ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΡΗΣΟΒΑΣΙΛΗΣ

ΤΗΣ ΞΕΝΙΤΙΑΣ


 

Πληροφορίες για τον Χρήστο Χρηστοβασίλη εδώ.

Η ψηφιοποίηση έγινε από το βιβλίο ΤΗΣ ΞΕΝΙΤΙΑΣ, εκδ. Χαραλ. Ανδρεάδη, Αθήνα, 1907. Χρησιμοποιήθηκε μονοτονικό κι έγινε ορθογραφική προσαρμογή.

 


Ανήμερα τα Φώτα, το δειλινό της παραμονής του Αϊ- Γιαννιού, η κάκω η Μήτραινα, σαν όλες τις παραμονές του Αϊ-Γιαννιού, έσφαξε μια παχιά και μεγάλη κότα, από τες δέκα-δώδεκα κοτούλες που είχε στην πλατύχωρη αυλή της, τη ζεμάτησε, τη μάδησε και την έβαλε να βράσει ακέρια, μέσα σ' ένα κακάβι, συγύρισε το σπιτοκάλυβό της, έστρωσε στην κορφή της παραστιάς τη νυφιάτικη την προκόβα της, έδεσε τη γκρινιάρα της τη σκύλα στην κρικέλα, και περίμενε, σαν όλες τις παραμονές του Αϊ- Γιαννιού, να' ρθει ο ξενιτεμένος της ο Γιάννης, ξημερώνοντας του Αϊ-Γιαννιού.

Αυτή η ιστορία εξακολουθούσε χρόνια και χρόνια.

Ήταν ακόμη νια η κάκω η Μήτραινα, όταν χήρα πεντάμορφη και πεντάρφανη, ξεκίνησε τον μονάκριβό της τον Γιάννη για την έρημη την ξενιτιά. Δεν είχε ακόμα άσπρη τρίχα στα κατάμαυρα και σγουρά μαλλιά της, όταν τον φίλησε για ύστερη φορά, και τον είδε ψηλά από τη ραχούλα, από τ' αγνάντια απάνω, με δακρυόπνιχτα μάτια, να χάνεται στο μάκρος του δρόμου, και να γίνεται άφαντος. Χρόνια και χρόνια από τότε η δόλια η κάκω Μήτραινα περνούσε τη ζωή της μονάχη στο σπιτοκάλυβό της, έχοντας για μόνη συντροφιά της τους τέσσερους τοίχους, το εικόνισμα, τη στια, μια γίδα, μια γάτα, μια σκύλα και καμιά δεκαριά κότες, μ' έναν όμορφο πετεινό, που της χρησίμευε κάθε πρωί σαν ωρολόγι, να την ξυπνάει για ν' ανάβει τη φωτιά της και ν' αρχινάει το εργόχειρο της: ρόκα ή πλέξιμο ή μπάλωμα ή για να πηγαίνει στο λόγγο να ζαλκώνεται και να κουβαλάει ξύλα.

Τα νιόπαιδα του χωριού πήγαιναν κι έρχονταν στην ξενιτιά, ποιο σε τρία, ποιο σε τέσσαρα και ποιο σε πέντε χρόνια, το βαρύ-βαρύ, αλλ' ο Γιάννης της κάκως της Μήτραινας ούτε φαίνονταν, ούτε ακούονταν πουθενά! Όλος ο κόσμος τον θωρούσε χαμένο και ο προεστός του χωριού τον ξέγραψε από το δεφτέρι του, για να μη πληρώνει η κακομοίρα η κάκω Μήτραινα το χαράτσι του. Και όμως η κάκω η Μήτραινα έσχισε τα ρούχα της, άμα έμαθε ότι της ξέγραψε ο προεστός το παιδί της, και πήγε στο σπίτι του και τον έκανε απ' άσπρου.

—Ακούς εκεί, έλεγε βγαίνοντας από του προεστού, να μου σβήσει το παιδί μου! Τι τον μέλλ' αυτόν, σαν πληρώνω εγώ; Να σβήσ' το κεφάλι του ο παλιάνθρωπος! Κακό χρό... να μην έχει!

Είχε πάντα την καρδιά της γεμάτη ελπίδα, ελπίδα ζουρλή και παράλογη, και της φαίνονταν ότι το παιδί της ήταν γερό και καλά, ότι κέρδαινε χρήματα με το σωρό, ότι απόχτησε χρήματα, κι ότι βρίσκεται στο δρόμο να 'ρχεται. Ζούσε η καημένη με τ' αργατικό, πότε στ' αμπέλια και πότε στα χωράφια των χωριανών της, κι ενώ όλος ο κόσμος τη συμπονιόνταν, αυτή δεν το 'βανε κάτω, αλλ' απολογιόνταν με θυμό;

—Μπα! και ποιος σας πληρώνει να μου τραβάτε την αγκούσα; Μη σας πέρασ' από την ιδέα ότι χάθηκε το παιδί μ' και δεν θα μόρθ; Αυτό ζει και βασιλεύει, δόξα σ' ο Θεός! Έτσι μου λέει η ελπίδα, πόχω εδώ μέσα στην καρδιά μ'!

Κάθε δειλινάκι, χειμών' καλόκαιρο, όταν έτρεμε ο ήλιος να βασιλέψει, άφηνε την αργατιά της και γνέθοντας πήγαινε ψηλά στη ραχούλα, στ' αγνάντια του χωριού, που δίνουν στο μάτι μεγάλο δρόμο, κι εκεί κάθονταν κι αγνάντευε τη στράτα, ως μια ώρα μακριά, όσο έκοβε το μάτι της, και με ανίκητη ελπίδα ακολουθούσε τους διαβάτες που έρχονταν και μοναχοκουβέντιαζε:

—Να! αυτός είναι! Αυτός ο καβαλάρης! Κοίτα πώς τρέχει το μουλάρι του! Καλώς όρισες, παιδί μ'! Καλώς -τα μάτια σ' τα δυο!

Και ξεφώνιζε κι άνοιγε την αγκαλιά της με άφατη χαρά, και ροβολούσε δύο-τρία βήματα, αλλ' ο καβαλάρης εκείνος δεν ήταν ο Γιάννης της κάκως της Μήτραινας, ούτε καν χωριανός της, γιατί, άμα ζύγωνε προς το χωριό, έπαιρνε τον άλλον τον δρόμο, τραβώντας για ξένο χωριό, κι η κάκω Μήτραινα, χαρωπή-χαρωπή, έπαιρνε από κοντά με το βλέμμα της άλλον καβαλάρη διαβάτη, για το Γιάννη της, όσο που κι αυτός έπαιρνε άλλον δρόμο, και δεν έφευγε από τ' αγνάντια παρά όταν θόλωνε κι άρχιζε να χύνεται το σκοτάδι με το σακί απάνω στη γη. Τότε γύριζε στο σπιτοκάλυβό της γελαστή και χαρωπή, σαν πάντα, με την καρδιά της γεμάτη ελπίδα, κουνώντας το κεφάλι της και λέγοντας:

—Ποιος ξέρ' το μοναχό μ' πού να νυχτώθηκε! Δεν το άφηκε η κούραση του δρόμου να φτάσ' απόψε! Κι αύριο μέρα του Θεού ξημερών'! Αύριο έρχεται...

Αυτή η δουλειά εξακολούθησε χρόνια και χρόνια. η ελπίδα φώλιαζε βαθιά στα φυλλοκάρδια της κάκως της Μήτραινας και τίποτε δεν μπορούσε να την ξεσκαλίσει απεκεί μέσα. Οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια περνούσαν μπροστά της σαν ορμητικό ποτάμι, σαν όνειρο φτερωτό και παρέσερναν στο διάβα τους νιάτα κι ελπίδες, αλλ' η κάκω η Μήτραινα δε σκοτίζονταν καθόλου κι είχε πάντα την καρδιά της περιβόλι. Όταν δούλευε με την αργατιά, αυτή έσερνε πάντα το τραγούδι και τραγουδούσε όλο ξενιτεμένα τραγούδια, για τον ξενιτεμένο τον γιο της, που πάντα έρχονταν σε χρυσοκάπουλη μούλα, και ποτέ δεν φαίνονταν! Όλος ο κόσμος, άντρες και γυναίκες, την ψυχοπονιόνταν την καημένη την κάκω Μήτραινα κι έλεγαν μέσα τους:

—Ο Θεός να της αβγατάει την ελπίδα της ορφανής!

Τα λιανόπαιδα όμως του χωριού, όταν η κάκω η Μήτραινα τραβούσε με την ρόκα στο ζωνάρι προς τ' αγνάντια, για ν' αγναντέψει τάχα τον γιόκα της, που έρχονταν από τα ξένα, την έπαιρναν από το κοντό, κι όταν άρχιζε να μοναχοκουβεντιάζει της έλεγαν με παιδιακίσια κακία:

«Όταν ασπρίσει ο κόρακας και γένει περιστέρι

Τότε κι ο Γιάννης σου θα' ρθεί, μ' ένα ραβί στο χέρι».

Χα χα χα χα χα χα χα χααα!

Η κάκω η Μήτραινα τες πλειότερες φορές δεν τους απολογιόνταν, αλλ' όταν την παραφούρκιζαν, τα κακολογούσε:

-Ουγκζού! Να δαγκάσετε τη γλώσσα σας! Ουγκζού! Κακό χρό... να μην έχετε! Έτσι λέτε σεις να μην έλθει ο Γιάννης μου! Μωρέ θα 'ρθει, παλιόπαιδα, και θα σκάσετε!...

Στο τέλος άλλαζε τη φωνή της και τα 'πιανε με το καλό: —Σωπάτε, παιδάκια μ'! Σωπάτε, καλημέρα σας! Τι καλούδια θα σας φέρει ο Γιάνν'ς μον ολωνών, όταν έρθ' !...

Και τα παιδιά, ακούοντας ότι ο Γιάννης της Μήτραινας θα τους έφερνε καλούδια, προντίζονταν και την άφηναν ήσυχη.

Πέρασαν χρόνια και χρόνια, που εξακολουθούσε η κάκω η Μήτραινα να ελπίζει, κι όλο να ελπίζει. Κάθε βράδυ περίμενε το Γιάννη της και κάθε βράδυ ξενυχτούσε έρημη και μοναχή στο σπιτοκάλυβό της, χωρίς να χολιάζει, χωρίς να αδημονάει, χωρίς ν' απελπίζεται, περιμένοντας και βγαίνοντας στ' αγνάντια. Είχε χάσει τον λογαριασμό πόσα χρόνια είχε ο Γιάννης της στα ξένα. Δεν θυμόνταν πόσα χρόνια της βάραιναν τη ράχη, κι από την ημέρα που ξεκίνησε το μονάκριβο της, και τ' αγνάντεψε από τη ραχούλα, ώσπου το 'χασε από τα δακρυόπνιχτα μάτια της, είχε σκεπάσει τον καθρέφτη της, που είχε κρεμασμένο δεξιά στη θύρα της, κι από τότε δεν είχε ιδεί το πρόσωπό της! Τα μαλλιά της είχαν ασπρίσει όλα, τα μούτρα της είχαν ζαρώσει κι η ράχη της είχε κυρτώσει, κι αυτή δεν το γνώριζε! Τα χρόνια σωρεύονταν το έν' απάνω στ' άλλο, κι η κάκω η Μήτραινα δεν το καταλάβαινε, γιατί τα δόντια της στέκονταν γερά, και κάθε Σάββατο που λούζονταν, λούζονταν σύνταχα, στα σκοτεινά, στο πρώτο λάλημα του πετεινού της και πέταζε τ' αποχτενίδια στη φωτιά, κι έτσι δε μπορούσε να ιδεί τα μαλλιά της που είχαν γίνει άσπρα σαν βαμπάκι.

Αν και κάθε δειλινό έβγαινε στ' αγνάντια η κάκω η Μήτραινα, για να ιδεί το παιδί της να 'ρχεται, όμως ούτε φαγί ετοίμαζε, ούτε την προκόβα έστρωνε, ούτε τη σκύλα έδενε στην κρικέλα, για να μην αλυχτάει τους χωριανούς. Μόνο την παραμονή του Αϊ- Γιαννιού έκανε αυτή τη δουλειά. Το είχε κομποδεμένο εκείνη την ημέρα, ότι θα 'ρχονταν ο Γιάννης της, χωρίς άλλο, ξημερώνοντας η γιορτή του, κι από την παραμονή, χωρίς να βγει καθόλου στ' αγνάντια, έσφαζε την παχύτερη της την κότα, τη ζεματούσε, τη μαδούσε, και την έβανε να βράσει, σκούπιζε το σπίτι καλά καλά, έστρωνε την προκόβα της τη νυφιάτικη στην κορφή κι έδενε τη σκύλα στην κρικέλα, για να 'ναι όλα έτοιμα το πρωί, και να μην έχει άλλη δουλειά, παρά να πάει μόνο στην εκκλησιά κι ούδ' άλλο, κι ούδ' άλλο.

Τόσοι Αϊ- Γιάννηδες πέρασαν καρτέρει και καρτέρει, που μπορούσαν να φκιάσοι»ν ακέριο μήνα, κι ο Γιάννης της κάκω Μήτραινας δε φαίνονταν! —Τι να είχε γίνει ο Γιάννης της κάκως της Μήτραινας; —Χωρίς άλλο θα έλιωσαν τα κόκκαλά του άβγαλτα κι ατάραγα, κάτω από το μαύρο μνήμα, χωρίς κηρί, χωρίς λιβάνι, χωρίς τρισάγιο, χωρίς λουλούδια, χωρίς δάκρυα! Αλλά, πού περνούσαν αυτά από το νου της κάκως της Μήτραινας! Μπάξ' ο Θιος να της έκανε κανείς τέτοιον λόγο! Τον έτρωε με τα σκουτιά!...

Τι λέγαμε στην αρχή;... Α! λέγαμε ότι η κάκω η Μήτραινα έσφαξε την πλειό παχιά της κότα, τη ζεμάτησε, τη μάδησε και την έβαλε να βράσει ακέρια, σιγύρισε το σπιτοκάλυβό της, έστρωσε στην κορφή της παραστιάς την προκόβα της τη νυφιάτικη, έδεσε στην κρικέλα τη σκύλα της και περίμενε να ξημερώσει του Αϊ-Γιαννιού, για να 'ρθει ο ξενιτεμένος της...

Όταν έβρασε καλά καλά η κότα, είχε βασιλέψει ο ήλιος. Τότε η κάκω η Μήτραινα την έβγαλε από τη φωτιά, την απόθεκε ψηλά στο πεζούλι της στιας, κι ύστερα έκανε το σταυρό της μπροστά στο εικόνισμα, παρακαλώντας την κυρά την Παναγιά και τον Αϊ-Γιάννη να της φέρουν το παιδί της γερό και καλά από τα ξένα, πήρε την τσέργα της, χάλασε και σκέπασε τη φωτιά, έσβησε το λυχνάρι, και πλάγιασε ψηλά στην προκόβα της τη νυφιάτικη, για να κοιμηθεί, γιατί ήταν περασμένη ώρα.

Τα πρόσφορα τα είχε έτοιμα από την ημέρα του Σταυρού. Το βαθύ πρωί, νύχτα ακόμα, πριν λαλήσουν οι πετεινοί, άμα ήκουσε το σήμαντρο της εκκλησιάς, σηκώθηκε, νίφτηκε, άναψε το καντήλι στο εικόνισμα, έκανε το σταυρό της, άναψε τη φωτιά, κι έβαλε ψηλά ένα μεγάλο κούτσουρο· έφκιασε τρία-τέσσερα κηριά, από ένα κρουγγί κηρί, που είχε ψηλά σε μια σκαλοφρύδα, γέμισε το ροΐ της λάδι, πήρε το πρόσφορό της, και κίνησε για την εκκλησιά, κλειώντας πίσω της τη θύρα μόνον με το μάνταλο, για να μπορέσει να μπει μέσα μονάχο του, το ξενιτευμένο της το παιδί. Ήταν τόσο βέβαιη η κάκω η Μήτραινα ότι θα 'ρχονταν, χωρίς άλλο, ο Γιάννης της εκείνο το πρωί, που μπορούσε να στοιχηματίσει το κεφάλι της το ίδιο. Στην εκκλησιά κάθισε από την αρχή της λειτουργίας ως το τέλος και, κατά πώς το συνηθούσε πάντα, πήγε στη θύρα του ιερού πρώτη-πρώτη, για να πάρει αντίδωρο μπροστύτερα απ' όλο τ' άλλο το χωριό, και να πάγει γλήγορα στο σπίτι της, να δεχτεί το παιδί της, που έρχονταν από την ξενιτιά. Έτσι έκανε πάντα, κι ο παπάς, που ήξερε αυτή την αδυναμία της, της έδινε αντίδωρο πρώτα απ' όλους, κι αυτή, παίρνοντας τ' αντίδωρο, βγήκε τρεχάτη από την εκκλησιά, κρατώντας στο χέρι το αδειανό το ροΐ, και τράβηξε ίσα για το σπιτοκάλυβό της.

Και το ότι δεν είχε φέξει καλά, όταν γύριζε, κι η συννεφιά η βαριά, που κρέμονταν στον αιθέρα, έκαναν τον ουρανό μαύρον και φόβιον. Ο άνεμος τραβούσε δυνατά, κι η κάκω η Μήτραινα έτρεχε γλήγορα, πατώντας όπως λάχαινε, μέσα στες λάσπες, για να φτάσει το γληγορότερο στο σπιτοκάλυβό της και να σφίξει στην αγκαλιά το παιδί της. Μπαίνοντας μέσα στην αυλή, κοίταξε ολόγυρα για να δοκηθεί αν κλωτσοβροντάει κανένα μουλάρι, και μη δοκιώντας τίποτε, απόθεκε κάπου το ροΐ της, βγήκε στο δρόμο και τράβηξε ίσια κατά τ' αγνάντια, κι άμα έφτασε στη μεριά που είχε ξεχωριστεί τον Γιάννη της, φώναξε με μεγάλη φωνή:

—ΏωωρεΓιάννηηηηη! Γιάννηουουουουου!!!..

—Όρσεεεεε!!!

Απολογήθηκε μια φωνή από μακριά.

—Χτύπα γλήγορα, παιδάκι μ', γιατί σ' έφαγε το κρύο!

Του απολογήθηκε η κάκω η Μήτραινα.

Σε λίγο το ποδοβολητό του μουλαριού ακούονταν ξαστερότερα, αλλ' η κάκω η Μήτραινα δεν το κουνούσε παραπέρα από εκείνη τη μεριά. Τον περίμενε εκεί τον Γιάννη της, ώσπου ήρθε.

—Παιδάκι μ'! και ψυχούλα μ'!

—Μανούλα μ'! Ποιος σου πήρε τα σχαρίκια και βγήκες τέτοια ώρα εδώ να με καρτεράς;

—Η Ελπίδα μ', ψυχούλα μ'. Η ανίκητη Ελπίδα μ' που φώλιαζε μέσα εδώ στην καρδιά μ' βαθιά!

Ο Γιάννης κατέβηκε από το μουλάρι, η κάκω η Μήτραινα άνοιξε την αγκαλιά, και μάνα και παιδί έγιναν ένα σώμα από το σφιχταγκάλιασμα. Εκεί στην ίδια μεριά, που αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν μάνα και παιδί το θεόπικρο αγκάλιασμα και φίλημα του ξεχωρισμού εδώ και τόσα χρόνια, εκεί στην ίδια τη μεριά πάλε μάνα και παιδί ξαναφιλιόνταν και ξαναγκαλιάζονταν το χαρμόσυνο φίλημα κι αγκάλιασμα του ερχομού! Κι έτσι, φιλιώντας κι αγκαλιάζοντας, έφτασαν στο σπιτοκάλυβο. Μια βαριά ντουφέκια έπεσε στον αυλόγυρο της κάκως της Μήτραινας, που βρόντησε όλο το χωριό. Η χαρά της κάκως της Μήτραινας ούτε γράφεται ούτε μολογιέται!

—Μωρέ τι τρέχει;

Έλεγε ο ένας στον άλλο.

—Κάποιος ξενιτεμένος θα 'ρθε!

Απολογιόνταν.

Σε λίγο όλο το χωριό έμαθε ότι ήρθε ο Γιάννης της κάκως της Μήτραινας από τα ξένα, κι έτρεξαν να τον καλωσορίσουν. Το σπιτοκάλυβό της κάκως της Μήτραινας γέμισε κόσμο κι αχολογούσε από φιλήματα, ευκές και καλωσορίσματα. Ο ουρανός είχε φέξει κι ο ήλιος έβγαινε πίσω από τα σύννεφα.

Κι όταν ο κόσμος τραβήχτηκε και τα λιανοπαίδια πήραν τα καλούδια τους, που τους ήταν ταγμένα τόσες φορές χι έμειναν μάνα και παιδί μοναχοί τους, τότε η κάκω η Μήτραινα κοίταξε καλά-καλά το Γιάννη της, και βλέποντας λίγες άσπρες τρίχες στα μουστάκια του και στα μαλλιά του, του είπε με κάποιον μελαγχολικόν τόνο:

—Άρχισες να γηράζεις, παιδάκι μ', κακό που μ' ηύρε!

—Αμ τι δα! Μισοκαίριασα, μάνα μ'!

Της απολογήθηκε ο Γιάννης.

Της φάνηκε παράξενο της κάκως της Μήτραινας η κουβέντα του Γιάννη της, γιατί της φαίνονταν ότι δεν είχαν περάσει παρά λίγα χρόνια, τρία ή τέσσαρα μοναχά, αφόντας τον ξεκίνησε, ολωσδιόλου αμούστακο, για τα ξένα. Παράξενο της φαίνονταν που τον έβλεπε και μουστακωμένον ακόμα. Σ' αυτό απάνω έπεσε το μάτι στον καθρέφτη της ταμπακιέρας, που 'χε ο Γιάννης τον καπνό του, και της φάνηκε, ότι είδε ένα ξένο πρόσωπο μέσα στο σπίτι. Τρόμαξε. Ήταν αυτή μέσα στον καθρέφτη; Μα πώς ήταν δυνατό! Τότε για να καταλάβει καλύτερα πήγε στο δεξί της θύρας, σήκωσε το σκέπασμα από τον καθρέφτη και, για πρώτη φορά, αφόντας ξενιτεύτηκε ο Γιάννης της, κοίταξε μέσα το πρόσωπό της. Είδε τα μαλλιά της κάτασπρα βαμβάκι και το πρόσωπο της πρόσωπο βάβως! Όλη η δροσιά του προσώπου της ήταν φευγάτη! Αναστέναξε μες από την καρδιά της κι είπε με καημό μεγάλο:

—Γέρασα η καημένη, και δεν το 'ξερα!

Κι ύστερα από λίγη σιωπή, ξανάπε:

—Αφού σ' απόλαψα, παιδάκι μ', το ίδιο κάνει κι αν γέρασα κι αν δεν γέρασα!

Το κοίταγμα μέσα στον καθρέφτη την έκανε να μελαγχολήσει... Κρέμασε τα μούτρα κι άρχισε να συλλογιέται. Συλλογίστηκε, συλλογίστηκε κι άρχισε να κλαίει, και τα δάκρυα της κίνησαν κι έτρεχαν σαν κουμπιά μαργαριτάρι. Πλειότερο από τριάντα χρόνια είχαν περάσει που δεν είχαν δακρύσει τα μάτια της κάκως της Μήτραινας, από την πολλή της την ελπίδα. Έκλαιε, έκλαιε η κάκω η Μήτραινα, που δεν ήξερε ως τότε τι θα ειπεί κλάμα και πόνος. Έκλαιε τα θαμμένα της τα νιάτα σε τριάντα χρονών και πλειότερο ξενιτιά. Όλη η πολύχρονη ξενιτιά του μοναχογιού της έγινε ένα καταπότι και την κατάπιε μονομιάς! Τι κλονισμό που αισθάνονταν εκείνη τη στιγμή μέσα στα τρίσβαθα της καρδιάς της! Όταν η καρδιά κολυμπάει σε πέλαγο ιερής λύπης, η ψυχή βρίσκεται σταυροχεριασμένη μπροστά στον Πλάστη της!

Ο Γιάννης, για να σκορπίσει τη λύπη της, είπε, προσπαθώντας να κρύψει κι αυτός τη συγκίνησή του και τα δάκρυά του:

—Δε μας φέρ'ς να φάμε, μάνα;

—Αλήθεια παιδάκι μ', μου είσαι πεινασμένο!...

Είπε και σηκώθηκε τρικλίζοντας, έστρωσε τραπέζι, κι απόθεκε απάνω τα χουλιάρια, το ψωμί και το προσφάγι, και κάθισαν να φάνε.

Ύστερα από το φαγητό ο Γιάννης έδωκε στη μάνα του μα σακούλα γεμάτη φλωριά, να τα 'χει δικά της, και να δίνει για την ψυχή της, και της διηγήθηκε την ιστορία της ξενιτιάς του:

—Φεύγοντας, μανούλα μ', απεδώ, πήγα στο Βουκουρέστι. Την ίδια μέρα μπήκα σ' έναν αφεντικό, κι ύστερα από μια βδομάδα ξεκινήσαμε μαζί για τη Μολδαβία, όπου είχε το σπίτι του και τα χτήματά του. Έδειξε τόση αγάπη και συμπάθεια για μένα, ο αφεντικός μ', που δεν μολογιέται. Με θεωρούσε σαν παιδί τ'. Εκεί μια μέρα, ύστερα από λίγον καιρό, μόδωκε ένα γράμμα, και το γράμμα αυτό διαλάβαινε ότι είχες πεθάνει εσύ! Μαθόντας αυτήν την είδηση κόπηκα στα κλάματα. Αυτός κι η γυναίκα του προσπάθησαν με κάθε τρόπο να με παρηγορήσ'ν, και στα υστερνά μόταξαν να με κάν'ν παιδί τ'ς και να μ' αρραβωνιάσ'ν με την μοναχοθυγατέρα τ'ς! Δεν ήταν βολετό να παντρευτώ ποτέ εγώ στα ξένα, αλλά ο θάνατος της μάνας μ'...

—Στάχτη στη γλώσσα τ'ς, παιδάκι μ'!...

Διέκοψε η κάκω η Μήτραινα με θυμό...

—... Μ' έκανε να μου φαίνεται φαρμάκι η γλυκύτατη Πατρίδα, να μου φαίνεται ερημιά! Μέρα με την ημέρα όμως συνήθισα με την ιδέα του θανάτου σ'...

Άλας και σκάρφη στη γλώσσα τ'ς...

Ξανάειπε η Μήτραινα.

—Αλλ' η πατρίδα, όσο γλυκιά κι αν είναι, χωρίς μάνα, χωρίς πατέρα, χωρίς αδέρφια, χωρίς πρωτοξάδερφα, όπως ήμουν εγώ έρημος, μου φαίνονταν μαύρη και σκοτεινή, κι έτσι, ύστερα από τρία χρόνια, παντρεύτηκα την θυγατέρα του αφεντικού μ'...

—Παναγιά μ'! Ζουρλάθηκες, παιδί μ'! Τ' είν' αυτά που μου λες;

Ξεφώνησε απελπιστικά η κάκω η Μήτραινα.

—... κι απόφευγα να γνωρίζομαι με πατριώτες, για να μη μου ανοίγει η πληγή της Πατρίδας, που είχα μέσα μ'..

—Ούι! παιδάκι μ', τι μου λες!... Παντρεύτηκες!

Ξεφώνησε πάλε η κάκω η Μήτραινα, τραβώντας τα μαλλιά της.

—Σώπα, μάνα, της είπε ο Γιάννης, ν' ακούσεις πρώτα την ιστορία, και ύστερα κρίνε!

—Λέγε, γιε μ'!

—Πήρα την θυγατέρα τ' αφεντικού μ', αλλά προκοπή τίποτε!

—Βέβια! Βέβια!

Χαμογέλασε η κάκω η Μήτραινα και της ήρθε η καρδιά στον τόπο.

—Πέθαναν τα πεθερικά μου γλήγορα, σε δυο χρόνια απάνω, κι ύστερα από λίγα χρόνια πάει κι γυναίκα μου στη γέννα απανωθιό.

—Ας είναι! Συ να είσαι καλά, παιδί μ'!

—Μ' άφησε ένα παιδάκι!

-Τι; Τι;

—Αλλά σ' ένα-δυο μήνες πάει κι αυτό! —Βέβια! βέβια!

Τότε πήρα όλο το βιο, που είχαν αφήσει τα πεθερικά μ' και τράβηξα τον ανήφορο μακρύτερα, μέσα στα χιόνια, στην ξακουσμένη Μόσχα της Ρουσίας, κι εκεί ζούσα, σαν έρημος που ήμουν, χωρίς να με ξέρει κανείς, πούθε κρατάει η σκούφια μ'. Τον περασμένο Μάη γένονταν στη Μόσχα η στέψη του αυτοκράτορα της Ρουσίας, κι έτρεξαν από τα τέσσαρα πέρατα του κόσμου, κόσμος και κοσμάκης. Ανάμεσα στους πολλούς υπάρχονταν και κάμποσοι πλούσιοι πατριώτες μας κι η βασίλισσά μας, η Όλγα, με το διάδοχο τον Κωνσταντίνο και το δεύτερό της παιδί, τον Γεώργιο. Ο πόνος της πατρίδας με τραβούσε στο παλάτι που ήταν κονεμένη η βασίλισσα. Πήγα πολλές φορές, για να βλέπω τη βασίλισσα και τα βασιλόπουλα από μακριά. Εκεί γνωρίστηκα μ' έναν υπηρέτη της βασιλικής συνοδείας. Απ' ομιλία σ' ομιλία μ' αυτόν, και με το «πούθε είσαι» και «πούθε είμαι», γνωριστήκαμε πατριώτες! και τι πατριώτες; Χωριανοί! Ήταν ο Κώστας της γειτόνισσάς μας, της Γιώργαινας! Κι όταν του είπα πως είμαι της Μήτραινας του Ζώτου παιδί, με κοίταξε καλά καλά και μου είπε:

—«Μωρέ συ είσ' ο Γιάνν'ς ή το φάντασμα τ';»

—«Εγώ! όλος κι όλος!»

Του είπα και άρχισαν να τρέχ'ν τα δάκρυα μ' ποτάμι, κι η καρδιά μ' να φουσκώνει σα βουνό.

—«Βρε τρισκατάρατε, μου είπε με θυμό, γιατί δε γράφ'ς της μάνας σ'; Γιατί δεν της στέλ'ς χρήματα να ζήσει;......Γιατί τη λησμόνησες;.....Γιατί;.....Γιατί;....

Γιατί;.....» κι ένα σωρό άλλα «γιατί;»

Μου φάνηκε πως άνοιξαν τα ουράνια. Θαμπώθηκα από το φως, που χύθηκε μπροστά μου από την είδηση ότι ζει η μανούλα μ'.

—«Βρε αδερφέ, του λέγω, μη με παραπαίρν'ς έτσι! Εγώ έχω γράμμα εδώ και τριάντα χρόνια, ότι η μάνα μ' είναι πεθαμένη... Θα 'χεις κανένα λάθος...»

—«Τον κακό σου τον καιρό! μου είπε. Η μάνα σ', ωρέ μπουμπουνισμένε, ζει και ζαίνεται με τες αργατιές, και συ κάθεσαι στα ξένα και...»

—«Μα, την ξέρ'ς καλά τη μάνα μ';»

Του είπα.

—«Μωρέ την κάκω τη Μήτραινα δεν ξέρω, τη γειτόνισσα μ'; Για χαμένο μ' έχεις;»

Τότε τον αγκάλιασα σφιχτά και φιλιώντας τον, του είπα για ύστερη φορά να βεβαιωθώ καλύτερα:

—«Αλήθεια, ζει η μάνα μ';»

—«Ζει και παραζεί, σου είπα, και σε καρτεράει κάθε μέρα, και κάθε ώρα και στιγμή!»

