ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Α. ΚΟΡΟΜΗΛΑΣ

Ο ΕΡΩΣ ΚΑΙ ΤΑ ΜΟΥΡΑ


 

 

Πληροφορίες για τον Δημήτριο Α. Κορομηλά στο Ε.ΚΕ.ΒΙ. ΕΚΕΒΙ

 

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΙΚΟΝ, ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟΝ, ΓΕΛΟΙΟΓΡΑΦΙΚΟΝ του ΣΚΟΚΟΥ, έτος 4ο του έτους 1889.

Έγινε ορθογραφική αναπροσαρμογή.

 

Ο ΕΡΩΣ ΚΑΙ ΤΑ ΜΟΥΡΑ

ΔΙΑΛΟΓΗ

ΥΠΟ

Δημήτριου Α. Κορομηλά

 

Εν τω εξοχικώ οίκω του κ. Ιωάννου Βασάλου πλησίον των Αθηνών άγεται πρωινή εορτή επί τη επετείω του ονόματος αυτού, εορτάζοντος πάντοτε κατά τα γενέθλια του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου

Οι προσκεκλημένοι του κ. Βασάλου δεν είναι πολλοί, όχι διότι αι σχέσεις αυτού είναι περιορισμέναι, αλλά διότι κατά την πρωτομαγιάν έκαμε την ανοησίαν να προσκαλέσει πολλούς φίλους και ο κήπος αυτού μεγάλας υπέστη ζημίας εκ της μεγίστης αδιακρισίας των τε συζύγων και των θυγατέρων των φίλων αυτού. Έκτοτε απεφάσισε να τελεί μεν πάντοτε τας ευαρέστους ταύτας εν τη εξοχή εορτάς, αλλ' εν μικρώ κύκλω φίλων, ώστε να είναι εις θέσιν να προφυλάττει τα άνθη του κήπου από πάσης επιβουλής των προσκεκλημένων.

Ήδη πάντες ηυχήθησαν αυτώ τα βέλτιστα επί τη εορτή και περιέρχονται τον κήπον αναμένοντες την ώραν του άριστου, όπερ ο κ. Βάσαλος παραθέτει πάντοτε πλουσιοπάροχον αλλ’ η ώρα παρέρχεται και ουδεμία περί τούτου υπόμνησις γίνεται. Φαίνεται δε εις άκρον ανήσυχος ο οικοδεσπότης το βλέμμα φέρων από της κηπαίας θύρας επί τον ορίζοντα και πάσας τας ατραπούς εν τη πεδιάδι διερευνών όπως ανακαλύψει τους εξώρους1.

Και περί μεν του επιστήθιου αυτού φίλου αδιαφορεί εντελώς· τι αν δεν έλθει ο Αυγουστίνος Μεντζιφόλας; η έλλειψίς του θα παρέλθει απαρατήρητος· αλλ’ ο Θεόδωρος Παλινούδης; αλλ’ η σύζυγος αυτού Φαιναρέτη; αυτή προ πάντων; διότι ταύτην αναμένει ο κ. Βασάλος όπως δώσει την διαταγήν να κενώσωσι το γάλα.

Η Φαιναρέτη Παλινούδη, γυνή εξαισίας καλλονής, ήτο η θεότης του κ. Βασάλου. Ότε την εγνώρισε προ τινων ετών δε όκνησε κατά την συνήθειαν παντός γεροντοπαλικάρου, να επιτεθεί κατ' αυτής δια συστηματικής θεραπείας, όπως την καρδίαν αυτής κατακτήσει, αλλ’ ιδών ότι αδύνατα επιχειρεί ταχέως μετέβαλε γνώμην και την αρετήν αυτής εκτιμών ολοψύχως μετέστρεψεν εις θαυμασμόν όλον εκείνον τον γεροντικόν έρωτα υφ' ου προς στιγμήν ανεφλέχθη. Και η Φαιναρέτη Παλινούδη ήτο το ον της λατρείας του· ηρέσκετο σφόδρα εν τη συναναστροφή αυτής, και ενόμιζε πάσαν εορτήν αποτυγχάνουσαν άμα ως έλειπεν αύτη.

Εν τούτοις η κυρία Παλινούδη δεν ήρχετο και οι προσκεκλημένοι του κ. Βασάλου, νήστεις οι πλείστοι, ήρχιζον να τονθορύζωσι2, διότι δεν εννόουν τον λόγον πάσης περαιτέρω αναβολής αφού τα πάντα ήσαν έτοιμα εν τω εστιατορίω και οι στόμαχοι αυτών κενοί. Ως δ' εκ συνθήματος περιεκύκλωσαν πάντες τον κ. Βάσαλον ιστάμενον επί του αναβάθρου της οικίας και την πεδιάδα περισκοπούντα πάντοτε.

ΚΥΡΙΑ ΤΙΣ ΠΟΛΥΣΑΡΚΟΣ διά του ριπιδίου αυτής τον ώμον του Βασάλου τύπτουσα. — Αι, τι λέγεις, Βάσαλε, δεν είναι ώρα να φάμε και τίποτε;

ΒΑΣΑΛΟΣ εξάγων το ωρολόγιόν του εν στενοχωρία. — Νομίζετε ότι είναι ώρα;

ΓΕΡΩΝ ΤΙΣ ΚΥΡΙΟΣ τυμπανίζων επιδεικτικώς την γαστέρα του. — Αν είναι ώρα; και πότε δεν είναι όταν μας έχεις τόσον ωραία πράγματα!

ΒΑΣΑΛΟΣ μειδιών και υποχωρών όπως εισέλθωσιν οι προσκεκλημένοι. — Ορίστε λοιπόν, καθίσατε όπως θέλετε. (προς τους υπηρέτας, οίτινες ίστανται συνηθροισμένοι εν τινι γωνία του εστιατορίου) Κενώσατε το γάλα.

Η ΠΟΛΥΣΑΡΚΟΣ ΚΥΡΙΑ τον βραχίονα του Βασάλου λαμβάνουσα και εις το εστιατόριον εισερχομένη μετά την είσοδον πάντων των άλλων. — Άδικα μας έκαμες κι επεριμέναμεν.

ΒΑΣΑΛΟΣ προσπαθών να εννοήσει τους λόγους της Πολυσάρκου Κυρίας. — Εγώ να σας κάμω να περιμένετε;

Η ΠΟΛΥΣΑΡΚΟΣ ΚΥΡΙΑ μειδιώσα ειρωνικώς. — Έλα τώρα!... ως να μην ηξεύραμεν διά ποίαν ήτο αυτό.

ΒΑΣΑΛΟΣ ερυθριών. — Σας βεβαιώ, κυρία μου...

Η ΠΟΛΥΣΑΡΚΟΣ ΚΥΡΙΑ καθημένη. — Και δεν έχεις άδικον είναι ωραιοτάτη!

ΒΑΣΑΛΟΣ όστις εκάθισε παρ’ αυτή. — Σας δίδω τον λόγον της τιμής μου, κυρία μου...

