ανάγκη που να το χρειαστώ· γιατί, από δω κι εμπρός, κάνω τα μάτια μου τέσσερα για να μη λαβωθώ, μήτε να λαβώσω κανέναν. Όσο για να με τινάξουν πάλε μες την κουβέρτα, δεν μπορώ να πω τίποτα· γιατί αυτά είναι πράματα, που δεν μπορεί να τα μποδίσει κανένας - και σαν έρθουν, δεν έχουμε να κάνουμε τίποτ' άλλο, παρά να μαζέψουμε τους ώμους μας, να κρατήσουμε την ανάσα μας, και, κλείνοντας πια τα μάτια, ν' αφηθούμε και να πηγαίνουμε όπου είναι το θέλημα της τύχης και της κουβέρτας.

- Είσαι κακός χριστιανός, Σάντσο, είπε ακούοντάς τον ο Δον Κιχώτης· γιατί ποτέ σου δε λησμονείς το κακό που σου έχουν κάνει μια φορά. Μάθε λοιπόν πως οι ευγενικές και μεγάλες καρδιές δε δίνουν ποτέ σημασία σε τέτοια παδιάστικα καμώματα. Από ποιο πόδι κουτσάθηκες, ποια παΐδια σου έσπασαν, ποιο κεφάλι σου τσακίστηκε, για να μην μπορείς να λησμονήσεις εκείνο το χωρατό; Γιατί, αν το καλοεξετάσεις, δεν ήταν παρά ένα χωρατό κι ένα παιχνίδι για να περάσει η ώρα, που αν δεν το θεωρούσα τέτοιο, ήθελα να ξαναγυρίσω πάλι εκεί πέρα, κι ήθελα να κάνω για εκδίκηση σου περισσότερη καταστροφή από κείνη που έκαναν οι Έλληνες 373 για την αρπαγή της Ελένης: η οποία αν ζούσε σε τούτους τους καιρούς, ή αν ζούσε η Δουλσινέα μου σε κείνους, θα μπορούσε να είναι βέβαιη πως δεν ήθελ' αποχτήσει τόση φήμη για την ομορφιά της, σαν κι αυτήν που 'χει τώρα. Κι απάνω σε τούτα τα λόγια έβγαλε έναν αναστεναγμό, και τον έστειλε να πάει στα σύννεφα. Κι είπε ο Σάντσος:

- Ας το πάρουμε λοιπόν για χωρατά, αφού δεν μπορούμε να πάρουμε την εκδίκηση στ' αλήθεια· όμως εγώ το ξέρω τι λογής χωρατά κι αλήθειες ήτανε κείνα· και ξέρω ακόμα πως δε θα μου φύγουν ποτέ μήτε από τη θύμηση μήτε κι από τις πλάτες μου. Όμως ας τ' αφήσουμε αυτά στην πάντα, και πες μου η ευγενία σου τι θα το κάνουμε τούτο το σταχτί άλογο με τις άσπρες βούλες, που μοιάζει τόσο γκρίζο γαϊδούρι, και που το παράτησε δω κείνος ο Μαρτίνος, που γκρέμισες κάτω η ευγενία σου· γιατί, κατά το δρόμο που πήρε, και καθώς χτυπούσαν τα πόδια του στις πλάτες του, δεν πιστεύω να έχει σκοπό να ξαναγυρίσει ποτές· και, μα τα γένια μου, το ζώο δε μου φαίνεται καθόλου κακό.

- Δε συνηθίζω ποτέ, είπε ο Δον Κιχώτης, να παίρνω τα πράματα εκείνων που νικώ· κι ούτε το επιτρέπουν τα έθιμα της ιπποσύνης να παίρνει κανείς από τους νικημένους τ' άλογά τους και να τους αφήνει πεζούς, εξόν πια κι αν τύχαινε να χάσει ο νικητής το δικό του απάνω στη μάχη· γιατί σ' αυτή τη περίσταση είναι νόμιμο να πάρει κανένας του νικημένου, σα λάφυρο από νόμιμο πόλεμο. Γι' αυτό λοιπόν, Σάντσο, άφησε αυτό το άλογο ή το γάιδαρο, ή όπως αλλιώς θέλεις να το πεις, γιατί, μόλις θα δει πως φύγαμε από δω ο αφεντικός του, θα γυρίσει να το πάρει.

- Ο Θεός το ξέρει πόσο θα 'θελα να το 'παιρνα μαζί μας, αποκρίθηκε ο Σάντσος, ή να το άλλαζα κάνεμου με το δικό μου, που δε μου φαίνεται τόσο καλό. Μα την αλήθεια, πολύ ζόρικοι είναι οι νόμοι της ιπποσύνης, αφού δεν επιτρέπουν ν' αλλάξει κανένας μήδ' ένα γαϊδούρι μ' ένα άλλο· και θα 'θελα να ξέρω αν θα μπορούσα ν' αλλάξω ίσως τα σαμάρια.

- Σ' αυτό το τελευταίο δεν είμαι πολύ βέβαιος, αποκρίθηκε ο Δον Κιχώτης· και γι' αυτό, επειδή υπάρχει αμφιβολία, κι ώσπου να έχω καλύτερες πληροφορίες, σου επιτρέπω να το αλλάξεις, αν πράγματι έχεις πολύ μεγάλη ανάγκη.

- Τόσο πολύ μεγάλη, αποκρίθηκε ο Σάντσος, που κι αν ακόμα ήτανε για μένα τον ίδιο, δε θα ήτανε η ανάγκη μου μεγαλύτερη.

374 Κι αμέσως, χρησιμοποιώντας αυτή την άδεια, έκανε το άλλαγμα των σαμαριών, έτσι που το ζώο του φάνηκε δυο και τρεις φορές καλύτερο από πριν.