Μου φάνηκε ότι κέρδισα ένα βασίλειο. Μου φάνηκε ότι ήμουν πλειο ευτυχισμένος από όλους τους βασιλιάδες του κόσμου, κι όλα τα βασιλόπουλα, που ήταν μαζεμένα εκεί στη Μόσχα.

—«Ζει η μάνα μ', είπα μέσα μ', και με καρτεράει, κι εγώ κάθομαι στα ξένα! Να φύγω το γληγορότερο!»

Κι έτσι, πούλησα ό,τι είχα και δεν είχα, έμασα το ένα μ' και το άλλο μ', κίνησα για εδώ, κι ήρθα γερός και καλά, δόξα σ' ο Θεός.

Και λέγοντας αυτά τα λόγια, έκανε τρεις φορές το σταυρό του, με μεγάλη κατάνυξη.

Η κάκω η Μήτραινα τον ξαναγκάλιασε πάλι, και τον έσφιξε δυνατά στα στεγνωμένα στήθια της, λέγοντας του:

—Καλώς ήρθες, παιδάκι μ', καλώς ήρθες!

Ο Γιάννης, εξακολούθησε:

—Πιστεύω, τον ψεύτικο θάνατο σ' τον έπλασε ο μακαρίτης ο πεθερός μ', για να με κάνει γαμπρό τ'. Αλλά βλέπ'ς; δεν το 'στρεξε το άδικο ο Θεός! Όπως δούλεψε έτσι απόλαψε, κι όπως έστρωσε έτσ' πλάγιασε! Θεός σχωρέσ' τον όμως, ας πούμε τώρα!

Σε λίγο ήρθε κι ο παπάς να σηκώσει το ύψωμα, για τ' όνομα του Γιάννη.

Πρώτη φορά, αφόντας ξενιτεύτηκε ο Γιάννης, θρονιάζονταν η χαρά στο ταπεινό σπιτοκάλυβο της κάκως της Μήτραινας!

 

Χ. Χρηστοβασίλης, Διηγήματα της ξενιτιάς


αρχή

 



Κόντευε το βασίλεμα ηλιού της παραμονής των Χριστουγέννων.

Έβρεχε δυνατά κι ο καιρός φαίνονταν άγριος. Πυκνή συννεφιά σκέπαζε τον ουρανό, τόσο που το ηλιοβασίλεμα δεν έδειχνε κανένα χρωματισμό.

Μια εβδομηντάρα γριά, η πρωτονοικοκυρά του χωριού, κάθονταν στην κορφή του δωματίου, δίπλα στη γωνιά κι έδινε ορμήνιες στην υπηρέτρα της πώς να ζεματίσει τες τηγανίτες μην τύχει και το νερό πάει πλειότερο ή το μέλι λιγότερο ή τα καρύδια λειψά, ενώ η οχτάχρονη μοναχαγγονιά της, η πολυχαϊδεμένη Μαριανθούλα, πετούσε σαν ζαρκάδι από την κατάστεγνη και φιλόστοργη αγκαλιά της γριάς στα τεψιά, που είχαν μέσα τες τηγανίτες, κι από τα τεψιά στην αγκαλιά της γριάς, και πότε αγκάλιαζε και φιλούσε τη βάβω της, που τη χάιδευε δεκάδιπλο απ' ό,τι θα τη χάιδευε η αγουροθανατισμένη μάνα της, αν ζούσε, κι ο πατέρα της, αν δεν έλειπε στην ξενιτιά, και πότε τσιμπούσε κανένα καρυδότριμμα, ψηλά από τες τηγανίτες, ή κανένα φυλλί τηγανίτα. Η γριά όμως σκριμπιασμένη από τα χρόνια, καμένη από το Χάρο, γιατί είχε θάψει τόσους και μαζί με τους πολλούς και τη μονάκριβη της νύφη —τη μάνα της Μαριανθούλας— φαρμακωμένη από την ξενιτιά τον μοναχογιού της που τον πρόσμενε μέρα με τη μέρα, έλεγε, στην άταχτη και ζωηρή Μαριανθούλα με ξαστενεμένη φωνή:

—Μη, Μαριανθούλα μου, κάνεις ζούρλιες και δεν έρχεται ο πατέρας σου από την ξενιτιά!

—Τι ζούρλιες κάνω, βάβω μου;

Της απλογιόνταν εκείνη και ρίχνονταν απ' εδώ κι απ' εκεί.

—Άλλες ζούρλιες; Να που δεν κάθεσαι φρόνιμα! Της ξανάλεγε η γριά.

Σ' αυτό απάνω ήρθαν τρεις τέσσερες γυναίκες από τες πλειο φτωχότερες του χωριού, ζητώντας άλλη μέλι, άλλη καρύδια κι άλλη αλεύρι για τες τηγανίτες, γιατί πάντα το ανηλιακό της γριάς ήταν γεμάτο. Η γριά σηκώθηκε τότε από τη γωνιά της και τρεκλά  τρεκλά πάει στο ανηλιακό μαζί με τες γυναίκες που ήρθαν κι έδωκε της καθεμιανής απ' ό,τι ήθελαν, κι αυτές, φεύγοντας για έξω, της έλεγαν τη στερεότυπη ευχή:

Σπολλάτη, Κυραμάνα! Και του χρόνου τέτοια μέρα! Να είσαι πάντα καλά και να καλοδεχτείς!...

Η γριά, γυρίζοντας από τ' ανηλιακό αγκουσεμένη, έλεγε μοναχή της:

—Να καλοδεχτώ και να καλοδεχτώ μου λέει πάντα ο κόσμος, κι ο γιόκας μ' δεν ηύρε ακόμα δρόμο να 'ρθει.

Κάθισε πάλι σιμά στη γωνιά γονατιστή και ξακολούθησε να κουβεντιάζει μονάχη της:

—Μωρέ δε με μέλ' γι' άλλο, παρά μην τα κλείσω και μείνει αυτό το άτυχο στους πέντε δρόμ'ς! Ποιος θα μου το συμμάσ' τότε, λέλεμ'; Ποια θα μου το πλύν'; Ποιος θα μου το λούσει; Μάνα δεν έχ' τ' άμοιρο εδώ και τόσα χρόνια, να της λείψ' κι η βάβω; Αλλοίμονο στην τσιουπούλα μ'! Θα μου τη φάγει η αναλλαγιά! Δεν την αγαπώ πλειο τη ζωή, γιατί σύμμασε η ώρα και κατά πώς το λέει κι ο λόγος: «Τα μακρινά μου κόντυναν, τα δυο μου γίνκαν τρία» και καμιά προκοπή δεν έχω, και καμιά ευχαρίστηση δε βλέπω πλειο, αλλά μόλα τούτα ήθελα να ζήσω έξιεφτά χρόνια ακόμα —αν δεν εύρισε ως τότε δρόμο ο πατέρας τ'ς να 'ρθεί— για να πάντρευα αυτή τη μαυρότσιουπρα, κι ύστερα θ' άνοιγα τα χέρια μου κατά τον ουρανό και θα 'λεγα:

«Στείλε Θε μ' τον άγγελο σ' να πάρ'ς το πνέμα μ'!».

Η Μαριανθούλα αφηγκράζονταν με προσοχή μεγάλη το μονόλογο της γριάς, έχασε στη στιγμή τη ζωηράδα της και τα τρελά της τα παιγνίδια κι άρχισε να κλαίει, γυρίζοντας το πρόσωπό της κατά τον τοίχο.

—Να! καημένη κυρά, τι έκαμες τώρα μ' αυτά τα λόγια! Είπε της γριάς η υπηρέτρα. Χμ!

—Κλαίει η Μαριανθούλα με τα λόγια που της είπες...

—Έλα δω, μωρή χαμένη! είπε η γριά στη Μαριανθούλα με τρυφεράδα άρρητη. Μη φοβάσαι, κυρά μου, δεν πεθαίνω εγώ πριν έρθ' ο πατέρας σ', ή πριν παντρέψω εσένα! θα ζήσω ως τότε, κι ύστερα ας παρουσιαστεί ο άγγελος του Κυρίου. Πιστεύω να βρει δρόμο κι ο πατέρας σ' και να μην πάω με την καρδιά καμένη! Α! Αν πεθάνω, ωρές τσούπρες, χωρίς να ιδώ το παιδί μ', ή χωρίς να παντρέψω εσένα, μοναχούλα μ' και ακριβούλα μ', και να σ' αρματώσω νυφούλα με τα χεράκια μ', να το ξέρετε: Δε θα με φάει το χώμα, και θα με βρείτε άλιωτη, όταν έρθετε να με ξεχωνιάσετε!

—Τ' είν' αυτά τα κακορίζικα τα λόγια, που το πας συγκρατούμενο, καημένη κυρά, είπε πάλε η υπηρέτρα. Σήμερα χρονιάρα μέρα, παραμονή των Χριστουγέννων, δε θα τα λησμονή'εις αυτά, καμιά φορά;

—Είναι καλά τα νιάτα, ωρές τσιούπρες! Είναι καλά τα έρημα! Τα έρημα τα γεράματα είναι κόλαση. Όταν ήμουν νια, τράβηξα ξενιτιές και ξενιτιές! Πότε πέντε χρόνια, πότε δέκα, και πότε δεκαπέντε με τον μακαρίτ' τον γέροντα μου, χωρίς να μου λείψει ποτέ το δάκρυ από το μάτι, αλλά δεν απελπιζόμουν. Νιάτα τα λεν αυτά! Είχα κορμί γερό, και πολέμαγα τον πόνο. Η ξενιτιά του παιδιού είναι βαρύτερη· γιατί κι ο πόνος είναι βαθύτερος και πλατύτερος, και το κορμί αδυνατότερο... από τα γεράματα.

Και κουνώντας το κεφάλι εξακολούθησε: —Ωχ! λελέ μ'! Αλλωνών μανάδων τα παιδιά πάνε κι έρχονται, και μόνο το δικό μου, που το λεν όλοι προκομμένο στα γράμματα και στους λογαριασμούς, δε βρίσκει δρόμο να φανεί!... Δεν ήταν να μην είχε όλες αυτές τες χάρες, και να πάει και να 'ρχεται κάθε τρία χρόνια; Σ' αυτό εγώ φταίω! Αυτό καλά αγαπούσε τα γίδια και τα πρόβατα, και πήγαινε στα λόγγα και στα λιβάδια με τους πιστικούς, αλλά εγώ το τρωγόμουν νύχτα μέρα και του έλεγα:

—«Πιστικός θα γέν'ς, παιδάκι μ', που δεν αγαπάς τα γράμματα; Σύρε ψιχούλα μ' στο σκολειό να μάθ'ς γράμματα και να γέν'ς προκομμένος άνθρωπος!» Στο τέλος που του το πήγαινα συγκρατούμενο «γκιρμρ» μ' άκουσε, άφησε την κλίτσα και την κάπα, τα γίδια και τα πρόβατα, τες ράχες και τα βουνόπλαγα, τους λόγγους και τα λακκώματα, μπήκε στο σκολειό, ρίχτηκε με τα μούτρα στα γράμματα, έφυγε, κι από τότε το βλέπω κάθε δέκα χρόνια!

Να είχα κι άλλα παιδιά, δε θα χόλιαζα τόσο, θα παρηγοριόμουν, αλλά το 'χω έν' μοναχό! Να ήταν μαύρη ώρα, που τ' ανάγκαζα να μπει στα γράμματα!...

Λέγοντας αυτά τα πικραμένα τα λόγια, η πονεμένη μάνα έβγαλε το μαντήλι της από μέσα από το ζωνάρι της και σφούγγισε τα καταδακρυσμένα τα μάτια της, που είχαν μι' αδιάκοπη κοκκινάδα μέσα, από τ' ανέλλιπα μητρικά δάκρυα. Η Μαριανθούλα τότε πετάχτηκε από τον τοίχο που στέκονταν, και ρίχτηκε στην αγκαλιά της βάβως της, κι αφού την αγκάλιασε και τη φίλησε γλυκά, της είπε:

—Μη, βαβούλω μου, κλαις και μη λες τέτοια λόγια! Μη λες πως θα πεθάν'ς!... Εγώ δε θέλω να πεθάν'ς...

Η γριά την έσφιξε στην αγκαλιά της και της είπε:

—Καλά, ψυχή μ'! Καλά, χαδιάρα μ'! Δεν πεθαίνω. Σου είπα πότε θα πεθάνω. Θα βαστάξω την ψυχή μου στα δόντια, όσο να 'ρθει ο πατέρας σου, ή αν δεν έρθει, όσο να σε παντρέψω. Δε σ' αφήνω έρημη! Θα σε βάλω σε ίσκιο αντρός, κι ύστερα...

—Εγώ θέλω να μη πεθάν'ς...

—Αχ! το ξέρω, ψυχή μ', πως το θέλ'ς και το παραθελ'ς, αλλά... είναι ψηλά μας ένας μεγάλος νοικοκύρης, που μας ορίζει όλους και στέλνει τον άγγελο τ' και μας μαζεύει... Έπειτα, τσιούπρα μ'... εγώ ζω άδικα πλειο. Είμαι πεθαμένη κι άθαφτη. Μόνο οι δυο πόθοι με συγκρατούν και με βαστούν σε τούτον τον κόσμο. Ο καιρός μ' ήρθε από πολλής. Ούρμασε τ' απίδι και θα πέσει κάτω από την απιδιά. Τι; Θέλ'ς να ζήσω ογδοήντα, ενενήντα, εκατό χρόνια, να ξωλαλάω, να μη γνωρίζω, να μη βλέπω, και να λέγω την ψείρα μπούμπα; Ο Θεός να μη μ' το χρωστάει! Το καλό μ' είναι να τα κλείσω με τα φρένα μ'!...

Εκείνη τη στιγμή μπήκε μια μαύρη κότα στο δωμάτιο, σήκωσε τα φτερά της, τα τέντωσε και τα χτύπησε σα να ήθελε να λαλήσει. Βλέποντας αυτό το σημάδι η Μαριανθούλα, είπε χαρούμενη στη βάβω της:

—Βάβω! βάβω! Είδες, καλημέρα μ', τι έκαμε η κότα; Σήκωσε τα φτερά της και τα χτύπησε, και τεντώθηκε, σαν να ήθελε να λαλήσ'!...

—Ε! κι ύστερα;... είπε η γριά, σα με θυμό.

—Δεν έλεγες, βαβούλω μ', ότι όταν κάνουν έτσ' οι κότες, έρχεται ο πατέρας μ';

—Το έλεγα, τσιούπρα μ', αλλά το είδα τόσες φορές αυτό το σημάδι, που δεν μου κάν' η καρδιά να το πιστέψω πλειο. Κατά το κοντινό το γράμμα τ' ο πατέρας σ' λέει ότι θα είναι εδώ πριν από τα Χριστούγεννα. Τα Χριστούγεννα ήρθαν κι αυτός που 'ναι τος; Πάει, τελείωσε σε κι αυτή η μέρα. Πάει, ψυχή μ', κι αυτή η διορία του πατρός σ' μαζί με τες πολλές! Τώρα θα μας ρίξει με κανένα άλλο του γράμμα στη μεγάλη Πασκαλιά! Έτσ' πάμε τώρα τόσα χρόνια. Από πασχαλιά σε πασχαλιά κι απ' Αϊ Γεώργη σ' Αϊ Δημήτρη!...

—Πού το ξέρ'ς καημένη κυρά; της είπε η υπηρέτρα. Μπορεί να 'ρθει κι απόψε. Η μέρα δε σώθηκε ακόμα!

Εκείνη τη στιγμή ακούστηκ' ο σήμαντρος της εκκλησιάς, που σήμαινε τον εσπερινό «τσιγκ... τσιαγκ... τσιγκ... τσιαγκ».

Σηκώθηκε η γριά ορθή κι είπε στη Μαριανθούλα περίλυπα:

—Να το σήκωμα των φτερών της κότας! Πάει κι αυτή η ελπίδα! Το σημάδι έδειχνε τον ερχομό του παπά, που 'ρθε από το χωρό τ' να μας λειτουργήσ' αύριο.

Ύστερα σηκώθηκε και πάει μπροστά στο εικονοστάσι, σταυροκοπήθηκε, σκύβοντας σε κάθε σταυροκόπημα το γέρικο κορμί της, σα χοντρόκορμη βαλανιδιά που την κλονίζει η δύναμη του βοριά, κι αφού τελείωσαν τα σταυροκοπήματα έβαλε ένα σκαμνί μπροστά στο εικονοστάσι, ανέβηκε ψηλά με τρεμάμενα ποδάρια, ξεκρέμασε τη σβηστή καντήλα, την κατέβασε ανάγαλια ανάγαλια, την έχυσε στο βάθος της στιας, την έπλυνε με στάχτη, την γέμισε πάλε με καθαρό νερό και την έδωκε της Μαριανθούλας να την κρατάει, έβγαλε από ένα ξύλινο κουτί καινούριον αφαλό, πέρασε το φιτίλι στον αφαλό, έριξε στην καντήλα καθαροκάθαρο λάδι, άναψε το φιτίλι, απόθηκε τον αφαλό αναμμένο μέσα στο πλεούμενο λάδι και, κρατώντας την αστραφτερή καντήλα με τρεμάμενο χέρι, ξαναπάει στο σκαμνί, ανέβηκε πάλε ψηλά και την κρέμασε μ' ευλάβεια μπροστά στο εικόνισμα ξανακατέβηκε με προσοχή, ανασκήρισε το σκαμνί, ξανασταυροκοπήθηκε κι άρχισε να πέφτει στα γόνατα και να κάμει μετάνοιες μπροστά στην εικόνα της μάνας του Θεού, που κρατούσε στην τρυφερή της αγκαλιά το Παιδάκι της, χαρούμενη που του 'χε μπροστά της. Τι πέλαγο θλίψης χτυπούσε μέσα στα κατάστεγνα στήθια της γριάς!

Το παράδειγμα της γριάς μιμήθηκαν κι η Μαριανθούλα με την υπηρέτρα, και για κάμποση ώρα όλη εκείνη η χριστιανικότατη τριάδα προσεύχονταν μπροστά στους εφέστιους θεούς της, ενώ η φωτόλουστη καντήλα πήγαινε πέρα δώθε ακόμα μπροστά στες εικόνες, που ήταν ζωγραφισμένες σ' ένα παμπάλαιο τριμόρφι, και μαζί με την καντήλα πήγαιναν πέρα δώθε κι οι αργυρόχρυσες αχτίδες της κι έδιναν μιαν άγια όψη παρεκκλησίου σ' εκείνη τη χριστιανική κατοικία.

Είχε θολώσει στα καλά πλειο. Οι αγέλες του χωριού συμμαζεύονταν από τους κάμπους στα κατώγια των σπιτιών ή στες καλύβες, κι ακούονταν τα μουγκρητά των βοδιών. Τα σπιτάρικα τα γίδια έμπαιναν στες πλατύχωρες αυλές, λαλώντας τα κυπριά τους «γλανγλαν», κάθε σπιτιού κοπή χωριστά, γνωρίζοντας το κατοικιό της.

Η Μαριανθούλα, η μοσχαναθρεμμένη μοναχαγγονιά της γριάς, άμα άκουσε τα κυπριά των γιδιών, που έμπαιναν στην αυλή του σπιτιού, έτρεξε σαν αστραπή, κατεβαίνοντας τες σκάλες, κι ανακατεύτηκε με το καλοβοσκημένο κοπάδι, για να ιδεί τα νεογέννητα κατσικάκια, που είχαν γεννηθεί εκείνη την ημέρα στο λόγγο, κι ενώ το πιστικόπουλο απολούσε τ' άλλα τα κατσίκια από τον τσάρκο, για να βυζάξει τα καημένα, αυτή άρπαξε ένα ένα τα τρία νεογέννητα κατσικάκια και τα κουβάλησε ψηλά στη βάβω της, με γέλια και με χαρές, για να ιδεί κι εκείνη και να χαρεί.

—Να τα! βάβω μ', της είπε, τα κατσικάκια μας! Δεν σου το 'λεγα εγώ σήμερα, ότι θα γεννησ' η Νιάγγρα η σκουλαρικάτη, η Γκιόσα η πρωτόγεννη κι η Κανούτα η κουτσοκέρατη; Να! αυτό το παρδαλό είναι της Κανούτας, το μπάλιο είναι της Νιάγγρας, και τούτο το μετσένιο της Γκιόσας. Τα καημένα! Τι όμορφα που είναι! Είναι και τα τρία θηλυκά, καλημέρα μας!

Αλλ' ενώ η Μαριανθούλα με τη γριά χαίρονταν τα νιογέννητα κατσικάκια, που αβγατούσαν τη σπιτιάρική τους τη στάνη, τρεις γίδες, η Νιάγγρα η σκουλαρικάτη, η Γκιόσα η πρωτόγεννη, κι η Κανούτα η κουτσοκέρατη, ανέβηκαν τη σκάλα και μπήκαν μέσα στο δωμάτιο. Η γριά, ακούοντας τον ποδοβολητό, νόμισε ότι ήταν ο παπάς και προσηκώθηκε λέγοντας:

—Κόπιασε, Δέσποτα μ', στην κορφή...

Στο προσκάλεσμα της γριάς οι τρεις γίδες αποκρίθηκαν μ' ένα μακρύ «μεκεκεεέ» η καθεμιά γυρεύοντας το παιδί της. Η Μαριανθούλα με την υπηρέτρα άρχισαν να ξεκαρδίζονται στα γέλια, κι η γριά τούς είπε με παράπονο:

—Γελάτε με! Γελάτε με! παλιότσουπρες! Εγώ δε θα ξαναγυρίσω αυτού που είστε σεις, αλλά σεις —ζωή να 'χετε—θα 'ρθείτε εδώ που είμαι εγώ!...

Οι τσιούπρες όμως δεν έπαυαν τα γέλια, ώσπου ανέβηκε τη σκάλα στα σωστά ο παπάς, και μπήκε στο δωμάτιο, κι έτσι θέλοντας και μη αναγκάστηκαν να λουφάξουν, και να παν να του φιλήσουν το χέρι, μιμώντας τη γριά, που πρώτη πρώτη έτρεξε να του το φιλήσει.

Ο παπάς, αφού πρώτα έβγαλε στην άκρη της θύρας τα κουντούρια του, κάθισε φαρδύς πλατύς σταυροπόδι δίπλα στην ομορφοκαμωμένη φωτιά, που έκαιε σα φούρνος, κι έπεφταν λαχταριστά από τ' αναμμένα τα κούτσουρα μεγάλα κάρβουνα φλογισμένα. Αντίκρυ του παπά, από την άλλη την κορφή, κάθισε η γριά και δίπλα στη γριά η Μαριάνθη έχοντας τα τρία κατσίκια στην ποδιά της, κι αυτά μούλωναν ήσυχα ήσυχα μέσα εκεί, από τη γλύκα της φωτιάς. Δίπλα στη Μαριάνθη κάθονταν οι τρεις γιδομάνες, μασώντας κριθάρι, που τους είχαν βάλει μέσα σ' ένα γκριμπούρι, για μεγαλύτερη περιποίηση, και για να κατεβάσουνε πλειότερο γάλα. Η υπηρέτρα άναψε τη λάμπα και την κρέμασε στον τοίχο, κι έτσι έφεγγε πλειότερο το δωμάτιο, που ως τότε φωτίζονταν μόνον από το γλυκό και ήμερο φως της καντήλας του εικονοστασίου.

Ο παπάς ιδώντας τα κατσικάκια και τες γίδες είπε; —Α!... βλέπω απόψε, Μαριανθούλα, έχετε και φιλινάδες!

—Έχομε για! Σήμερα γεννήθηκαν τούτα τα μικρουλάκια...

—Ε! τα καημένα, ξαναείπε ο παπάς, τι όμορφα και τι μεγάλα και πρόθυμα που είναι!

—Φτύσ' τα, παπά μ', του είπε η Μαριανθούλα, για να μη μας τα φας με το μάτι!...

—Φτου! Φτου! να μη μας βασκαθούν!

Έφτυσε κι είπε ο παπάς, αλλά της γριάς της κακοφάνηκε, που του είπε έτσι η Μαριανθούλα, και της είπε χαμηλά, για να μη τ' ακούσει εκείνος:

—Αχ! στρίγλα! Αχ! γουρούνα! Ποιον ορμηνεύω εγώ; Έτσι λεν του παπά;...

Η Μαριανθούλα χαμήλωσε τα μεγάλα και μαύρα της μάτια από την εντροπή της κι ο παπάς, για να της κάνει την καρδιά, είπε στη γριά:

—Το μάτι είναι κακό. Έχει κακή έλξη. Κάνει κανείς μ' αυτό το κακό, χωρίς να το καταλαβαίνει και χωρίς να το θέλει. Έτσι, ικανοποιήθηκε η Μαριανθούλα, σήκωσε το πρόσωπό της το πεντάμορφο και χάιδεψε τα κατσικάκια, που μούλωναν μέσα στην αγκαλιά της, σαν πουλάκια στη φωλιά.

Η γριά τότε είπε δισταχτικά στη Μαριάνθη και στην υπηρέτρα:

—Σηκωθείτε τσιούπρες μ'! Πάρτε τες γίδες και τα κατσίκια και σύρτε να κλείστε τες στην αχυροκαλύβα, γιατί απόψε είναι κακοκαιρία, θα μαζευτούν πολύ τα γίδια στο μαντρί και θα τσαλαπατήσ'ν τα μικρά. Πείτε και του πιστικόπουλου τ' απόδειπνο να μάσ' τ' άλλα τα κατσίκια στον τσάρκο, χωρίς ν' αφήσει κανένα όξω, και να τον κλείσει καλά...

Η υπηρέτρα με τη Μαριάνθη βγήκαν από το δωμάτιο με τες γίδες και με τα κατσίκια, κι η γριά σηκώθηκε, πήγε στο ντουλάπι, πήρε το μισοκάρικο το παγούρι, που ήταν γεμάτο ρακί, και το 'δωκε στον παπά, κατέβασε και το κανίστρι με τα καφοκούτια από τ' αράφι, κι όσο να φκιάσει τον καφέ για τον παπά, με το ζεστό νερό, που ήταν παραστιάς έτοιμο στο χαλκούτσι, γύρισαν από τη δουλειά η Μαριάνθη με την υπηρέτρα και κάθισαν κι αυτές γύρα στη φωτιά.

—Σ' υγεία, κυρά! Να καλοδεχτείς! Και χρόνους πολλούς σαν αύριο... είπε ο παπάς και τράβηξε την πρώτη ρουφησιά.

—Ευχαριστώ, δέσποτα μ', είπε η γριά ξέκαρδα, καλή ιερωσύνη και καλόν παράδεισο...

Ο παπάς, μη γωρίζοντας πού ν' αποδώσει τη στενοχώρια της γριάς, τη ρώτησε:

—Τ' έπαθες κι είσαι έτσι χολιασμένη;

—Τι να μην είμαι, παπά μου! του απολογήθηκε η γριά. Το ξερ'ς. Έχω τόσον καιρό που καρτεράω, κι ακόμα ο γιος μου δεν ηύρε δρόμο! Γριά γυναίκα είμαι. Πού ξέρω τι μου ξημερών;

Και λέγοντας αυτά, έριξε τα μάτια δακρυσμένα ψηλά στη Μαριανθούλα, για να δώσει του παπά να νιώσει πλειότερα.

—Δεν έλαβες άλλο γράμμα; Τη ρώτησε πάλι ο παπάς, από εκείνο που σου έχω διαβάσει εδώ κι ένα μήνα;

—Δεν έλαβα άλλο...

—Τότε θα πει πως μπορεί να ρθεί αυτές τες ημέρες...

—Πού 'ν' τος, παπά μ'! Αφού δεν ήρθε ως τ' απόψε, κόπηκαν οι ελπίδες μ'!...

—Α! κυρά! Μη στενοχωριέσαι έτσι! Δρόμος είν' αυτός! Θάλασσες, ποτάμια, βροχές, χιόνια...

Η καημένη η γριά δεν μπόρεσε ν' απαντήσει άλλο, αλλ' ακούμπησε τες πλάτες της στον τοίχο κι αφαιρέθηκε μονάχη της.

Ο παπάς, μη θέλοντας ν' ανακατέψει πλειότερο τη χολή της καρδιάς της, ακούμπησε κι αυτός στο προσκέφαλο κι άρχιζε να παίζει το κομπολόγι του «τικ τακ, τικ τακ....» κι η Μαριανθούλα έγειρε στην αγκαλιά της γριάς με τα μάγουλα κατακόκκινα από την επιρροή της μεγάλης φωτιάς.

Βάβω κι αγγονιά, ενωμένες με την απεριόριστη αγάπη, που ενώνει τες βάβες προς τ' αγγόνια, και τ' αγγόνια προς τες βάβες, μ' ένα άγουρο μνήμα, που είχεν ανοιχτεί στη μαύρη γη, και μια ψυχή που περίμεναν και οι δύο μ' ανυπομονησιά από την ξενιτιά, καθισμένες εκεί παραστιάς, η μια κοντά στην άλλη, σαν ονειροφάνταχτη συνέχεια της δημιουργίας της ανθρωπότητας, σχημάτιζαν ένα από τα πλειο συγκινητικά και τα πλειο όμορφα συμπλέγματα, που μπορούσε να πλάσει η φαντασία ενός καλού ζωγράφου.

Γέρικη και κουφαλιασμένη βαλανιδιά η βάβω, μ' ένα σωρό ξηρά κλωνάρια: έτοιμη να ξεραθεί και να πέσει σύρριζα κατά γης για να τη φάει η σαπίλα και να χαθεί, κρουσταλλένια κι αργυρογάργαρη βρυσούλα η αγγονιά στη ρίζα της βαλανιδιάς που έδινε, με το νάμα της, ζωή και την έκανε να βγάζει φύλλα... Χωρίς τη βαλανιδιά ασχήμιζε κι απαριάζονταν η αργυρογάργαρη βρυσούλα, αλλά και, χωρίς τη βρυσούλα, στέγνωνε και χάνονταν η γέρικη βαλανιδιά. Βάβω κι αγγονιά ήταν δυο πράγματα στον κόσμο, που το ένα είχε τόσο την ανάγκη τ' αλλουνού, που δε μπορούσε να ζήσει το ένα χωρίς τ' άλλο!

Αχ! δώσε, Θε μου! νερό στην κρουσταλλένια κι αργυρογάργαρη βρυσούλα να ποτίζει τη γέρικη και κουφαλιασμένη βαλανιδιά! Αχ! δώσε Θε μ', δύναμη στη γέρικη και κουφαλιασμένη βαλανιδιά να ησκιώνει, να προστατεύει και να ομορφαίνει τη βρυσούλα την αργυρογάργαρη και κρουσταλλένια!

Άξαφνα ξεπετιέται η γριά, σα να την είχε ξυπνήσει τρομαχτικό όνειρο, και λέει στη Μαριανθούλα:

—Σήκου, κυρά μ', καλημέρα σ', και βάλε τραπέζι να φάμε, γιατί θα ξυπνήσομε πολύ ταχιά αύριο, για να πάμε στην εκκλησιά!...

