Η παραδοσιακή ανακατασκευή της ίδιας «πατέντας»

 

...Μια υπό στενή (μουσική) διαπραγμάτευση «εθνική-πολιτισμική ταυτότητα» -ως κάτι ιστορικά περίκλειστο και κατασκευασμένο έξω από τις κοινωνικά συνομολογημένες πολιτισμικές διαφοροποιήσεις, μακριά από την νεωτερική συνθήκη μιας συνεκτικής δημοκρατικής εθνικής αφήγησης- απέχει πολύ από την έκφραση της σολωμικής ελληνικής εθνικής αλήθειας. Η συναλληλία μιας διαπολιτισμικής θεώρησης στις δημιουργικές τομές ενός «ολιστικού» εθνικού μουσικού διακυβεύματος μόνο εγκυρότητα μπορεί να προσθέτει σ' αυτό το ίδιο αλλά και στις μερικές αλήθειες που το ανατροφοδοτούν.

H τρέχουσα ελλειμματική διαπραγμάτευση του ζητήματος, στη στοχοθεσία και στις πρακτικές των Μουσικών Σχολείων, βρίσκει την χαλαρή «θεσμική» κάλυψη της στην κυριαρχούσα ανάδελφη θεώρηση μιας αντιεπιστημονικά παγιωμένης «ελληνικής παραδοσιακής μουσικής», σ' ένα αυτοαναφορικό εθνοκεντρικό μουσικό-λαογραφικό πλαίσιο, μακριά από το ευνοϊκό γεωπολιτισμικό τοπίο που ιστορικά και συγχρονικά συνέχει τις ελληνικές μουσικές πρακτικές -αλλά και τις θεωρητικές τους κατακτήσεις- στο προνομιακό πεδίο της ανατολικής -κατά το σύστημα- μουσικής και των συμφραζόμενων της ποικίλων επίμονων προφορικών μουσικών παρακαταθηκών. Με ευθαρσώς δηλωμένη εξαίρεση το ΑΤΕΙ της Άρτας -που αρθρώνει μια θεώρηση της μουσικής (και) σε μια ευρεία πολιτισμική αντίληψη- τα τμήματα μουσικών σπουδών, ως επί το πλείστον, δίνουν την εικόνα ότι επαναπαύονται ή και επιμένουν φανατικά σε μια παραδοσιακή ανακατασκευή της ίδιας «πατέντας» χωρίς να δίνουν τα σημάδια μιας επιστημολογικής επαναδιαπραγμάτευσης μέσα στους «νέους» όρους του επιστημονικού πεδίου. Θεσμικά τουλάχιστον, αυτοί είναι οι ταγοί, από την τριτοβάθμια εκπαίδευση οφείλει να ξεκινάει αλλά και να στηρίζεται ο εκάστοτε επαναπροσδιορισμός (και) των εκπαιδευτικών πραγμάτων. Η όποια σύγχρονη αντίληψη για την «παραδοσιακή μουσική» δεν μπορεί ακαδημαϊκά να τελειώνεται μέσα σε μια κλειστή ως προς το παρελθόν και το μέλλον, τον τόπο και τον χρόνο, αντίληψη, για μια απο-τελειωμένη και αδιάκριτα χρηστική «παράδοση», παραγνωρίζοντας την παραλαβή της αλλά και τη νεωτερικότητα που αυτή -εκ παραδόσεως- τροφοδοτεί.

 

Βασίλης Βέτσος

Παρέμβαση στην 3η συνεδρία της Διημερίδας (Συνεδρίου) της Πανελλήνιας Ένωσης Γονέων Μουσικών Σχολείων με θέμα: « Τα Μουσικά Σχολεία στην Ελλάδα / Μουσική & Παιδεία - Αναδρομή, αξιολόγηση και προοπτικές» Ξάνθη 16 & 17 Μαρτίου 2007


 


Από έναν έρωτα πιάστηκα

...Θέλω συνειδητά να ορίζομαι και να συνομιλώ μέσα στους τεμνόμενους χώρους της λόγιας λαϊκότητας και της λαϊκής λογιότητας. Αυτή η πρόθεση μου κρίνεται καθημερινά από το όποιο αποτέλεσμα έχει, καθορίζοντας (και) τις παρακάτω εξειδικευμένες παρατηρήσεις-διαπιστώσεις μου.