Η ΠΟΛΥΣΑΡΚΟΣ ΚΥΡΙΑ εκτείνουσα την χείρα. — Δώσε μου καλύτερα τα παξιμαδάκια εκείνα εκεί κάτω.

ΒΑΣΑΛΟΣ προσφέρων τα παξιμάδια. — Πιστεύσατέ με ότι...

Η ΠΟΛΥΣΑΡΚΟΣ ΚΥΡΙΑ τρώγουσα. — Ότι δεν την αγαπάς ερωτικώς... αυτό το ηξεύρω· αλλά θα μου επιτρέψεις να σου ειπώ ειλικρινώς ότι είσαι ανόητος.

ΒΑΣΑΛΟΣ αναπηδών. — Αι!

Η ΠΟΛΥΣΑΡΚΟΣ ΚΥΡΙΑ εξακολουθούσα να τρώγει. — Ήτο εποχή, κατά την οποίαν ήσο τρελός δι’ αυτήν.

ΒΑΣΑΛΟΣ έκπληκτος. — Εγώ;

Η ΠΟΛΥΣΑΡΚΟΣ ΚΥΡΙΑ κινούσα εξ ολοκλήρου τον κύαθον αυτής. — Εύρες αντίστασιν και απεσύρθης.

ΒΑΣΑΛΟΣ εν αδημονία — Κυρία μου...

Η ΠΟΛΥΣΑΡΚΟΣ ΚΥΡΙΑ μειδιώσα μυστηριωδώς. — Ημείς οι γυναίκες είμεθα περίεργα όντα· πότε η καρδία μας είναι σίδερον και πότε είναι ζυμάρι. Έπεσες στο σίδερον φαίνεται, διότι άλλως πώς να εξηγήσω την συμπάθειαν την οποίαν έχει προς τον Μεντζιφόλαν;

ΒΑΣΑΛΟΣ έκθαμβος. — Η Φαιναρέτη;

Η ΠΟΛΥΣΑΡΚΟΣ ΚΥΡΙΑ χαμηλοφώνως. — Είναι τώρα πέντε ημέρες που είναι τρελή δι’ αυτόν.

ΒΑΣΑΛΟΣ εμβρόντητος. — Τρελή;

Η ΠΟΛΥΣΑΡΚΟΣ ΚΥΡΙΑ μετ’ απορίας. — Δεν σου είπε τίποτε αυτός;

ΒΑΣΑΛΟΣ. — Δεν τον είδα προ μιας εβδομάδος.

Η ΠΟΛΥΣΑΡΚΟΣ ΚΥΡΙΑ παρατηρούσα κύκλω. — Και δεν τον βλέπω ούτ' εδώ σήμερον... Βέβαια... αφού δεν είναι και αυτή!

ΒΑΣΑΛΟΣ μειδιών. — Δεν ηξεύρω πού τα εμάθατε αυτά, κυρία μου, αλλ’ εγώ δεν τα πιστεύω. (τονίζων εκάστη λέξη) Η Φαιναρέτη είναι βράχος, είναι η αρετή προσωποποιημένη! (προσφέρων αυτή πινάκιον συκαμίνων). Δεν παίρνετε ολίγα μούρα;

Η ΠΟΛΥΣΑΡΚΟΣ ΚΥΡΙΑ καγχάζουσα. — Χαχ, αχ, αχ, α! τι είπες; αρετή;... Επειδή την λέγουν Φαιναρέτην ίσως... Χαχ, αχ, αχ, α! (λαμβάνουσα συκάμινα) Δώσε μου εδώ... προτιμώ τα μούρα.

Ο ΓΕΡΩΝ ΚΥΡΙΟΣ όστις ηγέρθη μετ’ άλλων πολλών της τραπέζης βλέπων άμαξαν καταφθάνουσαν προ της θύρας του κήπου. — Α, τώρα έρχεται ο Παλινούδης! Μήπως αφήσατε και καθόλου γάλα διά την κυρίαν Φαιναρέτην; Ω, ω! είναι και ο Μεντζιφόλας μαζί τους με την αδελφήν του. Αι, δι’ αυτόν έχει αρκετά φρούτα!

Η ΠΟΛΥΣΑΡΚΟΣ ΚΥΡΙΑ κρατούσα προς στιγμήν από της χειρός τον εγερθέντα Βασάλον. — Όταν σου τα λέγω εγώ!... ήλθε μαζί της, βλέπεις;

Ο κ. Βάσαλος εξήλθεν εις προϋπάντησιν των βραδυνάντων προσκεκλημένων, εισήγαγεν αυτούς εις το εστιατόριον και διέταξε τους υπηρέτας να ποοετοιμάσωσι τα πάντα. Γάλα υπήρχε μόνον δια τας δύο κυρίας· ο Παλινούδης επήρε μαύρον καφέν, ουδεμίαν έχων όρεξιν να εγγίσει άλλο τι, και ο Μεντζιφόλας κατεβρόχθισεν ασυνειδήτως όσα υπήρχον επί της τραπέζης συκάμινα εις μυρίας παραδεδομένος σκέψεις και από καιρού εις καιρόν την κυρίαν Παλινούδη βλέπων κρυφίως μετ' ευχαριστήσεως υποβοηθούσης την καταβρόχθισιν των συκαμίνων.

Είχον εξέλθει πάντες εις τον κήπον και περί την τράπεζαν δεν έμενεν ειμή ο Μεντζιφόλας, όστις εξηκολούθει να τρώγει συκάμινα και ο Βάσαλος, όστις μετά περιεργείας παρετήρει αυτόν.

ΒΑΣΑΛΟΣ σείων την κεφαλήν. — Μπρε δεν εντρέπεσαι να κάθεσαι να διαδίδεις ότι σ' αγαπά η Φαιναρέτη;

ΜΕΝΤΖΙΦΟΛΑΣ σείων την κεφαλήν. — Τι έκαμε, λέγει;... διαδίδω;... Αφού με αγαπά, πως τα διαδίδω;

ΒΑΣΑΛΟΣ αρπάζων βαύκαλιν3. — Κοίταξε αυτήν την μποτίλια... σου την φέρνω γεμάτην στο κεφάλι...

ΜΕΝΤΖΙΦΟΛΑΣ μειδιών. — Και τι αγάπην μου έχει, καημένε... τρέλαν;

ΒΑΣΑΛΟΣ κινών την βαύκαλιν. — Σου το είπεν;

ΜΕΝΤΖΙΦΟΛΑΣ βρενθυόμενος4. — Αι, καλά είσαι!

ΒΑΣΑΛΟΣ θραύων την βαύκαλιν επί της τραπέζης και αγρίαν εκπέμπων κραυγήν. — Χμ!

ΜΕΝΤΖΙΦΟΛΑΣ γελών. — Τι κάμνεις αυτού, ευλογημένε;

ΒΑΣΑΛΟΣ τω υπηρέτη όστις συνάζει τα τεμάχια της βαυκάλεως. — Δώσε μου ένα κονιάκ.

ΜΕΝΤΖΙΦΟΛΑΣ μειδιών μακαρίως. — Ήθελα να ήξευρα διατί σου φαίνεται τόσον παράξενον αυτό το πράγμα;

ΒΑΣΑΛΟΣ εξ εξάψει. — Να σου ειπώ διατί μου φαίνεται παράξενον.