Στη διαταγή της γριάς η Μαριανθούλα κι η υπηρέτρα κινήθηκαν. Στρώθηκε το τραπέζι, κάθισαν όλοι γύρα γύρα, βλόγησε ο παπάς, σταυροκοπήθηκαν, άρχισαν να τρώνε, απόφαγαν, ξαναβλόγησε ο παπάς, ξανασταυροκοπήθηκαν, κι έτσι σηκώθηκε το στρογγυλό τραπέζι από τη μέση και σκούπισε η Μαριανθούλα τα τρίμματα από καταγής, για να μη πατηθούν και γίνει αμαρτία .Ύστερα από όλα αυτά, ο παπάς καλονύχτισε τη γριά και τράβηξε για το δωμάτιο, που πήγαινε πάντα ταχτικά και κοιμόνταν, κάθε φορά που έρχονταν από το χωριό του για να λειτουργήσει. Η γριά κατέβηκε τότε να κοιμηθεί με τη Μαριανθούλα της στο ζεστό μαντζάτο, κι η υπηρέτρα, μένοντας μοναχή της ξαδέρφωσε τα δαυλιά της φωτιάς, σκέπασε την αθράκα με κρύα στάχτη, για να βαστάξουν τα κάρβουνα αναμμένα ως το πρωί και να μην έχουν άκρα στο σπίτι τα ησκιώματα, τα φαντάσματα, οι πειρασμοί, οι δαιμόνοι οι κατσικοποδιαραίοι κι οι καλικάντζαροι, πήρε το προσκέφαλό της και το σάγισμά της κι έγειρε παραστιάς να κοιμηθεί.

Ενώ από μια μεριά ο παπάς στο δωμάτιο του, κι από την άλλη η υπηρέτρα στην τραπεζαρία, έπαιρναν το πρωτοΰπνι, η γριά με τη Μαριανθούλα δεν είχαν πλαγιάσει ακόμα. Έκαναν μετάνοιες και σταυρούς και παρακαλούσαν μυστικά την Παναγιά και το Χριστό να τους φέρουν από την ξενιτιά της μιανής τον γιο της και της αλληνής τον πατέρα της, και μόνον όταν κόπησαν από την κούραση μπήκαν κάτω από την φλοκωτή την τσέργα, για να κοιμηθούν η μια στην αγκαλιά της αλληνής. Κοιμήθηκε στη στιγμή η Μαριανθούλα με τη γλυκιά ιδέα πως το πρωί, άμα θα έρθ' από την εκκλησιά, θα 'τρωγε γκουλιάστρα, αβγά, τυρί, μανέστρα, και κότα δύο λογιών: βραστή και ψητή, αλλ' η καημένη η γριά δε μπορούσε να κλείσει μάτι. Ο νους της πετούσε μακριά, σαν πουλί, κι έφευγε με γληγοράδα αστραπής, και πήγαινε στην ξενιτιά τη χρυσόσπαρτη, για να βρει το παιδί της, που το καρτερούσε τόσα χρόνια με τα δάκρυα στα μάτια, και με την ψυχή στα δόντια, έτοιμη να φτερουγίσει. Η νύχτα προχωρούσε συννεφιασμένη και κατάμαυρη με τα σκοτάδια της, με τα ησκιώματά της, με τα φαντάσματά της, με τους πειρασμούς της, με τους δαιμόνους της, με τους κατσιποδιαραίους της, με τους καλικάντζαρους της, με τους βρυκολάκους της, με τα στοιχειά της, με τα σκοτεινά της τα μυστήρια, με τον άγριο τον άνεμο της, που βογγούσε ψηλά στες στέγες, σαν ψυχή κολασμένου γίγαντα, και με τα τρομαχτικά γαυγίσματα των σκυλιών, μέσα στους αυλόγυρους ή όξω στους δρόμους, κι η Μαριανθούλα κοιμόνταν βαριά βαριά σαν όλα τα παιδάκια, στην αγκαλιά τη γλυκύτατη της βάβως της, κι έπλεε σ' ευτυχισμένα παιδικά όνειρα, αλλ' η καημένη η γριά ξαγρυπνούσε, μη μπορώντας να κλείσει μάτι και, για να χαλινώσει τον νου της και να τον γυρίσει πίσω από την ξενιτιά, που πλανιώνταν σαν το έρημο πουλί, τον έστρεφε πίσω, πολύ πίσω, στον καιρό που ήταν νύφη ακόμα, και γεννούσε το πολυαγαπημένο της και το μονάκριβό της το παιδί. Θυμόνταν πώς το βύζανε, όταν ήταν μικρό, θυμόνταν πώς το κουνούσε στη σαρμανίτσα και πώς το νανούριζε με όμορφα και με ηγκαιροφκιασμενα τραγουδάκια, θυμόνταν πώς το ζαλώνονταν, όταν πήγαινε στ' αμπέλι, στο θέρο, στο σκάλο, στα μαντριά... θυμόνταν πώς το είχε τάξει στη Μεγαλόχαρη, όταν της είχε αρρωστήσει βαριά μια φορά, θυμόνταν όταν το 'στελνε στο σκολειό, θυμόνταν όταν το ξεκίνησε γαμπρό με δυνατό ψίκι, θυμόταν όταν το πρωτοξεκίνησε για την ξενιτιά την έρημη και τη φλογισμένη.

Τα θυμόνταν όλα, όλα. Όλη η ζωή του καθρεφτίζονταν μέσα στη μνήμη της καημένης της μάνας σαν πώς καθρεφτίζονται μέσα στα κατάργυρα νερά της λίμνης τα βουνά κι οι ράχες, που στέκονται ολόγυρά της.

Ενώ η γριά πάλευε κατ' αυτόν τον τρόπο με τες αναμνήσες της και τον μητρικό της τον πόνο, κι ο ύπνος πετούσε μακριά από τα μάτια της, και προχωρούσε η συννεφιασμένη και κατάμαυρη νύχτα με τα σκοτάδια της, με τα ησκιώματά της, με τα φαντάσματά της, με τους πειρασμούς της, με τους δαιμόνους της, με τους κατσιποδιαραίους της, με τους καλικάντζαρους της, με τους βρυκολάκους της, με τα στοιχειά της, με τα σκοτεινά της τα μυστήρια, με τον άγριο τον άνεμο της, που βογγούσε ψηλά στες στέγες, σαν ψυχή κολασμένου γίγαντα, και με τα τρομαχτικά γαυγίσματα των σκυλιών, μέσα στους αυλόγυρους ή έξω στους δρόμους, και κοιμόνταν η Μαριανθούλα βαριά βαριά, σαν όλα τα παιδάκια στην αγκαλιά της γλυκύτατης της βάβως της, σαν αρνάδα στον προσήλιο...

—«Κικιρίκουουουου!!» λάλησε μέσα από το κοτέτσι ο μεγάλος ο πετεινός του σπιτιού, «Κικιρίκουουουου!...» λάλησαν κι οι άλλοι οι μικρότεροι, «Κικιρίκουουουου!» φώναξαν κι οι πετεινοί της γειτονιάς κι όλου του χωριού.

Ο παπάς ξεπετάχτηκε αμέσως από τη στρώση του, τράβησε ένα σπίρτο στον τοίχο, άναψε ένα κηρί που έβγαλε από τον κόρφο του, βγήκε όξω στο πεζούλι της κρεβάτας, μουρμουρίζοντας κάτι προσευχές, νίφτηκε, χτενίστηκε με μια αριά τσατσάρα κι ύστερα πήρε το ραβδί του, κατέβηκε τη σκάλα και, φτάνοντας όξω από τα μαντζάτα, φώναξε:

—Κυρά! Κυρά! —Όρσε, παπά!

Απολογήθηκε η γριά και πετάχτηκε ορθή. —Δος μου το πρόσφορο και τ' ανάμα, ευλογημένη, της είπε.

Η γριά, πασπατεύοντας στα σκοτεινά, πήρε την προσφορά και τ' ανάμα, που τα είχε μαζί στη σκαλοφρύδα, έβγαλε και τρεις κόκκινες λαμπάδες μέσα από μια κασέλα κι ανοίγοντας την θύρα του δωματίου της, του τα 'δωκε όλα του παπά, ρωτώντας:

—Κάνει, δέσποτα μ', να κοινωνήσω, που δεν κοιμήθηκα καθόλου απόψε;

—Κάνει, ευλογημένη μου, κάνει, της είπε ο παπάς. Αλλά τι δουλειά είχες, που δεν κοιμήθηκες;

—Δεν είχα καμιά δουλειά, δέσποτα μ', αλλά μ' έτρωγε η συλλογή και δε μπορούσα να κοιμηθώ...

Έφυγε ο παπάς και σε λίγο ακούστηκε ο σήμαντρος της εκκλησιάς. Η γριά ξύπνησε την υπηρέτρα και το πιστικούδι και διέταξε ν' ανάψουν τη φωτιά για ν' ανεβεί απάνω με την τσιούπρα και να περιμείνουν εκεί ως το δεύτερο το σήμαντρο. Το πιστικόπουλο πήγε ξύλα από την αυλή, η υπηρέτρα άναψε τη φωτιά, έχοντας ως προσάναμμα τ' αποδαύλια και η γριά άρχισε να φωνάζει της τσιούπρας να ξυπνήσει. Η Μαριανθούλα κοιμόνταν βαριά βαριά, σαν όλα τα μικρόπαιδα, και δεν ξυπνούσε εύκολα.

—Ξύπνα, Μαριανθούλα μ'! Φώναζε η γριά. Ξύπνα και μας καρτεράει ο παπάς στην εκκλησιά, να μας δώσει πασκαλίτσα, και να γυρίσομε γλήγορα να φάμε γκουλιάστρα, γάλα, αβγά, τυρί, κότες και τηγανίτες, που φάσκιωνε η Κυρά μας η Παναγιά το Παιδάκι της το Χριστό, όταν ήταν κι αυτός μικρός. Σήκου, Μαριανθούλα μ', και μας περιμένει ο παπάς! Σήκου να πάμε γλήγορα! Σήκου, καμάρι μου! Σήκου, για να γυρίσομε γλήγορα και να φάμε γαλατάκι από τες γιδούλες μας!

Με τα πολλά ξύπνησε η τσιούπρα. Άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε κακιωμένα τη βάβω της, δακρύζοντας και λέγοντας:

—Αχ! μωρή βάβω, και συ τι μόκανες! Αχ! τι μόκαμες, παλιοβάβω! Αχ! τι μόκανες!

—Τι σόκανα, ψυχή μ'; Τι σόκανα, καρδούλα μ'! τη ρώτησε με τρυφεράδα η γριά.

—Πώς τι μόκανες; Εγώ έγλεπα στον ύπνο τον πατερούλη μ', κι εκεί που τον αγκάλιαζα και τον φιλούσα, με ξύπνησες εσύ! Γιατί να με ξυπνήσεις, καημένη βάβω; Αχ! η καημένη, πώς έχασα τον πατέρα μ' μες από την αγκαλιά μ'! Αχ! γιατί να μη τον αγκαλιάσω πολύ σφιχτά, για να μη μου φύγει και να ξυπνήσαμε μαζί! Αχ! τι όμορφος, που ήταν ο πατερούλης μ'! Ψηλός, ασπροκόκκινος, μαυρομάτης, μαυροφρύδης και μαυρομούστακος. Άγγελος γραμμένος, βαβούλα μ'! Τι πατέρα όμορφον έχω η καημένη και δεν το γνώριζα ως τα τώρα!

Η γριά, ακούοντας τα λόγια της αγγονιάς της, άρχισε να σταυροκοπιέται, ενώ τα δάκρυά της ανέβαιναν από την καρδιά στα μάτια, η τσιούπρα στέκονταν κακιωμένη, κι η υπηρέτρα έφερε τα μπρικολίγενα να νιφτούν. Νίφτηκε η γριά, νίφτηκε κι η τσιούπρα, κι αφού σφουγγίστηκαν, ανέβηκαν στην τραπεζαρία, κάθισαν στην παραστιά, κι άπλωσαν τα χέρια κατά τη φωτιά για να πυρωθούν, κι έμειναν έτσι κοντά στη φωτιά, ώσπου χτύπησε κι ο δεύτερος σήμαντρος.

Τότε η γριά, η Μαριανθούλα κι η υπηρέτρα ξεκίνησαν για την εκκλησιά, αφού έκλεισαν την εξώθυρα. Το πιστικούδι πήγαινε μπροστά, κρατώντας στο δεξί του χέρι μια μεγάλη δαύλα αναμμένη και την έσερνε πέρα δώθε για να φέγγει τον δρόμο, γιατί τ' ανεμοσούρι δεν άφηνε ούτε λαμπάδα, ούτε δαδί αναμμένο. Κατ' αυτόν τον τρόπο πήγαινε στην εκκλησιά κι όλο τ' άλλο χωριό. Κάθε φαμίλια έβανε μπροστά έναν άντρα ή μια γυναίκα, μ' ένα δαυλί στο χέρι και τραβούσε για την εκκλησιά. Το είδος αυτό του πηγαιμού στην εκκλησιά, κάθε φορά που γίνεται η λειτουργία πολύ νύχτα, δίνει μια καταχθόνια όψη στο χωριό, όψη που εξυψώνεται σε πραγματική σκηνή του Άδη, από το σκοτάδι, από τες άφλογες λάμψες των δαυλιών κι από τα φοβερά κι ακατάπαυτα γαυγίσματα των σκυλιών, που δεν είναι συνηθισμένα να βλέπουν συχνά τέτοιο θέαμα.

Δεν πέρασε πολλή ώρα από τη στιγμή που βάρεσε ο δεύτερος ο σήμαντρος, κι η εκκλησιά αγκάλιασε με τους τέσσερους τοίχους της όλον τον κόσμο του χωριού. Άντρες, γυναίκες, γέροι και παιδιά, όσες ψυχές βρίσκονταν στο χωριό, εξόν μία λεχώνα κι ένα βρέφος αβάφτιστο ακόμα, ήταν συμμαζεμένοι μέσα στην ταπεινή εκκλησούλα κι ακουρμαίνονταν με κατάνυξη το χαρμόσυνο τροπάρι: «Η γέννηση σου Χριστέ ο Θεός...»

Είπε ο παπάς τα γράμματα, τέλειωσε η λειτουργία κι άρχισεν ο κόσμος να μεταλαβαίνουν από τη μια μεριά, κι από την άλλη να παίρνουν αντίδωρο από το δίσκο, που τον κρατούσε ένα από τα λίγα παιδιά του χωριού, που έκαναν τον αναγνώστη της εκκλησιάς. Πρώτη πρώτη μετάλαβε η γριά με τη φαμίλια της, αυτή πήρε πρώτη αντίδωρο κι αυτή βγήκε πρώτη από την εκκλησιά και τράβηξε για το σπίτι της, γιατί ήταν η πρώτη του χωριού και κανένας άλλος δε μπορούσε να της πατήσει αυτό το δικαίωμα.

Άμα μπήκε στο σπίτι η γριά με τη φαμίλια της, η υπηρέτρα άναψε τη λάμπα και τη φωτιά, ανασκήρησε το ένα και το άλλο μες από το δωμάτιο, έβαλε το τραπέζι κι απόθεκε ψηλά το τεψί με τες μελοποτισμένες τηγανίτες. Η γριά έβαλε τότε στην πυροστιά τη χύτρα, γεμάτη ζωμί τετράπαχης όρνιθας, που ήταν καταντεμένη από την άλλη την ημέρα, θέλοντας να φκιάσει τη μανέστρα, όσο να 'ρθει ο παπάς από την εκκλησιά, το πιστικόπουλο έφερε μια μεγάλη λίμπα γεμάτη γάλα κι άλλη μια μικρότερη γεμάτη κουλιάστρα, που είχε αρμέξει εκείνη την στιγμή από τες γίδες, τες απόθεκε και τες δύο στη γωνιά, για να χύσουν και το ένα και το άλλο γάλα σε ιδιαίτερα αγγειά να βράσουν, κι η Μαριανθούλα άπλωνε το χέρι της σ' έναν ταβά, που είχε μέσα μια κότα ψημένη στη γάστρα, για να τσιμπήσει κάτι από μέσα, γιατί είχε αποθυμήσει την αρτυμή ένα σαρανταήμερο, αλλά το άγρυπνο μάτι της γριάς την είδε και:

—Μη, βλαστάρα μ', της είπε. Μην είσαι λαίμαργη! Να, έφτασε ο παπάς να μας βλογήσει το τραπέζι. Γιατί, ψυχούλα μ', να φας αβλόγητο φαγί, αφού μπορείς να καρτερέσεις λίγο ακόμα, και να το φας βλογημένο!

—Δεν μπορώ, βάβω μ', να βαστάξω πλειότερο!

—Περίμενε και λίγο ακόμα! Σαράντα μέρες βάσταξες και μια στιγμή δε βαστάς; Ο παπάς σε λίγο θα είναι εδώ!

Η Μαριανθούλα, θέλοντας και μη, τραβήχτηκε και, για να μη σκανταλίζεται, βγήκε όξω στο πεζούλι της κρεβάτας, περιμένοντας τον παπά να φανεί στην αυλή. Δεν πέρασε όμως πολλή ώρα κι ήρθε ο παπάς, και κάθισε στην κορφή της στιας, κι αφού τράβησε μια γερή ρακή με το παγούρι, κι έπιε και τον καφέ που του είχεν έτοιμο η γριά, και κύκλωσαν όλοι το καταφορτωμένο το τραπέζι από χριστουγεννιάτικα φαγητά, έβαλε το βλογητό: «Χριστέ ο Θεός ευλόγησον την βρώσιν και την πόσιν...» αλλά πριν τελειώσει το βλογητό του, «μπουμ» ακούστηκε μια τουφεκιά στην εξώθυρα. «Μπουμ!» κι άλλη μα. Αντραλεύτηκαν τα σκυλιά. Πετάχτηκαν όλοι ορθοί και σωρό κουβάρι κατέβηκαν τη σκάλα και βγήκαν στην αυλή.

—Ψυχούλα μ', παιδάκι μ'! φώναξε η γριά με ψυχόπονο. Δόξα σοι ο Θεός, που 'ρθες γερός και καλά!

—Ψυχούλα μ', πατερούλη μ'! φώναξε κι η Μαριανθούλα. Καλώς όρισες!

Κατέβηκε ο ξενιτεμένος, ο γιος της γριάς κι ο πατέρας της τσιούπρας, από τ' άλογό του, και μάνα και παιδί, πατέρας και τσιούπρα, και βάβω κι αγγονιά, έγιναν κι οι τρεις ένα δυσκολοχώριστο σύμπλεγμα αγάπης και πόνου, χαράς κι ευφροσύνης. Η υπηρέτρα με το πιστικόπουλο τράβηξαν το κατακουρασμένο τ' άλογο στο κατώγι να το ξεφορτώσουν και να το σηλαρώσουν, ενώ οι τρεις καλοκαρδισμένοι ανέβηκαν τη σκάλα μαζί με τον παπά, και μπήκαν στο δωμάτιο, που ήταν το τραπέζι στρωμένο. Οι γάτες είχαν στήσει πανηγύρι από τη στιγμή που, πέφτοντας οι ντουφεκιές, πετάχτηκαν οι άνθρωποι όξω. Είχαν φάγει όλο το γάλα και, τη στιγμή που έμπαιναν οι νοικοκυραίοι στο δωμάτιο, ξέσκιζαν τη βραστή την κότα, την τετράπαχη! Δεν είχαν λάβει ακόμα καιρό να 'γγίξουν την κότα, που ήταν στον ταβά, τη μανέστρα, που ήταν στη σουπιέρα, και το τεψί με τες τηγανίτες. Σπολλάτη!

—«Τσιτ! τσιτ!» καταραμένες! φώναξε ο παπάς για να τες διώξει, η γριά όμως, που σ' άλλη περίσταση θα ήταν ικανή να τες σκοτώσει, δε θύμωσε καθόλου, αλλά είπε:

—Αφς τες, παπά μ'! Ζώα είναι. Έχ' ν κι αυτές δίκιο σήμερα να κάν'ν πασκαλιά.

Κάθισαν τότε γύρα στο τραπέζι, ο παπάς ξαναβλόγησε, κι άρχισαν να τρώνε. Μόνον η γριά με τη Μαριανθούλα δεν έτρωγαν μ' όρεξη. Η χαρά τους την είχε κόψει.

Πριν σηκωθεί το τραπέζι ακόμα, ο παπάς είπε στη γριά:

—Ε! τώρα, κυρά, ετοιμάσου να πεθάνεις, όπως έλεγες, γιατί απόλαψες ό,τι ποθούσες!

—Τι λες, δέσποτα μ'; Τι κουβεντιάζεις; Αμ τώρα θέλω να ζήσω και να χαρώ! Η ζωή είναι γλυκή όταν αδερφώνεται με τη χαρά. Ο πόθος συγκρατάει τη ζωή μας κι η λύπη τη σβηει. Τώρα θέλω να ζήσω να παντρέψω τη Μαριανθούλα μ', να τη νυφοστολίσω με τα χεράκια μ', να ιδώ κι ένα δυο δίγγονα, που λέει ο λόγος, κι ύστερα ας παρουσιαστεί ο άγγελος να του παραδώσω την παρακαταθήκη, που μου έβαλε ο Θεός. Και τι κατάλαβα από τη ζωή, αν δε ζήσω τώρα;

Ύστερα απ' αυτά τα λόγια σήκωσε το ποτήρι, που ήταν γεμάτο κρασί, έκανε το σταυρό της και το 'πιε ως τον πάτο, λέγοντας:

—Δόξα σοι. Θεέ μου! Σ' ευχαριστώ! Καλώς όρισες, παιδί μ'!

 

Χ. Χρηστοβασίλης, Διηγήματα της ξενιτιάς

 

 

αρχή

 



 

ΗΤΑΝ ένα Σαββάτο βράδυ του χειμώνα του 186… Καμιά δεκαριά γυναίκες του Μικρού Χωριού, που είναι ψηλά στην αγκαλιά της ράχης, έπαιρναν νερό στην άκρη του Καλαμά, που σκίζει την Ήπειρο από βοριά κατά νοτιά. Κάθε μια απ' αυτές ήθελαν και παραήθελαν ποια να γιομίσει πρίτερα, γιατί ήταν η ώρα περασμένη και μια κατεβασιά μοναχά ήταν στον όχτο του ποταμιού, κι από κει έπρεπε να γιομίσουν τες βουτσέλες τους, κατεβαίνοντας μια―μια, γιατί το μέρος της κατεβασιάς ήταν στενό. Οι νύφες όμως κι οι τσιούπρες, αν κι ήταν από πολλή ώρα στην άκρη του ποταμού, άφηναν τες μεγαλύτερες, αν κι αυτές έρχονταν αργότερα, γιατί η ηλικία χαίρει πολλά δικαιώματα στον τόπον εκείνον τον μισοάγριο.

Η μέρα εκείνη, που ψυχορραγούσε, ήταν βροχερή. Γι' αυτό και το νερό του ποταμού ήταν θολό. Οι Μικροχωρίτες, αν κι έχουν γύρα τους άλλα ποταμάκια και ρεματιές με ξάστερα νερά, πάντοτε παίρνουν νερό από τον Καλαμά.

Τα υστερνά σύννεφα, που έκαναν το ηλιοβασίλεμα σαν φλωρένιο κάμπο, λίγο κατ' ολίγο έγιναν μαύρα, φοβερά, κι έλαβαν χίλιων λογιών μορφές, κι η νύχτα, που άρχισε ν' απλώνει τα φτερά της έδινε ένα γλυκό φίλημα στο πρόσωπο της ημέρας, που έφευγε, γέροντας πίσω από το φωτεινό όχτο, που φκιάνουν οι κορφές των βουνών, κι επήγαινε περίλυπη να θαφτεί στην απέραντη νεκρόπολη των περασμένων.

Ο ποταμός κατρακυλώνταν με θυμό, κι η φωνή, που έβγαινε από τα νερά του, έκανε ένα είδος άγριας, περήφανης και μονότονης μουσικής, που χύνει απέραντο πέλαγο μελαγχολίας στην ψυχή.

Μια φωνή, ίσως της νιότερης, από τες γυναίκες πόπαιρναν νερό εκεί, σηκώθηκε μ' ανυπομονησιά:

― Ντέτεστε! καμιά βολά, καημένες!, μας πήραν τα μεσάνυχτα στην ποταμιά!

Πρέπει όμως να ξέρει κανένας, ότι μόνο τες παραμονές των γιορτών οι γυναίκες του Μικρού Χωριού πηγαίνουν πολύ αργά για νερό εξ αιτίας που οι παραμονές των γιορτών έχουν πολλές ετοιμασίες και μεγάλες φροντίδες.

Στη φωνή αυτή, άλλη φωνή γερασμένης γυναίκας, απάντησε με αδιαφορία:

― Μη βιάζεστε, τσιούπρες!, γιατί γεράζετε γλήγορα! Δυο δρασκέλες είναι το χωριό…

Μια άλλη πάλι φωνή απολογήθηκε λυπητερά:

― Μ' εγώ, χαλασιά μου, πόχω να διαβάσω και τα σκουτιά του παιδιού μου.

Να και μια άλλη σημείωση για τες γυναίκες του Μικρού Χωριού, όταν παίρνουν νερό: Όποια έχει να πλύνει σκουτιά απομένει πάντα η κοντινή, όσο μεγάλη κι αν είναι, εξόν αν είναι πολύ γριά, αλλά οι γριές δεν παν ποτέ για νερό. Το νερό είναι έργο εκεινών, πόχουν μαύρα μαλλιά.

Όσο ξακουλουθούσε το γιόμισμα των βουτσελών, γένονταν στον ανήφορο μια γραμμή από φορτωμένες γυναίκες βουτσέλες με νερό. Ανηφορούσαν αργά―αργά τον δρόμο, που βγαίνει στο Μικρό Χωριό. Υστερνή ήταν η μικρομάνα εκείνη, που 'χε να διαβάσει τα σκουτιά του παιδιού της. Το σκοτάδι είχε αρχίσει να ξαπλώνει τα μαύρα του φτερά στη γη και στον συννεφιασμένον ουρανό, και οι γυναίκες με το νερό ανέβαιναν τον ανήφορο, βλέποντας όχι πλιο με τα μάτια, αλλά με τον νου, γιατί κάθε μια από τες γυναίκες εκείνες, που πήγαιναν η μια πίσω από την άλλη, σαν άλυσος, είχεν ανεβεί και κατεβεί χιλιάδες βολές εκείνον τον στενόδρομο. Ενώ η συνοδειά των γυναικών ανέβαινε σκυφτή από το βάρος του νερού, γλυκός ήχος κυπριού ακούστηκε πίσω τους «τρικ…τρικ…τρικ…» κι όσο οι γυναίκες ανέβαιναν άλλο τόσο κι ο γλυκός ήχος του κυπριού ακούονταν καθαρότερα και δυνατότερα «τρικ…τρικ…τρικ…» κι από τα ξηρά και βροντερά πατήματα πεταλωμένου ζώου φαίνονταν, ότι πίσω τους βρίσκοντον καβαλάρης. Δεν πέρασαν πολλές στιγμές κι ο καβαλάρης βρίσκονταν πίσω από τες πλάτες της γυναικός, που ήταν παραπίσω απ' όλες. Εκείνη τότε φώναξε:

― Αναμεράστε, μωρές, να περάσει ο άνθρωπος με το μουλάρι!…

Από το πολύ σκοτάδι, κι από τον βαρυσυννεφιασμένον καιρό δεν ήταν δυνατό να καταλάβει αυτή η γυναίκα, αν το ζώο, που καβαλίκευε εκείνος, πόρχονταν από πίσω της, ήταν μουλάρι ή άλογο, αλλά το γνώριζε, ότι σωστά ήταν μουλάρι, γιατί καμιά φορά ποδάρι αλογινό δεν είχε πατήσει στο Μικρό Χωριό, κι εξόν απ' αυτό, μόνο στο λαιμό των μουλαριών συνηθίζουν να κρεμούν κυπρί, μικρό κουδουνάκι από μπρούζο, που κάνει «τρικ…τρικ…τρικ…»

Στο χουγιατό αυτό της γυναικός της υστερνής, όλες οι γυναίκες εστριμώχτηκαν δεξιά και ζερβιά του μονοπατιού, για να κάνουν τόπο να διαβεί το μουλάρι, που 'χε ψηλά του έναν άνθρωπο κουκουλωμένο με πλατιά και μακριά καπότα. Έριξαν όλες τα μάτια τους περίεργα απάνω του, για να καταλάβουν ποιος ήταν εκείνος ο άνθρωπος, που δεν όμοιαζε για χωριανός τους, αλλά καμιά δε μπόρεσε να καταλάβει τίποτε.

― Σαν ποιος να 'ναι, μωρές γυναίκες, αυτός ο άνθρωπος;

Είπε μια.

― Ξέρω κι εγώ;

Είπε άλλη.

― Σ' αφήνει το έρμο το σκοτάδι να ιδείς;

Είπε πάλι μι' άλλη.

― Να 'ναι τάχα καένας ξενιτεμένος;

Είπε άλλη μια πάλι.

― Να ήταν ξενιτεμένος· είπε μια άλλη, δε θα 'ριχνε καένα ντουφέκι, άμα μπήκε στο σύνορο του χωριού μας; Τι διάτανο; Ντίπου στα κρυφά θα μας έρχονταν;

― Καλά λες, είπε η γεροντότερη της συνοδειάς, μ' αναστεναγμό, αλλά να ξεπεζέψει τέτοια ώρα και σαββατόβραδο σε ξένο χωριό δεν πάει! Θα 'ναι δικός μας αυτός! Θα 'ναι χωρίς άλλο ξενιτεμένος από το χωριό μας!

― Τι κάθεσαι και λες, κακορίζικη κυρα―Κώσταινα, είπε μια γυναίκα, σαν από μέσα της, αλλά φωναχτά. Τι καψαπαντοχή έχ'ς και νειρεύεσαι ξενιτεμένους; Δεν πήρες ακόμα τον απόθωρό σ' ;

― Τι να σας πω, μωρές τσιούπρες, είπ' η Κώσταινα, και στάθηκε κι ακούμπησε σ' ένα μεγάλο λιθάρι, για ν' ανασάνει. Αλήθεια σαράντα χρόνια έχω ξενιτεμένη, σαράντα χρόνια έχω, που καρτεράω να ισκιώσ' η θύρα μ', κι αυτή η έρμη η μέρα δε φαίνεται να 'ρθει, αλλά δεν απελπίζομαι.

Και λέγοντας αυτά τα λόγια, αναστέναξε μες από τα φυλλοκάρδια της, και σηκώθηκε να τραβήσει τον δρόμο.

Αν κι είχαν ακουστά όλες οι γυναίκες της συνοδειάς ― γιατί ήταν αγέννητες τότε, ―ότι ο Κώστας της Κώσταινας έλειπε σαράντα χρόνια στην ξενιτιά, πάλι αναστέναξαν, σαν άκουσαν τη φριχτή αλήθεια, ― λέγω φριχτή, γιατί οι πλειότερές τους είχαν άντρες και αδέρφια στην ξενιτιά, ποια ένα χρόνο, ποια δυο και ποια τρία. Σταυροκοπήθηκαν όλες από την τρομάρα τους, εξόν της Κώσταινας, που ήταν η αιτία της συλλογής τους, κι είπαν η κάθε μια χωριστά:

― Γλύσε μας, Θε μ'!

― Τι ζουρλή που ήσουν, καημένη κυρά, και δεν τον μούντζωνες, (είπε μια), και να πάρ' ς κανέναν άλλο, ν' αποχτήεις παιδιά…

― Αχ! καημένη! (απολογήθηκε με βαθύν αναστεναγμό η κακομοίρα η Κώσταινα). Πε, καημένη, να σε φυλάξ' ο Θεός! Είναι εύκολο θαρρείς να ξεχάσει μια γυναίκα το πρώτο της το στεφάνι; Αν μάθαινα πως απέθανε, χωρίς άλλο θα 'παιρνα τον απόθωρό μου και θα ξαναπαντρεύομουν, αλλά ποιος μου είπε πως απέθανε; Ύστερα, πώς να ξεχάσω έναν άντρα, που δεν τον γνώρισα σαν άντρα, παρά μόνο σαν αδερφό; Ξέρετε τι θα ειπεί αυτό; Μια βδομάδα μοναχά ζήσαμαν αντάμα, σαν αδέρφια αγκαρδιακά, κι ύστερα… πάει, πάει, κι ακόμα πάει!…

― Κι είσαι άγγιχτη ακόμα;

Είπε μια, η πλιο περίεργη.

