ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Α. ΚΟΡΟΜΗΛΑΣ

ΤΟ ΧΡΥΣΟΥΝ ΑΝΑΡΑΠΟΔΟΝ


 

 

Πληροφορίες για τον Δημήτριο Α. Κορομηλά στο Ε.ΚΕ.ΒΙ. ΕΚΕΒΙ

 

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ ΣΚΟΚΟΥ, έτος 10ο του έτους 1895.

Έγινε ορθογραφική αναπροσαρμογή.

 

ΤΟ ΧΡΥΣΟΥΝ ΑΝΑΡΑΠΟΔΟΝ

ΚΩΜΕΙΔΥΛΛΙΟΝ

 

ΠΡΟΣΩΠΑ

ΜΕΡΚΟΜΑΣ, ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ, ΚΩΣΤΑΚΗΣ, ΓΕΩΡΓΗΣ, ΛΕΩΝΙΔΑΣ, ΒΑΣΙΛΙΚΗ

Η σκηνή εν Κηφισιά εν έτει 1877

Τα άσματα εποιήθησαν υπό του κ. Γεωργ. Β. Τσοκοπούλου

 

Κήπος εν τη εξοχή του Μερκομά. Δεξιά και αριστερά δενδράδες, ων επί σκηνής η είσοδος μόνον φαίνεται. Πυκνοί βάτοι παρά τας δενδράδας. Εις το βάθος αριστερά του θεατού φαίνεται σκιάς. Επί της πρώτης θέσεως τράπεζαι σιδηραί, έδραι, εδώλια κλπ.

 

ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ

ΜΕΡΚΟΜΑΣ, ΓΕΩΡΓΗΣ και εν τέλει ΒΑΣΙΛΙΚΗ.

 

ΜΕΡΚΟΜΑΣ ποτίζων τα άνθη. — Ποιος έβαλε αυτά τα κυπαρισσάκια εδώ;

ΓΕΩΡΓΗΣ ομοίως. — Ο κυρ Λεωνίδας πρέπει να τα έβαλε.

ΜΕΡΚΟΜΑΣ εκριζών τας κυπαρίσσους. — Ο ευλογημένος!... φυτεύουν τέτοιον καιρό κυπαρίσσια;

ΓΕΩΡΓΗΣ. — Αμ’ δικηγόρος… ξέρει αυτός από δέντρα;

ΜΕΡΚΟΜΑΣ παρατηρών τους φύκους. — Να το φύκους πάει να ξεραθεί… κρίμα στους παράδες…

ΓΕΩΡΓΗΣ. — Δε σ’ το 'λεγα εγώ, αφέντη;... δε μ’ άκουσες!

ΜΕΡΚΟΜΑΣ κλαδεύων. — Όσες φορές σ' άκουσα, πρόκοψα, βλέπεις...

ΓΕΩΡΓΗΣ. — Αμ’ αν μ' άκουες εμένα θα ήταν αλλιώς τα πράματα… Είναι που δε μ' ακούς... Προψές κάτι λέγαμε πάλι με τους κουμπάρους μου για την αφεντιά σου και να ήσουν από καμιά μεριά.

ΜΕΡΚΟΜΑΣ. — Γιατί πράμα;

ΓΕΩΡΓΗΣ. — Για τη δημαρχία.

ΜΕΡΚΟΜΑΣ. — Ποια δημαρχία;

ΓΕΩΡΓΗΣ. — Για τη δημαρχία... να, τη δημαρχία!... Δε θα διαιρέσουνε τον δήμο; δε θα κάνουνε την Κηφισιά και το Μαρούσι με τ' άλλα χωριά ξεχωριστό δήμο;

ΜΕΡΚΟΜΑΣ γελών. — Πού το θυμήθηκες πάλι;

ΓΕΩΡΓΗΣ. — Μου 'λεγαν οι κουμπάροι... Να 'θελ' ο αφέντης σου, τον κάναμε στα πεταχτά... μα είναι που δε θέλει...

ΜΕΡΚΟΜΑΣ. — Σ' ευχαριστώ... όμορφο πράγμα η δημαρχία!...

ΓΕΩΡΓΗΣ. — Γιατί; σαν έχεις εμένα εισπράχτορα;

ΜΕΡΚΟΜΑΣ. — Ξοδεύεσαι άδικα των αδίκων, σε βρίζουν, δεν μπορείς να κάνεις τίποτε... απαιτήσεις όσες δεν φαντάζεσαι, και το κάτω κάτω της γραφής ποιο είναι το κέρδος; να σου πουν πως έκλεψες τον δήμο... αυτό θα είναι το κέρδος...

ΓΕΩΡΓΗΣ. — Μα...

ΜΕΡΚΟΜΑΣ, άδων αριθ. 2.

 

Τι τον θέλω τέτοιο μπελά,

κάλλιο να λείπει μια τέτοια σκοτούρα...

τι τον θέλω τέτοιο μπελά

όσα κι αν κάνεις στον δήμο καλά

βγαίνουν κακά, βγαίνουν και σκούρα

δε θέλω μπελά!...

 

Αν ποτέ τύχει να βρέξει πολύ

ναι, να βρέξει πολύ

κι αν απ’ τη σκόνη κανείς στραβωθεί

αν κανείς στραβωθεί

κάθε του δήμου σοφή κεφαλή

εις εμένα θα ‘ρθεί

για να του δώσω συμβουλή.

 

Τι τον θέλω τέτοιο μπελά,

κάλλιο να λείπει μια τέτοια σκοτούρα...

τι τον θέλω τέτοιο μπελά

όσα κι αν κάνεις στον δήμο καλά

βγαίνουν κακά, βγαίνουν και σκούρα

δε θέλω μπελά!...

 

ΓΕΩΡΓΗΣ. — Μα, αφέντη...

ΜΕΡΚΟΜΑΣ. — Αφήνετέ με ήσυχο... δεν είμ' εγώ για τέτοιες δουλειές.

ΒΑΣΙΛΙΚΗ κομίζουσα επιστολήν. — Ένα γράμμα σου έφεραν, πατέρα...

ΜΕΡΚΟΜΑΣ. — Γράμμα; ποιος το έφερε;...

ΒΑΣΙΛΙΚΗ. — Ο αμαξάς του λεωφορείου απ’ τας Αθήνας... ΜΕΡΚΟΜΑΣ ερευνών. — Και δεν έχω τα γυαλιά μου... (απερχόμενος) Α, θα τ' άφησ' απάνω...