ΜΕΝΤΖΙΦΟΛΑΣ σπουδαίον λαμβάνων ύφος. — Ν' ακούσω.

ΒΑΣΑΛΟΣ ούτινος η έξαψις αυξάνει. — Αυτήν την γυναίκα την ηγάπησα εγώ μέχρι λατρείας, και προ τριών ετών είχον πλειοτέρας ελπίδας επιτυχίας παρ' όσας έχεις τώρα συ.

ΜΕΝΤΖΙΦΟΛΑΣ μειδιών αυταρέσκως. — Μήπως επειδή είσαι ωραιότερος απ’ εμέ; Η γυνή, φίλε μου, δεν προσέχει τόσον πολύ εις την ωραιότητα. Δεν της ήρεσες, δεν σε ηγάπησεν· εγώ της αρέσω και με αγαπά.

ΒΑΣΑΛΟΣ τω υπηρέτη. — Φέρε μου κι άλλο ένα κονιάκ.

ΜΕΝΤΖΙΦΟΛΑΣ γελών. — Το φυσάς, βλέπω, και δεν κρυώνει.

ΒΑΣΑΛΟΣ μετά τινα σκέψιν ησύχως. — Όχι, αλλά είναι αδύνατον να λέγεις αλήθειαν!

ΜΕΝΤΖΙΦΟΛΑΣ. — Δεν έχεις άλλα μούρα;

ΒΑΣΑΛΟΣ. — Σ' αρέσουν;

ΜΕΝΤΖΙΦΟΛΑΣ. — Είμαι άξιος να φάγω μια μουριά.

ΒΑΣΑΛΟΣ τω υπηρέτη. — Φέρε μούρα εις τον κύριον.

ΜΕΝΤΖΙΦΟΛΑΣ ειρωνικώς. — Και για σένα κανένα άλλο κονιάκ;

ΒΑΣΑΛΟΣ μετά μικράν σιγήν. — Ξεύρει πώς σε λέγουν;

ΜΕΝΤΖΙΦΟΛΑΣ διανοίγων τους οφθαλμούς. — Αστεΐζεσαι;

ΒΑΣΑΛΟΣ. — Όχι, στη ζωή σου, πες μου... της είπες ποτέ ότι σε λέγουν Αυγουστίνον;

ΜΕΝΤΖΙΦΟΛΑΣ. — Πώς δεν της το είπα;

ΒΑΣΑΛΟΣ. — Και σε φωνάζει Αυγουστίνον;

ΜΕΝΤΖΙΦΟΛΑΣ. — Βεβαίως.

ΒΑΣΑΛΟΣ μειδιών. — Και δεν γελά; δεν πέφτει ξερή από τα γέλια κάτω;

ΜΕΝΤΖΙΦΟΛΑΣ συνοφρυούμενος. — Μα διατί σου μαίνεται κωμικόν το όνομα Αυγουστίνος;

ΒΑΣΑΛΟΣ εκρηγνυόμενος εις ακατάσχετον γέλωτα. — Όχι, είναι αδύνατον! εάν ήμην γυνή θα προετίμων ν' αποθάνω καλογραία παρά να φωνάζω τον ερωμένον μου Αυγουστίνον.

ΜΕΝΤΖΙΦΟΛΑΣ μειδιών. — Και να ιδείς με τι γλύκα το λέγουν τα χείλη της.

ΒΑΣΑΛΟΣ αναπηδών. Αι (τω υπηρέτη) Φέρε μου ένα κονιάκ.

ΜΕΝΤΖΙΦΟΛΑΣ. — A, για, να σου ειπώ... κάμε μου την χάριν να μην πίνεις τόσα κονιάκ, διότι θα μεθύσεις επί τέλους, κι εγώ στηρίζω τας ελπίδας μου εις σε...

ΒΑΣΑΛΟΣ έκπληκτος. — Εις εμέ;

ΜΕΝΤΖΙΦΟΛΑΣ. — Αυτήν την εορτήν σου σήμερον ο θεός σού την έστειλε δι’ εμέ... μάλιστα. Έως τώρα δεν ηδυνάμην να εννοήσω διατί δεν εορτάζεις όπως όλοι οι άνθρωποι τον Ιανουάριον ή τον Αύγουστον, τώρα ευρίσκω ότι κάμνεις πολύ καλά. Ο Αύγουστος θα μας επήγαινε μακράν, και ο Ιανουάριος ακόμη μακρύτερα.

ΒΑΣΑΛΟΣ όστις παρετήρει αυτόν περιέργως. — Τι θέλεις να ειπείς με αυτές τις ανοησίες σου;

ΒΑΣΑΛΟΣ. — Ξεύρεις τι ζηλότυπος είναι ο άνδρας της; δεν την αφήνει ούτε βήμα. Εις το σπίτι της λοιπόν είναι αδύνατον να την ιδώ όπως θέλω· κάτι άκρες μέσες είπαμεν και εννοείς πολύ καλά ότι εδώ θα ειπούμεν τα επίλοιπα...

ΒΑΣΑΛΟΣ εγειρόμενος. — Εις το σπίτι μου;

ΜΕΝΤΖΙΦΟΛΑΣ αναγκάζων αυτόν να καθίσει. — Κάθισε τώρα, που επήρες αμέσως αέρα μητροπολίτου! Εις το σπίτι σου, μάλιστα... πού θέλεις να πάγω;

ΒΑΣΑΛΟΣ ανανεύων. — Ποτέ!

ΜΕΝΤΖΙΦΟΛΑΣ ειρωνικώς. — Διατί παρακαλώ; διότι είμαι ευτυχέστερος από σε;

ΒΑΣΑΛΟΣ ταρασσόμενος. — Αι!

ΜΕΝΤΖΙΦΟΛΑΣ. — Λοιπόν εκ ζηλοτυπίας μου αρνείσαι αυτήν την χάριν, συ ο παλαιός μου φίλος;…

ΒΑΣΑΛΟΣ. — Με θεωρείς πολύ μικρόν να υποθέτεις ότι άγομαι εις τούτο υπό τοιούτου μηδαμινού αισθήματος.

ΜΕΝΤΖΙΦΟΛΑΣ. — Και όμως...

ΒΑΣΑΛΟΣ. — Όχι βεβαίως· αλλά δεν είναι δυνατόν να πιστεύσω ακόμη ότι η Φαιναρέτη σε αγαπά.

ΜΕΝΤΖΙΦΟΛΑΣ γελών. — Α, τι παιδί που είσαι!...

ΒΑΣΑΛΟΣ. — Είναι τόσον υπεράνω των ιδεών αυτών η Φαιναρέτη ώστε....