― Ντίπου άγγιχτη! απολογήθηκε η Κώσταινα. Μα τον Θεό, και μα την πίκρα της ξενιτιάς! Όταν παντρευτήκαμαν, εγώ ήμουν δέκα πέντε χρονών, κι εκείνος ― να 'σκαζα ― ήταν δώδεκα μοναχά. Δεν τα 'χε κι αυτά σωστά ακόμα, και δεν ήξευρε τίποτε από τα εγκόσμια. Τον είχαν παντρέψει οι γοναίοι του τόσο μικρόν, γιατί ήταν αποφασισμένοι να τον ξενιτέψουν, κι εφοβόνταν μη δε γυρίσει γλήγορα. Εξόν απ' αυτό, δεν είχαν κι άλλο παιδί, ούτε σερκό, ούτε θηλκό, κι είχαν οι καημένοι ανάγκη από πηρέτια. Θιος σχωρέσ' την ψυχή τους, κι άγιο το χώμα τους!

Με τα λόγια αυτά έπαψε η κακομοίρα η Κώσταινα το πικρό της το ξεμολόγημα. Δυο φλογερά δάκρυα αυλάκωσαν τα καταπάρθενα μάγουλά της, και σε ολίγο όλη η συνοδειά ήταν μέσα στο χωριό, όπου άρχισαν να χωρίζονται, γιατί η κάθε γυναίκα έμπαινε στο σπίτι της.

Το Μικρό Χωριό είναι όνομα και πράμα μικρό χωριό. Έχει το όλο δέκα μόνο σπίτια, χτισμένα με άσπρο ασβεστολίθι και σκεπασμένα με άσπρες πλάκες. Κεραμίδια εκεί δεν ξέρουν τι πράμα είναι. Τα πλειότερα σπίτια είναι ισόγεια, κι είναι το ένα κοντά στ' άλλο, και δεν χωρίζονται παρά από κανέναν κήπο.

Τη βραδιά εκείνη από το χειμωνιάτικο σκοτάδι έφεγγαν οι θύρες και τα παράθυρά του. Η μεγάλη κοκκινωπή αναλαμπή, που έβγαινε μέσα από τα σπίτια, δεν ήταν από τα πολλά λυχνάρια τους, αλλ' από τα ξηρά ξύλα, που έβαναν στη στια και για το ζέσταμα των ανθρώπων και για το φώτισμά τους αντάμα.

Ο ουρανός λίγο―λίγο θολώνονταν πλιότερο, άστρο κανένα δεν έφεγγε ψηλά του κι ο Βοριάς άρχισε να φυσάει πολύ δυνατά. Το Μικρό Χωριό, αφού δείπνησε και σιλάρωσε τα ζωοπράματά του, έκλεισε τες θύρες του και τα παράθυρά του κι ετοιμάστηκε να κλείσει τα μάτια του και να ριχτεί στην αγκαλιά του ύπνου, όσο που να βαρέσει το πρωινό ο παπάς το σήμαντρο της εκκλησιάς. Όξω ο λυσσιασμένος Βοριάς κόπασε κι άρχισε να χιονίζει. Το χιόνι έπεφτε τόσο πυκνό και πολύ, ώστε όλο εκείνο το σκοτάδι της συννεφιασμένης νύχτας άλλαξε όψη.

Μες από τα σπίτια ετοιμάζονταν το Μικρό Χωριό να κοιμηθεί, για να ξυπνήσει, όταν βαρέσει ο σήμαντρος της εκκλησιάς, όξω από τα σπίτια χιόνιζε ακατάπαυστα και γαύγιζαν τα σκυλιά, κι απάνω σ' αυτό ένας γλυκός ήχος κυπριού αχολογούσε στο σκοτάδι μελαγχολικά―μελαγχολικά «τρικ… τρικ… τρικ… τρίγκκκ.»

― Γιατί γαυγίζουν τα σκυλιά «γκάβου, γκάβου, γκάβου»; Ποιος είν' ο ξένος που φέρνει γύρα το χωριό τη νύχτα «γκρουπ… γκρουπ… γκρουπ» καβάλα στο μουλάρι, πο 'χει το κυπρί που λαλάει γλυκά―γλυκά «τρικ… τρικ… τρίγκκκ»;

Το φάνισμα του ξένου το 'μαθε το Μικρό Χωριό από τες γυναίκες, που πήγαν στο ποτάμι για νερό, αλλά πάντεχαν, ότι θα 'χε κανένα γνώριμο στο χωριό, κι ότι πήγε εκεί, αλλά τα γαυγίσματα των σκυλιών «γκάβου… γκάβου… γκάβου…» και το ποδοβολητό του μουλαριού «γκρουπ… γκρουπ… γκρουπ» και το λάλημα του κυπριού «τρικ… τρικ… τρίγκκκ..» έδωσαν εις το Μικρό Χωριό να καταλάβει, ότι ο ξένος δεν πήγε σε κανένα σπίτι, κι ότι δεν είχε κανένα γνώριμο στο χωριό.

Οι θύρες τότες άνοιγαν μια―μια, και μια γλυκή φωνή έβγαινε από μέσα:

― «Κόπιασε μέσα, ξένε μ', αν είσαι Χριστιανός, κι ό,τι κι αν είσαι, θα βρεις φωτιά να ζεσταθείς, και ψωμί να χορτάεις…»

Αλλ' ο ξένος εχανόνταν σαν ίσκιωμα, χωρίς να δώσει απάντηση στο ευγενικό προσκάλεσμα, από πίσω του ακολουθούσαν μανιωμένα τα σκυλιά, γαυγίζοντας, και μοναχά το λάλημα του κυπριού του μουλαριού του ακούονταν γλυκά και θλιβερά «τρικ… τρικ… τρίγκκκκ».

Ο αγνώριστος ξένος πέρασε μπροστά απ' όλες τες εξώθυρες, στάθηκε μπροστά σ' όλες, όλα τα σπίτια του Μικρού Χωριού ένα―ένα τον προσκάλεσαν:

― «Κόπιασε μέσα, ξένε μ', αν είσαι Χριστιανός, κι ό,τι κι αν είσαι, θα βρεις φωτιά να ζεσταθείς και ψωμί να χορτάεις».

Αλλ' εκείνος χάνονταν σαν ίσκιωμα, χωρίς να δώσει απάντηση στο ευγενικό προσκάλεσμα, από πίσω του ακολουθούσαν μανιωμένα τα σκυλιά, γαυγίζοντας «γκάβου…γκάβου…» και μοναχά το λάλημα του κυπριού του μουλαριού του ακούονταν θλιβερά στο βαθύ σκοτάδι της νύχτας «τρικ…τρικ…τρίγκκκ…»

Μοναχά ενός σπιτιού δεν άνοιξε η θύρα, μοναχά ενός σπιτιού το σκυλί δε γαύγισε «γκάβου…γκάβου…γκάβου…» και μοναχά από ένα σπίτι δεν ακούστηκε το προσκάλεσμα:

― «Κόπιασε μέσα, ξένε μ', αν είσαι Χριστιανός, κι ό,τι κι αν είσαι, θα βρεις φωτιά να ζεσταθείς και ψωμί να χορτάεις».

Αυτό το σπίτι ήταν της Κώσταινας, που 'χε τον άντρα της σαράντα χρόνια στα ξένα, χωρίς γράμμα και χωρίς αντιλογιά.

Η Κώσταινα, επειδής ήταν μοναχή της, δεν εδέχονταν ξένους χωρίς γνώρο, αλλ' ακολουθούσε με τ' αυτί το ποδοβολητό του μουλαριού «γκρουπ…γκρουπ…γκρουπ…» και το γλυκό λάλημα του κυπριού «τρικ…τρικ…τρικ…»

Ο αγνώριστος ξένος δέκα φορές έφερε το χωριό άνω κάτω. Ξέταξε όλα τα σπίτια ένα―ένα, σα να 'θελε να βρει καμιά εξώθυρα γνώριμη, αλλά έχανε τον κόπο του του κάκου. Δεν μπορούσε να βρει τίποτε. Όλα του ήταν ξένα. Όλα τού ήταν άγνωστα. Φαίνονταν, σα να γνώριζε, ότι ήταν μέσα στο Μικρό Χωριό, αλλά το χωριό δεν ήταν αυτό. Είχ' αλλάξει όψη. Τα σπίτια ήταν αλλιώτικα, οι οβοροί αλλιώτικοι, οι δρόμοι αλλιώτικοι, η εκκλησιά αλλιώτικη, τα όλα αλλιώτικα, και γι' αυτό, όταν τον εκυνηγούσαν τα σκυλιά αλυχτώντας «γκάβου…γκάβου…γκάβου» κι άκουε το σπλαχνικό προσκάλεσμα:

― «Κόπιασε μέσα, ξένε μ', αν είσαι Χριστιανός, κι ό,τι κι αν είσαι, θα βρεις φωτιά να ζεσταθείς και ψωμί να χορτάεις».

Έφευγε κι ακόμα έφευγε σαν ίσκιωμα, χωρίς ν' απολογηθεί στο ευγενικό προσκάλεσμα, αφήνοντας ξωπίσω του μοναχά το γλυκό λάλημα του κυπριού του μουλαριού του «τρικ…τρικ…τρίγκκκ…»

Το Μικρό Χωριό, εξόν της Κώσταινας, όλο έγινε άνω―κάτω, γιατί δε μπορούσε να καταλάβει, αν ο άνθρωπος, που ήταν καβάλα στο μουλάρι, κι έφερνε γύρα το χωριό, ήταν άνθρωπος ή ίσκιωμα… Άνθρωπος δεν ήταν δυνατό να ήταν, γιατί, ως άνθρωπος, θα είχεν ανάγκη για ζέστα, για θροφή και για ύπνο. Κι επειδής φαίνονταν ότι δεν είχε ανάγκη απ' όλα αυτά, ήταν χωρίς άλλο ίσκιωμα!…

Μες από τα σπίτια του Μικρού Χωριού βασίλευε αμολόγητος φόβος, όξω από τα σπίτια χιόνιζε ακατάπαυτα. Ακούονταν οι αλυχτησιές των σκυλιών και το κακό το λάλημα του κυπριού «τρικ…τρικ…τρίγκκκ…». Γι' αυτό δεν ανοίχτηκε πλιο καμιά θύρα και καμιά σπλαχνική φωνή δεν προσκάλεσε πλιο τον ξένον σαν πριν:

―«Κόπιασε μέσα, ξένε μ', αν είσαι Χριστιανός, κι ό,τι κι αν είσαι, θα βρεις φωτιά να ζεσταθείς και ψωμί να χορτάεις».

Καρδιοχτύπι φοβερό είχε πιάσει όλο το Μικρό Χωριό, εξόν της νυφοκόρης, της Κώσταινας, που περίμενε μ' ανυπομονησιά να χτυπήσει το σήμαντρο της εκκλησιάς και να πάει το ίσκιωμα μαζί με το μουλάρι του και με το κυπρί του στ' άφαντα και στα κατακλείδια της γης, όπου έχει το κατοικιό του, αλλά ο σήμαντρος δεν ακούονταν…

―Τι να 'χει τρέξει τάχα; Μη δεν μπόρεσε να βγει ο παπάς από το χιόνι κι από το γειτονικό χωριό να 'ρχεται κάθε γιορτή νύχτα να λειτουργάει; ― Κακό χωριό τα λίγα σπίτια! ― Τι κατάρα στο καημένο το Μικρό Χωριό να μην έχει ποτέ δικό του παπά!

― Κικιρίκουουουουου!

Λαλούν τ' αρνίθια. Είναι ώρα που τα ισκιώματα της νύχτας γκρεμοτσακίζονται και φεύγουν από τον απάνω―κόσμο!

Κοντεύει να χαράξει! Κοντεύει να βαρέσει ο σήμαντρος!

Το Μικρό Χωριό αναλαβαίνει λίγο θάρρος.

― Δόξα σοι ο Θεός! Τώρα όπου κι αν είναι θα βγει ο παπάς και θα βαρέσει το σήμαντρο! Λάκισε το ίσκιωμα!

― Κικιρίκουουουουου!…

Λαλούν τα πετείνια δεύτερη φορά.

― «Τσιγκ―τσαγκ, τσιγκ―τσαγκ, τσιγκ―τσαγκ!…»

Χτυπάει ο σήμαντρος!

Γλυκοχαράζει βαθιά η ανατολή μέρα με ξαστεριά.

Όλο το Μικρό Χωριό ανοίγει τες θύρες του. Πηγαίνει στην εκκλησιά κι είναι βέβαιο, ότι το ίσκιωμα πήρε με την ώρα του το δρόμο του ποταμού. Και στα σωστά φαίνονταν ο τορός του μουλαριού ψηλά στο χιόνι να κατεβαίνει στον ποταμό.

Η εκκλησιά στη στιγμή γέμισε απ' ανθρώπους, άντρες, γυναίκες και παιδιά κι ο παπάς έλεγε τα γράμματα της λειτουργιάς.

Η μοναχή κουβέντα, πο 'καναν μέσα στην εκκλησιά, ήταν το φάνισμα του ισκιωματιού τη νύχτα μέσα στο χωριό, και τόσο πολύ η κουβέντα αυτή έπαιρνε κι έδινε, ώστε κι οι άντρες κουβέντιαζαν, πράμα που μόνον οι γυναίκες το 'καναν ως τα τότε, κι έκαναν πάντα τον παπά να τους φωνάζει μες από το γιερό:

― «Σωπάστε, γυναίκες»!,…

Ο καθένας έλεγε τ' αλλουνού σιγανά για το ίσκιωμα, πως το κατάλαβε πως ήταν, για το μουλάρι του, που ήταν καβάλα, και για το λάλημα του κυπριού. Οι γυναίκες π' αγαπούνε φυσικά πολύ την κουβέντα λησμόνησαν ότι βρίσκονταν στην εκκλησιά, κι ούτε άκουγαν τον παπά, που τους έλεγε κάθε λίγο με θυμό:

― «Σωπάστε, καταραμένες»!

Όλον τον νου τους τον είχαν στο ίσκιωμα και πλιότερο εκείνες, που πήγαν το βράδυ στον ποταμό για νερό. Η μια έλεγε πως είδε, ότι το ίσκιωμα είχε γένια μακριά, ως τα γόνατα, η άλλη, ότι είχε κάτι νύχια, Παναγιά μου! μακριά και σουβλερά μια πιθαμή μακρύτερα από τα δάκτυλά του, άλλην ότι το μουλάρι δεν είχε ουρά, κι εκείνο το πράμα, που φαίνονταν σαν ουρά ήταν η ουρά του ισκιωματιού. Άλλες πάλε έλεγαν άλλα, σε τρόπο, που μπορούσε κανένας να πιστέψει ― αν πίστευε τα γυναικίσια λόγια ― ότι το ίσκιωμα εκείνο ήταν χίλιων λογιών, και ότι ήταν ο ίδιος ο Ζερζεβούλης.

Μοναχά η Κώσταινα, η νυφοκόρη του χωριού, δεν ανακατεύτηκε στες κουβέντες, αλλά στέκονταν κοντά στην εικόνα της Παναγιάς, την παρακαλούσε μέσα 'πο τα φυλλοκάρδια της να κάνει το θάμα της, και να φέρει τον Κώστα της, που έλειπε μια ζωή, τον φαντάζονταν ίσως παιδί ακόμα, σαν που τον είχε ιδεί την κοντινή τη φορά, όταν τον ξεκίνησε για τα έρημα τα ξένα, φορώντας ακόμα τα χρυσά τα τέλια στο κεφάλι της. Της έρχονταν στο νου της η ανυπαντροπαντρεμένη ζωή σαράντα χρονών, που πέρασε, αφόντας βγήκε από το πατρικό της, σα νύφη και σαν παρθένα. Κι όσο ζούσαν τα πεθερικά της αντιστέκονταν ο πόνος, που 'χε για τον πολυαγαπημένο της τον Κώστα, στο πρόσωπο εκεινών, αλλά ύστερα από το θάνατό τους έμεινε σαν τον κούκο μοναχή, ανάμεσα στους τέσσερους τοίχους, χωρίς γράμμα και χωρίς αντιλογιά. Αλλά στην επανάσταση του 1854, όταν μαζί με άλλα χωριά της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας και της Ήπειρος κάηκε και το Μικρό Χωριό και μαζί με το Μικρό Χωριό κάηκε και τ' όμορφο το σπίτι της, έμεινε στους πέντε δρόμους μοναχή, σαν η σταλαματιά από το δέντρο, κι είδε κι έπαθε με τα ξενοδούλια, για να μπορέσει να βγάλει τα έξοδα, για να βάλει μαστόρους να χτίσει, όχι σαν το σπίτι, που 'χε πρώτα με ανώγια και κατώγια, αλλά ένα χαμηλό σπιτάκι, με δυο στιες μονάχα, γιατί δεν είχε τίποτε άλλο, παρά πεντέξι γιδάκια και τρία τέσσερα προβατάκια για να ντυέται και ν' αρμέγει.

Επειδή ήταν όμορφη, τίμια και νοικοκυρά, πολλές φορές τη γύρεψαν να την πάρουν, αλλ' εκείνη δεν θέλησε ν' ακούσει για δεύτερη παντρειά. Πρόσμενε πάντα και παρηγορούσε την ερημιά της, μ' ένα γράμμα, μοναχό γράμμα, που είχε στείλει ο Κώστας στους γονείς του, άμα έφτασε στα ξένα. Το γράμμα αυτό το φύλαγε μέσα στο νυφικό της το φέσι με τα τέλια τα χρυσά, και κάθε φορά που ήκουεν ότι η τάδε έλαβε γράμμα από τον άντρα της, έβγαζε κι αυτή από τη χιλιοπλουμισμένη κασέλα της το γράμμα αυτό και πήγαινε στον παπά να της το διαβάσει. Κατόπι το δίπλωνε πάλε με μεγάλη έγνοια και το ξανάβαζε στη μοσκομυρισμένη αγκαλιά του νυφικού της φεσιού με τα χρυσά τα τέλια, που 'χε μέσα στη χιλιοπλουμισμένη της την κασέλα.

Σαράντα χρόνια εκείνο το γράμμα, που αντιπροσώπευε τον πολυαγαπημένο τον άντρα της Κώσταινας, εκοιμήθη μέσα στην μοσκομυρισμένη αγκαλιά του νυφιάτικου φεσιού της, με τα χρυσά τα τέλια, που αντιπροσώπευε τες νυφιάτικες τες μέρες της. Αυτά τα δύο πράματα: το γράμμα και το φέσι ήταν τα μόνα με την κασέλα, που σκέφτηκε η Κώσταινα να γλυτώσει στην επανάσταση του 1854, τότε που τα σπίτια μαζί με το βιο όλου του χωριού έγιναν φλόγες.

Εκεί μπροστά στο εικόνισμα της Παναγιάς θυμόταν η καημένη η Κώσταινα τα λόγια, που 'χε μέσα του Κώστα της το γράμμα, που έγραφε στους γενναίους του να προσέχουν τη νύφη τους και να μην τη μαλώνουν. Αυτά τα λόγια που ήκουε ταχτικά, όσες φορές έδινε το γράμμα της να το διαβάσει ο παπάς, ξανάνιωναν την υπομονή της στα στήθια της, και παίρνοντας καινούργιο θάρρος έλεγε μέσα της:

― Ο Κώστας μου μ' αγαπάει… δε γίνεται να με λησμονήσει! Θα 'ρθει μια μέρα!

Αναβάνοντας όλα αυτά η καημένη η Κώσταινα στο νου της, κοίταζε την Παναγιά στα μάτια, κι έχοντας τα μάτια γεμάτα δάκρυ και κάνοντας το σταυρό της έλεγε:

― Παναγίτσα μ', κάνε το θάμα σ'!

Ενώ η Κώσταινα βρίσκονταν μοναχή της, με τες σκέψεις της και με όσα της θύμιζαν τα σαράντα χρόνια του ζωντανού ξεχωρισμού, κι η λειτουργιά ήταν στο «εξαιρέτως» ανοίγει απ' έξω η θύρα της εκκλησιάς και μπαίνει μέσα με βαριά πατήματα άνθρωπος ψηλός και δασύς, ηλικίας πενήντα χρονών και παραπάνω, με φορέματα ξενιτεμένου, κι από τη θύρα πο 'μενε πίσω του μισογυρισμένη μπήκε και το φως της ημέρας, που άρχισε να ξανοίγει, κι ακούστηκε το λάλημα του κυπριού «τρικ…τρικ…τρίγκκκκ».

Ο ξένος πήγε ίσια μπροστά στην Παναγιά, κι ενώ οι Μικροχωρίτες έμεναν ξαπορεμένοι, αυτός άναψε μια μεγάλη άσπρη λαμπάδα, σταυροκοπήθηκε, προσκύνησε κι άρχισε ν' ασπάζεται τα εικονίσματα του τέμπλου από το Χριστό ως τον Προφήτη―Ηλία, κι ύστερα τραβήχτηκε σ' ένα στασίδι. Όλοι έβλεπαν μ' απορία τον ξένο και με φόβο παρατηρούσαν για να βρουν κανένα πράμα, που να μοιάζει με το ίσκιωμα της νύχτας. ― Αλλά πάλε μπορεί να μπει ίσκιωμα στην εκκλησιά; Λοιπόν αυτός δεν είναι ίσκιωμα!

― Αλλά ποιος να 'ναι;

Τέτοιες απάνω―κάτω ήταν οι σκέψεις του κάθε Μικροχωρίτη, άμα είδαν εκείνον τον ξένο, και δεν έβλεπαν την ώρα πότε να σκολάσει ο παπάς τη λειτουργιά και να τον ρωτήσουν ποιος είναι, πούθε έρχεται και πού πάει. Τέλος σ' ένα κομμάτι ώρας σκόλασε η λειτουργιά, κι ο προύχοντας του Μικρού Χωρίου, κατά το συνήθειο, προσκάλεσε τον ξένο στο σπίτι του με την ιδέα να μάθει εκεί ποιος είναι και δεν είναι. Ο ξένος, σκεφτικός και μελαγχολικός, έλυσε το μουλάρι του, από ένα δέντρο, που το είχε δεμένο, κι ακολούθησε τον προύχοντα, σα χωρίς να θέλει. Όλοι οι Μικροχωρίτες έριξαν τα μάτια στον ξένο, σα να ήταν κάτι τι περίεργο και αφύσικο, που μπορούσε ν' αγρυπνάει τη νύχτα έξω με τα σκυλιά και με τα σκοτάδια, και να μπαίνει την ημέρα στην εκκλησιά και ν' ανταμώνεται με τους ανθρώπους.

Πριν να φτάσει ο προύχοντας με τον ξένο στο σπίτι του, πέρασαν μπροστά από το σπίτι της νυφοκόρης της Κώσταινας. Αυτή, εκείνη τη στιγμή, στέκονταν στην πορεία της, κι επειδή αιστάνονταν λιθοπάτημα, κάθε φορά που έβλεπε άνθρωπο με φορέματα ξενιτεμένα, είπε στον προύχοντα ντροπαλά―ντροπαλά, πριν εκείνος της δώσει την «καλημέρα».

― Κοπιάστε, αφέντη, από το σπίτι μ' πρώτα, έτσι να ζήσεις, να σας κεράσω ορθούς ένα ρακί, για να μου ευκηθείτε το να «καλοδεχτώ».

Ο προύχοντας, γέροντας σεβάσμιος και γλυκός, δε μπόρεσε να μη δεχτεί το προσκάλεσμα της δυστυχισμένης εκείνης γυναίκας, που την είχε συντρέξει πολλές φορές και με την υπόληψή του και με χρήματα, κι έστριψε να μπει στον αυλόγυρό της. Άμα είδε αυτό η Κώσταινα, με γληγοράδα ζαρκαδιού μπήκε μέσα στο σπίτι της, για να στρώσει κατά γης την καλή της την προκόβα και να ρίξει το πλουμισμένο προσκέφαλο. Ο προύχοντας κοντοστάθηκε λίγο στην αυλή, και θεώρησε ανάγκη να δικαιολογήσει την επίσκεψη αυτή:

― Ας σταθούμε, του είπε, μια στιγμή σ' αυτή τη φτωχή. Είναι ξενιτεμένη πολλά χρόνια, δίχως γράμμα και δίχως αντιλογιά, και δεν απελπίστηκε ακόμα, περιμένοντας τον άντρα της από τα ξένα.

Σ' αυτά τα λόγια ο ξένος, σέρνοντας από πίσω του το μουλάρι με το κυπρί, που λαλούσε ακατάπαυτα «τρικ―τρικ―τρίγκκκκ…» στάθηκε, σα να ήθελε να βρει με το μάτι του κάτι τι, ή να θυμηθεί κατιτί. Αχτίδα χαράς φώτισε το πρόσωπό του, που 'χε κάνει η μελαγχολία σκοτεινό, αλλ' η αχτίδα εκείνη ισκιώθηκε κι έσβησε στη στιγμή, και το πρόσωπο του ξένου ντύθηκε την πρώτη σκυθρωπάδα. Δεν είχαν ξεπεράσει ακόμα τη μέση της αυλής ο προύχοντας με τον ξένον, όταν το μουλάρι του ξένου χλιμήτρησε, και το σκυλί της Κώσταινας πετάχτηκε από το κουμάσι του και χωρίς ν' αλυχτήσει περικύκλωσε τον ξένο και ρίχνονταν γύρα του περίχαρο. Ο προύχοντας πήρε αυτά τα δυο σημάδια, δηλαδή το χλιμήτρημα του μουλαριού και τα πηδήματα του σκυλιού για καλόν οιώνα, και φώναξε δυνατά:

― Τα σχαρήκια, Κώσταινα…

Ο ξένος είχεν ακούσει, ότι η Κώσταινα ήταν ξενιτεμένη πολλά χρόνια, χωρίς γράμμα και χωρίς αντιλογιά, ακούοντας τώρα, ότι την έλεγαν και Κώσταινα, και τον προύχοντα να φωνάζει «τα σχαρήκια…» κοντοστάθηκε λίγο, κλονίστηκε, σαν κυπαρίσσι, που το 'χει κόψει τες ρίζες του ο ξυλοκόπος, άφησε από τα χέρια του το καπίστρι του μουλαριού, γονάτισε και σωριάστηκε κατά γης, ψηλά στο χιόνι. Βλέποντας τούτο ο προύχοντας σκιάχτηκε και φώναξε μ' όλα τα δυνατά του:

― Τρέξ' όξω, σκύλα Κώσταινα, με τη βουτσέλα, λιγοθύμησ' ο ξένος!…

Η Κώσταινα πετάχτηκε ξυπόλυτη έξω, κρατώντας στα χέρια της τη βουτσέλα γεμάτη νερό κι άρχισε να την χύνει στο κεφάλι του ξένου. Στη στιγμή έτρεξαν κι οι γειτόνοι, σήκωσαν τον ξένο στα χέρια και τον έβαλαν ψηλά στην προκόβα, που 'χε στρωμένη η Κώσταινα, και τον σκέπασαν με την καινούργια την τσέργα, ενώ ο προύχοντας, νομίζοντας ότι προσβάλλονταν η φιλοτιμία του, επέμενε να σηκώσουν τον άρρωστο και να τον πάνε στο σπίτι του, γιατί ήταν προσκαλεσμένος του, και να μη τον αφήσει να κοιταστεί σε άλλο σπίτι, και μάλιστα στης φτωχότερης και της ορφανότερης του χωριού, αλλ' η Κώσταινα δεν έστρεγε, και του είπε με μύτη:

― Εδώ πο 'πεσε, αφέντη, ο άνθρωπος, εδώ και θα μείνει, κι αν είμαι φτωχή, ο άντρας μ' να ζήσ'…ποιος ξέρ';…

Ένεκα που λιγοθύμησε ο ξένος τόσο ξαφνικά και τόσο ανεπάντεχα, έτρεξε όλο το χωριό στο σπίτι της Κώσταινας, για να μάθουν τι και πώς έγινε, αλλά ο ξένος κείτονταν βουβός και δε μπορούσε να μιλήσει. Σ' αυτό απάνω κατάφτασε κι ο παπάς, γιατί είχε μάθει από πριν ότι κάποια σχέση ήταν ανάμεσα του ισκιωματιού, που φάνηκε τη νύχτα κι εκεινού του ξένου. Πέρασε στη στιγμή το πετραχήλι στο λαιμό κι άρχισε τους ξορκισμούς, που τους ήξερε απ' έξω.

Ο παπάς αυτός ήταν ξακουσμένος για το μνημονικό του, γιατί γνώριζε απ' έξω όλα τα βιβλία της εκκλησιάς: Βαγγέλιο, Απόστολο, Ψαλτήρι, Χτωήχι, Ρολόγι, Τριώδι, Πεντηκοστάρι και όλα τα γράμματα των γιορτών, πόχουν τα Μηναία. Κοντολογία: αυτός ο παπάς ήταν το θάμα όλων των χωριών, που ήταν γύρα στο Μικρό Χωριό, κι άμα χτυπούσε το σήμαντρο, έμπαινε αμέσως στη λειτουργιά.

Ο παπάς δεν είχε ειπεί δυο―τρεις εξορκισμούς, όταν ο λιγοθυμισμένος ξένος άνοιξε τα μάτια του και με φωνή τρεμουλιαστή είπε σ' όλους τους ανθρώπους, που βρίσκονταν γύρα του:

― Καλώς σας ηύρα χωριανοί! Είμαι ο Κώστας! Είμαι ο νοικοκύρης της νοικοκυράς…

Ήθελε να ειπεί ότ' ήταν ο άντρας της Κώσταινας, αλλά το συνήθειο της πατρίδας εμποδίζει να λέγονται στ' όνομα μπροστά στους άλλους, τ' αντρόγυνα. Εξ αιτίας απ' αυτό αναγκάστηκε να το ειπεί με άλλα λόγια.

Άμα ήκουσε τα λόγια αυτά η Κώσταινα, τα 'χασε ολότελα. Δεν ήξερε τι έλεγε. Δε μπορούσε να σταθεί στα ποδάρια της, ούτε να πάει εκεί που ήθελε. Αλλού ήθελε να πάει, κι αλλού πήγαινε. Ήθελε να δείξει τη χαρά της με λόγια, αλλά δε μπορούσε να πει τα λόγια, που ήθελε. Στο τέλος της δέθηκε κι η γλώσσα, χέρια, ποδάρια, κορμί είχαν όλα πιαστεί από τη χαρά.

Ο παπάς βλέποντας, ότι οι εξορκισμοί του έφεραν ανεπάντεχα καλά, έπαψε το διάβασμα, κι όλοι, όσοι βρίσκονταν εκεί, άντρες και γυναίκες και παιδιά, ξεφώνησαν από τη χαρά τους, ενώ το κυπρί του μουλαριού ακούονταν, που λαλούσε όξω στην αυλή «τρικ―τρικ―τρικ―τρίγκκκκ…»

Αφού κατάπαψε η βοή της χαράς κι ήρθε στον εαυτό της η Κώσταινα, ο Κώστας βγήκε όξω, ξεφόρτωσε το μουλάρι, το 'δεσε και το σιλάρωσε, κατόπι γύρισε μέσα κι αφού έβαλε τα πράγματά του σε μια γωνιά κάθισε σιμά στην παροστιά κι άρχισε να μολογάει της ξενιτιάς του τα πάθια:

― «Ήμουν, είπε, δώδεκα χρονών παιδί, όταν ξεκίνησα για την ξενιτιά. Πέρασα βουνά, ποτάμια, κάμπους, και θάλασσες. Εκεί μπήκα σ' έναν αφεντικό. Σε λίγον καιρό ο αφεντικός μου κατηγορήθηκε ότι ήταν ενάντιος του βασιλιά κι έγινε εξορία μαζί με την φαμίλια του. Όλοι οι δούλοι του τον παράτησαν, και μοναχά εγώ πήγα κοντά του, γιατί ήταν καλός και με αγαπούσε. Μας πήγανε σ' έναν πολύ άγριον τόπο, κι εκεί μας πούλησαν στους κουρσάρους της Μπαρμπαριάς, και μας πήγαν δεμένους στην πατρίδα τους. Εκείνοι μας μέρασαν, κι ο καθένας μας πουλήθηκε στο παζάρι σκλάβος αλευτέρωτος σ' άλλους ανθρώπους. Ανθρώπους λέγω; Θηρία!!! Εγώ πουλήθηκα πέντε φλωριά. Δεν μπορώ να σας μολογήσω της σκλαβιάς τα πάθια και τα βάσανα, φτάνει μόνο να σας ειπώ, πως προτιμούσα χίλιες φορές το θάνατο από κείνη τη ζωή. Έκαμα τριάντα πέντε χρόνια ακέραια σκλάβος και μέρα νύχτα έκανα το σταυρό μου και παρακαλούσα την Παναγιά να με γλυτώσει από τα κακά χέρια και να γυρίσω στην Πατρίδα μου. Τέλος ο Θεός με λυπήθηκε κι έστειλε ένα κακό θανατικό, που θέρισε όλους εκείνους τους κακούς ανθρώπους, που μ' είχαν σκλάβον αλευτέρωτο. Σ' αυτό απάνω ηύρα τον καιρό κι έφυγα. Αφόντας σκλαβωθήκαμαν τι δρόμο πήρε ο αφεντικός μου και η φαμίλια του δεν ξέρω.