Πράγματι το Μουσικό σχολείο, όπως το έχω δει στα 13 χρόνια (10 χρόνια μόνιμος και 3 ωρομίσθιος) προλαβαίνει -και με το παραπάνω- να διαμορφώσει προσωπικότητες που να μπορούν να αντιληφθούν, να πραγματοποιήσουν, το όραμα που περιέγραψε προηγουμένως ο κ. Βασιλειάδης. Νομίζω όμως ότι χρειάζεται -το λιγότερο- οι στόχοι και τα προγράμματα σπουδών του, να μην εξακολουθήσουν να μετεωρίζονται ανέφελα σε ατελέσφορες και παρωχημένες μουσικοπαιδαγωγικές θεωρήσεις και πρακτικές.

Για παράδειγμα -αν και μπορεί να θεωρηθεί ως οίηση από μέρους μου- θα σας πω, πώς κάνω ένα μάθημα εγχόρδου οργάνου: παίζω και τραγουδώ ένα θέμα, καταγράφω τον στίχο, αν έχει, παίζουμε με το μαθητή τη μουσική, ύστερα γράφω τις νότες (σημειώσεις μελωδίας και αρμονικής υποστήριξης, αν υπάρχει) σε κινητό ντο ή και αριθμοσολφέζ και μετά το παιδί γράφει τις νότες του, στο πεντάγραμμο. Έτσι, μεταξύ άλλων, μαθαίνουμε ότι αυτό που ατυχώς λέγεται θεωρία έχει πρωτίστως μια χρηστική και πρακτική διάσταση.

Τα Μουσικά Σχολεία έχουν προσφέρει πάρα πολλά αυτά τα 14 χρόνια, ιδιαίτερα στο χώρο της συνομιλίας μεταξύ γλώσσας και μουσικής. Είναι ένας δυναμικός χώρος και δεν του αξίζει να ασφυκτιά σε ένα νεοπαραδοσιακό κουτί με τσαρούχια , ή σ' ένα «νεωτερικό» ψευδοκοσμοπολίτικο ανάλογο, του τύπου “Μελωδόραμα”, ή ακόμα και θεσμισμένων διαγωνισμών που εξοκείλουν τραγελαφικά στο λεγόμενο «έντεχνο», δικαιώνοντας μια ψευδεπίγραφη, εμπορικώς χρηστική γενεαλογία, στοιχεία που παρεισφρύουν όλο και περισσότερο και σε δομικές, θεσμικού τύπου, διευθετήσεις.

Σ' αυτό το γενικό πλαίσιο οι πλείστες όσες εκφάνσεις του λαϊκού μουσικού μας πολιτισμού, με την εύχρηστη και ευλύγιστη ονομασία-συσκευασία «παραδοσιακή μουσική» μοιάζει να οδηγούνται σε ένα χρηστικό φολκλόρ, μακριά από την συγχρονική τελετουργική τους αυτοτέλεια που ως επί το πλείστον διαμορφώνεται με προφορικούς όρους, σ' ένα ατύπως συνομολογημένο, για τους μυημένους σ' αυτήν, εκάστοτε κοινωνικό πλαίσιο.

Τα χαρακτηριστικά αυτά δεν παύουν να είναι εκ των ων ουκ άνευ, σχεδόν σε όλες τις μουσικές πρακτικές που θέλουν να ενσωματώνουν ένα ύφος ενώ ιχνογραφούν το ήθος τους, η δε όποιας μορφής υποβοήθηση της μνήμης των επιτελούντων (με τις νότες-σημειώσεις τους, την παρτιτούρα) δεν αναιρεί τον υπέρτατο, δια της προφορικής οδού, επιδιωκόμενο σκοπό.

Δυστυχώς στην τρέχουσα μουσική-εκπαιδευτική πράξη, η συνήθης στρέβλωση, (την οποία τόσο χαρακτηριστικά περιέγραψε ο κ. Βασιλειάδης) επιτρέπει σε αρκετούς να ταυτίζουν το χαρτί (τις νότες) με τη μουσική. Έτσι το προφορικό ποιόν του πράγματος είναι σε πολύ χαμηλό επίπεδο μουσικότητας. Δεδομένου δε ότι η μουσικότητα -η ομορφιά, η καλλιέπεια γενικότερα- προσεγγίζεται οριακά αλλά και με πολλούς τρόπους, ας συμφωνήσουμε ότι η μουσικότητα μάλλον είναι μια ανησυχία που δεν μπορεί να χωρέσει αποκλειστικά ούτε σε τυποποιημένα προγράμματα σπουδών ούτε και σε ασφυκτικές ταξινομήσεις.