Κατόπιν απ' αυτό, κάθισαν και κολάτσισαν με ό,τι είχε απομείνει από τα λάφυρα που είχαν παρμένα από τους παπάδες, κι ήπιαν νερό από το ρυάκι της νεροτριβής, όμως δίχως να γυρίσουν το κεφάλι τους να την κοιτάξουν - τέτοιο μίσος της είχανε για το φόβο που τους είχε προξενήσει. Τέλος, αφού πέρασε η κακή διάθεση κι η μελαγχολία, καβάλησαν τα ζώα τους, και δίχως να πάρουν κανένα ορισμένο δρόμο (γιατί το συνηθούσαν πολύ οι πλανόδιοι ιππότες να τραβούν στην τύχη, δίχως ορισμένο σχέδιο), βάλθηκαν να πορεύονται κατά που ήταν η θέληση του Ροσινάντε: ο οποίος τραβούσε από πίσω του τη θέληση του αφεντικού του, καθώς και του γαϊδάρου που τον ακολουθούσε πάντοτε, όπου κι αν τραβούσε, σαν καλός φίλος και πιστός σύντροφος. Έτσι πηγαίνοντας, ξαναβρέθηκαν πάλι στο δημόσιο δρόμο, και τον ακολούθησαν στην τύχη και δίχως κανένα ορισμένο σκοπό. Καθώς λοιπόν τραβούσαν έτσι το δρόμο τους, είπε ο Σάντσος στον αφεντικό του.

- Αφεντικό θα 'θελες να μου δώσεις την άδεια να πω δυο κουβέντες στην ευγενία σου; Γιατί από την ώρα που μου 'δωσες εκείνη τη σκληρή προσταγή για να σωπαίνω, πάνω από τέσσερα πράματα που είχα να σου πω, μείναν και μπαγιάτεψαν μες στο στομάχι μου· και θα 'θελα κατιτί που έχω τώρα στην άκρη της γλώσσας μου, τουλάχιστο, να μην πάει κι αυτό χαμένο.

- Πες το, αποκρίθηκε ο Δον Κιχώτης, και κοίταξε να είσαι σύντομος· γιατί κανένας δεν είναι ευχάριστος, όταν είναι πολυλογάς.

- Ο λόγος μου λοιπόν, αφεντικό, αποκρίθηκε ο Σάντσος, είναι πως έχω κάμποσες μέρες που συλλογίζομαι πόσο λίγα είναι τα κέρδητα που έχει κανείς με το να πηγαίνει γυρεύοντας τέτοιες περιπέτειες, σαν κι αυτές που γυρεύει η ευγενία σου μέσα σε τούτες τις ερημιές και τους απόμακρους δρόμους, όπου, κι αν ακόμα νικάει κανείς και κερδίζει τις πιο επικίντυνες, δεν είναι κανένας για να τις δει και να τις μάθει, - κι έτσι είναι καταδικασμένες να μείνουν αιώνια άγνωστες, πράμα που κάνει άδικο και στους σκοπούς της ευγενίας σου και στα κατορθώματά σου. Και γι' αυτό θαρρώ πως θα 'τανε καλύτερα (εξόν αν έχει καμιά καλύτερη ιδέα η ευγενία σου), να πηγαίναμε να προσφέρουμε τις υπηρεσίες μας σε κανέναν αυτοκράτορα ή κανέναν άλλο τρανόν άρχοντα, που να βρίσκεται μπλεγμένος σε πόλεμο, έτσι που να μπορέσεις η ευγενία σου να δείξει 375 την παλικαριά σου, τη μεγάλη σου δύναμη και τη μεγαλύτερη εξυπνάδα σου. Γιατί, όταν τα δει όλ' αυτά ο μεγάλος άρχοντας που θα υπηρετούμε, θα είναι αναγκασμένος να μας αντιπλερώσει, τον καθέναν κατά τα έργατά του. Και ούτε θα λείψει από κει ο άνθρωπος που θα βάλει στο χαρτί τα κατορθώματα της ευγενίας σου, για να μείνει η μνήμη τους αιώνια. Για τα δικά μου δε λέω τίποτα· γιατί θα είναι αναγκασμένα να μη βγουν έξω από τον κύκλο που είναι ορισμένος για τους ιπποκόμους -αν και θα μπορούσα να πω, πως αν ήτανε συνήθιο στην ιπποσύνη να γράφονται τα κατορθώματα των ιπποκόμων, δεν ήθελε μείνουν και τα δικά μου θαμμένα στη λησμονιά.

- Δεν τα λες άσκημα, Σάντσο, αποκρίθηκε ο Δον Κιχώτης· όμως πριν να φτάσει κανένας ως εκεί, πρέπει πρώτα να γυρίσει τον κόσμο για να δοκιμαστεί, γυρεύοντας περιπέτειες, και ν' αποχτήσει με τα κατορθώματα του τέτοιο όνομα και τέτοια φήμη, ώστε, όταν θα παρουσιαστεί στο παλάτι κανενός μεγάλου μονάρχη, να είναι ήδη γνωστός από τα έργα του· και μόλις τόνε δουν τα παιδιά να μπαίνει από την πύλη στην πόλη μέσα, να τον πάρουν αμέσως από πίσω και να τον τριγυρίζουν φωνάζοντας και λέγοντας: «Να, αυτός είναι ο ιππότης του Ήλιου ή του Φιδιού» ή μ' όποιο άλλο σύμβολο να είναι γνωστός πως έκανε τα μεγάλα του τα κατορθώματα. «Αυτός είναι», θα λένε, «που νίκησε σε πρωτάκουστη μάχη το μέγα γίγα Μπροκαμπρούνο, το δυνατό· αυτός που λευτέρωσε το μέγα Μαμελούκο της Περσίας από τα μάγια που τον κρατούσαν μαγεμένο κάπου εννιακόσια χρόνια». Κι έτσι από στόμα σε στόμα θ' απλώνεται η φήμη των κατορθωμάτων του· κι αμέσως, από το θόρυβο που θα κάνουν τα παιδιά κι όλος ο άλλος κόσμος, θα παρουσιαστεί στα παραθύρια του βασιλικού του παλατιού ο βασιλιάς εκείνης της χώρας· και μόλις δει τον ιππότη και τον αναγνωρίσει από την πανοπλία του ή από το έμβλημα της ασπίδας του, δεν μπορεί παρά να πει:

«Εμπρός, όλοι οι ιππότες μου όσοι βρίσκονται στο παλάτι μου, ας βγουν έξω να δεχτούνε το άνθος της ιπποσύνης που έρχεται από πέρα!». Μ' αυτήν την προσταγή του θα βγουν όλοι έξω, και θα κατέβει κι ο ίδιος ίσαμε τα μισά της σκάλας, και θα τον αγκαλιάσει σφιχτά σφιχτά, και θα του δώσει στο πρόσωπο το φιλί της ειρήνης, κι αμέσως θα τον πάρει από το χέρι και θα τον πάει στα διαμερίσματα της βασίλισσας, όπου 376 ο ιππότης θα τη βρει μαζί με την κόρη της την ινφάντα, που δεν μπορεί παρά να είναι από τις πιο ομορφύτερες και τις πιο τέλειες παρθένες που πολύ δύσκολα μπορεί κανείς να βρει μέσα σ' ένα μεγάλο μέρος της οικουμένης. Και τότε κείνη θα ρίξει τα μάτια της απάνω στον ιππότη, κι ο ιππότης τα δικά του στα δικά της, κι ο καθένας τους θα φανεί στον άλλον σαν κάτι μάλλον θεϊκό παρά ανθρώπινο· και δίχως κι αυτοί να ξέρουν το πώς και γιατί, θα βρεθούν πιασμένοι και τυλιγμένοι μες στ' άλυτα δίχτυα του έρωτα και με μεγάλο πόνο στην καρδιά, επειδή δε θα ξέρουν πώς να πουν και να ομολογήσουν τους καημούς τους και τα αιτήματά τους. Από κει θα τον οδηγήσουν κατόπι, δίχως αμφιβολία, σε καμιά σάλα του παλατιού με πλούσια επίπλωση, όπου αφού του βγάλουν τ' άρματά του, θα του φέρουν να φορέσει έναν πολύτιμο πορφυρό μανδύα· και αν πια ήτανε τόσο όμορφος με την αρματωσιά του, άλλο τόσο και καλύτερος θα είναι με το βασιλικό αυτό φόρεμα. Σαν έρθει το βράδυ, θα δειπνήσει μαζί με το βασιλιά και τη βασίλισσα, καθώς και με τη βασιλοπούλα, που δε θα σηκώσει τα μάτια του μήτε μια στιγμή από πάνω της, κοιτάζοντας την κρυφά από τους άλλους· όπως θα κάνει και κείνη το ίδιο και με την ίδια τέχνη κι εξυπνάδα -γιατί, καθώς είπα και πριν, είναι μια πολύ προσεχτική και σεμνή κόρη. Όταν θα σηκώσουν πια το τραπέζι, θα παρουσιαστεί ξάφνου στην πόρτα της σάλας ένας μικρός κι άσκημος νάνος και από πίσω θ' ακολουθεί, ανάμεσο σε δυο γίγαντες, μια όμορφη αρχόντισσα, που θα 'ρθει να προτείνει κάποια περιπέτεια: αυτήν την περιπέτεια θα την έχει προετοιμάσει κάποιος πολύ αρχαίος μάγος, και κείνος που θα τη βγάλει πέρα νικηφόρος θα είναι ο καλύτερος ιππότης του κόσμου. Αμέσως ο βασιλιάς θα προστάξει όλους τους ιππότες που θα βρίσκονται εκεί να δοκιμάσουν την περιπέτεια· όμως κανένας δε θα μπορέσει να τη βγάλει πέρα, εξόν από τον ξένο ιππότη, το μουσαφίρη, που έτσι θα μεγαλώσει τη δόξα του και θα δώσει μεγάλη χαρά στη βασιλοπούλα, η οποία θα μείνει ευχαριστημένη κι ικανοποιημένη που έβαλε σε τόσο ψηλό μέρος τους στοχασμούς της και τα όνειρα της. Και το ευτύχημα είναι πως αυτός ο βασιλιάς ή ο πρίγκιπας, ή όποιος άλλος είναι, βρίσκεται σε πόλεμο τρομερό με κάποιον άλλον άρχοντα επίσης δυνατό, όπως αυτός· και ο ιππότης, ο μουσαφίρης (ύστερ' από μερικές μέρες που έκανε στο παλάτι), του ζητάει την άδεια να πάει να τον υπηρετήσει σ' αυτόν 377 τον πόλεμο. Ο βασιλιάς θα του τη δώσει μεταχαράς, κι ο ιππότης θα του φιλήσει με πολλή ευγένεια τα χέρια για τη μεγάλη χάρη που του κάνει. Το ίδιο βράδυ θα πάει ν' αποχαιρετήσει τη δέσποινά του τη βασιλοπούλα μέσα από τα κάγκελα ενός κήπου, που βρίσκεται δίπλα στην κρεβατοκάμαρα της.