«Αφού γλύτωσα, τράβηξα δρόμο κατά τη θάλασσα. Ύστερα από πολλές μέρες έφτασα σ' ένα λιμάνι, μπήκα μέσα σ' ένα καράβι φράγκικο και μ' έβγαλε στην Αλεξάντρα. Απέκει τράβησα πάρα μέσα. Έκατσα τέσσαρα―πέντε χρόνια και, δόξα τον Θεό, απόλαψα πολλά ολίγα χρήματα, και κίνησα να 'ρθω στην Πατρίδα. Δεν γνώριζα αν στέκονταν ορθό το σπίτι μου κι αν η…. δεν πήρε άλλον άντρα. Όσο για τους γοναίους μου, ήμουν υπερβέβαιος ότι είχαν πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια, γιατί ήταν γερόντοι ανθρώποι και δε μπορούσαν να ζήσουν πλιότερο.

«Γι' αυτό, ψες ήρθα νύχτα και δεν έριξα κάνα ντουφέκι σαν ξενιτεμένος. Ποιος θα βγει να με δεχτεί; (Είπα μέσα μου). Να σας πω την αλήθεια; Όταν μπήκα στο σύνορο του χωριού μετάνιωσα π' άφηκα την ξενιτιά για να 'ρθω σ' άλλη ξενιτιά.

Όταν μπήκα στο χωριό, μου φάνηκε πως δεν ήταν το χωριό μου, που το είχα πάντα στο νου μου σαράντα χρόνια, μαζί με τους σπιτιακούς μου και την πίστη μου. Τρία πράγματα δεν έφυγαν απ' το νου μου σ' όλον τον καιρό της κακής μου ξενιτιάς: το χωριό μου, οι σπιτιακοί μου, κι η πίστη μου. Δεν το γνώρισα ολότελα το καημένο μου το χωριό, που μου γελούσε πάντα στον ύπνο μου και στα ονείρατά μου. Τα σπίτια μου φάνηκαν αλλιώτικα, οι δρόμοι αλλιώτικοι, το μεσοχώρι αλλιώτικο…. Είναι αλήθεια ότι έφυγα μικρό παιδί και γυρίζω σήμερα γέρος, αλλά τόσο θυμούμαι τα πράγματα εδώ, που μου φαίνεται, σαν να έχω φύγει χτες. Υπόθεσα ότι έγινε κανένας χαλασμός από θανατικό, ή από επανάσταση, ότι κανένας Μικροχωρίτης δε βρίσκεται εδώ μέσα, κι ότι είστε όλοι φερτικοί από μακρινόν τόπο.

― Μας χάλασε η επανάσταση, του είπαν οι χωριανοί.

― Τι λέτε; Αλήθεια;… Ας είναι. Μου τα λέτε ύστερα…

…«Δε μου έκανε η καρδιά να χτυπήσω κανενός θύρα κι αποφάσισα να περάσω όλη την νύχτα στο δρόμο, κι άμα φέξει να ιδώ μια φορά με τα μάτια μου το χώμα που πέρασα τα παιδικάτα μου κι ύστερα να φύγω σε ξένον τόπο και να πεθάνω λησμονημένος, χωρίς να ξέρει κανένας πούθε είμαι και ποιος είμαι. Θα το είχα πλιότερο παράπονο να είμαι ξένος στον τόπο μου παρά στην ξενιτιά.

«Είχα ξεμακρύνει κι έφυγα με καρδιά βαριά, πλιο βαρύτερη από το βουνό, όταν ακούω το σήμαντρο της εκκλησιάς μας να βαρεί, και θυμήθηκα πως είχα φέρει τάξιμο μια λαμπάδα για την Παναγιά. Τότες είπα μέσα μου:

«Ας γυρίσω πίσω ν' ανάψω στην Παναγιά τη λαμπάδα που της έφερα, χωρίς να ειπώ κανενός ποιος είμαι και ποιος δεν είμαι, κι ύστερα ανοιχτός μού είναι ο δρόμος της ξενιτιάς… Γύρισα, μπήκα στην εκκλησιά κι άναψα τη λαμπάδα. Τ' άλλα τα ξέρετε! Και πάλε καλώς σας ηύρα, χωριανοί μ'. Είμ' ο Κώστας!!!»

Όταν τελείωσε την ιστορία του ο Κώστας, όλοι γύρω του είχαν τα μάτια γεμάτα δάκρυα. Ο προύχοντας, θέλοντας να διώξει τη λύπη, που άνοιξε τα φτερά της ψηλά στο πανηγύρι της χαράς, τη λύπη, που προξένησε η ιστορία του Κώστα, είπε στην Κώσταινα:

― Κώσταινα! εγώ σου είπα πρώτος «τα σχαρήκια!» άμα μπήκα στην αυλή σου. Δος μου, λοιπόν τα σχαρήκια μου τώρα! δεν το κουνάω απέδω χωρίς σχαρήκια!…

Κι η Κώσταινα περίχαρη άνοιξε τη μοσκοβολημένη της την κασέλα κι έβγαλε από μέσα καρύδια, σταφύλια, σύκα, συκομαΐδες και μήλα κι έδωκε στον προύχοντα και σ' όλους, όσοι ήταν μέσα, ύστερα τους έδωκε το παγούρι με το ρακί, κι αφού έπιαν καθένας από κάνα δύο φορές κι ευκήθηκαν στον Κώστα το «Καλώς ήρθες από τα ξένα γερός και καλά» και στην Κώσταινα το «καλώς τον αποδέχτηκες» έφυγαν, κι έμειναν μοναχοί μέσα στο σπίτι εκείνο, που δεν είχε ιδεί άλλη φορά καλή μέρα, η Κώσταινα με τον Κώστα της, που 'χε σαράντα χρόνια στην ξενιτιά, χωρίς γράμμα και χωρίς αντιλογιά.

αρχή

 



Ξημέρωνε μια μεγάλη γιορτή στο χωριό.

«Η μέρα έδειχνε κλεισμένη, η γη ήταν ασπρισμένη, ο ουρανός χιόνιζε και το μάτι δε μπορούσε να ιδεί πλειότερο από μια σποριά τόπο. Φοβερό αγριοκαίρι. Σαρανταήμερο. Καρδιά του χειμώνα!

Καβάλα απάνω σ' ένα γερό, όμορφο και ψηλό άλογο και κουκουλωμένος με μια μεγάλη καπότα, έμπαινα με μεγάλη χαρά στα πολυπόθητα σύνορα του χωριού μου, ύστερα από νυχτοπερπάτημα δέκα πέντε ωρών, δρόμο δέκα πέντε μερών και ξενιτιά δέκα πέντε χρονών, μακριά, πολύ μακριά, σε ξένα σύνορα και σε ξένα βασίλεια...

Στο ποτάμι, που 'ναι κάτω από το χωριό μου, πότισα διαβαίνοντας, το κατακουρασμένο τ' άλογο μου. Ύστερα τράβησα τον ανήφορο που βγαίνει ίσια μέσα στ' αγαπημένο μου το χωριό, ανάμεσα από ραϊδιά, από γκρεμούς, από μεγάλες πέτρες, από δέντρα κι από λίγ' αμπελοχώραφα.

Ήταν πολύ πρωί. Στιγμή που πολεμάει το φως της ημέρας πόρχονταν, με το σκοτάδι της νύχτας πόφευγε, και τ' άλογο ανέβαινε αργά αργά και βαριά βαριά τον ανάποδο και κακοτράχαλο ανήφορο, από τη μεγάλη την κούραση και από τη μεγάλη του την αποσταμάρα.

Έκανε φοβερό κρύο. Άγριος βοριάς φυσούσε σα λυσσασμένος από πίσω μου και μ' ανασήκωνε από τη σέλα τ' αλόγου μου. Το χιόνι προντίζονταν από καταγής, στο μανιωμένο φύσημα του, σαν αλεύρι κάτασπρο, πότε από τα κάτω προς τ' άνω, πότε ίσια πέρα, πότε ίσια δώθε και πότε με περικύκλωνε ολόγυρα, σαν ανεμοστρόβιλας. Κι όμως δεν αιστάνομουν καθόλου κρύο μέσα μου. Μόνο τα δάχτυλα των ποδαριών μου κρύωναν λίγο, και τα χέρια μου λιγότερο ακόμα, γιατί κρατούσα με το δεξί το βούρδουλα και με το ζερβί τα χαλινάρια του αλόγου.

Η καρδιά μου χτυπούσε τικ τακ, σα λιθοπάτημα από τη συγκίνηση, που έβλεπα ότι βρισκόμουν και περπατούσα στον τόπο των ονειρατιών μου, στον τόπο που γεννήθηκα!

Τι γλυκιά στιγμή! Τι πανηγύρι, που έκανε η καρδιά μου! Μου φαίνονταν σαν εκείνες τες πλούσιες χαρές, που βλέπει κανείς στον ύπνο του.

Σε κάθε πατημασιά τ' αλόγου μου ξάνοιγα κι ένα κομμάτι από τα παιδακίσια μου. Κομμάτι ζωής χαρωπής, γλυκιάς και πολυαγαπημένης. Έβλεπα το μεγάλο ραϊδιό που ανέβαινα ψηλά, και, γλιστρώντας ίσια κάτω, έφτανα ως τον πάτο στο λάκκωμα, είτε με ξεγδάρματα, είτε χωρίς ξεγδάρματα, στο τρυφερό μου κορμί. Έβλεπα το μεγάλο πουρνάρι, που ανέβαινα το καλοκαίρι, κι έπιανα τα πουλιά μέσα στες φωλίτσες τους, πριν φτερουγίσουν ακόμα, χωρίς να με μέλει και χωρίς να με κόβει και να με νοιάζει για τα τσιουρίσματα των μανάδων τους, που φτερούγιζαν ψηλά από το κεφάλι μου, χωρίς να 'χουν οι καημένες τη δύναμη να μου τ' αρπάξουν μες από τα σκληρά μου τα χέρια. Έβλεπα τα χωράφια μου, που πηδούσα σαν ζαρκάδι, με τα ομόηλικά μου, κι έπαιζα τ' αγαπημένα μου τα παιγνίδια, που δε μπορούσα να τα χορτάσω ποτέ. Έβλεπα τ' αμπέλι μου, με τη μεγάλη βαλανιδιά στην κορφή του, που περνούσα τες καλύτερες και τες πλειο ευτυχισμένες ώρες της παιδιακάτικης ζωής μου, τρώγοντας γλυκύτατα σταφύλια, ωριμότατα σύκα και ζουμερότατα ροδάκινα... Ήταν όλα όπως τα είχα αφήσει εδώ και δεκαπέντε χρόνια. Όλα στον τόπο τους και στη θέση τους.

Το χιόνι ξακολουθούσε να πέφτει, ο βοριάς ξακολουθούσε ν' αγριοφυσάει, το κρύο ξακολουθούσε ν' αντρειεύεται και τ' άλογο ξακολουθούσε ν' ανεβαίνει αργά αργά «γκρουπ γκρουπ γκρουπππ...».

Είχα σκαπετήσει μια μικρή ραχούλα και δεν μου είχε μείνει παρά να σκαπετήσω ακόμα μια, για να μπορέσω ν' αγναντέψω το χωριό μου, που κάθε σπίτι του καπνίζει αδιάκοπα, χειμώνα καλοκαίρι, και να ιδώ το σπίτι μου με τον πλατύχωρο τον αυλόγυρό του και με το μεγάλο το δέντρο του στη μέση της αυλής του, που χρησιμεύει το καλοκαίρι κι ως κατοικιό, κι ως τραπεζαρία, κι ως αίθουσα υποδοχής, κι ως τόπος ύπνου, κι ως ξαποστάσω, κι ως χωροστάσι, που μαζεύεται το χωριό, για να κρίνει τες διαφορές του και τα χωριάνικα ζητήματα, πάντα κατά πώς το θέλει ο προεστός, που η γνώμη του πάντα είναι σύμφωνη με τη γνώμη των πολλών.

Μόρχονταν στο νου πόσες φορές ξαπόστασα και ξεκουράστηκα κάτω από τον ήσκιο αυτουνού τ' αγαπημένου δέντρου, και πόσες φορές μάλωσα με τον Κοράκη και με το φτερωτό κοπάδι της μάνας μου —τες κότες— που ήθελαν να μ' αρπάξουν από τα χέρια το νόστιμο ψωμότυρό μου.

Αμέτρητη χαρά πλημμυρούσε την καρδιά μου, επειδή ξανάβλεπα τη γη των παππούδων μου, τη γη που είδα για πρώτη φορά το γλυκό φως του ήλιου, και κατάλαβα για πρώτη φορά τον εαυτό μου άνθρωπο. Μόρχονταν να ξεκαβαλικέψω και κατεβαίνοντας ν' αγκαλιάσω και να φιλήσω ό,τι έβλεπα κι εύρισκα μπροστά μου: χώμα, πέτρες, χαμόκλαδα, δέντρα... αλλ' ο πόθος μου να φτάσω όσο το δυνατό γληγορότερα στη ράχη που ήταν μπροστά μου και μ' εμπόδιζε να ιδώ το χωριό μου, το σπίτι μου, δε μ' άφηνε να κατεβώ και να εκτελέσω τούτον τον άγιο σκοπό.

—Αχ! έλεγα μέσα μου, πότε θα φτάσω ψηλά σ' εκείνη τη ράχη, για να ιδώ απέκει ό,τι ονειρευόμουν δεκαπέντε τόσα χρόνια στα ξένα, και να ρίξω το ντουφέκι του ξενιτεμένου, για να μάθει το χωριό τον ερχομό μου!

Και λέγοντας αυτά, χτυπούσα το κακόμοιρο τ' άλογο με τους φτερνιστήρες μου κι αυτό το καημένο πηδούσε αγκομαχώντας και μου φαίνονταν ότι πηδούσε στα σύννεφα, αλλ' ο δρόμος δεν τελείωνε!

Το χιόνι ξακολουθούσε να πέφτει, ο βοριάς ξακολουθούσε ν' αγριοφυσά, το κρύο ξακολουθούσε ν' αντρειεύεται και τ' άλογο ξακολουθούσε ν' ανεβαίνει τον ανήφορο αργά αργά «γκρουπ γκρουπ γκρουππππ...».

Χίλια δυο πράματα, γεμάτα γλυκές αναμνήσες του παιδιακίσιου μου καιρού, σαν αφροστεφανωμένες εικόνες, ζωγραφισμένες με ουράνια χρώματα, φανίζονταν μπροστά μου κι άρχισαν να καταπραΰνουν την ανυπομονησία μου. Εδώ, έβλεπα τον εαυτό μου μικρό παιδί, να τρέχω ξυπόλυτο και στο τρέξιμο να μου μπει στο ποδάρι ένα φοβερό παλιουρίσιο αγκάθι. Εκεί, έβλεπα, για πρώτη φορά, να σκοτώνω μια πυκνόμαλλη και μαυρονούρα αλεπού, που κράταε ακόμα στο στόμα της την ομορφότερη και βαρύτερη κότα του χωριού, πόσκουζε η καημένη βραχνά βραχνά, κι αδύνατα αδύνατα «κράααα κράααα κράααα...». Παρέκει, πίσω από μια μεγάλη πέτρα, έβλεπα να με πιάνει ο δάσκαλός μου από τ' αφτί σφιχτά σφιχτά, γιατί μ' ηύρε να στήνω πλάκες για να τσακώσω κοσσύβια κι άλλα τσεροπούλια, πράμα που μας το είχε απαγορεμένο, και να με τραβάει για να με πάει μπροστά στ' άλλα μαθητούρια του χωριού, που κάναμαν σκολειό χειμών' καλόκαιρο στο νάρθηκα της εκκλησιάς, όπου το Ψαλτήρι ήταν για μεγαλύτερο μάθημα, απ' όλα τα μαθήματα. Έβλεπα ν' ανεβοκατεβαίνω το δρόμο του ποταμού χιλιάδες φορές, πότε γκότσι στες πλάτες της μάνας μου, ή της αδερφής μου, πότε περβατώντας και πότε καβάλα. Έβλεπα σε μια πλαγιά, εκεί πέρα, την αδερφή μου να βόσκει ζυγούρια και κατσίκια και να μου λέγει τραγούδια. Μου φαίνονταν πως ήκουα ακόμα την αγγελική της τη φωνή. Παραπέρα έβλεπα τη μεριά που για πρώτη φορά είπα «σ' αγαπώ» στην όμορφη γειτονοπούλα μου. Μ' ένα λόγο, έβλεπα τόσα, που δε μπορούν να μπούνε σ' αυτό εδώγια το χαρτί. Νιάτα σπαρμένα καταγής, σα λουλούδια απριλιάτικα, σαν άνθια μαγιάτικα, σαν τριαντάφυλλα μοσκομυρωδάτα.

Το χιόνι ξακολουθούσε να πέφτει, ο βοριάς ξακολουθούσε ν' αγριοφυσάει, το κρύο ξακολουθούσε ν' αντρειεύεται και τ' άλογο ξακολουθούσε ν' ανεβαίνει αργά αργά τον ανήφορο «γκρουπ γκουπ γκρουπππ...».

Λίγος δρόμος που είχε απομείνει ακόμα, όσο ν' ανέβω στη ράχη, αλλά δεν τελείωνε ποτέ! Την υπομονή μου διαδέχονταν ανυπομονησία και την ανυπομονησία μου υπομονή! Εκεί καταστενοχωριόμουν για τ' αργοβάδισμα τ' αλόγου μου, για την ορμή του ανέμου, για τες τουλούπες του χιονιού πόδερναν το πρόσωπό μου, για το κρύο π' άρχισε να μ' ανεβαίνει από τα ποδάρια ως την καρδιά, και να μου τρυπάει τα κόκκαλα, και για τον ατέλειωτο δρόμο, κι εκεί βρίσκομουν ήσυχος ήσυχος στη ζεστή και γλυκή αγκαλιά της υπομονής, και στοχαζόμουν τη στιγμή που θα 'μπαινα στο σπίτι μου, τι χαρά θα έκανε η μανούλα μου που μόγραφε στο υστερνό της γράμμα ότι τα συμφώνησε με τον Χάρο να την καρτερέσει ως να με δεχτεί πρώτα από τα ξένα κι ύστερα να του παραδώσει την ψυχή της. Στοχαζόμουν το πανηγύρι που θα 'κανε η ορφανή μονοθυγατέρα μου που την είχα αφήσει μικρή, πολύ μικρή βυζανιάρικη, σαράντα μερών φώσινο, όταν κίνησα να πάω μακριά στα ξένα, να προκόψω και να πλουτίσω το σπίτι μου. Στοχαζόμουν τον αναγαλλιασμό της αδερφής μου, που την είχα αφήσει μικρούλα και θα την εύρισκα παντρεμένη, μ' ένα δυο παιδάκια τριγύρω της, και την ευχαρίστηση που θα αιστάνονταν οι χωριανοί μου, που, άμα θα μ' έβλεπαν να μπαίνω στο αντρορημαγμένο σπιτικό μου, θα 'τρεχαν να μ' αγκαλιάσουν και να με φιλήσουν όλοι, μικροί μεγάλοι, άντρες και γυναίκες.

Όλα αυτά ανακατεύονταν μέσα στο μυελό μου, το ένα κατόπι τ' αλλουνού, σαν κύμα που ακολουθάει το κύμα και μάκραιναν ως χίλιες οργιές την υπομονή μου. Αλλ' άμα έριχνα τα μάτια μου προς τη ράχη, που ήταν πάντα μπροστά μου, μου φαίνονταν ότι έφευγε κι αυτή με την ίδια γληγοράδα, που κυνηγούσα να τη φτάσω, μ' έπιανε η στενοχώρια της ανυπομονησίας, κι άρχιζα να κεντάω με μανία τα πλευρά του κακομοιριασμένου του ζώου, που είχα κατωθιό μου, κι αυτό το δύστυχο, γεμάτο υπάκουη σκλάβου κι υπομονή Ιώβ, αφήνοντας μικρό βογγητό μες από τα στήθια του, τραβούσε μπροστά, μ' όση ορμή μπορούσε να βάλει, χωρίς να δείξει το παραμικρό κάκιωμα, για τες σκληρές και απάνθρωπες κεντησιές που του τραβούσα στα πλευρά με τους φτερνιστήρες μου.

Το χιόνι ξακολουθούσε να πέφτει, ο βοριάς ξακολουθούσε ν' αγριοφυσάει, το κρύο ξακολουθούσε ν' αντρειεύεται και τ' άλογο ξακολουθούσε ν' ανεβαίνει τον ανήφορο αργά αργά «Γκρουπ γκρουπ γκρουπππ...».

Λίγες δρασκελιές μου είχαν μείνει ακόμα ως που να φτάσω στην κορφή της ράχης, που έκρυβε το πολυπόθητο χωριό μου, και λίγες ακόμα στιγμές, ώσπου να ρίξω τη χαρμόσυνη ντουφεκιά του ξενιτεμένου, που θα έκανε όλες τες καρδιές του χωριού να λαχταρήσουν από χαρά και λίγες θα ήταν οι καλότυχες, που θα δέχονταν ξενιτεμένο, αλλά η ανυπομονησία μου σήκωνε κεφάλι, μέσα στα στήθια μου πάλι, κακομούτσουνη και φοβερή, και μ' έκανε να νομίζω ότι τα ποδάρια τ' αλόγου μου ήταν καρφωμένα ψηλά στη γη, και βρίσκομουν από πολλή ώρα στην ίδια μεριά. Το χτύπησα τότε τ' άλογο, για ύστερη φορά, με όση δύναμη είχα απάνω μου, και σα να έκανε φτερά το καημένο το ζώο, βρεθήκαμε στην κορφή της χιλιοπόθητης ράχης! Δόξα σοι ο Θεός!

Εκεί το κρύο και το φύσημα του βοριά και το χιόνι θα ήταν δυνατότερα, αλλά το χωριό μου που μου έδειχνε το συμπαθητικό πρόσωπό του, από μια ντουφεκιά τόπο μακριά, μ' έκανε να μη αιστάνομαι την αγριάδα τους.

Όλο το χωριό ήταν συμμαζεμένο στην πλαγιά του βουνού, σαν κοπάδι καλογραικιασμένο. Κάθε σπίτι ομοίαζε με πρόβατο και κάθε παράσπιτο με αρνί. Το σπίτι το δικό μου, μεγαλύτερο απ' όλα τ' άλλα, φαίνονταν σα βαρυκούδουνο γκεσέμι, που μπορεί να σύρει πίσω του χίλια κεφάλια πρόβατα.

Άμα το ξεκάμπισα το χωριό μου, έριξα μια βαρυγιόματη ντουφεκιά, για να νιώσουν οι χωριανοί ότι «ξενιτεμένος έρχεται!» κι από τον πολύ τον βρόντο τρεις φορές αχολόγησαν τα λακκώματα, οι ρεματιές και τα βουνόπλαγα.

Καρφώνοντας τα μάτια μου στο ταπεινό και συμπαθητικό χωριό μου, νόμιζα ότι οι σκεπές του εκείνες, που κάπνιζαν ήσυχα ήσυχα, οι καλύβες του, τ' αυλόδεντρά του, οι αυλόγυροί του, οι φράχτες του, οι ριζιμιόπετρές του πουσ στέκουν σκόρπια εδώ κι εκεί, σαν απολιθωμένοι γιγάντοι, οι δρόμοι του, οι κήποι του, τα όλα του, ότι ζωντάνεψαν, ότι έτρεχαν χαμογελώντας και χοροπηδώντας το ένα κατόπι τ' αλλουνού και προχωρούσαν κατ' απάνω μου, για να με αποδεχτούν και να μου πούνε το γλυκό χαιρετισμό:

—«Καλώς όρισες από τα ξένα! Δόξα σοι ο Θεός, που 'ρθες γερός και καλά!»

Απέραντο πέλαγο χαράς κι αναγαλλιασμού είχε πλημμυρίσει τότε την καρδιά μου. Ό,τι έβλεπα μπροστά μου ήταν μαγευτικό και μου φαίνονταν πως έπλεα μ' ολάνοιχτα πανιά σε πέλαγο, δίχως άκρη, ευτυχίας ατέλειωτης.

Το χιόνι έπαψε να πέφτει πλειο και μεταβάλθηκε σε γλυκή ζεστασιά, ο μανιωμένος βοριάς έπαψε να βουίζει πλειο και μεταβάλθηκε σε δροσόπνιχτο και μοσκοβολάτο καλοκαιρινό αγεράκι, και τ' άλογό μου έπαψε ν' ανεβαίνει πλειο τον ανήφορο αργά αργά και βρέθηκε «μπρουφ» μέσα στον αυλόγυρο του σπιτιού μου!

Στο έμπα μου, έτρεξε πρώτος πρώτος ο γέρικος σκύλος του σπιτιού μου, ο Κοράκης, και ρίχτηκε με τα μπροστινά του τα ποδάρια απάνω στη σέλα τ' αλόγου μου και με κάτι κουνήματα του κεφαλιού του και, με κάτι φωνές που έβγαζε από το στόμα του, ήθελε ν' αποδείξει τη μεγάλη χαρά του, για τον ερχομό του ξενιτεμένου αφεντός του. Στα μάτια του μέσα έλαμπε σαν ανοιξιάτικη δροσιά, ανάμεσα σε φύλλα τριανταφυλλιού, ένα αναγάλλιασμα που δεν μπορεί να γραφτεί. Εκείνη τη στιγμή, που ο Κοράκης είχε ριγμένα τα ποδάρια ψηλά στη σέλα, και παραπονιόνταν μέσα του, γιατί να μη του έχει χαρίσει κι αυτουνού ο Θεός λόγο, για να καλωσορίσει τον αφέντη του ανθρωπινά, ο γάτος του σπιτιού, ο Λειάρος, πήδησε πίσω από τη στέγη και έγινε καπνός!

Ύστερα από το σκύλο, κατάφτασε η μάνα μου κουτσά κουτσά, από τα γηρατειά, ξεσκούφωτη από τη χαρά της, και με τα μάτια γεμάτα δάκρυα, άγια δάκρυα μητρικά· τρίτη κατάφτασε η θυγατέρα μου, κορίτσι ώριμο, γερό και ασπροκόκκινο, με δύο μεγάλα μεγάλα και μαύρα μαύρα μάτια που βρίσκονταν στο σύνορο της ηλικίας του παιδιού και της νύφης· τέταρτη κατάφτασε η αδερφή μου με τον άντρα της και τα παιδιά της, που έβλεπα για πρώτη φορά και, σα να ήμουν άψυχο πράμα, μ' άρπαξαν στην αγκαλιά τους και μ' έφεραν και μ' απόθεσαν μέσα στον καλό τον οντά.

Έφερα γύρα τα μάτια μου στο σπίτι, κι είδα πως δεν είχε αλλάξει τίποτε από μέσα. Νόμισα πως έλειπα από τα χτες. Όλα ήταν στην ίδια τους θέση, όπως τα είχα αφήσει, και μοναχά οι άνθρωποι είχαν αλλάξει όλοι. Απ' αυτουνούς, άλλοι από παιδιά έγιναν νύφες, άλλοι από νιοι γερόντοι, άλλοι από το Τίποτε φύτρωσαν άνθρωποι, κι άλλοι — αλλοίμονο! — έλειψαν ολότελα! Η μια αδερφή μου, ο ένας ο θειος μου, η γυναίκα μου κι ο πατέρας μου, δε βρίσκονται πλειο στο δεφτέρι των ζωντανών, αλλ' είχαν ταξιδέψει για τ' ανεγύριστο ταξίδι του Κάτω Κόσμου, απ' όπου ούτε γυρίζει κανείς ποτέ, ούτε γράμματα ή χαιρετίσματα έρχονται!

Η καρδιά μου εκείνη τη στιγμή είχε γίνει απέραντο πέλαγο, και μέσα σ' αυτό το πέλαγο πότε η λύπη αρμένιζε μ' ολάνοιχτα πανιά και σηκώνονταν τα κύματα γύρα της, ως τον ουρανό, πότε η χαρά έβγαινε στη μέση κι έκανε το νερόχτιστο κάμπο του ήσυχο και μαλακό, σαν πρόσωπο απέραντου και κρουσταλλένιου καθρέφτη.

Αν κι από πολλά χρόνια είχα μάθει τους σκληρούς θανάτους πόχουν γίνει στο σπίτι μου, κι ο γιατρός καιρός έχυσε το σωτήριο βάλσαμό του στες ανοιγμένες πληγές της καρδιάς μου, πάλι δεν μπορούσα να μην αιστανθώ, άλλη μια φορά, όλη τη λύπη ακέρια, για τον παράκαιρο χαμό των πολυαγαπημένων μου. Τα δάκρυα μου πλημμύριζαν, σαν ποτάμια, και πάσκιζαν να με πνίξουν, αλλ' άμα έριχνα τα μάτια μου στη μάνα μου, που τα γεράματα της κι η μητρική της λαχτάρα μού φυσούσαν άγιο σέβας, στη θυγατέρα μου, που η αγάπη της κι ο δροσερή της νιότη φύτευαν στη ματωμένη μου καρδιά την πλειο γλυκύτερη χαρά και την πλειο μεγαλύτερη ελπίδα, και στην αδερφή μου και στο γαμπρό μου, που η αγάπη τους και η ειλικρινή τους έγνοια μ' έκαναν να γεμίζω παρηγοριά, σταματούσαν τα δάκρυα μου και σκορπούσε ο πόνος μου, σαν πώς σκορπίζονται τα σύννεφα στον ουρανό, όταν φυσάει ο δυνατός βοριάς. Πάντα το Τώρα νικάει το Πριν.

Σ' αυτό απάνω κατάφτασαν κι οι σιμότεροι γειτόνοι να με καλωσορίσουν. Ύστερα απ' αυτουνούς κι οι μακρυνότεροι και λίγο λίγο το σπίτι μου δέχτηκε μέσα στους κόρφους του όλο το χωριό, άντρες, γυναίκες και παιδιά, γιατί είναι χρέος άγιο το να τρέχει κανείς να χαιρετάει ξενιτεμένο, και να πανηγυρίζει τον ερχομό του.

Φιλήματα απ' εδώ, αγκαλιάσματα απ' εκεί, αναγαλλιάσματα από τούτη τη μεριά, γέλια από εκείνη, σταυρώνονταν κάθε στιγμή σ' εκείνο το χαρούμενο πανηγύρι, που εγώ ήμουν αιτία και κέντρο.