ΜΕΝΤΖΙΦΟΛΑΣ διακόπτων αυτόν. — Μπρε τι κάθεσαι και λες; Χθες εμείναμεν σύμφωνοι να έλθομεν μαζί εδώ, αλλά πώς να το κατορθώσομεν που δεν θα επείθετο ποτέ ο σύζυγός της; Τι κάμνω; Πηγαίνω με την άμαξάν μου δήθεν διά να τους πάρω και λέγω εις ένα φίλον μου, εις τον οποίον είπα τι έπρεπε να κάμει, να είν' εκεί πλησίον εις το σπίτι του Παλινούδη. Την στιγμήν που εξήρχετο εις την θύραν ο Παλινούδης, πηδά εις την άμαξάν του ο φίλος μου και λέγει του αμαξά: — Γρήγορα στο γιατρό, γιατί πεθαίνει ο άνθρωπος

ΒΑΣΑΛΟΣ. — Ποιος άνθρωπος;

ΜΕΝΤΖΙΦΟΛΑΣ. — Αυτό είπε και ο Παλινούδης. Τότε ο φίλος μου στρέφει, τον παρακαλεί να του αφήσει την άμαξάν του διά μίαν στιγμήν, αλλ’ έως ότου να συγκατανεύσει ο Παλινούδης το τάλληρον ήτο στο χέρι του αμαξά κρυφά κρυφά και ενώ ο φίλος μου φεύγει με την άμαξαν στα τέσσαρα, εγώ προσφέρω τας δύο θέσεις της αμάξης μου εις τον Παλινούδην και εις την σύζυγόν του. Αυτός φυσικώ τω λόγω δεν δέχεται· και καθήμεθα λοιπόν κάτω εις την θύραν αναμένοντες την άμαξαν· αλλά ναι!... πού να γυρίσει; Εν τούτοις ανά πάσαν στιγμήν τον παρακαλώ να λάβει θέσιν εν τη αμάξη μου· αυτός με την πρόφασιν δήθεν ότι θα μας ενοχλήσει δεν θέλει να δεχθεί και εξακολουθούμεν περιμένοντες την άμαξαν.

ΒΑΣΑΛΟΣ. — Δι’ αυτό ηργήσατε τόσον;

ΒΑΣΑΛΟΣ. — Δι’ αυτό, βεβαίως.

ΒΑΣΑΛΟΣ τω υπηρέτη. — Φέρε μου ένα κονιάκ.

ΜΕΝΤΖΙΦΟΛΑΣ. — Μην πίνεις και σε χρειάζομαι!

ΒΑΣΑΛΟΣ. — Λοιπόν;

ΜΕΝΤΖΙΦΟΛΑΣ. — Αι, όταν απηλπίσθη πλέον διά την άμαξάν του, είδε δε ότι δεν του έμενε καιρός να στείλει να φέρει άλλην, ηναγκάσθη να λάβει θέσιν εις την ιδικήν μου, κι έτσι εκάθισεν αυτός απέναντι της αδελφής μου, κι εγώ απέναντι της Φαιναρέτης και σε αφήνω πλέον να φαντασθείς μίαν ώραν δρόμον πόσα είπαμεν.... με τα πόδια.

ΒΑΣΑΛΟΣ. — Να σου ειπώ ένα πράγμα; όλ' αυτά είναι ψευτιές.

ΜΕΝΤΖΙΦΟΛΑΣ. — Αι;

ΒΑΣΑΛΟΣ. — Μάλιστα.

ΜΕΝΤΖΙΦΟΛΑΣ μετά μικράν σιγήν. — Έχεις και άλλα μούρα;

ΒΑΣΑΛΟΣ. — Θα σε πειράξουν.

ΜΕΝΤΖΙΦΟΛΑΣ. — Έχεις;

ΒΑΣΑΛΟΣ τω υπηρέτη όστις φέρει το κονιάκ. — Πηγαίνετε να κόψετε όσα μούρα είναι στο περιβόλι.

ΜΕΝΤΖΙΦΟΛΑΣ βλέπων τον Βάσαλον εγειρόμενον. — Λοιπόν είμεθα σύμφωνοι;

ΒΑΣΑΛΟΣ. — Εις τι;

ΜΕΝΤΖΙΦΟΛΑΣ. — Θα με βοηθήσεις διά την συνέντευξίν μου.

ΒΑΣΑΛΟΣ μετά μικράν σκέψιν. — Έχεις το ελεύθερον να κάμεις ότι θέλεις· όλ' αυτά είναι κολοκύθια.

ΜΕΝΤΖΙΦΟΛΑΣ εγειρόμενος — Πηγαίνω να ιδώ αν εκείνη η σκιάς πλησίον της μεγάλης πλατάνου είναι κατάλληλος.

ΒΑΣΑΛΟΣ γελών. — Πήγαινε, πήγαινε.

ΜΕΝΤΖΙΦΟΛΑΣ — Εμεγάλωσεν η τριανταφυλλιά ώστε να μη φαίνεται κανείς απ' έξω;

ΒΑΣΑΛΟΣ. — Ου!... είναι πυκνοτάτη... Δεν πιστεύω να υπάρχει καταλληλότερον μέρος δι’ ερωτικήν συνέντευξιν... όταν δύναται κανείς να έχει τοιαύτην.

ΜΕΝΤΖΙΦΟΛΑΣ είρων. — Α, α! Βλέπω ότι θέλεις να μας πάρεις και στο χέρι.

ΒΑΣΑΛΟΣ βλέπων τον υπηρέτην, όστις φέρει πινάκιον πλήρες μούρων. — Φάγε τώρα τα μούρα σου και αύριον τα λέγομεν πάλιν.

ΜΕΝΤΖΙΦΟΛΑΣ καθήμενος και τρώγων συκάμινα. — Πού πας;

ΒΑΣΑΛΟΣ. — Αι, δεν είσαι δα μόνος εδώ σήμερον· πρέπει να περιποιηθώ και τους άλλους φίλους μου.

ΜΕΝΤΖΙΦΟΛΑΣ. — Τον Παλινούδη σε παρακαλώ προ πάντων αυτόν να μου ασφαλίσεις εις καμίαν πρέφαν, διά να μη τον ιδούμεν έξαφνα εμπρός μας εκεί που θα καθήμεθα ήσυχοι.

ΒΑΣΑΛΟΣ εξερχόμενος του εστιατορίου. — Καλά, καλά! (ιδία) Ή αυτός είναι κακοήθης ή ο κόσμος εχάλασεν, αφού και η Φαιναρέτη δεικνύει σημεία ελαφρότητος. (βαδίζων ταχέως και ωσεί αναζητών τινα διά των δένδρων). Αλλά είναι αδύνατον! Θα του είπεν ίσως κανένα γλυκόν λόγον και αυτός επίστευσεν άλλα. Η Φαιναρέτη το συνηθίζει αυτό· της αρέσει να χαριεντίζεται· αλλ’ από τούτου μέχρι του τελευταίου σημείου υπάρχει μεγάλη απόστασις, και αυτός διά του τρόπου του μου έδωκε να εννοήσω ότι σήμερον αύριον... (ταχύνον το βήμα εν εξάψει) Διάβολε!... αν έχει τοιαύτας διαθέσεις η Φαιναρέτη διατί να μη προτιμήσει εμένα; Και νεότερος είμαι από τον Μεντζιφόλαν και δεν είμαι και τόσον κακομούτζουνος σαν κι αυτόν, και επί τέλους δεν βάφομαι όπως βάφεται αυτός ο βλαξ!... (βλέπων ασκαρδαμυκτί προς τι σημείον). Να την!... και είναι τόσον ωραία! (πνίγων βαθύν στόνον) Μασκαρά Μεντζιφόλα, εάν πράγματι σε αγαπά, είσαι ο ευτυχέστερος των ανθρώπων.