Περί αξιολόγησης και στοχοθεσίας.

Η λέξη αξιολόγηση έχει φθαρεί μέσα από μια δαιμονοποίηση, απ' τη μια ή την άλλη πλευρά. Το σίγουρο είναι ότι στο πλαίσιο αυτού (ναι αυτού) του συστήματος, πρέπει να τολμήσουμε έναν δυναμικό και απαιτητικό διάλογο, προβάλλοντας ή και αντιδιαστέλλοντας τις ρηξικέλευθες κοινωνικές-παιδευτικές μας προτάσεις που έστω και αν δεν μετακινήσουν εκ βάθρων τα τρέχοντα ταξικά συστημικά όρια, τουλάχιστον θα μας απαλλάξουν από το κόστος της συνευθύνης και της ανοχής στην ασφυκτική μετριοκρατία που τείνει να χαρακτηρίζει το υπάρχον σύστημα.

Τα Μουσικά Σχολεία, όπως και τ' άλλα σχολεία, δεν είναι για να βάζουν οι καθηγητές μεγάλους ή μικρούς βαθμούς. Ο μαθητής, η μαθήτρια, δεν είναι ένας αριθμός. Η αξιολόγηση προϋποθέτει την στοχοθεσία, τον σχεδιασμό τού (εν γένει και εν είδει) σχολικού παιδευτικού έργου και τότε, η πρώτη, θα έχει να κάνει με την παραγωγή, τελικά, μιας έγκυρης και θεσμοθετημένης κριτικής από και προς όλες τις κατευθύνσεις. Από πάνω προς τα κάτω και αντιστρόφως, αλλά και πλαγίως, οδηγώντας έτσι στην δυναμική άρθρωση ενός κρίσιμου πολιτικού λόγου, μιας δημοκρατικής πολιτικής και πολιτισμικής συνθήκης. Είναι ανήκουστο -αλλά καθημερινά βοά- η θεσμοθετημένη αξιολόγηση να περιορίζεται στο να ταυτίζουμε, απλά, ένα παιδί μ' έναν αριθμό και αυτό για κανέναν δεν είναι ευχάριστο. Είναι ευθύνη της Σχολικής Κοινότητας να εκφραστεί από και προς όλες τις κατευθύνσεις, γιατί δεν κατάφερε να κάνει αυτό, ή κατάφερε κι έκανε εκείνο, και να επιμερίσει τις ευθύνες που αναλογούν σε τρίτους. Οφείλει να το κάνει. Αλλιώς καραδοκεί ο ύπουλος εφησυχασμός, η έρπουσα διάλυση και τα σχολεία γίνονται ξέφραγα αμπέλια, όσες όψιμες απολαυστικές «διαθεματικότητες» κι αν σπεύσουν για να τα περιθάλψουν. Πολλώ μάλλον στο πεδίο της Μουσικής που εξ ορισμού έχει(;) και τις εννέα ανήσυχες Μούσες να την ανατροφοδοτούν.

Μέσα σ' αυτό το αξιολογικό πλαίσιο, η κλειστότητα, τολμώ να πω, η σεμνοτυφία που μοιάζει να αποπνέει η προηγηθείσα παρέμβαση «περί ασώτων δασκάλων του μπουζουκιού» αλλά και η αποσυμβολοποίηση του μεγάλου παιχνιδιάτορα του κλαρίνου που παραδειγματικά αναφέρθηκε, ηχούν στα αυτιά μου τουλάχιστον ως πολιτισμικά φάλτσα.