Στην τιμημένη και ποθητή μας πατρίδα, η ξενιτιά τα συμπαθάει όλα. Ζήλιες, διαφορές, μαλώματα κι έχτρες, τα λιώνει όλα η ξενιτιά, σαν πώς λιώνει η νοτιά το χιόνι. Ο ξενιτεμένος είναι άγιο πράμα, που σέρνει το σεβασμό και την αγάπη των χωριανών κι όλου του κόσμου πέρα και πέρα.

Τη στιγμή εκείνη το σπίτι μου ομοίαζε κρινί μελισσιών, στον καιρό του καλοκαιριού, που μαζεύονται στη θύρα και μπαινοβγαίνουν τα μελίσσια.

Τέλος η μάνα μου άνοιξε τη νυφική της κασέλα, που είχε μέσα φυλαγμένα απ' όλα τα πωρικά που βγαίνουν στο χωριό μου, κι όλα τα γλυκίσματα που κάνουν εκεί, δηλαδή: σύκα, σταφίδες, μήλα, καρύδια, ρόιδια, κυδώνια, μουστόπιτες, σιουμπέκια και συκομαΐδες, κι άρχισε να τα μοιράζει πολλά πολλά απ' όλα στα λιανόπαιδα, που είχαν τρέξει όλα, άμα έμαθαν τον ερχομό μου, γνωρίζοντας ότι θα καλοπλερώνονταν ο κόπος τους γι' αυτό. Η αδερφή μου άρχισε να πλάθει πίτα, η θυγατέρα μου κερνούσε τους μεγάλους ρακί, με το μισοκάρικο το παγούρι, ο γαμπρός μου κάθουνταν σιμά μου καταχαρούμενος, κι εγώ μολογούσα σ' εκείνους που με ρωτούσαν πώς πέρασα τον καιρό μου στην ξενιτιά, τι είδα, τι ήκουσα, τι έμαθα, τι έκανα, ποιον πατριώτη είδα κι αντάμωσα, από ποιους και σε ποιους έφερα γράμματα, πώς είναι ο τάδες χωριανός μας, τι δουλειά κάνει ο τάδες ο πλησιοχωρίτης μας, μ' ένα λόγο έδινα ταχτική αναφορά και ταχτικό λογαριασμό του τι έκανα, τι άκουσα, τι είδα και τι έμαθα σ' όλον τον καιρό των δέκα πέντε χρονιών που βρίσκομουν στην ξενιτιά.

Ύστερα άρχιζαν να φεύγουν λίγοι λίγοι οι καλοί χωριανοί μου, κι έμεινα μόνος με τους ανθρώπους του σπιτιού μου. Καθίσαμε όλοι σταυροπόδι γύρα στη στια που έκαιγε σαν καρμοκάνι, περιμένοντας να ετοιμαστεί το γιόμα, ενώ ήταν ξαπλωμένος μπροστά μας ο γάτος ο Λειάρος, όλως διόλου αναίστητος και ξένος προς το πανηγύρι του σπιτιού, και πίσω μας κάθονταν στα πισινά του ποδάρια ο σκύλος, ο Κοράκης, προσέχοντας τες ομιλίες μας σαν πώς προσέχουν στο Βαγγέλιο, βλέποντας μας κατάματα, όσους δεν του είχαν γυρισμένες τες πλάτες και πλειότερο εμένα, τον νοικοκύρη, και τόσο πολύ προσείχε τ' αφτί του, και τόσο πολύ κάρφωνε τα μάτια του απάνω μου, που μ' έκανε να πιστέψω ότι θ' ανακατώνονταν στες ομιλίες μας, μιλώντας με ανθρώπινη γλώσσα!

Η ζέστα, η χαρά, τ' αναγάλλιασμα, οι κόποι του δρόμου, η αϋπνία, κι η συγκίνηση, νάρκωσαν τόσο πολύ το πνέμα μου και το κορμί μου, ώστε καθώς βρίσκομουν εκεί, γύρισα το κεφάλι μου στη μοσχοβολημένη παρθενική αγκαλιά της θυγατρός μου, έκλεισα γλυκά γλυκά τα μάτια μου, κι αποκοιμήθηκα...».

Και ....όταν ξύπνησα κι άνοιξα τα μάτια μου, δεν είδα τίποτε μπροστά μου! Μάνα, θυγατέρα, αδερφή, σπίτι, χωριό, πατρίδα ήταν όλα φευγάτα! Βρίσκομουν και βρίσκομαι ακόμα στα έρημα τα ξένα, κι όλα όσα είδα και σας διηγήθηκα δεν ήταν άλλο παρά μια γλυκιά οπτασία, ένα ευτυχισμένο όνειρο, που μου δώρησε η αγάπη της πατρίδας μου, που βρίσκεται τόσο μακριά.

Τι πικρή που θα ήταν ακόμα η ξενιτιά, αν δεν ήταν και τα όνειρα!

 

Χ. Χρηστοβασίλης, Διηγήματα της ξενιτιάς

 

 

αρχή

 



Δώδεκα ακέρια χρόνια ήταν στην ξενιτιά ο αδερφός του Γιάννη, ο Φώτος!

Εννιά χρόνια έστελνε ταχτικά γράμματα και χρήματα, αλλά τα επίλοιπα τρία χρόνια ούτε χρήματα, ούτε γράμματα έστελνε, κι ο Γιάννης δε σκέφτονταν γιατί δε λάβαινε χρήματα, αλλά το γιατί δεν λάβαινε γράμματα .Ήθελε να μάθει ότι ο αδερφός του ζούσε κι ήταν στον Απάνω Κόσμο, κι ας έλειπαν τα χρήματα. Περίμενε, περίμενε ένα μήνα, δυο, τρεις, ένα χρόνο, έγιναν τρία σωστά χρόνια, χωρίς γράμμα και χωρίς αντιλογιά! Στο τέλος είδε κι απόειδε, πήρε ένα σακούλι στον ώμο του, φόρεσε την κάπα του από το ένα μανίκι και τράβηξε για την ξενιτιά, έχοντας για μόνο του σύντροφο ένα μακρύ δικανίκι.

Πλανήθηκε σαράντα μέρες δρόμο, πέρασε σαράντα πολιτείες και διάβηκε κάμπους και βουνά, ποτάμια και θάλασσες, ώσπου να φτάσει στο μέρος που ξενιτεύονταν ο αδερφός του. Δε γνώριζε κανένα, ούτε κανένας πατριώτης βρίσκονταν εκεί. Ήταν μεγάλη Παρασκευή, όταν μπήκε σ' αυτήν την πολιτεία, μέσα στην Ανατολή, κοντά στην Κόνια. Τράβηξε σ' ένα ταπεινό ξενοδοχείο, έφαγε λίγο ψωμί και κρομμύδι, κι από την πολλή του την κούραση έπεσε να κοιμηθεί, χωρίς να ειπεί τίποτε σε κανένα, γιατί ήρθε και ποιον γυρεύει. Αλλά ένα μαύρο προαίστημα του είχε γραπώσει την καρδιά, από τη στιγμή που πάτησε το ποδάρι του εκεί.

Τα μεσάνυχτα άρχισαν οι καμπάνες να βαρούν δυνατά. Ξύπνησαν όλοι όσοι ήταν χριστιανοί, ξύπνησε κι ο Γιάννης, σαν χριστιανός που ήταν κι αυτός, και πάει μαζί με τους πολλούς σε μια από τες πολλές εκκλησιές της πολιτείας, Παρεκοίταξε όλους τους ανθρώπους, που ήταν σ' αυτήν την εκκλησιά, αλλά δεν του ομοίαζε κανένας για τον αδερφό του, το Φώτο. Απέκει πάει σ' άλλην εκκλησιά, αλλά κι εκεί τίποτε. Πάει σ' άλλη και σ' άλλη και σ' άλλη, αλλά σε καμιά δεν απάντησε την αχτιδόλαμπρη μορφή του αδερφού του!

Στην τελευταία εκκλησιά ηύρε τον Επιτάφιο έτοιμο να βγει. Ο κόσμος όλος, που τον ακολουθούσαν, είχαν από ένα κερί στο χέρι τους. Αγόρασε κι ο Γιάννης ένα κερί κι ακολούθησε τον Επιτάφιο. Ύστερα από λίγη ώρα, όλοι οι Επιτάφιοι των εκκλησιών της πολιτείας σμίχτηκαν στα πρόθυρα του νεκροταφείου. Εκεί όλοι μαζί έγιναν ένα και μπήκαν μέσα στα μνήματα.

Όλος ο περίβολος του νεκροταφείου φεγγοβολούσε. Μες από τα κουτιά των πεθαμένων ξεπετούσε η ήμερη λάμψη του καντηλιού, που είχε ανάψει χέρι συγγενικό ή φιλικό. Νόμιζε κανείς ότι όλοι εκείνοι οι κάτοικοι του Κάτω Κόσμου ξαγρυπνούσαν, περιμένοντες τον Επιτάφιο. Ο Γιάννης χώθηκε ανάμεσα στα μνήματα προσέχοντας μη δρασκελίσει κανένα και μη σκοντάψει σε κανένα Σταυρό. Εκεί που πήγαινε, χώρια από το πλήθος των Επιταφίων που έκραζε ακατάπαυτα «Κύριε ελέησον», περβατώντας ανάμεσα στες νεκρικές κατοικίες, απάντησε ένα σβηστό μνήμα. Ήταν στην άκρη του νεκροταφείου και στο σαρακωμένο κουτί του, που ήταν γυρμένο από τον άνεμο και την πολυκαιρία, δεν έφεγγε καθόλου καντήλι.

—Να, που βρίσκονται και στον Κάτω Κόσμο φτωχοί, (είπε με το νου του ο Γιάννης), και δεν έχουν ένα καντηλάκι με λίγο λαδάκι ν' ανάψουν κι αυτοί τούτη τη βραδιά, και να πανηγυρίσουν με τους πολλούς. Κρίμα! Εγώ νόμιζα ως τα τώρα, ότι η φτώχια μόνο στον Απάνω Κόσμο είχε μερδικό!

Λέγοντας αυτά τα λόγια, έσκυψε με δακρυσμένα μάτια να κολλήσει το κερί, που κρατούσε, ψηλά στο σαρακωμένο και βαγισμένο νεκρικό κουτί κι έτσι να προσφέρει μια μικρή ελεημοσύνη στον φτωχό Κατωκοσμίτη, που βρίσκονταν στα σκοτεινά, αλλ' εκεί που κολλούσε το κερί, έπεσε το μάτι του στα κάτασπρα γράμματα, που ήταν γραμμένα ψηλά στο μαύρο κουτί, κι έμπηξε ένα μεγάλο ξεφωνητό με όλη τη δύναμη της καρδιάς του, σα να τον είχε τσιμπήσει στην καρδιά οχιά πικρή, ή κακή μονομερίδα.

—«Αχ! αδερφούλη μου, Φώτο! Εγώ σε γύρευα ανάμεσα στους ζωντανούς, και συ βρίσκεσαι ανάμεσα στους πεθαμένους!»

Λέγοντας αυτά ξαπλώθηκε ψηλά στο χορταρισμένο μνήμα, κλαίοντας και μύροντας, σα μικρό παιδί.

Κανένας δε ζύγωσε να τον παρηγορήσει για μια τέτοια μεγάλη δυστυχία. Έκλαιγαν κι άλλοι γύρα του σκυμμένοι σε φωτισμένα μνήματα, αλλά καθένας έκλαιγε τον πόνο του.

Ύστερα από λίγη ώρα έφυγαν οι Επιτάφιοι, καθένας για την εκκλησιά του, ο κόσμος τραβήχτηκε για το σπίτι τους, το νεκροταφείο έμεινε έρημο και μοναχά ο Γιάννης στριφογύριζε βογγώντας ψηλά στο μνήμα του αδερφού του, σα λαβωμένο φίδι, κι όταν ο ήλιος φώτισε τον κόσμο μας με τες αργυρόχρυσες αχτίδες του, πήρε τα σύνεργα του νεκροθάφτη, που ήταν χωμένα κάτω από ένα καλυβούτσι, άνοιξε τ' αδερφικό μνήμα μ' έγνοια, έμασε τα κόκκαλα ένα ένα, κι αφού τα πότισε με καυτερά αδερφικά δάκρυα, τα 'βαλε μέσα στο σακούλι του, σταυροκοπήθηκε κατά ηλιού και ξεκίνησε με την καρδιά καμένη και φλογισμένη για την έρημη την πατρίδα, φορτωμένος τ' αδερφικά κόκκαλα, που έβγαλε από το ξενιτεμένο μνήμα, τα κόκκαλα εκείνα, που ήταν αναστημένα με το ίδιο γάλα και το ίδιο αίμα, για να τ' αποθέσει στο ταπεινό κοιμητήρι του χωριού του! Με τι καρδιά γύριζε ο καημένος στο χωριό του!

 

Χ. Χρηστοβασίλης, Διηγήματα της ξενιτιάς

 

 

αρχή

 



Γκεσούλης λέγουνταν εκείνο το λαμπρό σκυλί!

Τ' όνομα του Γκεσούλη έχουν όλα τα σκυλιά που 'ναι στο κορμί μαύρα και άσπρα στο λαιμό και στην κοιλιά. Αυτό το είδος του χρωματισμού των σκυλιών έχει λευκώματα και στα ποδάρια, πότε στα τέσσερα και πότε σε λιγότερα, και κάτι καστανές γραμμές κάτω από τα μάτια. Τώρα γιατί τα σκυλιά πόχουν αυτόν τον χρωματισμό λέγουνται Γκεσούληδες, δεν μπορώ να σας το ειπώ, γιατί είναι ξένο προς το θέμα μας, κι έρχουμαι στο Γκεσούλη μου.

Η ιστορία που θα σας διηγηθώ τώρα έγινε στην Ήπειρο, και λέγω ιστορία, γιατί το διήγημα μου είναι αληθινό, κι ούτε πολλά χρόνια είναι πόγινε το πράμα.

Ο Γκεσούλης, μικρό κουταβάκι, πριν ανοίξει ακόμα τα μάτια του, είχε ριχτεί στο φάραγγα, είδος Καιάδα του χωριού, μ' άλλα έξι εφτά ομογέννητα αδερφάκια του, γιατί ο αφέντης της μάνας του, θέλοντας να δοκιμάσει την αξία όλων των κουταβιών που 'χε γεννήσει η σκύλα του εκείνες τες μέρες, τα 'βαλε όλα απάνω σ' ένα λυκοτόμαρο και μόνο δυο κουτάβια, που απ' όλα συνταράχτηκαν και σήκωσαν τη μύτη τους κι έβγαλαν ένα μικρό γουρλητό, αυτά κράτησε, για να βυζαίνουν το γάλα της σκυλομάνας, γιατί αυτά τα κουτάβια θα γίνονταν καλύτερα και φοβερότερα κι ως μαντρόσκυλα κι ως αυλόσκυλα και τ' άλλα τα πέταξε στο φάραγγα κρυφά από τη μάνα τους, που τ' αγαπούσε η καημένη όλα ίσια, κι είχε για το καθένα ξεχωριστό βυζί στην κοιλιά της.

Όταν πέταξαν τα κουτάβια στο φαράγγι, ο Γκεσούλης φαίνεται δεν είχε πάθει τίποτες από το πέταγμα κάτω στον φοβερό γκρεμό, και κατόρθωσε να ζήσει ένα ολάκαιρο μερονύχτι μέσα στο φάραγγα, όταν ένας κυνηγός, ο Λέντζος, κυνηγώντας αγρίμια, πέρασε από το μέρος εκείνο, που βρισκόταν ριγμένα τα κουτάβια, που μόνον ο Γκεσούλης μας ήτανε ζωντανός ακόμα και γουρλιόνταν το καημένο το ζώο από την πείνα κι από το κρύο, και, βλέποντάς το να παραδέρνει έτσι μόνο του μέσα στην ερημιά, το λυπήθηκε και το 'μασε από καταγής και το 'βαλε μέσα στο κυνηγοσάκουλό του. Ύστερα από λίγη ώρα, βρέθηκε σ' ένα μαντρί κοντά, που 'χε γαλάρια γιδοπρόβατα. Εκεί ζήτησε λίγο γάλα, κι ο πιστικός άρμεξε όλο το βυζί μιανής γίδας στο στόμα του κατανήστικου κουταβιού. Άμα το γάλα μπήκε στην κοιλούλα του, το κουτάβι άνοιξε για πρώτη φορά τα μάτια, και κοίταξε κατάματα τον κυνηγό, κι έκανε σα να 'θελε κάτι να του ειπεί, αλλά τι να του έλεγε ένα τέτοιο άλογο ζώο;

Να μην τα πολυλογούμε, σε τρεις τέσσερους μήνες απανωθιό, εκείνο το κουταβάκι είχε γίνει ένα ωραίο κι έξυπνο σκυλάκι, που ήταν ο μεγαλύτερος φύλακας του σπιτιού.

Στο σπίτι του κυνηγού ήταν πολλοί άντρες, γυναίκες και παιδιά, αλλά το Γκεσουλάκι, αν κι αγαπούσε όλη τη φαμίλια κι όλο το σπίτι, κι όλα τα ζώα του σπιτιού, ως και τες κότες ακόμα, γιατί μια μέρα ρίχτηκε να ξεσκίσει ένα γειτονικόν πετεινό, που κυνηγούσε ένα πετεινάρι του σπιτιού, και πρόφτασε να του βγάλει μόνο την ουρά, αγαπούσε όμως πλειότερο απ' όλους κι απ' όλα τον κυνηγό. Όταν έμπαινε ο κυνηγός μέσα στο σπίτι, το Γκεσουλάκι χοροπηδούσε από τη χαρά του και ρίχνονταν ως απάνω, σαν να 'χε φτερά. Τέλος από Γκεσουλάκι έγινε ένας φοβερός Γκεσούλης και, λέγοντας «Γκεσούλης» μέσα στο χωριό, εννοούσαν αυτόν.

Σ' αυτό απάνω ο ευεργέτης του Γκεσούλη, ο πολυαγαπημένος του απ' όλο το σπίτι, αφήνοντας το ντουφέκι του κυνηγιού, ξεκινούσε ένα πρωί για την ξενιτιά. Όλο το σπίτι κι όλο το χωριό τον συμπροβόδησαν ως το σύνορό τους, κι εκεί, κάτω από ένα μεγάλο πολύκλαδο και φουντωτό πουρνάρι, γένονταν ο πολύπικρος ξεχωρισμός! Τι δάκρυα, τι σιγοκλάματα, τι αναστεναγμοί, από τη γριά μάνα του, από τ' αδερφοξάδερφά του, κι από τη γυναίκα του και τι λύπη και τι κατήφεια απ' όλους τους χωριανούς! Το ύστερο σταυρωτό φίλημα και σφιχταγκάλιασμα ήταν της πικραμένης της μάνας του, και το ύστερο κατευόδιασμα της πανώριας και περίκαλλης γυναίκας του.

Η ξενιτεμένη συνοδεία τράβηξε και χώθηκε πίσω από ένα σκαπέτημα, και σπιτιακοί, συγγενήδες, γειτόνοι, φίλοι και λοιποί χωριανοί γύρισαν προς το χωριό... Αλλά λίγο έλειψε να λησμονήσομε τον καημένο τον Γκεσούλη! —ένα σκυλί...

Ο Γκεσούλης στάθηκε στο πουρνάρι, καθισμένος στα δυο του πισινά ποδάρια κι έβαλε μάτι για το δρόμο της ξενιτεμένης συνοδείας, ενώ κάποτε γύριζε και κοίταζε και τους άλλους, που γύριζαν στο χωριό.

Σε λίγο, που κρύφτηκαν κι αυτοί πίσω από μια ραχούλα, ο Γκεσούλης άρχισε να γυρίζει γλήγορα γλήγορα το κεφάλι του, πότε προς το δρόμο που είχε πάρει ο ξενιτεμένος, και πότε προς το δρόμο του χωριού, σαν πετροπέρδικα που φοβάται να μην τη σκιώσει το γεράκι. Τέλος έκανε τίναγμα ξαφνικό και ρούπησε κατά το δρόμο του ξενιτεμένου!

Πέρασαν τέσσερα χρόνια ολάκαιρα από τότε. Ο ξενιτεμένος, αφού έκανε γερό πουγγί στην Αθήνα, ως ψωμάς, ξεκίνησε για την πολυπόθητη πατρίδα, μαζί με τον αγαπημένο του τον Γκεσούλη. Στο ξεκίνημα του είχε κολλήσει κι ένας χωριανός του, που η τύχη δεν τον είχε χαϊδέψει καθόλου από τη μεγάλη του ακαματιά. Αυτός ο χωριανός του λέγονταν Φετάνης και γνώριζε πόσο παχύ ήταν το πουγγί του Λέντζου. Φτάσανε μαζί στην Άρτα. Εκεί ο Λέντζος είδε ένα όμορφο μουλάρι και το αγόρασε για το σπίτι, και την άλλη ημέρα πρωί πρωί ξεκινήσανε για τα Γιάννενα: ο Λέντζος καβάλα κι ο Φετάνης με τον Γκεσούλη πεζοί. Ο δρόμος από την Άρτα ως τα Γιάννινα είναι μια ολάκαιρη μέρα αλλά, για να φτάσει κανείς σε μα μέρα από την Άρτα στα Γιάννινα, πρέπει να ξεκινήσει πρωί και να μη χασομερήσει στο δρόμο. Το χωριό των ξενιτεμένων ήταν άλλες έξι ώρες πέρα από τα Γιάννινα.

Ο Φετάνης στο δρόμο αρρώστησε από πονόκοιλο και πήγαινε «στάσου εδώ» και «στάσου εκεί». Ο Λέντζος, κι επειδή τον λυπήθηκε κι επειδή ήθελε να φτάσει το βράδυ στα Γιάννινα, κατέβηκε από το μουλάρι κι έβαλε τον Φετάνη καβάλα, αλλ' ο Φετάνης κοντοβαστούσε το μουλάρι, λέγοντας ότι το γοργοπερπάτημα του μουλαριού τού μεγάλωνε τον πόνο. Να μην τα πολυλογούμε, όταν ο ήλιος κοντοβασίλευε, η συντροφιά βρίκονταν τρεις ώρες μακριά από τα Γιάννινα. Ήταν Αύγουστος μήνας και το νυχτοπερπάτημα πλειο ευχάριστο.

Από λίγο λίγο ο ήλιος κατέβαινε φλογερός πίσω από το βουνό του Μακρυαλέξη, σέρνοντας πίσω του ολάκαιρη χρυσή ουράνια λίμνη. Λίγο λίγο πάλι εκείνη η χρυσή λίμνη έγινε χάλκινη κι η χάλκινη μολυβένια, τ' αστέρια άρχισαν ν' ανάβουν ένα ένα στον ουρανό, κι η νύχτα αγκάλιασε τον κόσμο στα καταμέλανα φτερά της. Τότε ο Φετάνης γυρίζει και λέγει του Λέντζου, που έρχονταν από πίσω τραγουδώντας:

—Έλα να καβαλικέψεις, εσύ, γιατί μ' άφησ' ο πόνος. Σταμάτησε το μουλάρι, ξεκαβαλίκεψε και καβαλίκεψε ο Λέντζος. Ξακολούθησαν έτσι ως μια ώρα δρόμο, όταν έφτασαν σε μια ράχη, οπούθε φαίνονταν τα Γιάννινα μέσα στη σκοτεινιά της νύχτας, με τα πολλά τους φώσια, σαν απέραντο πάπλωμα, κεντημένο με χρυσά αστέρια. Σ' αυτή τη μεριά ο Φετάνης λέγει του Λέντζου:

—Έχ'ς ένα τσιγάρο;

Ο Λέντζος σταμάτησε το μουλάρι κι έβγαλε ένα τσιγάρο, κι ενώ άπλωνε να το δώσει του Φετάνη, αυτός αντί να πάρει το τσιγάρο, του δίνει μια βαθιά μαχαιριά στα πλευρά!

—Άπιστο σκυλί, μ' έφαγες!

Πρόφτασε μόνο να ειπεί ο Λέντζος κι έπεσε καταγής νεκρός. Ο Γκεσούλης έτρεξε στην απελπισμένη φωνή τ' αφέντη του και, τη στιγμή που ο φονιάς άπλωνε το άτιμο χέρι του να βρει τη γεμάτη σακούλα, το στόμα του πιστού σκυλιού του τ' άρπαξε. Σκυλί και φονιάς πάλευαν ο ένας με το φονικό μαχαίρι κι ο άλλος με τα δόντια. Ώρες βάσταξε το πάλαιμα, κι ο φονιάς, βλέποντας ότι δε μπορούσε να βάλει χέρι στο άψυχο κορμί και ν' αρπάξει τους κόπους και τους ίδρους τεσσάρων χρόνων, αναγκάστηκε ν' απομακρυνθεί και να φύγει. Εννοείται ότι, αν ο φονιάς είχε ένα πιστόλι, θα ξαπλώνονταν κι ο Γκεσούλης νεκρός στο πλάγι τ' αφέντη του. Αλλά οι δολοφόνοι δεν αγαπούν τα βροντερά όπλα και πάντα προτιμούν το βουβό μαχαίρι.

Φεύγοντας ο φονιάς, ο πιστός Γκεσούλης ζύγωσε το νεκρό, στρώθηκε καταγής και, βάζοντας το κεφάλι του ανάμεσα στα μπροστινά του τα πόδια, άρχισε το λυπητερό γουρλητό ως το πρωί, κλαίγοντας τον πολυαγαπημένο του, τον αφέντη κι ευεργέτη του.

Εκείνο το πρωί μια συνοδεία χριστιανών από τα πλησιόχωρα, άντρες και γυναίκες, άλλοι καβάλα κι άλλοι πεζοί, πηγαίνοντας για τα Γιάννινα, έπεσαν απάνω στο σκοτωμένο. Ιδώντας αυτό το φοβερό δράμα, αποφάσισαν να φορτώσουν τον νεκρό στο μουλάρι του, που βοσκούσε ξέγνοιαστο εκεί κοντά και να τον παν στη Μητρόπολη. Ο Γκεσούλης δεν έκανε καμιάν αντίσταση κι ακολούθησε τη νεκροπομπή με το κεφάλι κάτω και την ουρά στα σκέλια, βαδίζοντας στο πλάγι του μουλαριού, που 'χε φορτωμένο τον αφέντη του.

Στη Μητρόπολη, όπου ξεφόρτωσαν τον νεκρό κι όπου παραβρέθηκαν κι αντιπρόσωποι της Αρχής, έγινε σωματική έρευνα και βρέθηκαν απάνω του διακόσιες τόσες λίρες κι ένα γράμμα της γυναίκας του, κι απ' αυτό το γράμμα γνωρίστηκε ποιος ήταν ο σκοτωμένος κι από ποιο χωριό κατάγονταν.

Αμέσως ειδοποιήθηκαν τ' αδέρφια του κι η μαυρισμένη η γυναίκα του, κι ήρθαν και πήραν το άψυχο κουφάρι του, με τα χρήματα, το μουλάρι, το φόρτωμα και τον πιστό το Γκεσούλη και πήγανε στο χωριό να του κάνουν το ξόδι.

 

Δυο τρεις μέρες υστερότερα παρουσιάστηκε στο χωριό κι ο Φετάνης κι έκανε πως λυπόνταν κι αυτός για το φόνο του Λέντζου. Δεν απόκρυψε όμως ότι ξεκίνησαν μαζί από την Αθήνα, γιατί θα μαθεύονταν, ότι βγήκανε μαζί στο τούρκικο από της Άρτας το γεφύρι, δηλαδή κι αυτό θα μαθεύονταν από πολλούς χωριανούς του, που βρίσκονταν στην Αθήνα και στην Άρτα, κι ότι ενώ ο Λέντζος τράβηξε για τα Γιάννινα καβάλα, αυτός λοξοδρόμησε στη Φιλιππιάδα, με την ιδέα να βρει εκεί καμιά δουλειά. Όλοι πίστεψαν τα ψεύτικα του τα λόγια, γιατί κανενός δεν μπορούσε να περάσει από την ιδέα ότι αυτός ήταν ο φονιάς.

Ύστερα από λίγες μέρες ο Φετάνης, κατά το συνήθειο του τόπου, πήγε στα Λεντζέικα να παρηγορήσει, κι εκεί που ανέβαινε τες σκάλες τον λόγιασε ο Γκεσούλης, που κείτονταν θλιμμένος σε μια άκρα της αυλής. Όρμησε απάνω του σα μολύβι και του ρίχτηκε με μεγάλη έχτρητα. Φετάνης και Γκεσούλης κουτρουβαλιάστηκαν στα σκαλοπάτια. Έτρεξαν να τους χωρίσουν άντρες και γυναίκες από μέσα από το σπίτι, κι ο Φετάνης, για να γλιτώσει, έβγαλε το φονικό του μαχαίρι να χτυπήσει τον Γκεσούλη, τον μόνο μάρτυρα του κακουργήματος του. Εκείνη τη στιγμή ένας από τους Λεντζαίους, για να γλιτώσει το σκυλί, αρπάζει το μαχαίρι που έφερε ακόμα το αίμα του δολοφονημένου απάνω στο λεπίδι σκουριασμένο*. Ο Φετάνης άλλο από την επίθεση του Γκεσούλη, κι άλλο από το άρπαγμα του φονικού μαχαιριού, νόμισε ότι κάποιος τον είχε προδώσει και φώναξε απελπισμένα:

—Ήμαρτον! ήμαρτον! Μη με σκοτώνετε! Σχωράτε με! Εγώ το 'κανα και σεις να μην το κάνετε!

Οι Λεντζαίοι κατάλαβαν από τα λόγια του ότι αυτός ήταν ο φονιάς του ανθρώπου τους και τον έπιασαν για τα καλά. Σε λίγο μαζεύτηκαν οι γειτόνοι κι όλο το χωριό. Ο φονιάς παραδόθηκε δεμένος στη Δημογεροντία, κι η Δημογεροντία τον έστειλε στον Πασιά στα Γιάννινα.

Ο Γκεσούλης, αφού έσωσε την περιουσία των ορφανών, μην αφήνοντας τον φονιά να πάρει τη σακούλα του σκοτωμένου, κι αφού παράδωκε και τον φονιά κι έκαμε τέλεια το χρέος του, ψόφησε απάνω σε σαράντα μέρες!

Είπαν ότι ψόφησε από τη λύπη του!

 

* Υπάρχει μια λαϊκή πρόληψη, ότι το ανθρώπινο αίμα δεν καθαρίζεται ποτέ από το σίδηρο και ότι το φονικό μαχαίρι, καθώς και κάθε φονικό άρματο, διώχνει τους δαιμόνους τη νύχτα.

 

Χ. Χρηστοβασίλης, Διηγήματα της ξενιτιάς

 

 

αρχή

 



Xαροπάλευε η δόλια η μάνα, η πρωτονοικοκυρά του σπιτιού. Ήταν τρία νυχτόημερα του θανατά. Τρεις νυφάδες, δυο γιοι, τρεις θυγατέρες, τρεις γαμπροί και καμιά δεκαριά αγγόνια, αρσενικά και θηλυκά, περικύκλωναν το στρώμα της. Όλος αυτός ο κόσμος, που είχε βγει μες από τα σπλάχνα της, δε μπορούσε να γεμίσει τον τόπο του τρίτου γιου της, του Βασίλη, που βρίσκονταν μακριά στην ξενιτιά. Χαροπάλευε και ξωλαλούσε η δόλια η μάνα, κι όλα τα ξωλαλήματά της ήταν για τον ξενιτεμένο της το Βασίλη.

—Την ευχή μου να 'χετ' όλοι σας, κι ο Βασίλης μου την πλειότερη. Χώματα να πιάνει και μάλαμα να γίνονται. Από τη δεξιά μεριά είχε τη νύφη της τη Βασίλαινα και της κρατούσε το χέρι:

—Μου φαίνεται έτσι πως πιάνω τη σάρκα του Βασίλ' μου.