Στο ίδιο μέρος έχει ήδη κουβεντιάσει μαζί της πολλές φορές με τη βοήθεια μιας εμπιστεμένης της υπασπίστρας. Εκείνος θ' αναστενάζει, κι αυτή θα λιποθυμήσει· η υπασπίστρα της θα πάει να φέρει νερό, και θα 'χει μεγάλη στεναχώρια βλέποντας πως αρχίζει να ξημερώνει, γιατί δε θα 'θελε να φανερωθούν και να γίνει μια τέτοια ντροπή στην κυρά της. Στο τέλος η βασιλοπούλα θα συνέρθει και θα δώσει τα λευκά της χέρια μες από τα κάγκελα στον ιππότη, ο οποίος θα τα φιλήσει και θα τα ξαναφιλήσει χίλιες φορές, λούζοντάς τα με τα δάκρυα του. Κατόπι θα συμφωνήσουν οι δυο τους με ποιον τρόπο θα μηνούνε ο ένας στον άλλον τις καλές τους και τις κακές τους τύχες· και η βασιλοπούλα τον παρακαλεί να κάνει για να γυρίσει όσο μπορεί γρηγορότερα· εκείνος της το υπόσχεται με χίλιους όρκους και ξαναρχίζει να της φιλεί τα χέρια, και την αποχαιρετάει με τόση συγκίνηση, που κοντεύει ν' αφήσει εκεί τη ζωή του. Φεύγει από κει και πηγαίνει στην κάμαρα του, ρίχνεται απάνω στο κρεβάτι του, μα δεν μπορεί να κλείσει μάτι από τον καημό του χωρισμού. Σηκώνεται πρωί πρωί, και πάει ν' αποχαιρετίσει το βασιλιά και τη βασίλισσα και τη βασιλοπούλα. Όμως σαν αποχαιρέτισε τους δυο, του είπαν για τη βασιλοπούλα πως είναι λιγάκι ανήμπορη και δεν μπορεί να τόνε δεχτεί. Ο ιππότης συλλογιέται πως είναι από τον πόνο εξαιτίας του μισεμού* του· η καρδιά του σπαράζει, και μόλις κατορθώνει να κρατήσει κρυφή τη μεγάλη του θλίψη. Η εμπιστεμένη υπασπίστρα βρίσκεται εκεί και παρατηρεί όλα όσα γίνονται μπροστά της, και πάει και τα λέει όλα στην κυρά της, η οποία την ακούει κλαίοντας, και της λέει πως ένας από τους μεγαλύτερους καημούς της είναι που δεν ξέρει ποιος είναι ο ιππότης της, κι αν κρατάει από βασιλικό σόι ή όχι. Η συντρόφισσά της τήνε βεβαιώνει πως τόση χάρη, ευγενικότητα και παλικαριά, σαν του ιππότη της, δεν μπορεί να υπάρχει παρά σ' ένα πρόσωπο σπουδαίο κι από βασιλικό αίμα. Η θλιμμένη βασιλοπούλα παρηγοριέται μ' αυτά τα λόγια, και βάζει τα δυνατά της να κρύψει τον πόνο της, για να μη δώσει υποψία στους γονιούς της· κι ύστερ' από δυο μέρες παρουσιάζεται πάλι 378 στον κόσμο. Ο ιππότης πια έχει φύγει: πολεμάει με τους εχθρούς του βασιλιά και τους νικάει, παίρνει ένα σωρό πολιτείες, θριαμβεύει σ' ένα σωρό μάχες. Ξαναγυρίζει στο παλάτι, ανταμώνει την αγαπημένη του στη συνηθισμένη τους μεριά, και μένει μαζί της σύμφωνος να τήνε ζητήσει για γυναίκα του από τον πατέρα της γι' αμοιβή των όσων έκανε για δαύτον. Ο βασιλιάς δε θέλει να του τήνε δώσει, γιατί δεν ξέρει ποιος είναι· όμως αυτός και μ' όλ' αυτά, είτε κλέβοντάς την, είτε μ' οποιονδήποτε άλλον τρόπο, κατορθώνει να την κάνει, τη βασιλοπούλα, γυναίκα του. Στο τέλος κι ο βασιλιάς μένει ευχαριστημένος από το γάμο και τον θεωρεί μάλιστα για μεγάλη τύχη·γιατί μαθαίνει και βεβαιώνεται πως ο ιππότης αυτός είναι γιος μεγάλου βασιλιά, δεν ξέρω τώρα σε ποιο βασίλειο -γιατί θαρρώ πως δε βρίσκεται γραμμένο μες στο χάρτη. Ο πατέρας πεθαίνει κατόπι, η βασιλοπούλα κληρονομάει και ο ιππότης γίνεται βασιλιάς όσο που να πεις κύμινο. Τότε πια είναι η ώρα ν' ανταμείψει και τον ιπποκόμο του κι όλους όσοι τόνε βοήθησαν για ν' ανέβει σ' ένα τόσο ψηλό αξίωμα. Τονε παντρεύει, τον ιπποκόμο του, με μια από τις νεαρές υπασπίστρες της βασιλοπούλας - δίχως αμφιβολία με την εμπιστεμένη στους έρωτές της, που είναι θυγατέρα ενός από τους μεγαλύτερους άρχοντες του τόπου.

- Αυτό μ' αρέσει... έκανε ο Σάντσος· και το περιμένω δίχως άλλο, γιατί όλα, όπως τα είπες, θα γίνουν στην ευγενία σου, με τ' όνομα του «Ιππότη της ελεεινής μορφής» που έχεις παρμένο...

(μτφρ. Κ. ΚΑΡΘΑΙΟΣ)


 

νεροτριβή: πρωτόγονη συσκευή κατεργασίας χοντρών υφασμάτων, που γίνεται με την τριβή του τρεχούμενου νερού. Εδώ ο Σάντσος αναφέρεται σε επεισόδιο του προηγούμενου κεφαλαίου: Ο Δον Κιχώτης κι ο Σάντσος είχαν ακούσει έναν περίεργο κρότο. Ο Δον Κιχώτης, τότε, ξεκινάει με το Ρεσινάντε του, για ν' αντιμετωπίσει τον κίνδυνο. Αυτό όμως που αντίκρισαν δεν ταίριαζε στη φαντασιοπληξία του: «έξι κόπανα μιας νεροτριβής, που με τ' αδιάκοπα χτυπήματα τους έκαναν όλο εκείνο το κακό». Μπροστά σ' αυτό το θέαμα κι ύστερα από τη φόρα που είχε πάρει ο Δον Κιχώτης νιώθει ντροπή κι ο Σάντσος ξεσπάει σε τρανταχτά γέλια.
που γυρεύαμε: εννοεί το παραπάνω περιστατικό.
του Μαμπρίνου: μαγικό κράνος που απέκτησε ο Ρενάλδος του Μονταλβάν, αφού σκότωσε το Μαμπρίνο, βασιλιά της Μαυριτανίας. Αυτός που το φορούσε ήταν άτρωτος.
Αν μπορούσα να σου μιλήσω: ο Σάντσος φοβάται να του πει την αλήθεια, γιατί ο Δον Κιχώτης του είχε απαγορεύσει να μιλάει.
καψοπλανόδιες φαντασίες: οι φαντασίες του που ήταν επηρεασμένες από τις περιπέτειες των πλανόδιων ιπποτών.
Αυτό ... συκώτια μου: εννοεί το επεισόδιο που περιγράφεται στο κεφ. 18. Οι δυο στρατοί στην πραγματικότητα ήταν δυο κοπάδια πρόβατα· εναντίον τους όρμησε ο Δον Κιχώτης κι από τις πετριές των βοσκών έπαθε ό,τι αναφέρει ο Σάντσος. Στο ντενεκέ είχε ένα θαυματουργό -κατά το Δον Κιχώτη- φάρμακο, που γιάτρευε κάθε πληγή. Το ήπιε ο Σάντσος και τον έπιασε διάρροια.
για να με τινάξουν πάλε μες την κουβέρτα: σ' ένα χάνι, όπου είχαν καταλύσει, είχαν βάλει το Σάντσο σε μια κουβέρτα και τον τίναζαν ψηλά. Ψέγει το Δον Κιχώτη, γιατί δεν μπόρεσε να τον γλιτώσει.
κάνεμου: τουλάχιστο.
Γίγα Μπροκαμπρούνο, μέγα Μαμελούκο: πρόσωπα που έχουν περάσει στα ιπποτικά μυθιστορήματα του καιρού εκείνου.
ινφάντα: λ. ισπανική· τίτλος που δινόταν στα δευτερότοκα παιδιά των βασιλέων της Ισπανίας και Πορτογαλίας (αρσενικό ινφάντης).
μισεμός: αναχώρηση, ξενιτεμός.
όσο που να πεις κύμινο: πολύ γρήγορα.
ιππότης ελεεινής μορφής: έτσι αποκάλεσε ο Σάντσος το Δον Κιχώτη.