Η ΚΥΡΙΑ ΠΑΛΙΝΟΥΔΗ μειδιώσα ευχαρίστως. — Τι γίνεσθε, κύριε Βάσαλε; έτσι μας αφήνετε μόνας;

ΒΑΣΑΛΟΣ τεθορυβημένος. — Κυρία μου…

Ο ΓΕΡΩΝ ΚΥΡΙΟΣ μορφάζων. — Σας ευχαριστώ, κυρία Φαιναρέτη, και τόσην ώραν που είμαι μαζί σας εγώ;

Η ΠΟΛΥΣΑΡΚΟΣ ΚΥΡΙΑ. — Και ποιος σε παίρνει σε σημείωσιν εσένα :

Ο ΓΕΡΩΝ ΚΥΡΙΟΣ. — Και σεις, κυρία μου;

Η ΠΟΛΥΣΑΡΚΟΣ ΚΥΡΙΑ λαμβάνουσα τον βραχίονα του Γέροντος Κυρίου και κρυφίως αυτώ λαλούσα ενώ απομακρύνονται. — Όταν λέγω τούτο περί σου, το λέγω και περί εμού, διότι δεν παρετήρησες ότι τόσην ώραν η κυρία Παλινούδη επερίμενε κάποιον; Αντί του Μεντζιφόλα όμως ήλθεν ο Βάσαλος, και να σου ειπώ την αλήθειαν, δεν θα δυσαρεστηθώ καθόλου εάν κατορθώσει να του την πάρει....

Ο ΓΕΡΩΝ ΚΥΡΙΟΣ έκπληκτος. — Καλέ τι λέγετε; η κυρία Παλινούδη είναι φρονιμοτάτη.

Η ΠΟΛΥΣΑΡΚΟΣ ΚΥΡΙΑ. — Αι, όλαι είμεθα φρόνιμαι όταν μας λείπει η ευκαιρία.

Ο ΓΕΡΩΝ ΚΥΡΙΟΣ εμβρόντητος. — Και η κυρία Παλινούδη λοιπόν...

Η ΠΟΛΥΣΑΡΚΟΣ ΚΥΡΙΑ — Φαίνεται ότι την ηύρεν επί τέλους την ευκαιρίαν, αλλ’ έπεσεν εις κακά χέρια και θα αισθανθώ κρυφήν χαράν αν περάσει εις τα χέρια του Βασάλου, όστις την ηγάπα εμμανώς προ τριών ετών.

Ο ΓΕΡΩΝ ΚΥΡΙΟΣ στρεφόμενος κρυφίως και βλέπων την κυρίαν Παλινούδη συνομιλούσα μετά του Βασάλου. — Έχω την ιδέαν ότι περνά, διότι πολύ τον γλυκοκοιτάζει.

Η ΠΟΛΥΣΑΡΚΟΣ ΚΥΡΙΑ. — Δεν πιστεύω... Το γλυκοκοίταγμα δεν είναι τεκμήριον πάντοτε.

Ο ΓΕΡΩΝ ΚΥΡΙΟΣ. — Κοιτάξτε όμως πως γελά...

Η ΠΟΛΥΣΑΡΚΟΣ ΚΥΡΙΑ. — Διά να τον γελάσει... Διότι αυτός ο ανόητος έχει την βλακείαν να πιστεύει ακραδάντως εις την αρετήν της... Ω, βεβαίως θα τον γελάσει...το βλέπω από την στάσιν του Βασάλου... Και αν δεν έχει την επιτηδειότητα να την σαγηνεύσει επί τέλους, αυτάς τας ημέρας θα την κατακτήσει ο άλλος.

Ο ΓΕΡΩΝ ΚΥΡΙΟΣ. — Μα διατί ενδιαφέρεσθε τόσον πολύ διά τον Βάσαλον;

Η ΠΟΛΥΣΑΡΚΟΣ ΚΥΡΙΑ. — Διότι σιχαίνομαι τον Μεντζιφόλαν και θυμώνω όταν τοιούτοι άνθρωποι κατορθώνουν τα πάντα με μερικές ανόητες από ημάς. Ιδίως όμως ενδιαφέρομαι δια την αξιοπρέπειαν του φύλου μου.

Ο ΓΕΡΩΝ ΚΥΡΙΟΣ. — Η επιθυμία σας εκτελείται κατ' ευχήν. κοιτάξτε πώς απεχωρίσθησαν· μόνον που δεν τον εφίλησεν η κυρία Παλινούδη.

Η ΠΟΛΥΣΑΡΚΟΣ ΚΥΡΙΑ. — Τι άπειροι που είσθε σεις οι άνδρες όσον και αν γεράσητε! Είμαι βεβαία ότι τον έπεισε περί της αρετής της. Αλλά δεν εννοώ να χάσω ούτε μίαν στιγμήν, και θα κάμω τον κόσμον άνω κάτω διά να πεισθεί επί τέλους ο Βάσαλος ότι δεν είναι και τόσον βράχος η κυρία Παλινούδη του.

Και η Πολύσαρκος Κυρία εγκαταλιμπάνουσα τον Γέροντα Κύριον εισήλθε ταχέως εις ατραπόν υπό ροδοδαφνών επεσκιασμένην, και γοργώ ποδί έλαβε την άγουσαν προς την σκιάδα, όπου συνήντησε μυσπολούσαν5 προηγουμένως την κυρίαν Παλινούδη.

Έξω του εστιατορίου ίστατο ανήσυχος ο Μεντζιφόλας ωσεί αναζητών τινα. Έβλεπε κύκλω αυτού και η ανησυχία του ηύξανε καταπληκτικώς. Αίφνει διακρίνει μακρόθεν τον Βάσαλον και τρέχει ασθμαίνων προς αυτόν.

ΒΑΣΑΛΟΣ μειδιών. — Α, είδες την σκιάδα;

ΜΕΝΤΖΙΦΟΛΑΣ περιχαρής. — Είναι λαμπρά, δεν θα μας ανησυχήσει κανείς, διότι όλοι σχεδόν παίζουν κροκέτον· αλλά τον σύζυγον προς Θεού, τον σύζυγον· τον βλέπω και τριγυρίζει παντού. Ευρέ του μίαν πρέφαν, ένα βιστ, μίαν κοντζίναν τουλάχιστον!..

ΒΑΣΑΛΟΣ. — Δεν έχω κανένα.