 

ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΑ

ΓΕΩΡΓΗΣ, ΒΑΣΙΛΙΚΗ.

 

ΓΕΩΡΓΗΣ. — Πες και του λόγου σου τίποτε του αφέντη, κυρά Βασιλική.

ΒΑΣΙΛΙΚΗ. — Γιατί πράγμα;

ΓΕΩΡΓΗΣ. — Για τη δημαρχία.

ΒΑΣΙΛΙΚΗ. — Μα τι;

ΓΕΩΡΓΗΣ. — Δε θα κάνουνε ξεχωριστό δήμο την Κηφισιά;... δε θα βγάλουμε δήμαρχο;

ΒΑΣΙΛΙΚΗ. — Ποιον;

ΓΕΩΡΓΗΣ. — Τον αφέντη.

ΒΑΣΙΛΙΚΗ. — Τον πατέρα δήμαρχο; εδώ στην Κηφισιά; μη χειρότερα! . .

ΓΕΩΡΓΗΣ. — Κι εγώ εισπράχτορας, κυρά Βασιλική.

ΒΑΣΙΛΙΚΗ. — Για να καθόμαστε και τον χειμώνα εδώ;... αμ’ δεν;... με φτάνουν οι τρεις μήνες του καλοκαιριού!... Εγώ δεν κοιτάζω την ώρα πότε να πιάσει το κρύο κι εσύ μου λες δημαρχία... Όμορφο πράγμα η Κηφισιά το καλοκαίρι!... Και κάτω στο Φάληρο θέατρα, διασκεδάσεις, μουσικές... Αν είναι ποτέ δυνατόν να φαντασθεί κανείς ότι ο πατέρας μ’ έχει θαμμένην εδώ.

ΓΕΩΡΓΗΣ. — Και γιατί δε σ' αρέσει η Κηφισιά; Τι έχει τάχατες; Σε λίγα χρόνια θα γίνει και θα γίνει,... αν τα φέρει, ο Θεός δεξιά και δε μας στείλει ο διάολος το παιδί του για δήμαρχο.

ΒΑΣΙΛΙΚΗ. — Σου την χαρίζω την Κηφισιά σου να την κάνεις παστουρμά...

ΓΕΩΡΓΗΣ. — Η Κηφισιά, κυρά Βασιλικούλα μου, το λέει... Ευρέ μου ντε άλλον τόπο με Κεφαλάρι, με πλάτανο... με το Μαρούσι από 'δω, με το Τατόι από κει...

ΒΑΣΙΛΙΚΗ. — Σου είπα βράσ' τηνε και πιε το ζουμί της...

ΓΕΩΡΓΗΣ. — Μα, κυρά μου...

Βασιλική, άδουσα αριθ. 3

 

Τι πλήξις και τούτη να κάθομαι εδώ

στον ήλιο, στη ζέστη, σ’ αυτό το βουνό,

αυγά να μαζεύω, πουλιά να μαδώ,

ή και σε χωριάτες κρασί να κερνώ.

 

Αχ, χωρίς να το ζητώ

ξεπετιέται η καρδιά

στου Φαλήρου κάτω κει,

τη χρυσή αμμουδιά

που η θάλασσα γελά

που του μπάτη η πνοή

με τη γλύκα που χύνει

δίνει τη ζωή.

 

Σαν πέρσι κι εφέτος θα κάτσομ’ εδώ

το θέλ’ ο πατέρας και τι να ειπώ…

Εγώ που τον κόσμο γυρεύω να δω

σε κάθε μου βήμα στις πέτρες χτυπώ.

 

Αχ, χωρίς να το ζητώ

ξεπετιέται η καρδιά

στου Φαλήρου κάτω κει,

τη χρυσή αμμουδιά

που η θάλασσα γελά

που του μπάτη η πνοή

με τη γλύκα που χύνει

δίνει τη ζωή.

 

ΓΕΩΡΓΗΣ όστις κατά την διάρκειαν του άσματος εμόρφαζε μετά δυσαρεσκείας, στένων και απερχόμενος. — Αχ… δε θα μπορέσω να γίνω εισπράχτορας!...

 

ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ

ΒΑΣΙΛΙΚΗ, ΜΕΡΚΟΜΑΣ.

 

ΜΕΡΚΟΜΑΣ όστις εισήλθε μειδιών. — Ξέρεις, Βασιλική, τι μου γράφει ο Χατζηκαραΐμεντάνογλους από την Καισαρεία;

ΒΑΣΙΛΙΚΗ. — Από πού;

ΜΕΡΚΟΜΑΣ. — Πρώτον ξεύρεις ποίος είναι ο Χατζηκαραΐμεντάνογλους;

ΒΑΣΙΛΙΚΗ. — Ποιος είναι;

ΜΕΡΚΟΜΑΣ. — Θυμάσαι;... μα εσύ ήσουν μικρή, πού να θυμάσαι;… Θυμάσαι εκείνον τον κύριον που ήρθε στη Μεταπολίτευση και μας ηύρε εδώ;

ΒΑΣΙΛΙΚΗ γελώσα. — Ένας κύριος που ήλθε στη Μεταπολίτευση... τρέχα γύρευε...

ΜΕΡΚΟΜΑΣ. — Δεν είναι δυνατόν να μην τον θυμάσαι... σου έφερνε καραμέλες, γλυκίσματα...

ΒΑΣΙΛΙΚΗ. — Μα μήπως ήταν ένας και δύο; όλοι μου έφερναν καραμέλες, μα κανένας ποτέ δε μου έφερνε όσες ήθελα...

ΜΕΡΚΟΜΑΣ. — Είναι πλούσιος... πολύ πλούσιος...

ΒΑΣΙΛΙΚΗ. — Και είναι φίλος σου, πατέρα;

ΜΕΡΚΟΜΑΣ. — Φίλος μου λέγει; ακούς εκεί...

ΒΑΣΙΛΙΚΗ. — Αι δεν του γράφεις ν' αγοράσει το περιβόλι μας, αφού γυρεύεις να το πουλήσεις;

ΜΕΡΚΟΜΑΣ. — Θα το πάρει...

ΒΑΣΙΛΙΚΗ αναπηδώσα. — Τι καλά!... και δε θα έρθομεν πλέον εδώ;

ΜΕΡΚΟΜΑΣ. — Θα σου το δώσω προίκα, ζευζέκα, γιατί σε θέλει για τον γιο του... αυτό μου γράφει...

ΒΑΣΙΛΙΚΗ έντρομος. — Και;...