pano

 



 

Ερωτήσεις

  1. «Γιατί όλες... επιστήμες». Να συζητήσετε την άποψη πως η πείρα είναι μητέρα που γέννησε όλες τις επιστήμες.
  2. Να προσέξετε πώς αντιδρά ο Δον Κιχώτης στην εμφάνιση του κουρέα και πώς ο Σάντσος. Πώς δημιουργείται το κωμικό στοιχείο από την όλη εξέταση του επεισοδίου; (Να λάβετε υπόψη σας α) πώς βλέπει την πραγματικότητα ο Δον Κιχώτης και πώς ο Σάντσος, β) υπάρχει αντιστοιχία ανάμεσα στην επιθετική ορμητικότητα του Δον Κιχώτη και στην πραγματικότητα, γ) πώς τοποθετεί τα πράγματα ο ίδιος ο συγγραφέας στο χωρίο «Ωστόσο-φαντασίες της».
  3. Να δικαιολογήσετε την άποψη που αναγράφεται στο εισαγωγικό σημείωμα: «Με μεγάλη... ιππότες».
  4. Πώς αντιδρά ο Σάντσος στις φαντασιοκοπίες του Δον Κιχώτη; Παρατηρείτε καμιά μεταβολή; Αν ναι, πώς τη δικαιολογείτε.
  5. Ποιος ο ρόλος του αφηγητή;

δεσμός Ρ. Φιλύρας, «Ο Δον Κιχώτης»

δεσμός Κ. Ουράνης, «Δον Κιχώτης»

δεσμός Κ. Καρυωτάκης, «Δον Κιχώτες» (ανάγνωση) [πηγή: Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού]

δεσμός Δον Κιχώτης (θεατρική παράσταση, 1972) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο του Εθνικού Θεάτρου]

δεσμός Ο Δον Κιχώτης στη μουσική [πηγή: www.musicale.gr]

 


 

Δον Κιχώτης

Pablo Picasso (1881-1973), Δον Κιχώτης (σχέδιο)


 

Μιχαήλ Θερβάντες (1547-1616) δεσμός

Θερβάντες

Για τη ζωή του λίγα είναι γνωστά με βεβαιότητα· ολόκληρο το όνομά του είναι Μιχαήλ ντε Θερβάντες Σααβέδρα. Γεννήθηκε στο Αλκαλά ντε Ενάρες και καταγόταν από αριστοκρατική, αλλά φτωχή οικογένεια. Πέρασε ζωή βασανισμένη, γεμάτη από περιπέτειες κι ανεκπλήρωτες φιλοδοξίες, που επέδρασαν στη διαμόρφωση του πνεύματος και της τέχνης του. Για τις νεανικές του σπουδές δεν έχουμε ακριβείς πληροφορίες. Είναι πάντως βέβαιο πως για αρκετό διάστημα είχε δάσκαλό του στη φιλολογία και τα ανθρωπιστικά μαθήματα τον κληρικό λόγιο Χουάν Λόπεθ ντε Όγιος, που διακρινόταν για τη βαθιά του μόρφωση και την ανθρωπιστική του παιδεία. Παρόλη όμως την αβεβαιότητα που υπάρχει σχετικά με τις σπουδές του, φαίνεται πως η μόρφωση του ήταν ποικίλη. Γνώριζε αρκετά την αρχαία και νέα ποίηση, ιδίως την ισπανική και ιταλική φιλολογία.

Σε γενικές γραμμές, η ζωή του συνοψίζεται στα εξής: Το 1570 κατατάχτηκε ως στρατιώτης στον ισπανικό στρατό της Ιταλίας και μ' αυτή την ιδιότητα πήρε μέρος στη γνωστή από την ιστορία ως Ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571). Πολέμησε γενναία και δέχτηκε τρεις μπάλες από αρκεβούζιο, δυο στο στήθος και μια στο αριστερό χέρι, που αχρηστεύτηκε. Ως το 1574 εξακολουθεί να υπηρετεί ως στρατιώτης στην Ιταλία. Κατά την επιστροφή του στην Ισπανία πιάστηκε από αλγερινούς πειρατές κι απελευθερώθηκε το 1580 με λύτρα που έστειλαν οι γονείς του. Για την υπόλοιπη ζωή του λίγα πράγματα μας είναι γνωστά. Παντρεύτηκε το 1584, εγκατέλειψε το στρατιωτικό στάδιο κι άρχισε ν'ασχολείται με τη λογοτεχνία, ασκώντας διάφορα επαγγέλματα.

Ο 16ος και 17ος αιώνας, κατά τους οποίους έζησε ο Θερβάντες, αποτελούν τη μεγάλη εποχή των γραμμάτων της Ισπανίας. Γι' αυτό η περίοδος αυτή ονομάστηκε «χρυσός αιώνας». Από την προηγούμενη περίοδο, που αποτελεί τον ισπανικό μεσαίωνα (12ος-15ος αι.) μεγάλη επίδραση άσκησε το μυθιστόρημα Αμάδης ο Γαλάτης του Ροντρίγκουεθ ντε Μποντάλβο. Η επιτυχία του σ' όλη την Ευρώπη ήταν τεράστια κι έγινε το πρότυπο των ιπποτικών μυθιστορημάτων. Από τους συγγραφείς του χρυσού αιώνα σπουδαιότερος είναι ο Θερβάντες και ο Λόπε ντε Βέγκα (1562-1635). Ο Λόπε ντε Βέγκα είναι θεατρικός συγγραφέας κι έγραψε κωμωδίες που αντλούν τα θέματα τους από τη μυθολογία, τη βίβλο και την ιστορία. Αν και λείπει από τις κωμωδίες του η εμβάθυνση στους χαρακτήρες των ηρώων, εντούτοις διακρίνονται για τον λυρισμό, το φυσιολατρικό αίσθημα και τη δράση. Ο Θερβάντες μπορεί να θεωρηθεί ο δημιουργός του σύγχρονου μυθιστορήματος. Με το μυθιστόρημά του ο Δον Κιχώτης της Μάντσας έδωσε μια εικόνα των ηθών της Ισπανίας του χρυσού αιώνα και διακωμώδησε τις υπερβολές του ιπποτικού μυθιστορήματος.