ΜΕΝΤΖΙΦΟΛΑΣ. — Κάμε του ένα πικέτον, σώσε με, Βάσαλε· καταλληλοτέραν περίστασιν απ’ αυτήν δεν θα εύρω... η πρώτη ερωτική συνέντευξις... εννοείς;

ΒΑΣΑΛΟΣ σοβαρώς. — Άκουσε να σου ειπώ, φίλε μου. Ηξεύρεις πόσον σε αγαπώ, αλλά μη νομίζεις ότι δύναμαι να σου συγχωρήσω και αυτάς τας ανοησίας σου. Όταν εκθέτει τις μίαν γυναίκα, έστω και εις τον φίλον του αυτόν, πράττει πάντως κακήν πράξιν, πολλώ μάλλον όταν την εκθέτει δωρεάν· και τούτο πράττεις συ αυτήν την στιγμήν προσπαθών να με πείσεις ότι σ' αγαπά η Φαιναρέτη και ότι πρόκειται να συναντηθείτε εις την σκιάδα.

ΜΕΝΤΖΙΦΟΛΑΣ εξεστηκώς. — Αλλά, φίλε μου...

ΒΑΣΑΛΟΣ. — Αυτήν την στιγμήν συνομίλησα μαζί της.

ΜΕΝΤΖΙΦΟΛΑΣ περίφοβος. — Μήπως της είπες;...

ΒΑΣΑΛΟΣ. — Περί σου; όχι· έσο ήσυχος· αυτά δεν τα κάμνω εγώ.

ΜΕΝΤΖΙΦΟΛΑΣ αδημονών. — Λοιπόν;

ΒΑΣΑΛΟΣ. — Της ομίλησα τοιουτοτρόπως ώστε αν ήτο γυνή όπως θέλεις να μου την παραστήσεις συ, θα έπιπτε, ναι, θα έπιπτεν εις την αγκάλην μου.

ΜΕΝΤΖΙΦΟΛΑΣ μειδιών και ανατείνων χείρας ως εν απελπισμώ. — Μα αφού αγαπά εμένα, πώς έχεις την απαίτησιν να πέσει εις την ιδικήν σου την αγκάλην;

ΒΑΣΑΛΟΣ εξακολουθών δι’ επιτιμητικού τόνου. — Εκ τουναντίου· όχι μόνον τούτο δεν έκαμεν, αλλά και με την λεπτήν αυτής ειρωνείαν μου έδωκε να εννοήσω πολύ καλά, ότι ουδέποτε, ήκουσας· ουδέποτε θα κατορθώσει άλλος άνθρωπος πλην του συζύγου της να καυχηθεί επί τη κατακτήσει αυτής.

ΜΕΝΤΖΙΦΟΛΑΣ. — Να σου ειπώ ένα πράγμα; να μη με σκοτίζεις.

ΒΑΣΑΛΟΣ στρέφων τα νώτα. — Πολύ καλά.

ΜΕΝΤΖΙΦΟΛΑΣ κρατών αυτόν από της χειρός. — Λοιπόν δεν θα μου εξοικονομήσεις τον σύζυγον;

ΒΑΣΑΛΟΣ ιστάμενος. — Μα...

ΜΕΝΤΖΙΦΟΛΑΣ ικετευτικώς. — Κάθισέ τον καημένε, σ' ένα σκαμνί δύο τρεις ώρας... δεν σου ζητώ παραπάνω... μου το υπόσχεσαι;

ΒΑΣΑΛΟΣ μετά τινα δισταγμόν. — Σου το υπόσχομαι.

ΜΕΝΤΖΙΦΟΛΑΣ σφίγγων αυτώ την χείρα. — Ευχαριστώ.

ΒΑΣΑΛΟΣ κινών την κεφαλήν. — Και όταν έλθεις να μου ειπείς ότι σ' εφίλησεν η Φαιναρέτη να μου τρυπάς την μύτην εμένα.

ΜΕΝΤΖΙΦΟΛΑΣ απερχόμενος περιχαρής. — Θα σου το ειπώ χωρίς να καταφύγω εις τοιαύτην εγχείρησιν.

Ο κ. Βάσαλος παρατηρήσας επ' ολίγον τον απερχόμενον Μεντζιφόλαν ύψωσε τους ώμους και μετέβη προς το μέρος όπου έπαιζον οι προσκεκλημένοι του κροκέτον ίνα εκτελέσει την υπόσχεσίν του.

Μετά πολλάς ερεύνας κατόρθωσε τέλος να συλλάβει τον Γέροντα Κύριον όστις ήρχιζε να βαρύνεται μένων άεργος και παραλαβών και τον Κύριον Παλινούδην, εν τω κήπω περιδιαβάζοντα, σφόδρα δ' επιθυμούντα να παίξει πικέτον οδήγησεν αυτούς εις το άνω δώμα, όπερ συνέκειτο εξ ενός και μόνου μεγάλου δωματίου, και εκεί προητοίμασε πάντα τα χρειώδη, όπως εν ανέσει παίξωσι το παιγνίδιον αυτών. Είτα κατήλθεν εις το εστιατόριον και εξηκολούθησε να πίνει κονιάκ, διότι αν και είχε μεγάλην φιλίαν προς τον Μεντζιφόλαν, εξετίμα όμως πλειότερον την Φαιναρέτην, και μόνη η ιδέα, έστω και ψευδής δι’ αυτόν, ότι ηδύνατο αύτη ν' αγαπήσει άνθρωπον, ανεστάτου πάσας τας ίνας της καρδίας του και μετέρριπτεν αυτόν εις παλαιάν εποχήν, καθ' ην τοσαύτην τη προσήνεγκε λατρείαν.

Είχε κενώσει και τρίτον ποτηρίδιον ότε είδεν εισερχομένην εις το εστιατόριον την Πολύσαρκον Κυρίαν.

ΒΑΣΑΛΟΣ βαίνων εις προϋπάντησιν αυτής. — Τι δύναμαι να σας προσφέρω κυρία μου;

Η ΠΟΛΥΣΑΡΚΟΣ ΚΥΡΙΑ λαμβάνουσα τον βραχίονά του. — Τον βραχίονά σου προς το παρόν.

ΒΑΣΑΛΟΣ μειδιών. — Και τίποτε άλλο;

Η ΠΟΛΥΣΑΡΚΟΣ ΚΥΡΙΑ. — Τίποτε.

ΒΑΣΑΛΟΣ υποκλίνων. — Αληθώς είσθε εις άκρον ολιγαρκής.

Η ΠΟΛΥΣΑΡΚΟΣ ΚΥΡΙΑ οδηγούσα τον Βάσαλον έξω του εστιατορίου. — Όταν εγώ λέγω κάτι τι είμαι πάντοτε βεβαία και δεν ομιλώ απλώς και ως έτυχεν!

ΒΑΣΑΛΟΣ εντείνων την προσοχήν αυτού. — Περί τίνος πρόκειται;

Η ΠΟΛΥΣΑΡΚΟΣ ΚΥΡΙΑ. — Τι σου έλεγεν η κυρία Παλινούδη;

ΒΑΣΑΛΟΣ παν άλλο αναμένων ή την ερώτησιν ταύτην. — Μα... τίποτε σχεδόν.

Η ΠΟΛΥΣΑΡΚΟΣ ΚΥΡΙΑ ειρωνικώς. — Όχι δα; κι εγώ ενόμιζα ότι της εξέφραζες εκ νέου τον παλαιόν έρωτά σου!