ΜΕΡΚΟΜΑΣ. — Και αν μ' αρέσει ο γιος του θα τον κάνω γαμπρό μου...

ΒΑΣΙΛΙΚΗ. — Τον ξέρεις τον γιο του;

ΜΕΡΚΟΜΑΣ. — Θα τον ιδούμε… θα έλθει εδώ… μου το γράφει... να ιδείς πότε θα έλθει...

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ιδία. — Αχ, Θεέ μου... αυτό δεν το επερίμενα...

ΜΕΡΚΟΜΑΣ βλέπων τον Ευφρόνιον. — Τι αγαπάς, παλικάρι μου;

 

ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

ΟΙ ΑΝΩΤΕΡΩ, ΓΕΩΡΓΗΣ, ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ.

 

ΓΕΩΡΓΗΣ. — Την αφεντιά σου γυρεύει, αφέντη, κατά πώς κατάλαβα, γιατί κι αυτός, μα τη ζωή μου δεν ξέρει τι λέει...

ΜΕΡΚΟΜΑΣ ανερχόμενος. — Τι θέλεις, παιδί μου...

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ βλακωδώς — Τον... τον... εξέχασα το όνομά του...

ΜΕΡΚΟΜΑΣ μειδιών. — Πώς το ξέχασες;

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Να, δεν το θυμάμαι...

ΒΑΣΙΛΙΚΗ. — Δε σου φαίνεται σα βλαξ, πατέρα;

ΜΕΡΚΟΜΑΣ. — Από πού είσαι; τι δουλειά κάνεις;

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Ήρθα για να μπω στο Πανεπιστήμιο.

ΓΕΩΡΓΗΣ. — Ποιο Πανεπιστήμιο.... εδώ στην Κηφισιά;

ΜΕΡΚΟΜΑΣ. — Σώπαιν' εσύ… πήγαινε στη δουλειά σου…

ΓΕΩΡΓΗΣ απερχόμενος. — Είδα πολλά σκυλόμουτρα, μα σαν αυτό δεν είδ' ακόμα...

 

ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ

ΟΙ ΑΝΩΤΕΡΩ πλην του ΓΕΩΡΓΗ.

 

ΜΕΡΚΟΜΑΣ. — Από πού είσαι, παιδί μου;

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Από την Καισαρείαν...

ΜΕΡΚΟΜΑΣ περιχαρής. — Μήπως είσαι;

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Εγώ είμαι...

ΜΕΡΚΟΜΑΣ. — Ο Χατζηκαραϊμεντάνογλους;

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Μάλιστα... εγώ... εγώ... εγώ είμαι...

ΜΕΡΚΟΜΑΣ ασπαζόμενος αυτόν. — Και δε μου το λες τόσην ώρα, παιδί μου;

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ιδία. — Παναγία μου!... αυτός είναι!...

ΜΕΡΚΟΜΑΣ. — Τι κάνει ο πατέρας σου;

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Δεν κάνει τίποτε τώρα... είναι χωρίς δουλειά...

ΜΕΡΚΟΜΑΣ. — Δε σ' ερωτώ αυτό... είναι καλά;

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Μα είναι καιρός που τον άφησα... μπορεί και ν’ αρρώστησε…

ΜΕΡΚΟΜΑΣ. — Δεν έχεις γράμματά του;... εγώ έλαβα ένα, μα είναι παλιό...

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ παρατηρών την Βασιλικήν και γελών βλακωδώς. — Παλιό, αι;

ΜΕΡΚΟΜΑΣ. — Είναι η κόρη μου η Βασιλική.

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Μου το είπε ο πατέρας μου, και γι' αυτό ήρθα... θα την πάρω γυναίκα...

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ιδία. — Α, δυστυχία μου... αυτός είναι ηλίθιος!

ΜΕΡΚΟΜΑΣ. — Την θέλεις;

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Αμ’ την θέλω, βέβαια...

ΜΕΡΚΟΜΑΣ. — Αι. Βασιλική, πώς σου φαίνεται ο αρραβωνιαστικός σου;

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ιδία. — Αρραβωνιαστικός μου!...

ΜΕΡΚΟΜΑΣ. — Τι είναι αυτοί οι Ανατολίτες καμιά φορά... τώρα, αυτόν μπορεί κανείς να τον πάρει για κουτόν, και τι ξέρεις τι έξυπνος θα είναι...

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ ιδία. — Της κάνω νόημα, μα δεν με καταλαβαίνει!...

ΜΕΡΚΟΜΑΣ. — Και πώς δεν ήλθες τόσον καιρόν; πότε έφυγες από την Καισαρεία;

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Ου!... είναι δύο μήνες...

ΜΕΡΚΟΜΑΣ. — Και να μην έλθεις να μας ιδείς...

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Δεν εύρισκα την Κηφισιά.

ΜΕΡΚΟΜΑΣ. — Μπα!...

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Κάτι φίλοι μου μου είχαν πει πως είναι κατά τα Μέγαρα...

ΜΕΡΚΟΜΑΣ. — Κι επήγες στα Μέγαρα;

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Επήγα βέβαια... μα δεν ήταν εκεί... μ' εγέλασαν…

ΜΕΡΚΟΜΑΣ μειδιών. — Αι, και πώς την ηύρες την Κηφισιά;

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Το έβαλα στην εφημερίδα.

ΜΕΡΚΟΜΑΣ. — Αι;

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Μα αυτή τη φορά δε μπορούσε κανείς να με γελάσει, γιατί έγραψα στην εφημερίδα ότι όποιος αμαξάς με πάει στην Κηφισιά, θα του δώσω δέκα φορές παραπάνω από ότι μπορεί να του δώσει ένας άλλος, κατάλαβες;

ΜΕΡΚΟΜΑΣ ιδία. — Δεν πρέπει να είναι πολύ έξυπνος.

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Ήρθαν λοιπόν σήμερα το πρωί καμιά εικοσαριά και δος του ο ένας από δω, δος του ο άλλος από κει, μ' ετραβούσαν από τα χέρια, από τα πόδια, από τα μαλλιά, ποιος να με πρωτοπάρει, ώσπου βρέθηκ' ένας που μ' έριξε σ' έν' αμάξι και τσαφ και τσουφ τ’ άλογα, το ‘βαλε στα τέσσερα και μ' έφερ' εδώ...

ΜΕΡΚΟΜΑΣ ιδία εν στενοχωρία. — Δεν είναι καθόλου έξυπνος, μα καθόλου...

