Μετοχή αορίστου ε.φ.: θηλυκό, αιτιατική πληθυντικού
- λύσαντα
- λύσασαν
- λυσάσας
- λύσαντας
Μετοχή παρακειμένου ε.φ.: αρσενικό, γενική ενικού
- λελυκότος
- λελυκυίας
- λελυκυιῶν
- λελυκότα
Μετοχή παρακειμένου ε.φ.: ουδέτερο, αιτιατική πληθυντικού
- λελυκότος
- λελυκυίας
- λελυκυιῶν
- λελυκότα
Μετοχή ενεστώτα μ.φ.: ουδέτερο, δοτική πληθυντικού
- λυόμενον
- λυομένους
- λυομένῃ
- λυομένοις
Μετοχή ενεστώτα μ.φ.: θηλυκό, δοτική ενικού
- λυόμενον
- λυομένους
- λυομένῃ
- λυομένοις
Μετοχή μέλλοντα μ.φ.: αρσενικό, αιτιατική πληθυντικού
- λυσόμενον
- λυσομένους
- λυσομένῃ
- λυσομένοις
Μετοχή αορίστου μ.φ.: ουδέτερο, δοτική πληθυντικού
- λυσάμενον
- λυσαμένους
- λυσαμένῃ
- λυσαμένοις
Μετοχή παρακειμένου ε.φ.: θηλυκό, γενική πληθυντικού
- λελυκότος
- λελυκυίας
- λελυκυιῶν
- λελυκότα
Μετοχή ενεστώτα ε.φ.: θηλυκό, δοτική ενικού
- λύουσι
- λυούσαις
- λυούσῃ
- λύοντι
Μετοχή ενεστώτα ε.φ.: ουδέτερο, δοτική πληθυντικού
- λύουσι
- λυούσαις
- λυούσῃ
- λύοντι
Μετοχή αορίστου ε.φ.: αρσενικό, αιτιατική ενικού
- λύσαντα
- λύσασαν
- λυσάσας
- λύσαντας
Μετοχή αορίστου μ.φ.: θηλυκό, δοτική ενικού
- λυσάμενον
- λυσαμένους
- λυσαμένῃ
- λυσαμένοις
Μετοχή παρακειμένου μ.φ.: αρσενικό, αιτιατική πληθυντικού
- λελυμένον
- λελυμένους
- λελυμένῃ
- λελυμένοις
Μετοχή αορίστου μ.φ.: αρσενικό, αιτιατική ενικού
- λυσάμενον
- λυσαμένους
- λυσαμένῃ
- λυσαμένοις
Μετοχή ενεστώτα ε.φ.: αρσενικό, δοτική ενικού
- λύουσι
- λυούσαις
- λυούσῃ
- λύοντι
Μετοχή ενεστώτα μ.φ.: αρσενικό, αιτιατική ενικού
- λυόμενον
- λυομένους
- λυομένῃ
- λυομένοις
Μετοχή παρακειμένου μ.φ.: ουδέτερο, αιτιατική ενικού
- λελυμένον
- λελυμένους
- λελυμένῃ
- λελυμένοις
Μετοχή μέλλοντα ε.φ.: θηλυκό, δοτική πληθυντικού
- λύσουσι
- λυσούσαις
- λυσούσῃ
- λύσοντι
Μετοχή παρακειμένου μ.φ.: θηλυκό, δοτική ενικού
- λελυμένον
- λελυμένους
- λελυμένῃ
- λελυμένοις
Μετοχή παρακειμένου ε.φ.: θηλυκό, γενική ενικού
- λελυκότος
- λελυκυίας
- λελυκυιῶν
- λελυκότα