ΒΑΣΑΛΟΣ εν στενοχωρία. — Νομίζετε;

Η ΠΟΛΥΣΑΡΚΟΣ ΚΥΡΙΑ. — Επερίμενα περισσοτέραν ειλικρίνειαν από τον άνθρωπον εις τον οποίον έχω τόσην διάθεσιν να παράσχω μεγάλην εκδούλευσιν.

ΒΑΣΑΛΟΣ. — Τι εννοείτε;

Η ΠΟΛΥΣΑΡΚΟΣ ΚΥΡΙΑ. — Έλα τώρα σε παρακαλώ, αλλά να μου ειπείς όλην την αλήθειαν· της έλεγες ότι την αγαπάς. ΒΑΣΑΛΟΣ μετά τινα δισταγμόν. — Δηλαδή...

Η ΠΟΛΥΣΑΡΚΟΣ ΚΥΡΙΑ. — Αλήθεια· της το έλεγες.

ΒΑΣΑΛΟΣ. — Αι, μάλιστα.

Η ΠΟΛΥΣΑΡΚΟΣ ΚΥΡΙΑ. — Και αυτή τι σου απεκρίθη, αυτή;

ΒΑΣΑΛΟΣ στένων. — Ότι αγαπά τον σύζυγόν της.

Η ΠΟΛΥΣΑΡΚΟΣ ΚΥΡΙΑ προσπαθούσα να κρατήσει τον γέλωτά της. — Τον Παλινούδην;

ΒΑΣΑΛΟΣ στένων εκ δευτέρου — Ναι.

Η ΠΟΛΥΣΑΡΚΟΣ ΚΥΡΙΑ μη δυναμένη να κρατήσει τον γέλωτά της. — Και συ το επίστευσες.

ΒΑΣΑΛΟΣ στένων εκ τρίτου. — Διατί όχι;

Η ΠΟΛΥΣΑΡΚΟΣ ΚΥΡΙΑ καγχάζουσα. — Είσαι ηλίθιος, καημένε!

ΒΑΣΑΛΟΣ. — Ας αφήσομεν τ’ αστεία, κυρία μου, κατά μέρος· δεν έχετε δίκαιον να θεωρείτε την Φαιναρέτην τόσον ελαφράν· σεις δεν είσθε κακή· πώς επιμένετε εις την ιδέαν σας αυτήν;

Η ΠΟΛΥΣΑΡΚΟΣ ΚΥΡΙΑ. — Και είσαι πεπεισμένος περί της αρετής της;

ΒΑΣΑΛΟΣ ενθουσιωδώς. — Κάτι τι περισσότερον!

Η ΠΟΛΥΣΑΡΚΟΣ ΚΥΡΙΑ γελώσα. — Α, οι άνδρες, οι άνδρες!... θα είσθε πάντοτε παιδιά!

ΒΑΣΑΛΟΣ σοβαρώς. — Έχω την τιμήν να σας διαβεβαιώσω, ότι δεν ευρίσκονται δύο κυρίαι καθώς πρέπει εν Αθήναις ως την Φαιναρέτην.

Η ΠΟΛΥΣΑΡΚΟΣ ΚΥΡΙΑ. — Είμαι εγώ μέσα εις αυτάς τας δύο;

Η ΠΟΛΥΣΑΡΚΟΣ ΚΥΡΙΑ τεθορυβημένος. — Πώς;

Η ΠΟΛΥΣΑΡΚΟΣ ΚΥΡΙΑ. — Δεν είμαι... ας είναι.

ΒΑΣΑΛΟΣ προθύμως. — Δεν λέγω...

Η ΠΟΛΥΣΑΡΚΟΣ ΚΥΡΙΑ διακόπτουσα. — Και βεβαίως είσαι ικανός να πάρεις και όρκον, ότι δε αγαπά τον Μεντζιφόλαν.

ΒΑΣΑΛΟΣ ενθέρμως. — Με τα δύο μου τα χέρια.

Η ΠΟΛΥΣΑΡΚΟΣ ΚΥΡΙΑ. — Ή εσύ είσαι το άκρον άωτον της βλακείας ή αυτή είναι περισσότερον αφ' ότι την εφανταζόμην ευφυής.

ΒΑΣΑΛΟΣ. — Πώς με κακομεταχειρίζεσθε σήμερον!

Η ΠΟΛΥΣΑΡΚΟΣ ΚΥΡΙΑ. — Μα όταν μου λέγεις τέτοια πράγματα... όταν διατείνεσαι ότι ο Μεντζιφόλας....

ΒΑΣΑΛΟΣ διακόπτων. — Δεν είχε την αναίδειαν ο ανόητος διά να με πείσει ότι έχει μαζί της ερωτικήν συνέντευξιν εδώ εις την σκιάδα που βλέπομεν εμπρός μας, δεν είχε την αναίδειαν να με παρακαλέσει να βάλω τον Παλινούδην να παίξει χαρτιά, διά να μη τύχει και τον ανησυχήσει δήθεν;

Η ΠΟΛΥΣΑΡΚΟΣ ΚΥΡΙΑ μετά περιεργείας. — Και συ τι έκαμες;

ΒΑΣΑΛΟΣ σείων την κεφαλή. — Τον έχω επάνω και παίζει, έχω όμως και την ακράδαντον πεποίθησιν ότι ο Μεντζιφόλας είναι ψεύστης.

Η ΠΟΛΥΣΑΡΚΟΣ ΚΥΡΙΑ. — Λοιπόν δεν πιστεύεις ότι τον αγαπά τον Μεντζιφόλαν;

ΒΑΣΑΛΟΣ εκθύμως. — Όχι.

Η ΠΟΛΥΣΑΡΚΟΣ ΚΥΡΙΑ χαμηλοφώνως. — Μη φωνάζεις τόσον πολύ.

ΒΑΣΑΛΟΣ. — Διατί;

Η ΠΟΛΥΣΑΡΚΟΣ ΚΥΡΙΑ. — Διά να μη τους ταράξομεν.

ΒΑΣΑΛΟΣ έκπληκτος. — Ποιους;

Η ΠΟΛΥΣΑΡΚΟΣ ΚΥΡΙΑ βαίνουσα ακροποδητί. — Κοίταξέ τους μέσα εις την σκιάδα.

ΒΑΣΑΛΟΣ κρυπτόμενος όπισθεν των θάμνων. — Α!

Η ΠΟΛΥΣΑΡΚΟΣ ΚΥΡΙΑ. — Τους βλέπεις πώς είναι αγκαλιασμένοι; και ακούεις τι της λέγει; και διακρίνεις τι του απαντά;

ΒΑΣΑΛΟΣ συνέχων την αναπνοήν και το υπό του ιδρώτος περιρρεόμενον μέτωπον αυτού απομάσσων. — Είναι δυνατόν;

Η ΠΟΛΥΣΑΡΚΟΣ ΚΥΡΙΑ σαρδόνιον γελώσα. — Ιδού εκείνη, την οποίαν ηγάπησες και διά την οποίαν λέγεις ότι παίρνεις και όρκον!