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Δεν είναι τόπος η Αθήνα σας και να με συμπαθάτε... εδώ είναι ποιος να γελάσει τον άλλον... Μ' έστειλ' ο πατέρας μου να μάθω τη γιατρική, γιατί ξέρω λιγουλάκι να γιατρεύω τα μικρά παιδιά· τους μεγάλους δεν καταπιάνομαι, μα στα μικρούλια τα βγάζω πέρα. Πάω το λοιπόν στο Πανεπιστήμιο για να γραφτώ και την ημέρα που πήγαινα μου λένε πως ετέλειωσαν τα μαθήματα και πως έκλεισε το Πανεπιστήμιο. Πάω στο θέατρο ένα βράδυ, περιμένουμε, περιμένουμε... τίποτε... έπειτ' από πολλήν ώρα μας λένε πως δεν έχει παράσταση και πατείς με πατώ σε κουβαριαστήκαμε από το υπερώο... Πάω στο σιδερόδρομο, για να κατέβω στον Πειραιά και κατά πως με βλέπει, μια σφυριγματιά και φεύγει στα τέσσερα... τρέχω από πίσω να τον προφθάσω, πού να τον φθάσω; Είχε πάρει φόρα και αν τον πιάσεις!... Διαβάζω στις εφημερίδες πως θα γίνει τούτο, πως θα γίνει εκείνο, τίποτε... όλα ψέματα... Βαζιέστησα κι εγώ... και θα πάρω τη γυναίκα μου να πάω στην πατρίδα... τι να κάνω;

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ιδία. — Τύχη να ‘χεις…

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ άδων αρ. 4.

 

Όλοι μπιρμάντες είν’ εδώ

από μικρό ως μεγάλο,

τέτοια ψευτιά, τέτοιο κακό

στον κόσμο δεν είδα άλλο!...

 

Πω, πω, πω, τι ψευτιά, πω, πω, πω, τι κακό,

πα να μου φύγει το μυαλό·

πότε να φύγω με το καλό,

πω, πω, πω, τι ψευτιά, θα μου ‘ρθει ξαφνικό!

 

Θαρρεί πως παραβγαίνουνε

ποιος να πρωτογελάσει

και όλ’ αυτή η βαγαμποντιά

σ’ εσένα θα ξεσπάσει.

 

Πω, πω, πω, τι ψευτιά, πω, πω, πω τι κακό,

πα να μου φύγει το μυαλό

πότε να φύγω με το καλό,

πω, πω, πω, τι ψευτιά, θα μου ‘ρθει ξαφνικό!

 

Όσο κι αν είσαι έξυπνος,

όπως κι εγώ ο καημένος,

σαν πέσεις μες στα δίχτυα των

θα βγεις ζεματισμένος.

 

Πω, πω, πω, τι ψευτιά, πω, πω, πω τι κακό,

πα να μου φύγει το μυαλό

πότε να φύγω με το καλό,

πω, πω, πω, τι ψευτιά, θα μου ‘ρθει ξαφνικό!

 

ΜΕΡΚΟΜΑΣ ιδία. — Δεν είναι, δεν είν' έξυπνος... μα έλα που είναι τόσο πλούσιος!...

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ τη Βασιλική. — Πάμε το λοιπόν να παντρευτούμε...

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ιδία απομακρυνομένη. — Πίσω μου είσαι, δαίμονα!

ΜΕΡΚΟΜΑΣ γελών. — Αγάλι' αγάλια δα... να γνωρισθείτε και λιγάκι.

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Τι να γνωριστούμε;… την είδα, με βλέπει, τι παραπάνω θέλουμε;

ΜΕΡΚΟΜΑΣ. — Μα να σε ιδούμε και ολίγες μέρες… Δεν είσαι κουρασμένος; δε θέλεις τίποτε; δε θέλεις να ξαπλωθείς κομμάτι τώρα πριν να φάμε;

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Ολίγο νερό μονάχα θέλω να βάλω στο χέρι μου, γιατί με τσούζει...

ΜΕΡΚΟΜΑΣ. — Τι έχεις;

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Να, καθώς μ’ ετραβούσαν οι αμαξάδες, ο ένας μου έδωκε μια γροθιά στην πλάτη, που μου πονεί ακόμα, κι ένας άλλος μου έγδαρε το χέρι.

ΜΕΡΚΟΜΑΣ οδηγών αυτόν. — Πάμε, πάμε· έλα εδώ, μαζί μου.

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ απερχόμενος και στέλλων φιλήματα δια της χειρός εις την Βασιλικήν. — Πολλά τα έτη σου φως μου…

ΒΑΣΙΛΙΚΗ μετ’ αποστροφής αλλά χαμηλοφώνως. — Να χαθείς, σιχαμένε!...

 

ΣΚΗΝΗ ΕΚΤΗ

ΒΑΣΙΛΙΚΗ είτα ΚΩΣΤΑΚΗΣ ΚΑΙ ΛΕΩΝΙΔΑΣ.

 

ΒΑΣΙΛΙΚΗ άπελπις. — Και αυτόν τον άνθρωπον θα πάρω εγώ να πάω να ζήσω στην Καισαρεία;… Αμ πάρε μου τη ζωή καλύτερα, Θεέ μου…

ΚΩΣΤΑΚΗΣ εισερχόμενος τρέχων και ακολουθούμενος υπό του Λεωνίδα. — Δεν το ‘χομε…

ΛΕΩΝΙΔΑΣ συλλαμβάνων αυτόν — Τι δεν το ‘χομε, σ’ έπιασα…

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ακολουθούσα αυτόν. — Κωστάκη μου...

ΚΩΣΤΑΚΗΣ. — Ας μην έπεφτα κάτω και θα ‘βλεπες αν μ’ έπιανες.

ΒΑΣΙΛΙΚΗ. — Κωστάκη...

ΛΕΩΝΙΔΑΣ. — Θέλεις πάλι;…

ΚΩΣΤΑΚΗΣ καθήμενος. — Α, όχι, κουράστηκα…

ΒΑΣΙΛΙΚΗ. — Κωστάκη, δε μ’ ακούς;

ΚΩΣΤΑΚΗΣ δυσανασχετών. — Αι, τι θέλεις;….

ΒΑΣΙΛΙΚΗ. — Δεν ξέρεις καημένε…

ΚΩΣΤΑΚΗΣ. — Τι;

ΒΑΣΙΛΙΚΗ μετά συστολής. — Να, πώς να συ το ειπώ… ήλθε ένας…

ΚΩΣΤΑΚΗΣ. — Αι και σαν ήλθε;

ΒΑΣΙΛΙΚΗ. — Από την Καισαρεία... είναι βλαξ...