Νομίζω ότι έτσι απαξιώθηκε συνολικά το σύμβολο μπουζούκι , ας σημειωθεί δε ότι αυτό ενσαρκώνει τον σύγχρονο ταμπουρά και ότι είναι το ίδιο όργανο που φέρει τον Επιτάφιο του Γιάννη Ρίτσου, αν αυτά συγκινούν περισσότερο. Μας απασχολεί λοιπόν, ολοκληρωτικά, που κάποιος δάσκαλος του μπουζουκιού μέθυσε αλλά όχι ο άλλος δάσκαλος που κι αυτός μέθυσε κάποια μέρα αλλά διδάσκει -επί παραδείγματι- ευρωπαϊκά κρουστά (τι ορολογία κι αυτή…). Το επιλεγμένο παράδειγμα του συμβόλου της λαϊκής μας μουσικής (Πετρολούκας Χαλκιάς) αλλά και οποιουδήποτε προσώπου φέρει ανάλογη συμβολική δύναμη, δόθηκε για να φωτίσει εμφατικά την αγκύλωση, το ταμπού, της επιστημονικής-παιδαγωγικής κοινότητας στο να επιχειρήσει τον εμβολιασμό του χώρου της νοτοκρατούμενης Μουσικής Παιδείας μας, με τους «μικρούς» και «μεγάλους» μα(ΐ)στορες της προφορικότητας, εντάσσοντας τους, με ευέλικτους -και υπεράνω του αξιοπρεπούς- τρόπους, στους χώρους της θεραπείας των Μουσών. Βέβαια, την ίδια στιγμή μια απολιθωμένη (αποικιακού τύπου) ερευνητική πρακτική δεν παύει να βαπτίζει αποκλειστικά ως «πληροφορητή» τον άνθρωπο (κι όχι individual ) που τις περισσότερες φορές μυεί τον «ερευνητή», όταν σε αρκετές νεότερες επιστημολογικές θεωρήσεις, αυτός, ο ερευνών, μάλλον διεκδικεί ισότιμα τον τίτλο του ερευνούμενου.

Μου φαίνεται πως ήρθε (έστω και απελπιστικά αργά) το πλήρωμα του χρόνου -και είναι ευοίωνη η σχετική αναφορά του κ. Βασιλειάδη, όπου διατυπώθηκε τουλάχιστον μια σαφής πρόθεση- να μπορούν να βρουν οι δύσκαμπτοι αυτοί «πληροφορητές» τους ανάλογους όρους υποδοχής-εργασίας, δηλαδή την εκφρασμένη κοινωνικά ανταμοιβή, κι όχι την θεσμική απαξίωση.

Η διχοτομία που επικαλούμαι: «προφορικότητα - λογιότητα», σαν ταξινομικός οδηγός προτεραιοτήτων, δεν παύει να καθορίζει τα δέοντα γενέσθαι -ιδιαίτερα στη μη μεταβιομηχανική κοινωνία μας, με το ευνοϊκό ευρύτερο γεωπολιτισμικό της τοπίο- όσο κι αν διατείνεται κανείς το αντίθετο. Άλλωστε, καμιά θεωρητική προσέγγιση δεν ακυρώθηκε οριστικά, επειδή το αποφάσισε ανεπιστρεπτί μια νεότερη θεωρητική σύλληψη.

Προσπάθησα προηγουμένως να αναφερθώ σε κάποιες βιωματικές (εντός εκπαιδεύσεως) εκφάνσεις της δικής μου προφορικότητας που παρότι κινούνται στο χώρο του αυτονόητου, επιμένουν πληκτικά να εμφανίζονται ως αντιπαράδειγμα, μέσα στο μείζον πρόβλημα της κυρίαρχης «μουσικής» γραφειοκρατείας. Φυσικά κι ο Μπαχ δεν είναι μόνον η παρτιτούρα του Μπαχ. Αλλά δυστυχώς κανείς δεν τολμά να θεσμίσει ανάλογα, ότι ένας παιδαγωγός μπορεί να κριθεί -για παράδειγμα- και από το πόσες παραλογές θα αφηγηθεί στα παιδιά, απ' το προσωπικό του τραγούδισμα, απ' το πόσα παραμύθια ξέρει να μας πει, κλέβοντας την θειά Μαριάνθη (την επιστάτρια στο σχολείο της μητέρας μου) που κρέμονταν 80 παιδιά απ' τα χείλια της, όταν έλειπαν οι δασκάλοι.

Αλήθεια το παιδαγωγικό «μας» σύστημα, πως θα αντιμετωπίσει, τίμια, τέτοια -ακόμα εν ζωή- παραδείγματα; Ας μην είναι και τα μεγάλα (σε μια αυτάρεσκη για μας, καμιά φορά, βάση) συμβολικά ονόματα.