Έλεγε με πόνο η δόλια η μάνα. Κι ύστερα από λίγο, άρχισε το τραγούδι του ξενιτεμένου που βουλιέται να γυρίσει στην πατρίδα του.

 

Τώρα είν' ο Μάης κι η άνοιξη, τώρα 'ν' το καλοκαίρι.

Τώρα κι ο ξένος βούλεται στον τόπο τον να πάει...

Νύχτα σελώνει τ' άλογο, νύχτα το καλιγώνει

Βάνει τα πέταλα χρυσά και τα καρφι' ασημένια...

 

Το 'λεγε και το ξανάλεγε αυτό το τραγούδι και μέσα στο παραλόγισμα του θανατά έχανε τους στίχους κι έλεγε άλλ' αντ' άλλων κι έδινε διαταγές, σαν όταν ήταν γερή:

—«Κώσταινα! Εσύ να πας για ξύλα σήμερα!...».

—Εσύ, Γιώργαινα, να μάσεις τα σκουτιά και να πας στο πλύμα!... Ο Κώστας να πάει στα πρόβατα, κι ο Γιώργης στο ζευγάρι».

—«Εσύ, Βασίλαινα, να ζυμώ'εις καθάριο και να φκιά'εις πρόσφορα. Να φκιά'εις και πίτα!... Τα παιδιά όλα τα προσέχω εγώ... Σηκωθείτε όλοι και στες δουλειές σας! Έδωκε ο Θεός τη μέρα του... τι περιμένετε»;

—«Ξιουουουού!... παλιόκοτες που σας μάσει ο μπούφος! μου λερώνετε την προκόβα! Ξιουουουού»!

Στέκονταν όλοι γύρα στο επιθανάτιο κρεβάτι της δόλιας μάνας, της αληθινής μάνας του σπιτιού και περίμναν το τέλος της, την ύστερη πνοή της με βαριοθλιμμένο πρόσωπο και με δάκρυα στα μάτια. Σε λίγο ήρθε κι ο παπάς με τ' αρτοφόρι για να τη μετάλαβει. Άμα μπήκε μέσα ο παπάς, τρέμοντας με την κοινωνία στα χέρια, η άρρωστη ήρθε στα λογικά της, σήκωσε τα μάτια της, έκανε το σταυρό της κι είπε:

—«Σχωράτε με κι ο Θεός σχωρέσ' σας»!

Άνοιξε το στόμα της και δέχτηκε από τη λαβίδα τη μεταλαβιά με μεγάλη ευχαρίστηση και με μεγάλον αναγαλλιασμό. Ύστερα είπε:

—«Αν ήξερα ότι ο Βασίλης μου θα 'ρχονταν σε μια βδομάδα μέσα, θα βαστούσα στα δόντια μου την ψυχή ώσπου να 'ρθει, κι ύστερα θα πέθαινα ευχαριστημένη. Μη νομίζετε ότι δεν σας αγαπώ εσάς τους άλλους, αλλ' ο πόνος της ξενιτιάς είναι βαθύτερος και με κάνει να πονώ πλειότερο αυτήν την ώρα τον Βασίλ' μου, γιατί δεν τον βλέπω μπροστά μ'. Έτσι λέει και το τραγούδι:

 

«Κι ο ζωντανός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει...»

 

Ύστερα απ' αυτά τα λόγια την έπιασε ένα βογγητό, και τη βάσταξε κάμποση ώρα, κι ύστερα από το βογγητό άρχισε πάλε τα ξωλαλήματα:

—Σάμα ήκουσα να πέφτουν δυο τρία ντουφέκια στην αράδα... Θα 'ναι ο Βασίλ'ς μου! Ακούω ποδοβολητό αλόγου: «Πόχει τα πέταλα χρυσά και τα καρφιά ασημένια...»

Σηκωθείτε όλοι να τον καρτερέσετε στην αυλή... Μην του πείτε πως είμαι του θανατά και σκανιάσει... Πέτε του ότ' είμαι λιγάκι άρρωστη... Ότι με πονεί το κεφάλι... όχι, όχι! Πέτε του καλύτερα ότι χτύπησα στο ποδάρι και γι' αυτό δεν μπόρεσα να βγω να τον καρτερέσω... Μη βγαίνετε όμως όλοι έξω... Ας μείνουν κι ένας δυο μέσα μ' εμένα, γιατί φοβούμαι να μείνω μοναχή μου...

Κι ενώ έλεγε και ξανάλεγε όλα αυτά τα ξωλαλήματα, τα παιδιά της, γιοι της και θυγατέρες της, νυφάδες της, γαμπροί της κι αγγόνια της, κάθονταν ολόγυρα στο στρώμα της και περίμεναν με βουρκωμένα μάτια το τέλος της. Σ' αυτό απάνω, ανασηκώθηκε λιγάκι, ζύγιασε τα μάτια της κατά τη θύρα κι είπε:

—Ανοίξτε τη θύρα κι αναμεράστε όσοι είστε μπροστά, γιατί μ' εμποδίζετε να ιδώ. Θέλω να τον ιδώ τον ξενιτεμένο μου να μπαίνει μέσα μ' όλη του τη λεβεντιά...

Αναμέρισαν όσοι στέκονταν κατάντικρυ της θύρας κι άφηκαν ελεύτερο το μάτι της δόλιας της μάνας να βλέπει προς τα έξω, κι αυτή κάρφωσε τα μάτια της στο έμπα της θύρας για κάμποση ώρα, κι ύστερα άρχισε το τραγούδι, σα να ήταν γερή:

 

Ξενιτεμένο μου πουλί, γλυκό χελιδονάκι,

Η ξενιτιά σε χαίρεται κι εγώ πίνω φαρμάκι.

 

Ο ξένος μες στη ξενιτιά, σαν το πουλί γυρίζει.

Σαν τον βασιλικόν ανθεί, αλλ' όμως δεν μυρίζει.

 

Ανάθεμα σε, ξενιτιά, κι εσέ και τα καλά σου,

Ούτε τ' άσπρα σου ήθελα, ούτε τα βάσανα σου.

Ύστερα άλλαξε το σκοπό:

Τι να σον στείλω, ξένε μου, τι να σου προβοδήσω.

Να στείλω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει,

Να στείλω σου τα δάκρυα μου σ' ένα χρυσό μαντήλι.

Τα δάκρυα μου είναι καφτερά και καίνε το μαντήλι.

 

Και με την ύστερη λέξη αυτού του τραγουδιού έπεσε σε βαθιά νάρκη. Μια ώρα ακέρια πέρασε, που βαριοκοιμόνταν στην αγκαλιά του ύπνου, που μια τρίχα τη χώριζε από το θάνατο. Ανησύχησαν όλοι κι άρχισαν με κλάματα να την κουνούν, για ν' ανοίξει και να ιδούν για ύστερη φορά τα μάτια της, και ν' ακούσουν για ύστερη φορά τα ευλογημένα της τα λόγια.

Η δόλια η μάνα άνοιξε για ύστερη φορά τα μεγάλα της τα μάτια, και κοίταξε όλους με την αράδα, σα να τους μετρούσε έναν έναν, και τους έδωκε την ευχή της ολωνών.

—Να 'χετε όλοι την ευχή μου! Σας την δίδω με όλην μου την καρδιά! Να ζήσετε καλοκαρδισμένοι και να γεράσετε με παιδιά και μ' αγγόνια, και σύντομη ξενιτιά, δυο τρία χρόνια το πολύ. Οι μικρότεροι να σέβεστε τους μεγαλύτερους κι οι γυναίκες τους άντρες. Έτσι να κάνετε για να 'χετε την ευχή μ' ολάκερη. Μην κλέψετε, μην φονέψετε, μην πορνέψετε, μην ψευδομαρτυρήσετε. Έτσι είπε ο Θεός. Να δίνετε ελεημοσύνη όσο μπορείτε. Η ελεημοσύνη βγαίνει με το βελόνι και μπαίνει με το σακί. Να μην καταφρονείτε κανένα, να κρατάτε το θυμό σας και να φοβάστε τον Θεό. Κάνοντας αυτά θα ζήσετε καλά στον κόσμο... Ύστερα από λίγο δε θα είμαι εδώ κάτω... Παιδιά μου, πεθαίνω!

Όλοι άρχισαν να κλαιν και να της φιλούν το μέτωπο και τα χέρια. «Μάνα μ'!» φώναξαν όλα τα στόματα του σπιτιού. Τα μάτια της δόλιας της μάνας άρχισαν να κλειούνε, να βασιλεύουν, σαν όταν πέφτει ο ήλιος πίσω από το βουνό, και τα χείλια της να σφαλούν. Η Βασίλαινα, η πλειο μικρή κι η πλειο αγαπημένη της νύφη, άρχισε πρώτη το μοιρολόγι. Ο ήχος του μοιρολογιού την ξαναγύρισε τη δόλια μάνα. Ξανάνοιξε τα μάτια της και τα χείλια της κι είδε για ύστερη φορά τα παιδιά της και τους είπε τα πλειο υστερινά λόγια;

—Η ξενιτιά του Βασίλη μου με στέλ' στον κάτω κόσμο πικρή, φαρμακωμένη. Χίλια φορτώματα ζάχαρη δε θα μπορούσαν να μου γλυκάνουν την καρδιά. Μόρχεται πως από την πίκρα της καρδιάς μου θα ξεφυτρώσουν από το μνήμα μου αλιφασκιές, σπλώνοι και πικραγγουριές. Σας αφήνω διάτα, όταν έρθ' με το καλό ο Βασίλ'ς μου, όταν σας πάρουν τα σχαρίκια, να 'ρθ' ένας σας απάνω στο μνήμα μου, να ρίξ' τρία βροντερά ντουφέκια και να μου φωνάξ' δυνατά:

—«Μάνα, ήρθ' ο Βασίλ'ς!»

Τ' όνομα του Βασίλη ήταν η υστερινή της λέξη. Η δόλια η μάνα δεν ήταν πλειο στη ζωή. Αντήχησαν τα μοιρολόγια δυνατά, κι όλο το χωριό έτρεξε στο χαροχτυπημένο σπίτι.

Μήνες πέρασαν από το θάνατο της δόλιας της μάνας, την άνοιξη δέχτηκε το καλοκαίρι, και το καλοκαίρι ο χινόπωρος, και το χινόπωρο ο χειμώνας. Ο ξενιτεμένος ο Βασίλης δεν ακούονταν πουθενά. Το 'χουν σύστημα οι ξενιτεμένοι, όταν βουλιώνται να 'ρθούν, κόβουν τα γράμματα. Τον θάνατο της μάνας του δεν του τον είχαν γράψει τ' αδέρφια του για να μην του φανεί πικρότερος στην ξενιτιά, και τον περίμεναν να 'ρθεί και να τον μάθει στην αγκαλιά του σπιτιού του. Πέρασε ο Αϊ Δημήτρης, πέρασε των Ταξιαρχών, πέρασε κι ο Αϊ Νικόλας και ζύγωναν και τα Χριστούγεννα.

Ένα απόγευμα πρόβαλε ένας συχαρικιάρης κι άρπαξε το μαντήλι από το κεφάλι της Βασίλαινας!

—Ο Βασίλ'ς! της είπε λαχανιασμένος.

Εκείνη η στιγμή ήταν η πρώτη χαρούμενη στιγμή, αφόντας είχε πεθάνει η δόλια η μάνα, που αιστάνονταν το χαροκαμένο σπίτι. Η Βασίλαινα για μια στιγμή τα 'χασε από τη χαρά της, άμα άκουσε το χαρμόσυνο άγγελμα... ύστερα από λίγο συνήρθε, έτρεξε στην κασέλα της, την άνοιξε, έκοψε ένα μικρό φλορί από την τραχηλιά της, το έδωκε του σχαρικιάρη, κι ενώ το σπίτι γένονταν άνω κάτω από τη χαρά, και μικροί μεγάλοι έτρεχαν τον κατήφορο να δεχτούν τον ξενιτεμένο, αυτή ξεκρέμασε το ντουφέκι και τες παλάσκες από τον τοίχο και τράβηξε κατά το νεκροταφείο, στο μνήμα της δόλιας της μάνας, κι εκεί απάνω έριξε τρία ντουφέκια στην αράδα «μπαμμ!» «μπαμμ!» «μπαμμ!» κι ύστερα φώναξε με όλη τη δύναμη της:

—«Μάναααα! ήρθ' ο Βασίλ'ς!»

 

Χ. Χρηστοβασίλης, Διηγήματα της ξενιτιάς

 

 

αρχή

 



Είναι πολλά χρόνια αφόντας έγινε η ιστορία που θα σας διηγηθώ. Ο μικρός Κριτής σήμερα είναι γέρος με παιδιά και μ' αγγόνια, και με δίγγονα, αν κι η μοίρα δεν τον αξίωσε να χαϊδέψει δικό του παιδί. Αλλά το ίδιο πράγμα είναι. Τα παιδιά, τ' αγγόνια και τα δίγγονα είναι του αδερφού του, μικροτέρου του κατά την ηλικία, σαν να είναι και δικά του.

Ο μικρός Κριτής, Σπύρος λεγόμενος, ήταν και δεν ήταν δέκα χρονών όταν, για πρώτη φορά, ακολουθώντας το αναγκαίο έθιμο της πατρίδας του, ξεκίνησε για την ξενιτιά, την Κίρκη αυτή του ηπειρωτικού κόσμου. Ο πατέρας του, ο κυρ Χρήστος, Κριτής λεγόμενος απ' όλη την επαρχία, γιατί ήταν πραγματικώς ο δικαστής της, τον συνόδεψε ως τα Γιάννινα. Την ώραν του ξεχωρισμού, που ο Ρόβας ο καρβανάρης είχε έτοιμα τα μουλάρια του και τ' άλογα του, και φώναζε, σαν άλλος δήμιος: «Το καρβάνι είν' έτοιμο!!!», όλοι οι συγγενήδες που παρακολουθούσαν τους ξενιτεμένους τους, τους ξεμονάχεψαν και τους έλεγαν τα ύστερα λόγια του ξεχωρισμού. Ήταν καμιά εικοσαριά οι ξενιτεμένοι. Άλλος είχε μάνα, άλλος πατέρα, άλλος θειο ή θεια, κι άλλος μεγαλύτερο αδερφό ή αδερφή.

Τι πικρή ώρα, η ώρα του ξεχωρισμού! Όλο το αίμα μαζώνεται στην καρδιά, το πρόσωπο σκυθρωπιάζει, και τα μάτια βουρκώνουν από τα δάκρυα.

«Κι ο ζωντανός ξεχωρισμός παρηγοριά δεν έχει». Λέγει το ηπειρωτικό τραγούδι. Αλήθεια, δεν έχει παρηγοριά ο ζωντανός ο ξεχωρισμός! Χάνει από τα μάτια του ένα άνθρωπο ζωντανό, κι εκείνος, που φεύγει και πάει, κι εκείνος που μένει πίσω, και δε χάνει έναν πεθαμένο.

Ο καρβανάρης ο Ρόβας έσχιζε από τη μια την άκρη ως την άλλη την πλατύχωρη αυλή του χανιού, κι έλεγε:

—«Τελειώστε γλήγορα πέρασε η ώρα».

Πώς περνούν γλήγορα οι ώρες του ξεχωρισμού! Οι καρδιές χτυπούσαν δυνατότερα, τα μάτια δάκρυζαν, και κάπου κάπου ακούονταν και ξεφωνητό μάνας ή αδερφής. Πώς περνούν γλήγορα οι ώρες του ξεχωρισμού! Και φτερά αν είχαν, δεν θα περνούσαν, και δεν θα 'φευγαν γληγορότερα!

Τέλος ο καρβανάρης ο Ρόβας καβαλίκεψε ένα χρυσοκάπουλο μουλάρι και, χτυπώντας το με τους φτερνιστήρες του, πετάχτηκε έξω από την ορθάνοιχτη θύρα του χανιού, σαν αστραπή. Όλοι οι ξενιτεμένοι αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν με τους δικούς τους και καβαλίκεψαν κι αυτοί με μάτια θολωμένα από τα δάκρυα του πόνου της πατρίδας, του σπιτιού, και των δικών τους, κι έκαναν το σταυρό τους. Τα «έχετε γεια», τα «ώρα καλή», και τα «καλή αντάμωση να δώσει ο Θεός!», διασταυρώνονταν απ' εδώ και απ' εκεί. Μια μάνα, πικρόμανα έστησε μοιρολόγι:

 

«Ανάθεμα σε ξενιτιά και τρισανάθεμά σε,

Που μου κρατάς τον άντρα μου ακέρια δέκα χρόνια.

Κι εφέτος μ' αποπλάνεψες μου παίρνεις και το γιο μου!..»

 

Την ώρα που ο Σπύρος δρασκελούσε τη θύρα του χανιού, του φώναξε ο πατέρας του, με παραπονετική φωνή:

—Σπύρο μου, στάσου, να σου ειπώ δυο λόγια ακόμα...

Ο Σπύρος σταμάτησε το μουλάρι, κι ο Χρήστος, μαραμένος από τον πόνο του ξεχωρισμού του πρώτου παιδιού του, και του πλειο αγαπημένου απ' όλα, του λέγει:

—Παιδί μου! Άμα σκαπετήσεις το Μέτσοβο είσαι ή δεν είσαι παιδί μου είναι το ίδιο. Δεν σε ξέρει κανένας. Αλλά συ να μη λησμονήσεις ποτέ ότι είσαι παιδί μου.

Μακρά από ψέμα, κλεψιά, φονικό και ξένη γυναίκα! Και στο βάθος της θάλασσας κι αν βρεθείς, να μη χάσεις την ελπίδα σου από τον Θεό! Και βασιλιάς αν γενείς, να μη λησμονήσεις την πατρίδα σου. Τ' άκουσες, παιδί μου;

—Τ' άκουσα, πατέρα μου!

—Ώρα σου καλή τώρα! Ο Θεός κι η ευχή μου μαζί σου!

Το παιδί χτύπησε το μουλάρι του για να φτάσει το ξεμακρυσμένο καρβάνι, κι ο πατέρας σωριάστηκε στο πεζούλι του χανιού, κι άρχισαν να τρέχουν τα μάτια του σα βρύσες.

Την άλλη την ημέρα ο κυρ Χρήστος βρίσκονταν στο χωριό του και δίκαζε τους πατριώτες του, που έτρεχαν σ' αυτόν να βρουν το δίκιο τους, κι ο Σπύρος είχε σκαπετήσει το Μέτσοβο, κι όσους απαντούσε στο δρόμο κανέναν δεν γνώριζε, κι ούτε τον γνώριζαν!

Το καρβάνι τραβούσε για την Πόλη, όλο της στεριάς. Είκοσι μέρες χρειάζονταν τότε για να πάει κανείς από τα Γιάννινα στην Πόλη, αν δεν τύχαινε στο δρόμο κανένα εμπόδιο. Είχαν περάσει δέκα μέρες δρόμο, πέρασαν την Θεσσαλονίκη, χωρίς να τους τρέξει κανένα κακό. Ήταν όλοι αγαπημένοι, όλοι μια χαρά και περνούσαν τον δρόμο τους τραγουδώντας και κουβεντιάζοντας σαν αδέρφια. Εκείνη την ημέρα μπήκε ο διάβολος στη μέση. Του ενός από το καρβάνι είχε πέσει η σακούλα του με ό,τι χρήματα είχε, και την είχε βρει ένας άλλος, από τους είκοσι συνταξιδιώτες και του την έδωκε, κρατώντας τα μισά για βρετικά. Εκείνος που είχε χάσει την σακούλα γύρευε ακέριο το χρηματικό ποσό, που είχε μέσα, κι εκείνος που την είχε βρει δεν το 'δινε, λέγοντας ότι είχε δικαίωμα να βαστάξει τα μισά για βρετικά, κι από λόγο σε λόγο πιάστηκαν, κι άρχισαν να χτυπιούνται στα γερά, φωνάζοντας: «βιο μου» ο ένας και «δίκιο μου!» ο άλλος. Μπήκαν οι άλλοι να τους χωρίσουν, αλλά κι αυτοί χωρίσθηκαν σε δυο: άλλοι με τον έναν κι άλλοι με τον άλλον. Εκείνος οπού είχε βρει την σακούλα επέμενε να βαστάει τα μισά, λέγοντας:

—Δικαιούμαι να βαστάξω τα μισά, διότι αν δεν το φανέρωνα, ότι ηύρα την σακούλα, μπορούσα να τα φάω όλα τα χρήματα, που είχε μέσα.

Εκείνος πάλι, που την είχε χάσει, επέμενε να τα ζητάει όλα, λέγοντας:

—Δεν δικαιούσαι να μου βαστάξεις τα μισά, διότι δεν είμεστε απ' άλλο καρβάνι συ κι απ' άλλο εγώ, αλλ' είμεστε από το ίδιο καρβάνι κι είμεστε σύντροφοι, κι ως σύντροφοι είμεστε αδέρφια και υποχρεούμεστε ο ένας να βοηθάει τον άλλο, κι όχι να κερδίζουμε ο ένας από τον άλλο. Φιλονικώντας φιλονικώντας έφτασαν σ' ένα χάνι, ησύχασαν λίγο, όσο να φαν, κι άρχισαν πάλι την φιλονικία. Έδωκε πήρε ο Ρόβας, ο καρβανάρης, να τους ειρηνέψει, αλλά δεν μπόρεσε και τα δυο τα μέρη είχαν κάποιο δίκαιο, το καθένα για τον εαυτό του. Η φιλονικία κατάληξε στα χέρια, και μέσα στο μαλλοτράβηγμα, κάποιος είπε με πόνον καρδιακό:

—Ε! και να ξεφύτρωνες, Θεέ μου, τον κριτή μας, τον κυρ Χρήστο, εδώ πέρα, από καμιά μεριά, πώς θα 'φευγε ο τρισκατάρατος από τη μέση μας, και πώς θα γένονταν όλα μέλι γάλα!

—Αχ! πούθε να ήταν καημένε, είπε ένας άλλος τους, σε μια στιγμή θα ειρήνευαν τα πάντα.

—Μου 'ρθε μια ιδέα —είπε ένας άλλος...

—Τι; τον ρώτησε τέταρτος.

—Τι;...Έχομε το παιδί του εδώ πέρα...

—Και σαν το 'χομε;

—Να το βάλομε στη θέση του πατέρα του... κριτή.

—Μπρε αλήθεια! Να το βάλομε κριτή. Αν και μικρό ακόμα, θα ξέρει να ειπεί κάτι, ως παιδί του κριτή μας.

—Σπύρο —φώναξε—Σπύρο! Τι γίνεται ο Σπύρος του κυρ Χρήστου;

Ο Σπύρος δεν ακούονταν, τον είχε καταβάλει ο κόπος του δρόμου, κι άμα έφαγε, ακούμπησε στον τοίχο κι αποκοιμήθηκε, έχοντας προσκέφαλο το δισάκκι του, στρώμα τη βελεντζούλα του και σκέπασμα την κάπα του.

Η πρόταση ν' αναθέσουν την κρίση στο παιδί, είχε γίνει δεχτή απ' όλη τη συνοδεία.

—Ναι, ναι! —ακούονταν ανάμεσα στες κουβέντες τους—να ξυπνήσαμε το παιδί να τους κρίνει. Είναι παιδί του πατέρα του...

Ο αρχηγός του καρβανιού, ο Ρόβας, ακούοντας ότι ήθελαν να ξυπνήσουν το παιδί για να κάμει την κρίση, και παίρνοντας το πράγμα γι' αστείο, τους είπε:

—Τι λόγια, ωρέ, είν' αυτά που λέτε; Αφήστε το παιδί να κοιμηθεί. Τι ξέρει αυτό;

—Όχι! όχι! —φώναξαν πολλοί— πρέπει να ξυπνήσαμε το παιδί.

Δύο τρεις άρχισαν να ξυπνούν το παιδί, που κοιμόνταν βαριά. Ύπνος παιδιακίσιος και μάλιστα ύστερα από δρόμο. Του φώναζαν και το τραβούσαν απ' εδώ κι απ' εκεί, αλλά δεν μπορούσαν να το ξυπνήσουν. Τέλος του έβαλαν ταμπάκο στη μύτη κι έτσι φτερνίστηκε και ξύπνησε. Το παιδί άνοιξε τα μάτια του, κοίταξε γύρω γύρω και το πήρε το παράπονο.

—Γιατί παραπονιέσαι, ωρέ; —του είπε ο Ρόβας.

—Έβλεπα στον ύπνο μου ότι ήμουν στο σπίτι μου με τον πατέρα μου και με τ' αδέρφια μου... Μάνα δεν είχα.

Και λέγοντας αυτά άρχισε να κλαίει.

—Μπρε κριτή που σου τον διάλεξαν! Είπε μόνος του ο καρβανάρης.

—Ξέρ'ς γιατί σε ξυπνήσαμε, Σπύρο; του είπε ένας από εκείνους που τον ξύπνησαν.

—Πού να ξέρω; —είπε ο Σπύρος, τρίβοντας τα μάτια του.

—Σε ξυπνήσαμε για να μας κάνεις την κρίση της φιλονικίας.

Το παιδί τον κοίταξε με το στόμα ανοιχτό.

—Μπρε, τι σας έφταιγε το καημένο και του χαλάσατε τ' όνειρο, είπε ο καρβανάρης. Άιντε παιδί μου, κρίνε τους—είπε ο γεροντότερος ταξιδιώτης του καρβανιού. Γνωρίζεις την αιτία. Απ' αυτού θα καταλάβουμε αν θα γενείς σαν τον πατέρα σου.

Το παιδί καλοκάθισε σταυροπόδι, κι είπε στους μαλωμένους με ύφος αληθινού κριτή;

—Ελάτε εδώ!

Πήγαν κι οι δυο μπροστά του με τα χέρια σταυρωμένα.

—Ξέρετε πού είμεστε; Τους ρώτησε σοβαρά.

Ο καρβανάρης άνοιξε τα μάτια του, προσέχοντας ν' ακούσει καλύτερα. Οι μαλωμένοι δε μιλούσαν.

Να σας ειπώ πού είμεστε. Είμεστε κακορίζικοι, δέκα μέρες μακριά από τον τόπο μας είμεστε ξένοι παντάξενοι! Δε μας γνωρίζει κανένας εδώ γύρα! Η ξενιτιά μας αδερφώνει όλους...

Ο καρβανάρης άρχισε ν' αποράει με τη νοημοσύνη του μικρού κριτή και λέγει μέσα του!

—Μπρε, το παλιόπαιδο! Αυτό είναι σοφό!

—Θέλετε να σας κάνω την κρίση; —τους ρώτησε σοβαρά σοβαρά.

—Θέλομε, του απολογήθηκαν, κι ό,τι μας πεις θ' ακολουθήσομε. Έτσι κάναμε και στον πατέρα σου.

—Για να σας κάνω την κρίση, πρέπει πρώτα ν' αγκαλιασθείτε και να φιληθείτε κι ύστερα να σας κρίνω.

Οι δύο μαλωμένοι κοίταξαν ο ένας τον άλλον περίλυποι, σα να ντρέπονταν να κάνουν εκείνο που τους έλεγε.

Οι άλλοι, βλέποντας το δισταγμό τους, τους φώναζαν:

—Κάνετε, ωρέ, όπως σας λέγει ο κριτής! Τι καμαρώνετε!

Οι μαλωμένοι αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν κλαίοντας.

—Πηγαίνετε τώρα! είπε το παιδί, τελείωσε η κρίση σας!

—Και πώς τελείωσε; είπαν οι πολλοί. Ο ένας κρατάει κι ο άλλος έχει να λάβει.

—Τελείωσε, είπε το παιδί. Η διαφορά τους ήταν το μίσος. Αφού μπήκε η αγάπη ανάμεσα τους, το μίσος έφυγε και το δίκιο έρχεται μόνο του.

Και πραγματικώς εκείνος που βαστούσε τα μισά τα χρήματα, τα βγαλε από τον κόρφο του και τα 'δωσε στον άλλο, που τα ζητούσε, λέγοντας:

—Πάρ' τα, αδερφέ!

Κι εκείνος που τα ζητούσε του απολογήθηκε: Όχι, αδερφέ, όλα! Βάστα τα βρετικά σου. Κράτα όσα θέλεις, κράτα τα κι όλα...

—Οχι! όχι, είναι δικό σου βιο —είπε εκείνος, που τα είχε βρει.

—Μακριά από εμένα το άδικο!

—Πάρ' τα ωρέ, —του φώναξαν οι άλλοι— αφού σου τα δίνει ο άνθρωπος.

Τα πήρε τότε εκείνος και τα έβαλε στη σακούλα, κι αφού την έβαλε στον κόρφο του, ξαναγκαλιάστηκε και ξαναφιλήθηκε με τον αντίθετό του.

—Εύγε! εύγε! Σπύρο —φώναξαν οι άλλοι— είσαι αληθινό παιδί του κυρ Χρήστου! και πήγαν όλοι και το φίλησαν το παιδί και το ευχήθηκαν να προκόψει.

Ο καρβανάρης ο Ρόβας, που κορόιδευε πρώτα τον μικρό κριτή, πήγε και τον αγκάλιασε κι αυτός και τον φίλησε, λέγοντάς του:

—Παιδί μου, να με σχωρέ'εις. Εγώ είμαι μεγάλος στα χρόνια και συ μεγάλος στον νου. Μια μέρα θα γίνεις αφέντης.

Και πραγματικώς έζησε και πρόκοψε, κι όλοι οι συνταξιδιώτες του έγιναν ύστερα από λίγα χρόνια υπηρέτες του.

 

Χ. Χρηστοβασίλης, Διηγήματα της ξενιτιάς

 

 

αρχή

 



Δεν είχε ακόμα φέξει καλά καλά τα Χριστούγεννα κι η Τασιούλαινα, η ξακουσμένη η νοικοκυρά του χωριού με τον μονάκριβο της τον Γεωργάκη, άντρα είκοσι πέντε χρονών, με μαύρο μουστάκι στριμμένο, άμα ήρθαν από την εκκλησιά, κάθισαν στο τραπέζι, που 'χε απάνω μια μεγάλη απλάδα κουλιάστρα, και μια γαβάθα με κότα βραστή κι ένα τεψί με τηγανίτες, σπάραγνα του μικρού Χριστού, ζεματισμένες με μέλι. Δεν άρχιζαν όμως να φαν, γιατί περίμεναν τον παπα-Νικόλα να τους ευλογήσει το τραπέζι και να τους ευχηθεί μια χαμένη ευχή:

«να καλοδεχτούν»

Η Τασιούλαινα, σαράντα πέντε χρονών γυναίκα, με πρόσωπο στρογγυλό σαν το φεγγάρι, με χρώμα σα μήλο κόκκινο, με μάτια μαύρα σαν ελιές και φρύδια μακριά και καμαρωτά σαν δοξάρια, ομοίαζε σα να μην είχε φτάσει ακόμα τα τριάντα χρόνια, κι αν δεν είχε μια αδιάκοπη μελαγχολία στο πρόσωπο της θα φαίνονταν ακόμα νιότερη απ' ό,τι έδειχνε κι ο γιος της, ο Γεωργάκης, με το δασύ του και κατάμαυρο μουστάκι, και με τα χονδρά του τα χαρακτηριστικά, έδειχνε σα να είχε περάσει τα τριάντα πέντε χρόνια και, χαριτωμένη μάνα κι ομορφοκαμωμένο παιδί έσμιγαν στην ηλικία, σαν που σμίγουν δυο αγαπημένα στόματα, και φαίνονταν ή σαν αδέρφια ή σαν αντρόγυνο για όσους δεν τους ήξεραν.