ΚΩΣΤΑΚΗΣ. — Τι με μέλει εμένα;

ΒΑΣΙΛΙΚΗ. — Και θέλει να με πάρει...

ΛΕΩΝΙΔΑΣ. — Πώς να σε πάρει;

ΒΑΣΙΛΙΚΗ. — Να με πάρει γυναίκα.

ΛΕΩΝΙΔΑΣ. — Γυναίκα!...

ΚΩΣΤΑΚΗΣ γελών. — Κι εσύ το πίστεψες, καημένη;

ΒΑΣΙΛΙΚΗ. — Άκουσέ με που σου λέγω… να τος εκεί κάτω… πάει με τον πατέρα...

ΚΩΣΤΑΚΗΣ παρατηρών μετά του Λεωνίδα. — Αυτός εκεί;

ΒΑΣΙΛΙΚΗ. — Φαντάσου πως εζητούσε την Κηφισιά δύο μήνες· τον έστειλαν να την εύρει στα Μέγαρα και για να έρθει εδώ το έβαλε στην εφημερίδα.

ΚΩΣΤΑΚΗΣ καγχάζων. — Χαχ, αχ, αχ, α!...

ΒΑΣΙΛΙΚΗ κλαυθμηρίζουσα. — Γελάς... ναι... μα εγώ κλαίω...

ΚΩΣΤΑΚΗΣ. — Καλέ με τα σωστά σου κλαις;

ΒΑΣΙΛΙΚΗ. — Αν είχα τώρα τη μητέρα μου δε θα εγελούσε, παρά θα επήγαινε να πέσει στα πόδια του πατέρα να κλάψει, να τον παρακαλέσει... να τον... (πίπτουσα επί έδρας). Αχ τι δυστυχής που είμαι!...

ΚΩΣΤΑΚΗΣ. — Βασιλική μου, μην κλαις... Λεωνίδα, καλέ κλαίει.

ΛΕΩΝΙΔΑΣ υπόδακρυς. — Μήπως εγώ γελώ;

ΚΩΣΤΑΚΗΣ. — Κι εσύ;

ΛΕΩΝΙΔΑΣ. — Αφού την βλέπω λυπημένη, έπειτα εγώ δεν το κρύβω, δεν της το έκρυψα της Βασιλικής, το ξέρει...

ΚΩΣΤΑΚΗΣ. — Τι ξέρει;

ΛΕΩΝΙΔΑΣ. — Να, πως την αγαπώ... και αν με ήθελε ο πατέρας σου...

ΚΩΣΤΑΚΗΣ. — Την εζήτησες;

ΛΕΩΝΙΔΑΣ. — Εγώ;... Θέλεις να μου πει να μην ξαναπατήσω εδώ;... Δε θυμάσαι τι έλεγε προχθές; Μία κόρη έχω, μα αλίμονο στον δικηγόρο που έρθει να μου την ζητήσει... από το παράθυρο θα τον πετάξω...

ΒΑΣΙΛΙΚΗ. — Έπειτα από τέτοια απόφαση ποιος να του μιλήσει πλέον;

ΛΕΩΝΙΔΑΣ δυσανασχετών. — Τι θα γίνει τώρα;

ΑΠΑΝΤΕΣ άδοντες αρ. 5.

 

Αχ τι μου/της έγραφε πάλε η μοίρα

τι δυστυχία που ‘χω/’χει φοβερή

ένα κωθώνι να με/την φέρνει γύρα,

τι τρομερό κακό με/την καρτερεί.

 

Αχ σβήνουν όλα μου/της τα όνειρά μου/της

και της καρδιάς μου/της κάθε μου/της χαρά,

ο πατέρας ξέσχισε στην καρδιά μου/της

σε μια στιγμή γιατί; για τον παρά

 

Θεέ μου, τώρα τι πρέπει να κάνω/κάνει;

εις τον πατέρα ποιος θ’ αντισταθεί;

δεν είναι κρίμα πάλι να πεθάνω/πεθάνει;

μ’ αυτόν τον τενεκέ, που να χαθεί;

 

Αχ σβήνουν όλα μου/της τα όνειρά μου/της

και της καρδιάς μου/της κάθε μου/της χαρά,

ο πατέρας ξέσχισε στην καρδιά μου/της

σε μια στιγμή γιατί; για τον παρά

 

ΚΩΣΤΑΚΗΣ. — Είπες πως είναι βλαξ αυτός;

ΒΑΣΙΛΙΚΗ. — Ηλίθιος σου λέγω... είναι γελοίος!

ΚΩΣΤΑΚΗΣ. — Ξέρεις τι ιδέα μου έρχεται;

ΛΕΩΝΙΔΑΣ. — Τι;

ΚΩΣΤΑΚΗΣ. — Πας να πάρεις τη στολή του αξιωματικού της χωροφυλακής;

ΛΕΩΝΙΔΑΣ. — Γιατί πράγμα;

ΚΩΣΤΑΚΗΣ. — Να βάλω κι εγώ την παλιά στολή της εθνοφυλακής του πατέρα και να τον κάνομε να τα χάσει.

ΛΕΩΝΙΔΑΣ. — Αι, κι έπειτα;

ΚΩΣΤΑΚΗΣ. — Θα φύγει απ’ εδώ και θα πάει στον τόπο του...

ΛΕΩΝΙΔΑΣ. — Μα δεν γίνονται αυτά τα πράγματα...

ΒΑΣΙΛΙΚΗ. — Θα φύγει, Λεωνίδα, δεν φαντάζεσαι τι πράγμα είναι...

ΛΕΩΝΙΔΑΣ. — Μα δεν μπορεί να είναι ζώον επί τέλους...

ΒΑΣΙΛΙΚΗ. — Είναι χειρότερος ακόμη... .

ΚΩΣΤΑΚΗΣ. — Α, ηύρα!... Βασιλική, που έχεις εκείνα τα αποκριάτικα γένια;

ΒΑΣΙΛΙΚΗ. — Απάνω στην κάμαρά σου, στο παλιό κουτί του καπέλου σου…

ΛΕΩΝΙΔΑΣ. — Τι θα κάμεις;

ΚΩΣΤΑΚΗΣ. — Να βάλουμε και τις λερές φουστανέλες των τζομπάνηδων και να του βγούμε φάτσα μπροστά.

ΒΑΣΙΛΙΚΗ. — Να σας πάρει για ληστάς... ωραία...