Δον Κιχώτης

Homore Daumier (Ντωμιέ) (1808-1879), Δον Κιχώτης (1865-70)
Νέα Πινακοθήκη, Μόναχο


 

 

1. Εργοβιογραφικά στοιχεία

Ο Μιγκέλ Θερβάντες Σααβέρδα, γιος του Ροδρίγο ντε Θερβάντες, φαρμακοποιού και χειρούργου, και της Λεονόρ ντε Κορτίνας γεννήθηκε στη Μαδρίτη το 1547. Θεωρείται κορυφαίος «μυθιστοριογράφος» της σύγχρονης εποχής, πατέρας του μυθιστορήματος. Ήταν στρατιωτικός καριέρας και πολέμησε στη ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571), όπου και τραυματίστηκε και έκτοτε είχε αναπηρία στο αριστερό χέρι. Αιχμαλωτίστηκε το 1575 από Τούρκους κουρσάρους και πουλήθηκε ως σκλάβος στο Αλγέρι. Επιστρέφοντας στην Ισπανία έζησε δυστυχισμένος, μεταξύ φτώχιας και φυλακής. Πέθανε στη Μαδρίτη το 1616. Το έργο του Δον Κιχώτης, που κυκλοφόρησε σε δύο μέρη (το πρώτο στις αρχές του 1605 και το δεύτερο το 1615) είναι ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα και αποτελεί σταθμό της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ο Θερβάντες έγραψε κι άλλα έργα, από τα οποία ξεχωρίζουν Η Γαλάτεια (ποιμενικό μυθιστόρημα με ένθετα ποιήματα, 1585), οι Υποδειγματικές νουβέλες (1613), Το ταξίδι στον Παρνασσό, ποίημα (1614). Το 1615 παρουσιάζονται οκτώ κωμωδίες του και οκτώ ιντερμέδια. Μετά τον θάνατό του εκδίδονται από τη χήρα του Οι άθλοι του Περσίλες και της Σιγισμούντας (1617).

Στον Δον Κιχώτη ο Θερβάντες προσπαθεί να διακωμωδήσει τις μυθιστορίες [1] , χρησιμοποιώντας όλα τα χαρακτηριστικά της γραφής τους, και να γελοιοποιήσει τους ανθρώπους που τις θεωρούσαν πραγματικότητα. Όμως πέτυχε πολύ περισσότερα από τον αρχικό του στόχο. Στάθηκε πρωτοπόρος στη συγγραφή μυθιστορήματος, επηρέασε την ευρωπαϊκή και παγκόσμια λογοτεχνία -και όχι μόνο- αφού το έργο του αποτέλεσε έναυσμα για εικαστικά, ποιητικά, θεατρικά και κινηματογραφικά έργα.

 

2. Η κριτική για το έργο του

«Στον Δον Κιχώτη ο Θερβάντες περιγράφει τις περιπέτειες ενός μεσόκοπου ιδαλγού [2] που τον έχουν τρελάνει τα διαβάσματα των "βιβλίων της ιπποσύνης" (libros de cavallerias) και που, μόνος του στην αρχή, με τη συνοδεία ενός ιπποκόμου —του Σάντσο Πάνθα— κατόπι, ξεκινάει να πολεμήσει την κακία και την αδικία στον κόσμο.

Σκοπός του μυθιστορήματος είναι να σατιρίσει τα "βιβλία της ιπποσύνης" —και όχι την ίδια την ιπποσύνη— που περιέγραφαν απίθανες περιπέτειες των ιπποτών του μεσαίωνα σε συγκρούσεις τους με υπερφυσικά όντα ή μάγους, συγκρούσεις που δεν είχαν κανέναν άλλο λόγο ή σκοπό παρά να κάνουν τους ιππότες αρεστούς στις αγαπημένες τους, με αποτέλεσμα αυτά τα βιβλία να συναρπάζουν κυριολεκτικά τους αναγνώστες τους χωρίς να ασκούν καμιά ευεργετική επίδραση επάνω τους (κάτι ανάλογο με τα περισσότερα απ' τα σημερινά κόμικς).

Για να κάνει πιο αποτελεσματική τη σάτιρα ο Θερβάντες βάζει τον δικό του ιππότη να 'ναι αχαμνός, ξερακιανός, αδύναμος, προστατευμένος από μια αυτοσχέδια πανοπλία, με προσωπίδα από χαρτόνι, κι ανεβασμένος πάνω σ' ένα εξίσου αχαμνό κι αδύνατο άλογο, τον πασίγνωστο Ροσινάντε, ενώ ο Σάντσος ακολουθεί κοντούλης, χοντρούλης, καβάλα πάνω σ' ένα γάιδαρο φορτωμένο μ' ένα σωρό σακούλια και δισάκια. Απ' την άλλη μεριά η αγαπημένη του ιππότη —αγαπημένη χωρίς να 'χει ιδέα η ίδια— η ξακουστή Δουλθινέα (του Τομπόσο), που με την φαντασία του ο Δον Κιχώτης την είχε πλάσει όμορφη και γλυκιά και τρισχαριτωμένη, δεν είναι παρά μια χεροδύναμη και τριχωτή χωριατοπούλα, η Αλδόνθα Λορένθο, που ρίχνει το λιθάρι μακρύτερα κι απ' τον πιο ψωμωμένο παλίκαρο του χωριού, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Σάντσου. Τέλος η σάτιρα ολοκληρώνεται με την οικτρή κατάληξη που έχουν συνήθως οι συγκρούσεις του Δον Κιχώτη άλλοτε με ανεμόμυλους που τους φαντάζεται για γίγαντες —τον στραπατσάρουν τα μυλοφτέρουγα— κι άλλοτε με κοπάδια προβάτων που τα νομίζει για εχθρικούς στρατούς— τονε σπάνε στο ξύλο οι τσοπαναρέοι.

Οι περιπέτειες τελειώνουν με πλήρη προσγείωση και λογίκεψη του Δον Κιχώτη που απαρνιέται τα βιβλία της ιπποσύνης, γρήγορα όμως πεθαίνει κι από φυσική καταπόνηση κι απ' την ασχήμια του πραγματικού σε σύγκριση με τον φανταστικό κόσμο. Αντίθετα ο Σάντσος που εκπροσωπεί την κοινή λογική και τη λαϊκή σοφία επιζεί αντλώντας νέες δυνάμεις απ' όλες αυτές τις εξοντωτικές περιπέτειες.»