Μάνα και γιος, δυο όντα στον κόσμο, που το ένα ζούσε για το άλλο, κάθονταν στην άκρη του τραπεζιού μελαγχολικοί, και περίμεναν τον παπα-Νικόλα να ευλογήσει και ν' αρχίσουν να φαν, αλλ' ο παπα-Νικόλας αργούσε, γιατί ευλογούσε με τη σειρά τα τραπέζια των σπιτιών του χωριού, και δεν είχε φτάσει ακόμα στο σπίτι της Τασιούλαινας και του Γεωργάκη. Ύστερα από κάμποση ώρα, ακούστηκαν τα σκυλιά της γειτονιάς. Ήταν ο παπα-Νικόλας, που έβγαινε από το ένα σπίτι κι έμπαινε στ' άλλο. Σε λίγο ανέβαινε τες σκάλες του σπιτιού, και μάνα και γιος σηκώθηκαν να τον υποδεχτούν.

Ο παπάς είπε «καλημέρα» και «χρόνια πολλά» κι άρχισε να ευλογάει το τραπέζι:

«Χριστέ ο Θεός, ευλόγησαν την βρώσιν και την πόσιν των δούλων σον και πάντας ημάς...».

Είπε μηχανικώς κι άρχισε και το τροπάρι του Χριστού: «Η γέννησίς σου Χριστέ ο Θεός, ανέτειλε τω κόσμω το φως το της γνώσεως εν αυτή γαρ οι τοις άστροις λατρεύοντες υπό αστέρος εδιδάσκοντο σε προσκυνείν τον ήλιον της δικαιοσύνης και σε γιγνώσκειν εξ ύψους ανατολήν, Κύριε δόξα σοι».

Πήρε ένα φυλλί τηγανίτα, μια χουλιαριά κουλιάστρα, ένα μπούτι κότα, άρπαξε ένα ποτήρι γεμάτο κρασί στο χέρι κι είπε:

—Να ζήσετε και να καλοδεχτείτε τον Τασιούλα...

Τράβηξε το κρασί και κίνησε να φύγει, ξαναλέγοντας:

—Και του χρόνου τα Χριστούγεννα... και του χρόνου με τον άντρα σου εσύ, με τον πατέρα σου και με μια καλή νύφη εσύ... εκείνη ντε με τα κατσαρά μαλλιά... τη γειτονοπούλα που ξέρεις...

Και λέγοντας αυτά ο παπάς κατέβαινε γλήγορα τη σκάλα, κρατώντας με το δεξί την πατερίτσα του και με το ζερβί το μπούτι της κότας, και πήγαινε βιαστικός να ευλογήσει κι άλλα σπίτια, και να πει κι άλλα «Χριστέ ο Θεός ευλόγησον...» κι άλλα «Η γέννησίς σου Χριστέ ο Θεός...» κι άλλα «Να ζήσετε και να καλοδεχτείτε...» κι άλλα «Και του χρόνου τα Χριστούγεννα...»

Φεύγοντας ο παπάς, μάνα και γιος γύρισαν και κάθισαν στο κατάφορτο τραπέζι από φαγητά, για να φαν, αλλά ούτε η μάνα, ούτε το παιδί έκαναν το σταυρό ν' αρχίσουν να φαν, σαν κάποιον να περίμεναν, που ήταν η θέση του αδειανή στο κεφαλοτράπεζο, εικοσιπέντε ακέρια Χριστούγεννα, κι άλλους τόσους Αϊ Βασίληδες, κι άλλες τόσες Λαμπρές, κι άλλους τόσους Αϊ Γεώργηδες...

Είκοσι πέντε χρόνια ξενιτιά, είκοσι πέντε χρόνια μαύρα και θλίψη και δάκρυα και κακολογίες δεν ήταν μικρό πράμα για την καημένη την Τασιούλαινα... Είκοσι χρονών ήταν όταν παντρεύτηκε τον Τασιούλη, παλικάρι είκοσι πέντε χρονών, και δυο τρεις μήνες ύστερα από το γάμο της ο Τασιούλης της ξεκίνησε για τη Βλαχιά με τον Ρόβα τον αγωγιάτη, κι από τότε ούτε γράμμα, ούτε αντιλογιά... Όταν γέννησε το Γεωργάκη της, ο κόσμος λογάριαζε στα δάχτυλα τους μήνες... αλλά δεν έβγαζαν εκείνο που 'θελαν, γιατί ήταν εννιά μήνες παρά δέκα ακέριες μέρες, αφόντας είχε φύγει ο Τασιούλας, κι ο Γεωργάκης, όχι εφταμηνίτικο, αλλά ήταν και παράηταν στον καιρό του, ένα παιδί σα σαραντισμένο, με τα μαλλιά μια παλάμη μακριά στο κεφάλι του. Κι όμως υπήρχαν και καμπόσες στριγλόγριες, που έλεγαν ότι ο Τασιούλας τάχα δεν είχε φύγει αντήμερα του Αϊ Γεωργιού, αλλ' αντήμερα του Θωμά, δέκα μέρες πρωτύτερα, και το παιδί μπορούσε να μην είναι του Τασιούλα, γιατί καμιά φορά οι γυναίκες γεννούν δυο τρεις μέρες πρωτύτερα από τους εννιά μήνες...

Η μάνα, με την καρδιά βαλαντωμένη από τον πόνο, άρχισε να λέει στο παιδί της:

—... Παιδί μου! Είκοσι πέντε Χριστούγεννα σωστά λείπει ο πατέρας σου στην ξενιτιά. Χριστούγεννα, Αϊ Βασιλειού και Φώτα δεν έχω κάνει μαζί του. Μόνον αποκριές, Λαμπρή κι Αϊ Γεώργη... Αντήμερα τ' Αϊ Γεωργιού έφυγε... για να μην ξαναγυρίσει!... Τι έχω ακούσει, παιδί μ', από τον παλιόκοσμο! Τι έχω ακούσει! Φθονούσε τα νιάτα μου, φθονούσε την ομορφιά μου, πάει καλά, αλλά να φθονεί και τη δυστυχία μου!

—Πόσες φορές μου τα είπες, μανούλα μ', αυτά... Τα ξέρω....Έλα να φάμε και να ευκηθούμε ακόμα μια φορά να τον καλοδεχτούμε, κι ό,τι θέλ' ο Θεός ας γένει!

Της απολογήθηκε ο Γεωργάκης.

—Αν έχει πεθάνει, σχωρεμένος να 'ναι, κι άγιο το χώμα του, που 'ναι πεσμένος, αλλ' αν ζει και λησμόνησε τη γυναίκα του —εσένα, παιδί μου, δε σε ξέρει, αν ήρθες στον κόσμο— και λησμόνησε το σπίτι του, τα υπάρχοντα του, το χωριό του, την πατρίδα του, από το Θεό να το βρει, με την αδικία που μας έχει κάνει των δυονών μας!

Άρχισε να κλαίει. Ο Γεωργάκης την αγκάλιασε και την φίλησε για να την παρηγορήσει και να της κάνει την καρδιά, κι έτσι αγκαλιασμένοι, έγειραν στο προσκέφαλο της παραστιάς. Η φωτιά έκαιγε γλυκά γλυκά, κι έπεφταν από τον δαυλοστάτη κόκκινα και χοντρά τα κάρβουνα, το τραπέζι στέκονταν μαραμένο με τες μελωμένες τηγανίτες, με την σπλάδα γεμάτη χουλιάστρα και με τη γαβάθα γεμάτη κότα βραστή, η θύρα κι η οξώθυρα ήταν ανοιχτές πέρα πέρα για τη χρονιάρα την ημέρα και τη δεσποτική τη γιορτή, και για τον ξενιτεμένο του σπιτιού. Έξω αγέρας, κρύο και χιονόνερο, τα στοιχειά του χειμώνα χόρευαν με μανία... κι η μάνα με το παιδί της κοιμόνταν παραστιάς σφιχταγκαλιασμένοι, σαν όταν ο Γεωργάκης ήταν εφτά χρονών παιδάκι.

Τι να είχε γίνει ο καημένος ο Τασιούλας; Άλλοι έλεγαν ότι τον καιρό που πήγαινε στη Βλαχιά είχε πέσει από το μουλάρι στο Δούναβη και πνίγηκε, άλλοι πάλι ότι, στο Γιάσι που καταστάθηκε, τον αγάπησε μια Βλάχα για την ομορφιά του και τον παντρεύτηκε, άλλοι ότι είχε πεθάνει από αρρώστια κι άλλοι πάλι έλεγαν άλλα. Τελευταία όμως ένας Ζαγορίσιος είχε ειπεί στα Γιάννινα, και τα λόγια έφτασαν στο χωριό, ότι ο Τασιούλας είχε κατηγορηθεί άδικα, όταν έφτασε στο Γιάσι, ότι είχε σπάσει μια κάσα και πήρε φλοριά και καταδικάστηκε σε είκοσι πέντε χρόνια φυλακή, κι ότι μες στη φυλακή έκρυβε την εντροπή του, μη θέλοντας να ειπεί ούτε από ποιο χωριό ήταν, ούτε στο σπίτι του να γράψει, κι ότι μέσα στη φυλακή, που βρίσκουνταν, έφκιανε διάφορα εργόχειρα και με την οικονομία του είχε κάνει αρκετή περιουσία και περίμενε να τελειώσει η ποινή του και να 'ρθεί στην πατρίδα του. Αλλ' η Τασιούλαινα τ' άκουγε όλα αυτά τα πράγματα και τίποτε δεν πίστευε και μόνη της παρηγοριά είχε το παιδάκι της, που μεγάλωνε ημέρα με την ημέρα, και μόνον τα Χριστούγεννα, τ' Αϊ Βασιλειού, τη Λαμπρή και τ' Αϊ Γεωργιού θυμόνταν πως ήταν παντρεμένη και είχε άντρα την ξενιτιά.

Ενώ η μάνα και το παιδί κοιμόνταν στου πόνου το προσκεφάλι, ένας γουνοφορεμένος ξένος μπήκε καβάλα στην αυλή. Κατέβηκε, ξεφόρτωσε, έδεσε τ' άλογό του στο κατώγι, ανέβηκε τη σκάλα και μπήκε στο δωμάτιο, όπου ηύρε τη φωτιά να καίγει γλυκά γλυκά, το τραπέζι φορτωμένο από φαγητά, και τη μάνα και το παιδί να κοιμούνται σφιχταγκαλιασμένοι... Ο ξένος έγινε αλλιώτικος, και στη στιγμή μια μεγάλη δίστομη μαχαίρα άστραψε στο δεξί του χέρι. Μια στιγμή τον χώριζε από το φριχτό έγκλημα, και μι' άδικη λέξη βούιξε στο στόμα του:

—Άτιμη!

Μάνα και παιδί πετάχτηκαν από τον βαθύν ύπνο. Ο Γεωργάκης πέταξε από το ζωνάρι του άλλη μαχαίρα κι οι δυο άντρες βρέθηκαν αντιμέτωποι κι έτοιμοι να σκοτώσει ο ένας τον άλλο, ενώ η Τασιούλαινα έμπηξε τες φωνές και τραβούσε τα μαλλιά της:

—Ποιος είσαι συ εδώ μέσα!

Φώναξε άγρια άγρια ο ξένος του Γεωργάκη.

—Είμαι ο νοικοκύρης του σπιτιού! (απολογήθηκε ο Γεωργάκης). Εσύ ποιος είσαι που μπήκες εδώ μέσα!

—Κανένας άλλος από μένα δεν είναι εδώ μέσα νοικοκύρης!

Η Τασιούλαινα ακούοντας αυτά, μπήκε στη μέση των δύο αντρών και φώναξε μ' όλα της τα δυνατά:

—Μη Τασιούλα!! είναι το παιδί μας! Μη Γεωργάκη μου!! είν' ο πατέρας σου!

Στη στιγμή οι δύο μαχαίρες έπεσαν καταγής. Άντρας και γυναίκα, πατέρας και παιδί βρέθηκαν κι οι τρεις αγκαλιασμένοι και σε λίγο κάθισαν κι οι τρεις στο τραπέζι και γιόρτασαν μαζί τα Χριστούγεννα, τα πρώτα Χριστούγεννα, ύστερα από είκοσι πέντε χρόνια ξενιτιά.

 

Χ. Χρηστοβασίλης, Διηγήματα της ξενιτιάς

 

 

αρχή

 



Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας πατέρας, που 'χε ένα μοναχοπαίδι κι τ' αγαπούσε καλύτερα απ' όλον τον κόσμο. Μια μέρα ο πατέρας αρρώστησε και στην εβδομάδα απανωθιό έγινε του θανάτου. Τη στιγμή που θ' απέθνησκε είπε στο παιδί του, που κάθονταν στο προσκέφαλό του κι έκλαιγε:

—Μην κλαις, παιδί μου! Έτσ' είν' ο κόσμος. Ο γονιός πρέπει να πεθαίνει πρωτύτερα από το παιδί του, κι αυτό είναι το καλύτερο. Αν πέθαιναν τα παιδιά πρωτύτερα από τους γονιούς τότε η πλάση θα χάνονταν. Άκουσε τι έχω να σου ειπώ την ύστερνή μου ώρα: Δεν έχω πλούτη να σ' αφήσω, γιατί η Τύχη δε θέλησε ποτέ να με βοηθήσει, θα σ' αφήσω όμως τρεις συμβουλές: Η μια είναι: « Ή μικρός παντρέψου, ή μικρός καλογερέψου». Η άλλη: «Μικρός ξενιτέψου και μεγάλος γύρνα σπίτι σου». Κι η τρίτη: «Κάλλιο μια συμβουλή καλή παρά χίλια φλοριά». Αυτές οι τρεις συμβουλές, παιδί μου, είναι καλύτερες απ' όλα τα πλούτη του κόσμου.

Πέθανε ο πατέρας και πάει, και το παιδί άρχισε να σκέφτεται τι θ' απογένει: Να παντρευτεί ή να καλογερευτεί; Προτίμησε να παντρευτεί όσο μικρός κι αν ήταν, κι έτσι έκανε την πρώτη συμβουλή του πατρός του. Ύστερα από την παντρειά του, μη έχοντας ούτε χωράφια να δουλεύει, ούτε γίδια και πρόβατα να βόσκει, ούτε μουλάρι να κάνει τον αγωγιάτη, ούτε καμιά τέχνη για να ζει στον τόπο του, αποφάσισε το γληγορότερο να ξενιτευτεί. Αποχαιρέτησε τη γυναίκα του κι έφυγε, κι αφού πέρασε κάμπους και βουνά, ποτάμια και θάλασσες, έφτασε στην ξενιτιά. Εκεί μπήκε σ' έναν αφεντικό με συμφωνία να δουλέψει εφτά χρόνια πιστά κι ύστερα να πάρει εκατό φλοριά και να γυρίσει στον τόπο του και στο σπίτι του. Έτσι έκανε και τη δεύτερη συμβουλή του πατρός του.

Περνώντας τα εφτά χρόνια, παρουσιάστηκε στον αφεντικό του να πάρει τον μστό του και να γυρίσει στον τόπο του. Ο αφεντικός του τού μέτρησε τα εκατό φλοριά, του τα 'βαλε σε μια σακούλα και την απόθεκε, ύστερα έγραψε κάτι σ' ένα χαρτί, το δίπλωσε, το 'βαλε δίπλα στη σακούλα και του είπε:

—Εδώ, παιδί μου (δείχνοντας τη σακούλα) είναι ο μιστός σου, κι εδώ (δείχνοντας το διπλωμένο χαρτί) είναι μια συμβουλή. Όποιο θέλεις από τα δύο πάρε: θέλεις τα εκατό φλοριά, θέλεις τη συμβουλή. Αν πάρεις τα φλοριά δε θα πάρεις τη συμβουλή, κι αν πάρεις τη συμβουλή δε θα πάρεις τα φλοριά. Διάλεξε ένα από τα δύο.

Αυτός, μ' όλη την επιθυμία που 'χε να πάρει τα φλοριά του και να γυρίσει το γληγορότερο στον τόπο του και στο σπίτι του, και να ιδεί τη γυναίκα του, που δεν ήξερε τι γένονταν εφτά χρόνια ακέρια, θυμήθηκε την τρίτη συμβουλή του πατρός του, και προτίμησε τη συμβουλή από τα εκατό φλοριά. Κάνοντας την απόφαση, ανοίγει το χαρτί και διαβάζει:

«Μη βγαίνεις ποτέ από τον ίσιο δρόμο».

Διαβάζοντας τη συμβουλή, μετάνιωσε, γιατί την προτίμησε από τα εκατό φλοριά, αλλά δε μπορούσε να κάνει αλλιώτικα, και συμφώνησε πάλι άλλα εφτά χρόνια να ξαναδούλεψει τον αφεντικό του πάλι για εκατό φλοριά, κι έτσι ξαναμπήκε πάλι στη δουλειά.

Πέρασαν και τα δεύτερα εφτά χρόνια και ξαναπαρουσιάστηκε πάλε στον αφεντικό του να πάρει τον μιστό του και να γυρίσει στον τόπο του και στο σπίτι του.

Ο αφεντικός του μέτρησε πάλι εκατό φλοριά, του τα 'βαλε στη σακούλα και την απόθεκε, ύστερα έγραψε πάλι κάτι σ' ένα χαρτί, το δίπλωσε, το 'βαλε πάλι δίπλα στη σακούλα και του ξανάειπε πάλε τα ίδια:

—Εδώ, παιδί μου, (δείχνοντας τη σακούλα) είναι πάλι ο μιστός σου, κι εδώ (δείχνοντας το διπλωμένο χαρτί) είναι πάλι μια συμβουλή. Όποιο θέλεις πάλε από τα δύο, πάρε: θέλεις τα εκατό φλοριά, θέλεις τη συμβουλή. Αν πάρεις τα φλοριά δε θα πάρεις τη συμβουλή, κι αν πάρεις τη συμβουλή, δε θα πάρεις τα φλοριά. Διάλεξε πάλι έν' από τα δυο.

Αυτός πάλι, μ' όλη την επιθυμία που 'χε να πάρει τα φλοριά του και να γυρίσει το γληγορότερο στον τόπο του και στο σπίτι του και να ιδεί τη γυναίκα του, που δεν ήξερε τι γένονταν δεκατέσσερα ακέρια χρόνια, θυμήθηκε πάλι την ίδια συμβουλή του πατρός του και προτίμησε τη συμβουλή από τα εκατό φλοριά. Κάνοντας την απόφαση, ανοίγει το χαρτί και διαβάζει:

«Μην ανακατεύεσαι ποτέ στες δουλειές τον αλλωνών!»

Διαβάζοντας τη συμβουλή μετάνιωσε πάλι, γιατί την προτίμησε από τα εκατό φλοριά, αλλά δε μπορούσε να κάνει αλλιώτικα, και ξανασυμφώνησε πάλι για άλλα εφτά χρόνια να ματαξαναδουλέψει τον αφεντικό του για εκατό πάλι φλοριά κι έτσι ματαξαναμπήκε πάλι στη δουλειά...

Πέρασαν και τα τρίτα εφτά χρόνια, και ματαξαναπαρουσιάστηκε πάλι στον αφεντικό του να πάρει τον μιστό του και να γυρίσει στον τόπο του και στο σπίτι του.

Ηύρε τον αφεντικό του, που τον περίμενε, έχοντας μπροστά του μια σακούλα μ' εκατό φλοριά, κι ένα χαρτί διπλωμένο δίπλα της, κι άμα τον είδε του μεταξανάειπε πάλι τα ίδια:

—Εδώ, παιδί μου (δείχνοντας του τη σακούλα) είναι ο μιστός σου, κι εδώ (δείχνοντας του το διπλωμένο χαρτί) είναι πάλι μια συμβουλή. Όποιο θέλεις παλιμάτα από τα δύο πάρε: θέλεις τα εκατό φλοριά, θέλεις παλιμάτα τη συμβουλή. Αν πάρεις τα φλοριά, δε θα πάρεις τη συμβουλή, κι αν πάρεις παλιμάτα τη συμβουλή δε θα πάρεις τα φλοριά. Ματαξαναδιάλεξε έν' από τα δυο...

Αυτός παλιμάτα, μ' όλη την επιθυμία που 'χε να πάρει τα φλοριά του και να γυρίσει το γληγορότερο στον τόπο του και στο σπίτι του και να ιδεί τη γυναίκα του, που δεν ήξερε τι γένονταν είκοσι ακέρια χρόνια, θυμήθηκε ματαπάλι την συμβουλή του πατρός του και προτίμησε παλιμάτα τη συμβουλή από τα εκατό φλοριά και, κάνοντας την απόφαση, ανοίγει το χαρτί και διαβάζει:

« Τη δουλειά που θέλεις να κάνεις θυμωμένος, άφησε τη γι' αύριο».

Κι έτσι λοιπόν δούλεψε είκοσι ένα χρόνια μακριά από τον τόπο του, από το σπίτι του, κι από τη γυναίκα του, για τρεις συμβουλές. Ήταν πολύ μετανιωμένος, αλλά τι να 'κανε; Σκέφτηκε να ματαξανασυμφωνήσει γι' άλλα εφτά χρόνια και να πάρει τέλος εκατό φλοριά και να γυρίσει στο σπίτι του μια για πάντα, αλλά ακολουθώντας την συμβουλή του πατρός του, αποφάσισε να γυρίσει πριν γεράσει, κι έτσι έδωκε το χέρι να αποχαιρετήσει τον αφεντικό του. Εκείνη τη στιγμή ο αφεντικός του τού είπε:

—Στάσου μια στιγμή...

Και λέγοντας αυτά, άνοιξε μια κασέλα, έβγαλε τρία ψωμιά και του τα έδωσε, λέγοντάς του:

—Σε συμβουλεύω αυτά τα τρία ψωμιά να τα φυλάξεις στο δρόμο που θα πας, και να τα πας σπίτι σου απείραχτα. Εκεί, άμα φτάσεις με το καλό, κόψε και φάτα με την γυναίκα σου.

Κι αυτός έβαλε τα τρία ψωμιά στο σακούλι του, φίλησε το χέρι τ' αφεντικού του κι έφυγε, γυρίζοντας στον τόπο του, στη γυναίκα του και στο σπίτι του.

Στο δρόμο ανταμώθηκε με μια μεγάλη συνοδειά. Έκαναν δύο τρεις μέρες δρόμο, όταν σ' ένα μέρος τους λεν ότι τους καρτερούσαν οι κλέφτες να τους πιάσουν. Ακούοντας αυτόν τον λόγο, σκόρπισαν όλοι από το φόβο τους και μόνον ο ξενιτεμένος μας έμεινε στο δρόμο του. Θέλησε και αυτός να παραδρομήσει, σαν τους άλλους, αλλά, τη στιγμή που έκανε να βγει από το δρόμο, του 'ρθε στο νου η πρώτη συμβουλή: «Μη βγαίνεις ποτέ από τον ίσιο δρόμο», κι είπε μέσα του:

—Εγώ δούλεψα εφτά χρόνια γι' αυτή τη συμβουλή, και να μην την ακολουθήσω θα είναι κρίμα.

Κι έτσι τράβηξε ίσια το δρόμο του.

Οι κλέφτες, βλέποντας από μακριά ότι όλοι σκόρπισαν από το δρόμο και μόνο αυτός δεν παραδρόμησε, είπαν συναμεταξύ τους:

—Ας κυνηγήσομε αυτούς που σκόρπισαν, διότι, για να φοβηθούν, χωρίς άλλο θα έχουν χρήματα κι ας αφήσαμε αυτόν, που πάει το δρόμο του. Φαίνεται ότι αυτός απ' ό,τι έχει κλέφτη δε φοβάται.

Κι έτσι τον άφησαν αυτόν κι έπιασαν όλους τους άλλους και τους πήραν ό,τι κι αν είχαν.

Ο ξενιτεμένος μας τράβησε το δρόμο του, όπως είπαμε, κι έφτασε το βράδυ σ' ένα σταθμό. Εκεί έμαθε ότι οι σύντροφοί του, άλλοι σκοτώθηκαν κι άλλοι ληστεύτηκαν και δεν γλίτωσε κανένας από τους κλέφτες.

Μανθάνοντας αυτό έκανε το σταυρό του, δόξασε τον θεό κι είπε μέσα του:

—Να το θάμα της πρώτης συμβουλής! Αν δεν την ήξερα όχι εκατό φλοριά, αλλά και χίλια αν είχα θα μου τα 'παιρναν οι κλέφτες.

Κοιμήθηκε το βράδυ εκεί πέρα και την άλλη μέρα πρωί πρωί ξεκίνησε. Περπάτησε, περπάτησε και το βράδυ έφτασε σ' έναν άλλο σταθμό. Εκεί που ετοιμάζονταν να φάγει, λαβαίνει κάλεσμα από τον άρχοντα του τόπου να πάει στον πύργο του. Θέλοντας και μη, κίνησε και πήγε. Ο άρχοντας τον δέχτηκε και τον έβαλε στο τραπέζι, που ήταν έτοιμο με διάφορα φαγητά. Τη στιγμή που άρχισαν να τρων, δύο υπηρέτες άρχισαν να κόφτουν ψωμί. Ο ξενιτεμένος μας, βλέποντας αυτό το κόψιμο του ψωμιού, που μπορούσαν να φαν χίλιοι άνθρωποι κι όχι δύο μοναχά, παραξενεύτηκε, και αν και του 'ρθε να ρωτήσει τον άρχοντα, για ποια αιτία κόφτουν τόσο ψωμί, ενώ δε χρειάζονταν πλειότερο από δυο κομμάτια να φαν στο τραπέζι αυτός κι εκείνος, αμέσως θυμήθηκε τη δεύτερη συμβουλή:

«Μην ανακατεύεσαι ποτέ στες δουλειές τον αλλουνού», κι είπε μέσα του:

—Εγώ δούλεψα εφτά χρόνια γι' αυτή τη συμβουλή και να μην την ακολουθήσω; Είναι κρίμα. Κι έτσι έβλεπε το κόψιμο του ψωμιού και δεν έλεγε τίποτε. Αλλ' ο άρχοντας βλέποντας τον έτσι απερίεργο, τον ρώτησε:

—Δεν βλέπεις τίποτε παράξενο εδώ μέσα;

—Όχι!

Του απάντησε ο ξενιτεμένος.

Πάλι τον ερώτησε το ίδιο ο άρχοντας και πάλι αυτός του απάντησε το ίδιο. Τον ρώτησε και τρίτη και τετάρτη φορά και την ίδια την απάντηση λάβαινε. Τέλος, ο άρχοντας τον αγκάλιασε και του είπε:

—Είσαι ο σοφότερος άνθρωπος απ' όσους έχω ιδεί στον κόσμο.

Ύστερα του διηγήθηκε την ιστορία του:

—Εγώ (του είπε) εκληρονόμησα από τον πατέρα μου χιλιάδες φλοριά και ζω σαν άρχοντας κι ορίζω χώρες και χωριά, αλλ' η διαθήκη γράφει να παίρνω κάθε βράδυ έναν ξένο στο σπίτι μου και να τον φιλεύω και γύρα μας να γίνεται κάποιο παράξενο, σαν καλή ώρα το κόψιμο των ψωμιών χωρίς λογαριασμό, κι όσοι λαβαίνουν την περιέργεια κι ερωτούν γι' αυτό το παράξενο, να τους σκοτώνω, κι όταν θα βρίσκονταν άνθρωπος, που να μην είχε την περιέργεια να με ρωτήσει, τότε να πάψω τα φονικά και να δώσω σ' αυτόν τον άνθρωπο χίλια φλοριά. Τον κατέβασε ύστερα στο κατώγι, του έδειξε τα κόκκαλα όλων εκείνων που είχε σκοτώσει από την περιέργεια που είχαν ν' ανακατεύονται στες δουλειές των αλλωνών, του έδωκε τα χίλια φλοριά, άρματα για προφύλαξή του κι ένα μουλάρι και τον ξεπροβόδισε.

Ο ξενιτεμένος μας, βλέποντας τι τύχη του έφεραν οι δύο οι συμβουλές, που η μια τον γλίτωσε από τον θάνατο κι η άλλη του έδωκε χίλια φλοριά, έγινε άλλος από την χαρά του, και συχώρεσε τα πεθαμένα του αφεντικού του, που του πούλησε τόσο φτηνά τέτοια πολύτιμη συμβουλή. Τέλος πάντων εξακολούθησε το δρόμο του και σε κάμποσες μέρες έφθασε στον τόπο του και στο χωριό του. Τράβησε ίσια στο σπίτι του και εκεί πέζεψε και ξεφόρτωσε το μουλάρι του. Η γυναίκα του, επειδή δεν είχε φανεί ύστερα από τόσα χρόνια, νόμισε πως είχε πεθάνει, και του έβρασε το σιτάρι και ζούσε σα χήρα, ώστε, όταν ήρθε, δεν τον γνώρισε καθόλου. Αλλά κι αυτός δεν της έδωκε γνωριμία, και της είπε ότι ήταν απ' άλλη χώρα κι ο δρόμος τον έφερε να ξενυχτίσει στο σπίτι της.

Ήταν παραμονή της πρωτοχρονιάς εκείνη τη βραδιά, κι η γυναίκα άλλο από λίγο ψωμί αραποσίτικο δεν είχε και στενοχωριόνταν. Εκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα κι ένα παλικάρι, μίλησε κρυφό με τη γυναίκα, βγήκε έξω στην αυλή, έπιασε ένα πετεινό, τον έσφαξε και σ' ένα κομμάτι ώρας τον έβαλαν στη χύτρα να βράσει. Όταν έβρασε ο πετεινός και κάθισαν στο τραπέζι να φάν', ο ξενιτεμένος μας έβγαλε από το σακούλι του τα τρία ψωμιά, που του 'χε δώσει ο αφεντικός του και, κόβοντας τα στη μέση, ηύρε στο καθένα από εκατό φλοριά, ήτοι όλους τους μιστούς των είκοσι ενός χρόνων που 'χε δουλέψει!

Όταν απόφαγαν, έκαναν το σταυρό τους και πλάγιασαν, ο ξένος από τη μια μεριά και η γυναίκα του από άλλη, μαζί με τον νέο. Ο ξενιτεμένος μας, βλέποντας ότι η γυναίκα του κοιμάται με άλλον άντρα, έγινε έξω φρενών, σηκώθηκε κρυφά κρυφά με μια μαχαίρα στο χέρι για να τους σκοτώσει και τους δυο εκεί που κοιμόνταν στο ίδιο προσκέφαλο, αλλά τη στιγμή που θα έμπηχνε τη μαχαίρα απάνω τους, του 'ρθε η τρίτη συμβουλή στο νου του:

« Τη δουλειά που μέλλεις να κάνεις θυμωμένος, άφησε την γι 'αύριο».

Κι είπε μέσα του:

—«Εγώ δούλεψα εφτά χρόνια γι' αυτή τη συμβουλή και να μην την ακολουθήσω; Είναι κρίμα!»

Και λέγοντας αυτά, γύρισε πίσω και πάει να κοιμηθεί. Αλλά, πού ύπνος! Παράδερνε ακέριες ώρες, όταν τη στιγμή που άρχισαν να λαλούν τ' αρνίθια, τον έκλεψε ο ύπνος και δεν ξύπνησε, παρά όταν λαλούσε ο σήμαντρος της εκκλησιάς. Εκείνη τη στιγμή η γυναίκα έλεγε στον παρακοιμώμενο της:

—Σήκου, παιδί μου, γιατ' έφεξε...

—Αχ! καημένη μάνα (απολογήθηκε το παιδί) τι ευχαρίστηση μου έσβησες! Έβλεπα στον ύπνο μου πως ήρθε ο πατέρας μου από την ξενιτιά...

Ακούοντας αυτά τα λόγια ο ξενιτεμένος μας, πετάει τη μαχαίρα πέρα, και ρίχνεται απάνω στο παιδί του σα ζουρλός, λέγοντας:

—Αλήθεια ήταν τ' όνειρο σου! Ήρθε ο πατέρας σου από τη ξενιτιά! Είμαι εγώ!

Κι έτσι φανερώθηκε κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!

 

Χ. Χρηστοβασίλης, Διηγήματα της ξενιτιάς

 

 

αρχή