ΛΕΩΝΙΔΑΣ. — Και λες να φύγει;

ΚΩΣΤΑΚΗΣ. — Αμ' μόνον μ' αυτόν τον τρόπο θα τον διώξουμε, γιατί αν περιμένομε τίποτε από τον πατέρα, ζήσε μαύρε μου να φας τριφύλλι.

ΒΑΣΙΛΙΚΗ. — Να μην καταλάβει όμως τίποτε ο πατέρας...

ΚΩΣΤΑΚΗΣ. — Μη σε μέλει, θα τον στείλω στον πλάτανο πως κάποιος τον γυρεύει...

ΛΕΩΝΙΔΑΣ εναγκαλιζόμενος την Βασιλικήν. — Αχ, Βασιλικούλα μου...

ΒΑΣΙΛΙΚΗ. — Πήγαινε και να σας ιδώ...

ΚΩΣΤΑΚΗΣ. — Έλα, Λεωνίδα, και δεν ήρθε η ώρα σου ακόμα! ...

 

ΣΚΗΝΗ ΕΒΔΟΜΗ

ΒΑΣΙΛΙΚΗ είτα ΜΕΡΚΟΜΑΣ και ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ.

 

ΒΑΣΙΛΙΚΗ. — Aχ, ας μπορούσα να έλεγα του πατέρα, δεν τον θέλω, δε θα τον πάρω... και ας έχανα δέκα χρόνια της ζωής!... άδουσα αρ. 6.

 

Μα πώς να πάω να του μιλήσω

καθώς με όλα θυμώνει,

δε θα προφτάσω ν’ αρχινήσω

κι αυτός θ’ αρχίσει να μαλώνει

θα με κάνει να σαστίσω

να μη πω μια λέξη, μια

 

Αχ, θεέ μου, συ που δίνεις

στον καθένα βοηθό

γλίτωσέ με και μη μ’ αφήνει

έτσ’ αδίκως να χαθώ.

 

Και να ο διάβολος τα φέρει

καθώς που πάντα συμβαίνει

κι ο Κώστας δεν τα καταφέρει

μ’ όλη τη φιάκα που πηγαίνει

ο πατέρας χέρι χέρι

θα με δώσει στον κουτό.

 

Αχ, θεέ μου, συ που δίνεις

στον καθένα βοηθό

γλίτωσέ με και μη μ’ αφήνεις

έτσ’ αδίκως να χαθώ.

 

ΜΕΡΚΟΜΑΣ. — Πού είναι τα παιδιά, Βασιλική.

ΒΑΣΙΛΙΚΗ. — Δεν τα είδα, πατέρα.

ΜΕΡΚΟΜΑΣ. — Κάθισ' εδώ εσύ με την κόρη μου· τώρα θα έρθει ο γιος μου και θα τον γνωρίσεις. Κράτησέ του συντροφιά, Βασιλική, πάγω ίσα με τον Πλάτανο που με γυρεύει κάποιος.

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ιδία. — Α, σαν αρχίζω να έχω ελπίδες…

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Πας να φέρεις τον παπά;

ΜΕΡΚΟΜΑΣ. — Ναι, τον παπά.

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Mη, φέρεις παιδί για τον Απόστολο, γιατί θα τον πω εγώ, τον ξέρω απ’ όξω…

ΜΕΡΚΟΜΑΣ ιδία απερχόμενος.— Περίεργο πράγμα να φαίνοντ' έτσι κουτοί στην αρχή αυτοί οι Ανατολίτες... μα έπειτα στρώνουν... θα ζήσει ευτυχισμένη μαζί του η Βασιλική.

 

ΣΚΗΝΗ ΟΓΔΟΗ

ΟΙ ΑΝΩΤΕΡΩ πλην του ΜΕΡΚΟΜΑ.

 

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ιδία. — Δε βρίσκεται κανένας φωτογράφος να του πάρει την εικόνα του καθώς στέκεται;

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Εμένα ο πατέρας μου μου είπε να είμαι φρόνιμος και να μη λέω ότι φτάσω, γι’ αυτό δε λέω τίποτε...

ΒΑΣΙΛΙΚΗ. — Πολύ καλά κάνεις...

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Ο πατέρας μου μου είπε να σ' ερωτήσω αν μ' αγαπάς, μα το ξέχασα.

ΒΑΣΙΛΙΚΗ. — Αν σ' αγαπώ; για ιδέστε μούτρα για ν' αγαπήσει κανείς!...

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Δε σ’ αρέσω;

ΒΑΣΙΛΙΚΗ. — Όχι, όχι, όχι...

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Όχι αι;... Θα του το γράψω.

ΒΑΣΙΛΙΚΗ. — Να του το γράψεις.

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Τώρα όμως έφυγε το ταχυδρομείο, θα του ειπώ όταν πάμε.

ΒΑΣΙΛΙΚΗ. — Όταν πάμε; αμ' δεν αν έχεις τύχη!...

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Τι λέει; δεν πάω εγώ χωρίς εσένα... θα με διώξει ο πατέρας, έτσι μου είπε...

ΒΑΣΙΛΙΚΗ. — Ω που να σου ειπεί ο παπάς στ' αυτί, κι ο διάκος στο κεφάλι!...

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ, άδων αρ. 7.

 

Πες μου λοιπόν, μ' αγαπάς

για να το ειπώ του πατέρα,

τι με κοιτάς και γελάς

παχουλή περιστέρα!

 

Αχ, έλα να σε χαρώ

κι αν θες κι εγώ σου γελάω

χωρίς εσέ δεν μπορώ

στο σπίτι πάλι να πάω.

 

Έχω πλούτη και καλά

κι απ’ τον Κροίσο πιο πολλά,

έλα κει στην Καισαρεία

να ‘σ’ η πρώτη μας κυρία.

 

Θε να τρώγουμε γερά

και θα ζούμε μια χαρά

θα πηγαίνομε στ’ αμπέλια

με τα νέα τα κοπέλια

και θα σκάζουμε στα γέλια

σα με λένε φουκαρά.

 

Κουνήσου, μάτια μου, φως μου

γιατ’ ο πατέρας προσμένει,

και η μητέρ’ η καημένη

που ‘ν’ το διαμάντι του κόσμου.

 

Τι έχει πια να γενεί

σα θα μας δουν και τους δυο μας,

θα ‘ρθουν με μια φωνή

να πέσουν ‘δω στον λαιμό μας.

 

ΒΑΣΙΛΙΚΗ, γελώσα και όταν λέγει ο Ευφρόνιος: Έχω πλούτη κτλ. άδουσα μετ’ αυτού.