 

(Ηλ. Ματθαίου, «Δον Μιγκέλ. Ο συγγραφέας της γλυκόπικρης μορφής»,
αφιέρωμα περ. Διαβάζω, τεύχος 176, 1978, σελ. 20-21)

 

«[...] Μπορεί ο ήρωας-αντιήρωας να αναζητεί ακατάπαυστα "περιπέτειες", κατά το υπόδειγμα των ιπποτών και των συναφών βιβλίων που το στοιχειώνουν, όμως το έργο, παρότι βρίθει περιπετειών, δύσκολα θα μπορούσε να ενταχθεί στην κατηγορία του περιπετειώδους μυθιστορήματος. Διότι όχι μόνο δεν έχει πλοκή, πολλώ δε μάλλον έντονη, αλλά στην ουσία συνίσταται σε μια απλή διαδοχική ποικιλία επεισοδίων. Ούτε όμως ως μυθιστόρημα χαρακτήρων θα μπορούσε να οριστεί, αφού το είδος αυτό συνηθίζει να υποστέλλει τη δράση προς όφελος της εστίασης στα πάθη και τις ψυχικές καταστάσεις. Μα τότε τι είναι επιτέλους ο περίφημος Δον Κιχώτης, που οι περιπέτειές του καταγράφονται σε ένα όχι ακριβώς περιπετειώδες μυθιστόρημα και όπου τόσο ο ίδιος όσο και ο Σάντσο απαθανατίστηκαν ως οι χαρακτήρες ενός μυθιστορήματος όχι ακριβώς χαρακτήρων; ίσως μια ακόμη απόδειξη ότι ο Δον Κιχώτης ούτε επιδέχεται αλλά ούτε και χρειάζεται διαζεύξεις.

Αν κάποιος αναρωτηθεί σε τι συνίσταται ο σκελετός, ή ο πυρήνας, η βασική διάρθρωση του έργου, η απάντηση ενδέχεται να έρθει συντριπτικά απλή, σχεδόν τρομακτικά απεκδυμένη: δύο άνθρωποι περιπλανώνται στην ύπαιθρο διαλεγόμενοι.»

 

(Μ. Παναγιωτίδου, «Θερβάντες, Δον Κιχώτης και Σάντσο Πάνθα: Πορεία διαμέσου του λόγου, των γραμμών και μιας μετάφρασης»,
Νέα Εστία
, τεύχος 1782, 2005, σελ. 611)

 

«Ο Θερβάντες θεωρούσε τον εαυτό του πρωτίστως θεατρικό συγγραφέα και ποιητή. Μα και οι σύγχρονοί του έτσι τον έβλεπαν. Άλλωστε, και ο Δον Κιχώτης έχει γενικώς θεατρικό στήσιμο. Η έμφαση δίνεται στο διάλογο, όχι στην περιγραφή ή την ανάλυση. Και αυτό το διάλογο ο Θερβάντες τον συνεχίζει και με τους ήρωές του και με τους αναγνώστες του. Σαν μια συνδημιουργία σε εξέλιξη, συγγραφείς, ήρωες και αναγνώστες σχολιάζουν τα γεγονότα και κριτικάρουν το βιβλίο. Κι όλα αυτά με τη λεπτή ειρωνεία και την τρυφερή σάτιρα προσώπων, καταστάσεων και ιδεών. Αλλά χρειάζεται ήθος (συγγραφικό και ανθρώπινο) για να κάνεις σάτιρα ηθών. Αυτό είναι το μέγιστο μάθημα του θερβαντικού ήθους, που δεν ξεπέφτει ποτέ στην κραυγή ή την ηθικολογία. Ο Θερβάντες αγαπά τους ήρωές του και τους υψώνει σε μια αυθυπαρξία σχεδόν έξω από το ίδιο του το έργο, παίζων άμα και ρεμβάζων, με το πανταχού παρόν χιούμορ. Στο τέλος ο Κιχώτης έχει σχεδόν αυτονομηθεί από το συγγραφέα, θαρρείς πλάθει μόνος του τη μοίρα του, επισκιάζοντας το δημιουργό του. Πράγματα κατορθωτά μόνο με τη χρήση μιας γλώσσας που, περισσότερο απ' ό,τι άλλο, μοιάζει να είναι το "μεταξύ" βιωμάτων και πραγμάτων.

Ο Θερβάντες ωθεί τη γλώσσα (και μοιάζει τόσο μοντέρνος σήμερα σ' αυτό) να εκφράζει ένα νόημα και συγχρόνως να το συγκαλύπτει με ένα άλλο νόημα, που με τη σειρά του καλύπτεται από ένα άλλο. Και υπάρχει πάντα ένα φανερό κι ένα κρυφό περιεχόμενο στο έργο του. Και σχεδόν πάντα το κρυφό περιεχόμενο είναι ισχυρότερο από το φανερό. Όπως λέει κι ο ίδιος, το βιβλίο τούτο αξίζει "όχι τόσο για όσα γράφει, αλλά για όσα παραλείπει."»

 

(Γ. Γεωργούσης, «Το έπος του μεταξύ", Περ. Ιστορικά (εφημ. Ελευθεροτυπία),
Οι πρωτοπόροι- Μιγκέλ ντε Θερβάντες: ο κορυφαίος λογοτέχνης, τεύχος 26, 2006, σελ. 23-24)

 

«Με τον όρο "δονκιχωτισμός" σημαίνεται σε όλες τις γλώσσες ο ιδιότυπος λεονταρισμός τού "να συμπεριφέρεται κανείς ως Δον Κιχώτης, να διακρίνεται δηλαδή για τον αλτρουισμό και τις υψηλές του αξίες, χωρίς όμως να έχει, παράλληλα, την απαραίτητη επαφή με την πραγματικότητα". Στην καθημερινότητα και στην ιστορία υπήρξαν ανέκαθεν και πάντοτε θα υπάρχουν οι "δονκιχωτικές συμπεριφορές", άλλοτε περισσότερο κωμικές άλλοτε επικίνδυνα τραγικές, αλλά ο Θερβάντες είναι αυτός που έθεσε πρώτος τόσο διακριτά και με σαφήνεια το αρχέτυπο ζήτημα-δίλημμα της ισορροπίας, της σύγκρουσης ή της υπέρβασης ανάμεσα στην ουτοπία και την πραγματικότητα, στην τρέλα και τη λογική, στην ιδιοτέλεια και την ανιδιοτέλεια.»