Ο γιος μου πήγε στο Μουσικό Σχολείο της Θεσσαλονίκης και είμαι ευτυχής που μπόρεσε να γευθεί λίγα πράγματα από την πηγή του Σόλωνα Λέκκα. Δεν αξίζει κι ο μαθητής του αντίστοιχου Σχολείου -αυτού της ιδιαίτερης κοινής μας πατρίδας- να έχει τουλάχιστον την ίδια τύχη; Να ακούσει, από πρώτο χέρι, τις παραλογές, τις ατέλειωτες «μεγάλες τραγούδες», τους σκοπούς, του χορούς, να μεταφράσει με νεωτερικό τρόπο το σολώνειο επιτελεστικό τους πλαίσιο στα σημερινά για αυτόν συμφραζόμενα; Δυστυχώς όμως -απ' όσο γνωρίζω- ούτε για έναν καφέ δεν πέρασε από 'κεί ο Υπερλέσβιος Μύστης.

Και για να πάμε παραδίπλα, εκεί που γίνεται ο συνωστισμός των «έντεχνων επιγόνων»: Αλήθεια αν θα έμπαινε στο Υπουργείο Παιδείας ο Μάνος Χατζιδάκις τι χαρτιά θα του ζητούσαν; Εμείς της κιθαριστικής, κάτι ξέρουμε και ζηλεύουμε απ' το παράδειγμα του Έκτορα Βίλλα Λόμπος. Γιός γιατρού μάθαινε το τσέλο. Ύστερα, δωδεκαετής, πήγε στο ναό της μουσικής πιάτσας, να μάθει την κιθάρα στις γκρούπες του Περναμπούκο. Πέρασε κι απ' το ωδείο για την «αρμονία» αλλά νωρίς εγκατέλειψε το σταυρόλεξο, έφυγε στην επαρχία, στη ζούγκλα, μελέτησε τη μουσική της, τον ήχο της, κι όταν γύρισε μελέτησε τον Μπαχ, μόνος του, μας χάρισε τις Μπαχιάνας Μπραζιλέιρας, δίδαξε σύνθεση στη Γαλλία, για να καταλήξει υπεύθυνος της μουσικής παιδείας στη χώρα του.

Η Ελλάδα, μη έχοντας περάσει (και αυτή) τη βιομηχανική επανάσταση, απ' την άλλη θεωρώντας τον «πολιτισμό» βαρειά βιομηχανία της, δυστυχώς μάλλον δικαιολογημένα (ως προς το έωλον του προαναφερθέντος διακυβεύματος) μοιάζει να μη θέλει, πεισματικά, να διαπραγματευθεί το στοιχείο της προφορικότητας, σε μια σοβαρή βάση.

Αλλά ευτυχώς δεν ορίζονται ακόμα όλοι οι άνθρωποι, αποκλειστικά από το «μετανεωτερικό» κυρίαρχο τηλεοπτικό γλεντοδρώμενο, που εν πολλοίς μας επιβάλλεται. Κάποιοι ακόμα μπορούν και μιλούν παλιές και νέες ιδιαίτερες γλώσσες, αντλώντας από πηγές εξίσου σημαντικές στην πολιτισμική τους αποτίμηση με αυτές που είναι λόγιες (δηλαδή γραπτές) αλλά που ευτυχώς, ακόμα συμβαίνει να προφέρονται κιόλας. Δεν μιλάμε γι' αυτούς που κινούν τα δάχτυλα ή το μολύβι, αποκλειστικά στις επιφανειακές οδηγίες μιας παρτιτούρας. Αυτοί, είτε ωδειακοί, είτε πανεπιστημιακοί, είτε εξωγήινοι, δε φαίνεται να μοιράζονται την ανησυχία των Μουσών αλλά ούτε και αυτήν την ταπεινή συναδελφική μου αλληλεγγύη. Αν ήταν μόνο έτσι, δεν θα κατέληγα ποτέ σ' αυτόν τον περίεργο χώρο… επαγγελματικά. Από έναν έρωτα πιάστηκα.

Βασίλης Βέτσος

Παρέμβαση στην 2η συνεδρία της Διημερίδας (Συνεδρίου) της Πανελλήνιας Ένωσης Γονέων Μουσικών Σχολείων με θέμα: « Τα Μουσικά Σχολεία στην Ελλάδα / Μουσική & Παιδεία - Αναδρομή, αξιολόγηση και προοπτικές» Ξάνθη 16 & 17 Μαρτίου 2007