 

Τι κομψός, να τον χαρώ,

να τον βλέπω λαχταρώ!

βέβαια στην Καισαρεία

θα ‘μ’ η πρώτη σας κυρία.

 

Θε να τρώγουμε γερά

και θα ζούμε μια χαρά

θα πηγαίνομε στ’ αμπέλια

με τα νέα τα κοπέλια

και θα σκάζομε στα γέλια

σα σε λένε φουκαρά.

 

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ γελών ηλιθίως. — Πουλακίδα μου

ΒΑΣΙΛΙΚΗ απερχομένη. — Μπρε δεν είμαι τρελή εγώ που κάθομ’ εδώ μαζί του;

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Πού πας;… έλα εδώ… (ανερχόμενος) Αι, ψτ, ψτ, ψτ, πού είσαι;... (ηλιθίως) Έφυγε!...

 

ΣΚΗΝΗ ΕΝΑΤΗ

ΕΤΦΡΟΝΙΟΣ, ΓΕΩΡΓΗΣ.

 

ΓΕΩΡΓΗΣ. — Πού να μου περάσει εμέν' απ’ τον νου πως θα πάρει την κυρά μας αυτός!...

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ κατερχόμενος. — Αν δε το ειπώ εγώ του πατέρα να ιδείς…

ΓΕΩΡΓΗΣ. — Ποιος τη χάρη μας το λοιπόν...

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Τι λες;

ΓΕΩΡΓΗΣ. — Κάτι μου είπεν ο αφέντης... πως... ξέρω 'γώ... τόκα μια, κουμπάρε...

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Γιατί;

ΓΕΩΡΓΗΣ. — Πώς γιατί μαθές; θέλει και ρώτημα; (αρπάζων τη χείρα του) Τόκα μια...

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Αι!...

ΓΕΩΡΓΗΣ. — Αμ' εγώ το 'γέννησα αυτό το παιδί και να μη χαρώ τα στέφανά του;

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Ποιο παιδί;

ΓΕΩΡΓΗΣ. — Την κυρά μας... την κυρά Βασιλική.

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Εσύ την εγέννησες;

ΓΕΩΡΓΗΣ μειδιών. — Το λέει ο λόγος...

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Εμένα ο πατέρας μου μου είπε πως είναι παιδί του πατέρα της.

ΓΕΩΡΓΗΣ. — Κι εγώ πατέρας της είμαι μαθές.

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Έχει δύο πατέρες;

ΓΕΩΡΓΗΣ δυσανασχετών. — Το λέει ο λόγος, βρε αδερφέ, όχι πως είναι δικό μου παιδί, ο λόγος το φέρνει.

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Α...

ΓΕΩΡΓΗΣ. — Εγώ δουλεύω τον αφέντη εδώ και τριάντα χρόνια, μ' εστεφάνωσε, μου βάφτισε τρία παιδιά, τις λες; εμείς έχουμε διπλοκουμπαριές.

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ βλέπων αυτόν υπόπτως. — Κουμπουριές...

ΓΕΩΡΓΗΣ. — Εγώ την πρωτόπιασα την κυρά Βασιλική όταν γεννήθηκε, γιατί γεννήθηκ' εδώ... και ο αφέντης έλειπε και ο αδελφός μου ήταν παγεμένος στη χώρα για μαμή... μην τα ρωτάς τι τραβήξαμε τότενες...

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Δεν καταλαβαίνω... ποια μαμή; ο αδελφός σου είναι μαμή;

ΓΕΩΡΓΗΣ. — Όχι, βρε αδερφέ… ο αδερφός μου είναι κομματάρχης εδώ στην Κηφισιά, κι αν θα πολεμήσει κανείς τον κυρ Νικολή, ο αδερφός μου θα τον πολεμήσει. Μα έλα που μήτ' ο αφέντης, μήτ' ο κυρ Κωστάκης τη θέλουνε την δημαρχία.

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Τι να την κάνουν;

ΓΕΩΡΓΗΣ. — Τη δημαρχία τι να την κάνουν; Και λίγο πράμα είναι να γίνεις Δήμαρχος; Γίνεσαι του λόγου σου;

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Όχι, όχι... με φτάνει πως θα γίνω γαμπρός...

ΓΕΩΡΓΗΣ. — Για μένα το ίδιο κάνει . . κουμπάρος μου ο κυρ Μερκομάς, κουμπάρος μου κι εσύ, τόμης θα πάρεις την κόρη του, πάντα εγώ θα είμαι ο εισπράχτορας... Λοιπόν να το ειπώ του αδερφού μου;

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Να μην του ειπείς τίποτε... δεν κάνω εγώ τέτοια πράματα... Ακούς εκεί δήμαρχος!...

ΓΕΩΡΓΗΣ. — Βρε από πού σ' έφεραν που μιλάς έτσι; πούθε είσαι;

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Από την Καισαρεία... ξέρεις πού είναι η Καισαρεία; Αϊ Βασίλη τόπο είναι...

ΓΕΩΡΓΗΣ απερχόμενος. — Ωχ αδερφέ, πράμα που διάλεξε ο αφέντης για να τον κάνει γαμπρό!... ούτε για τη σκύλα μου δε θα τον ήθελα εγώ:...

 

ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ

ΕΥΨΡΟΝΙΟΣ, ΛΕΩΝΙΔΑΣ, ΚΩΣΤΑΚΗΣ.

 

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Καλά, καλά... όλ' αυτά θα τα ειπώ εγώ του πατέρα μου όταν θα πάω... να ιδείς εσύ να μου λες να γίνω δήμαρχος!...

ΚΩΣΤΑΚΗΣ εμφανιζόμενος εις την άκραν της δενδράδος φουστανέλαν φορών και τον ληστήν απομιμούμενος. — Στον τόπο.

ΛΕΩΝΙΔΑΣ ομοίως και ομιλών προς τα έξω. — Καθίστ' αυτού, παιδιά, κι εδώ τον έχομ' αυτόν τον Ανατολίτη.

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ περίτρομος. — Αααχ... Παναααααγιάαα μουουου:.

ΚΩΣΤΑΚΗΣ συλλαμβάνων αυτόν. — Τσιμουδιά γιατί σ' εσκότωσα.

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Τι θέεεεελετεεεε από μέναααα;

ΛΕΩΝΙΔΑΣ. — Τ' ωρολόγι σου.

ΚΩΣΤΑΚΗΣ. — Και ό,τι έχεις απάνω σοι...