 

(Αντ. Ζαχαρέας, «Η βάση και το άγαλμα», ό.π., σελ. 28)

 

3. Το κείμενο Διδακτικές επισημάνσεις

• Να επισημανθούν οι διαφορές των προσώπων ως προς τη γλώσσα και τη συμπεριφορά. Λαμβάνοντας υπόψη την αφήγηση, οι μαθητές να διατυπώσουν τις απόψεις τους για το ποιος από τους ήρωες είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα.

• Να εντοπιστούν μερικοί από τους εκφραστικούς τρόπους που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας για να πετύχει τον σκοπό του, που δεν είναι άλλος από το να σατιρίσει τα ιπποτικά μυθιστορήματα και όχι την ιπποσύνη.

• Στην ενότητα: «Δεν τα λες άσχημα [...] από τους μεγαλύτερους άρχοντες του τόπου» να υπογραμμιστούν τα σημεία, όπου ο συγγραφέας, διακωμωδώντας τις μυθιστορίες, υποδηλώνει την επίδραση των ιπποτικών μυθι-στορημάτων στον Δον Κιχώτη.

• Στο απόσπασμα να αναδειχτεί το θεατρικό στήσιμο των ηρώων.

• Να συζητηθεί ο σύγχρονος όρος «δονκιχωτισμός».

Συμπληρωματικές ερωτήσεις-Δραστηριότητες

• Πώς αντιμετωπίζει τα πράγματα ο Δον Κιχώτης και πώς ο Σάντσο; Να δικαιολογήσετε τη συμπεριφορά τους.

• Πώς αντιλαμβάνεστε τον όρο «δονκιχωτισμός»; Να παραλληλίσετε στιγμιότυπα από το απόσπασμα του Δον Κιχώτη με συμπεριφορές από τη σύγχρονη ζωή.

 

Παράλληλο κείμενο

Κ. Καρυωτάκης, «Δον Κιχώτες» (από τη συλλογή Νηπενθή)

 

Οι Δον Κιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ως την άκρη

του κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την Ιδέα.

Κοντόφθαλμοι οραματιστές, ένα δεν έχουν δάκρυ

για να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαία.

 

Σκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλων

αστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσίς του δρόμου,

ο Σάντσος λέει «δε σ' το 'λεγα;» μα εκείνοι των μεγάλων

σχεδίων, αντάξιοι μένουνε και: «Σάντσο, τ' άλογό μου!»

Έτσι αν το θέλει ο Θερβαντές, εγώ τους είδα, μέσα

στη μίαν ανάλγητη Ζωή του Ονείρου τους ιππότες

άναντρα να πεζέψουνε και, με πικρήν ανέσα,

με μάτια ογρά, τις χίμαιρες ν' απαρνηθούν τις πρώτες.

 

Τους είδα πίσω να 'ρθουνε —παράφρονες, ωραίοι

ρηγάδες που επολέμησαν γι' ανύπαρχτο βασίλειο —

και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικά, πως ρέει,

την ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο!

(Κ. Καρυωτάκης, Ποιήματα και πεζά, επιμ. Γ. Π. Σαββίδης, Εκδ. Ερμής, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 1972, σελ. 22-23)

 

• Από ποια σκοπιά προσεγγίζει ο Κ. Καρυωτάκης το βαθύτερο μήνυμα του Θερβάντες;

 

4. Ενδεικτική βιβλιογραφία

Γεωργούσης Γ. (πρόλογος), Θερβάντες, Υποδειγματικές νουβέλες, Printa, Αθήνα, 2003.

Κουλουφάκος Κ., λήμμα «Θερβάντες», Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια. Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τόμος 4, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1991, σελ. 83-85.

Ματθαίου Η. (εισαγωγή), Μιγκέλ ντε Θερβάντες, Η Τσιγγανοπούλα (Παραδειγματικές νουβέλες), Γνώση, Αθήνα, 1989.

 

Αφιερώματα

Εφημ Καθημερινή /Επτά Ημέρες, 24/25-12-2005, «400 χρόνια Δον Κιχώτης Διαβάζω, τεύχος 176, Αθήνα, 1987.

Ιστορικά (Εφ. Ελευθεροτυπία), Οι πρωτοπόροι Μιγκέλ ντε Θερβάντες: ο κορυφαίος λογοτέχνης (1547-1616), τεύχος 26, Αθήνα, 2006.

Νέα Εστία, τεύχος 1782, Αθήνα, 2005.


1. Μυθιστορίες ήταν οι πρώτες διηγήσεις που γράφηκαν στη λαϊκή διάλεκτο και όχι στα λατινικά. Το περιεχόμενό τους ήταν ιστορίες αγάπης και περιπέτειας, με βασιλιάδες, πριγκίπισσες και αυλικούς που ζουν σ' έναν κόσμο φανταστικό και συχνά εξιδανικευμένο, σε χρόνο αόριστο και σε κόσμο ιδεατό.

2. Αριστοκρατικής καταγωγής.

 

pano

 


 

 

pano

 

Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.

 

Ήρωες

Οι ήρωες του κειμένου είναι:

 

Τόπος

Τα γεγονότα του κειμένου διαδραματίζονται:

 

Η χρονική σειρά των γεγονότων

Διακρίνουμε αναδρομικές αφηγήσεις, πρόδρομες, in medias res, εγκιβωτισμό, παρέκβαση, προϊδεασμό, προοικονομία:

 

Η χρονική διάρκεια

Σχέση του χρόνου της αφήγησης με τον χρόνο της ιστορίας (μικρότερος, ίσος, μεγαλύτερος).

Διακρίνουμε επιτάχυνση, παράλειψη, περίληψη, έλλειψη, αφηγηματικό κενό, επιβράδυνση:

 

Γλώσσα

Η γλώσσα του κειμένου είναι:

 

Αφήγηση

Η αφήγηση είναι πραγματική ή πλασματική, αφήγημα γεγονότων, λόγων ή σκέψεων…

 

Ο αφηγητής

Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός, ετεροδιηγητικός…

 

Η εστίαση

Η εστίαση είναι μηδενική, εσωτερική, εξωτερική…

 

Τα αφηγηματικά επίπεδα

Τα αφηγηματικά επίπεδα είναι εξωδιηγητικά, διηγητικά, μεταδιηγητικά:

 

Αφηγηματικοί τρόποι

Οι αφηγηματικοί τρόποι είναι: έκθεση, διάλογος, περιγραφή, σχόλιο, ελεύθερος πλάγιος λόγος, μονόλογος:

 

Ενότητες

Το κείμενο μπορεί να χωριστεί στις εξής ενότητες:

 

Το σχόλιό σας...

 

pano