ΒΑΣΑΛΟΣ τρίβων τους οφθαλμούς αυτού. — Είναι οπτασία!

Η ΠΟΛΥΣΑΡΚΟΣ ΚΥΡΙΑ. — Εγώ ως μόνην τιμωρίαν σου, ότι δεν επείσθης εις τους λόγους μου, σε αφήνω εδώ απέναντι αυτής της οπτασίας και πηγαίνω επάνω να καθίσω πλησίον του συζύγου, διά να μη τυχόν τον φωτίσει ο διάβολος και έλθει να την διαλύσει.

Και ο κ. Βάσαλος έμεινεν εκεί απελιθωμένος, μη δυνάμενος να πιστεύσει τα όμματά του, αμφιβάλλων περί της ακοής αυτού.

Ήλπισε προς στιγμήν, ότι κατείχετο υπό εφιάλτου, αλλά ταχέως πάσα τοιαύτη ελπίς απέπτη, διότι έβλεπε τα χείλη του Μεντζιφόλα παταγωδώς πίπτοντα επί των παρειών της Φαιναρέτης και ήκουε την γλυκείαν αυτής φωνήν εν μέθη έρωτος ορκιζομένην αιωνίαν πίστιν τω Μεντζιφόλα.

Λοιπόν ήτο αληθές! ο αηδής ούτος άνθρωπος, ο ρυπαρός και ακάθαρτος είχε κατορθώσει να σαγηνεύσει την ωραίαν Φαιναρέτην; Αλλά πώς διά της ευφυίας του; δεν είχεν· διά των τρόπων του; ήτο απεχθής.

Τα μυστήρια της φύσεως είναι αληθώς ανεξιχνίαστα· υπάρχουσιν όμως άνθρωποι επιστήμονες, οίτινες δι’ ενδελεχούς μελέτης κατορθούσιν επί τέλους να διαλευκάνωσι τινά τούτων· αλλά την καρδίαν της γυναικός τις ποτε σοφός θα δυνηθεί ν' αναλύσει, όπως διακριβώσει εκ τίνων σύγκειται συστατικών. Είναι βόρβορος; είναι ηλιακή ακτίς; είναι κράμα τι εξ αμφοτέρων; είναι του ρόδου η ευωδία ή της νυκτερίδος το πτερόν;

Υπό τοιούτων εμφορούμενος σκέψεων κατέπεπτεν ησύχως την οργήν του ο κ. Βάσαλος και εις τον θεόν τας ελπίδας αυτού αναθείς ανέμενε την τέλεσιν θαύματος.

Ήτο αδύνατον να μη παρεκτραπεί ο Μεντζιφόλας. Όσον και αν τον συνεκράτει ο έρως κατά τας πρώτας στιγμάς, μετά τας συνήθεις εν ερωτικές συνεντέξευσι διαχύσεις θα υπερενίκα το αγροίκον αυτού ήθος και φανταζόμενος ότι ευφυολογεί θα έλεγε βδελυράν τινα λέξιν, εξ εκείνων αίτινες ήσαν συνηθέσταται αυτώ. Και θα έβλεπε τότε η Φαιναρέτη, η λεπτοφυής γυνή, πως ηπατήθη· και βεβαίως θ' απεμακρύνετο αυτού διά παντός. Ω, μετά πόσης αγάπης τότε θα την ενηγκαλίζετο, διότι όσα υφίστατο κεκρυμμένος εν τοις θάμνοις, όλα, όλα εις αγάπην μετετρέποντο, εις αγάπην εντεινομένην τεραστίως.

Αίφνης, ενώ ανέμενε καραδοκών το θαύμα, βλέπει τον Μεντζιφόλαν ωχριώντα και εγειρόμενον όπως απέλθη, βλέπει, φρικτόν ειπείν, και οράν και ακούειν, την Φαιναρέτην καταβάλλουσαν πάσαν προσπάθειαν, όπως τον κρατήσει. Εκείνον παλαίοντα σχεδόν ίνα διαφύγει τον εναγκαλισμόν της, αυτήν ως λυσσώσαν μαινάδα προσκολλωμένην επ' αυτού και μυρίους λόγους έρωτος εν τελεία των φρενών παρακοπή ψιθυρίζουσαν, βλέπει εν σώμα πλέον, και πάσα ελπίς δι’ αυτόν αφίπταται, διότι εννοεί ότι ο έρως της Φαιναρέτης είναι βάκχης έρως.

Ηγέρθη τότε άπελπις όπως φύγει μακράν της απαισίας σκηνής, ης εγένετο μάρτυς, το μίσος μόνον τρέφων εν τη καρδία κατά της γυναικός αυτής, δεν είχεν όμως προχωρήσει τρία βήματα και ακούει την σπαρακτικήν της Φαιναρέτης φωνήν, ενώ συγχρόνως δυσωδία, οσμή σηπεδονώδης6, ανεδίδετο εκ της σκιάδος. Κύπτει και βλέπει τότε την μεν Φαιναρέτην φεύγουσαν δρομαίως και την ρίνα διά του μανδυλίου αποφράττουσαν, τον δε Μεντζιφάλαν κάτωχρον και πελιδνόν κρυπτόμενον όπισθεν των θάμνων.

Ενεός, μη γνωρίζων τι συνέβαινε, φοβούμενος μη επηκολούθησε δυστύχημα τι, εμφανίζεται προ της Φαιναρέτης.

Η ΚΥΡΙΑ ΠΑΛΙΝΟΥΔΗ πίπτουσα εις την αγκάλην αυτού. — Α, τον άθλιον!...

ΒΑΣΑΛΟΣ εμβρόντητος. — Τι τρέχει, Φαιναρέτη

Η ΚΥΡΙΑ ΠΑΛΙΝΟΥΔΗ εκρηγνυμένη εις άσβεστον γέλωτα. — Εγώ να του λέγω πόσον τον αγαπώ... και αυτός…

ΒΑΣΑΛΟΣ αποφράσσων την ρίνα δια του μανδυλίου. — Εάν ήτο από συγκίνησιν του έρωτος θα ήτο συγγνωστός, αλλ' είναι από συγκίνημα των μούρων και είναι ασύγγνωστος!

Η ΚΥΡΙΑ ΠΑΛΙΝΟΥΔΗ μετά πολλού ενδιαφέροντος. — Συ τ' αγαπάς τα μούρα;

ΒΑΣΑΛΟΣ σφίγγων αυτήν εν τη αγκάλη αυτού. — Όταν αγαπώ... ποτέ!

Λεξιλόγιο

[1] εξώρους| καθυστερημένους

[2] τονθορύζω| μιλάω χωρίς να εκφράζομαι με ευκρίνεια, ψιθυρίζω, μουρμουρίζω

[3] βαύκαλις | πήλινη ή χάλκινη στάμνα με στενό λαιμό, ειδική για να κρυώνει νερό ή κρασί.

[4] βρενθύομαι| υπερηφανεύομαι

[5] μυσπολώ| τρέχω εδώ κι εκεί σαν ποντικός

[6] σηπεδών| σήψη, σαπίλα, σαθρότητα