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Σας τα δίνωωωωω, μα μη μου κόβετε το κεφάλιιιιιιι...

ΛΕΩΝΙΔΑΣ. — Έλα γρήγορα...

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ δίδων αυτά. — Να τα... να τα...

ΚΩΣΤΑΚΗΣ. — Έχε τον νου σου, Κίτσο... ξέρεις... μια και κάτω το κεφάλι...

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Όχι, όχι κεφάλι μου, γατί θα με μαλώσει ο πατέρας ύστερα...

ΛΕΩΝΙΔΑΣ. — Ήρθες από την Καισαρεία :

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Ναι. ποιος σας το είπε;

ΚΩΣΤΑΚΗΣ. — Για να παντρευτείς;

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Ναι, ναι... πού το ξέρετε :

ΛΕΩΝΙΔΑΣ. — Δε θα παντρευτείς.

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Μα ο πατέρας έπειτα;

ΚΩΣΤΑΚΗΣ. — Το κεφάλι του, Κίτσο.

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Όχι, όχι... δεν παντρεύομαι...

ΛΕΩΝΙΔΑΣ. — Κοίταξε καλά, κακομοίρη, γιατί τριάντα είμαστε έξω, ένας κι ένας...

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Αχ!...να μην έρθουν μέσα, γιατί φοβούμαι...

ΚΩΣΤΑΚΗΣ. — Άκουσ' εδώ...

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Ακούω...

ΚΩΣΤΑΚΗΣ. — Εμείς θα είμαστ' εκεί στα δέντρα κρυμμένοι..

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Γιατί;

ΚΩΣΤΑΚΗΣ. — Όταν έρθει το κορίτσι να του ειπείς πως δεν το θέλεις...

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Το λέω, το λέω...

ΛΕΩΝΙΔΑΣ. — Κι όταν έρθει ο πατέρας του κοριτσιού να τον αρχίσεις στις βρισιές…

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Καλά... καλά...

ΛΕΩΝΙΔΑΣ σύρων μάχαιρα. — Βλέπεις τούτο το μαχαίρι;

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Μη μου δείχνεις τέτοια πράματα.

ΚΩΣΤΑΚΗΣ εξάγων κουμπούραν. — Τούτη την κουμπούρα τη βλέπεις;

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Στον θεό σου, μη, μη, μη...

ΛΕΩΝΙΔΑΣ τείνων το ους και κρυφίως. — Κάποιος έρχεται... ο πατέρας σου είναι...

ΚΩΣΤΑΚΗΣ κτυπών τον Ευφρόνιον και κρυπτόμενος όπισθεν του βάτου. — Κοίταξε καλά... εκεί μέσα... τον νου σου...

ΛΕΩΝΙΔΑΣ ομοίως κρυπτόμενος αντιθέτως. — Κρακ μία και πας στον πατέρα σου χωρίς κεφάλι!...

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Παναγιά μου... έφυγαν! (περιφέρων το βλέμμα) Όχι... να τοι... Εκεί από πίσω... Άδων αρ. 8.

 

Αχ, τι μου ήτανε γραμμένο.

τι λησταί, τι κλεφτουριά,

ω, για τον θεό, πεθαίνω...

είν’ καμιά τριανταριά!

 

Τι κουμπούρια, τι μαχαίρια,

τι ματιές διαβολικές,

πώς δε μου ‘κοψαν τα χέρια

μόνο μου 'δωσαν σβερκιές!

 

Πρωτοψάλτη, τι μου κάνεις

στην πατρίδα μοναχός,

άραγε στον νου σου βάνεις

πώς κατήντησ’ ο φτωχός;

 

Τρέξετε μικροί μεγάλοι,

αστυνόμοι κι ιππικό,

θα μου πάρουν το κεφάλι

θα με κάνουν αρνιακό.

 

ΣΚΗΝΗ ΕΝΔΕΚΑΤΗ

ΟΙ ΑΝΩΤΕΡΩ, ΜΕΡΚΟΜΑΣ, ΒΑΣΙΛΙΚΗ και είτα ΓΕΩΡΡΗΣ.

 

ΒΑΣΙΛΙΚΗ. — Μα, πατέρα...

ΜΕΡΚΟΜΑΣ εν οργή. — Δεν ξέρεις τι σου γίνεται και πρέπει να τον πάρεις... Σήμερα τα χρήματα κάνουν τον άνθρωπο.

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ιδία περίλυπος. — Αχ, θεέ μου...

ΜΕΡΚΟΜΑΣ κατερχόμενος. — Πώς τα πάμε, Ευφρόνιε;

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ ιδία τρέμων. — Κακά ψυχρά κι ανάποδα...

ΜΕΡΚΟΜΑΣ. — Τι έχεις; γιατί κάνεις έτσι;

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ έξαλλος. — Δεν τη θέλω την κόρη σου...

ΜΕΡΚΟΜΑΣ — Τι;

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Κι εσύ που γυρεύεις να μου την δώσεις είσαι ένας μασκαράς, ένας γάιδαρος...

ΜΕΡΚΟΜΑΣ. — Αι!...

ΒΑΣΙΛΙΚΗ. — Καλέ τι έχει, πατέρα;

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Εκεί, να… εκεί είναι οι κλέφτες…

ΜΕΡΚΟΜΑΣ. — Ποιοι κλέφτες;

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Οι κλέφτες που μου πήραν το ρολόγι... τα χρήματά μου... θα με σκοτώσουν οι κλέφτες...

ΜΕΡΚΟΜΑΣ. — Ο καημένος ο πατέρας του... ετρελάθηκε το παιδί του...

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Ήταν εδώ πρωτύτερα... κάτι μαύροι με κατάμαυρα γένια... Εγώ την θέλω... μα που μ' εφοβέρισαν αυτοί... θα μου την δώσεις;

ΜΕΡΚΟΜΑΣ σείων την κεφαλήν. — Κάμε τη δουλειά σου, παιδί μου...

ΚΩΣΤΑΚΗΣ εισερχόμενος δεξιόθεν. — Γάλα, καλό γάλα...

ΛΕΩΝΙΔΑΣ εισερχόμενος αριστερόθεν. — Κακαράντζες γιδίσες για λελούδια.

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Βοήθεια... βοήθεια... να τοι... ξουρισμένοι!...

ΜΕΡΚΟΜΑΣ. — Μη φοβάσαι... είναι ο γιος μου...

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Ο γιος σου κλέφτης;

ΒΑΣΙΛΙΚΗ περιχαρής ιδία. — Κωστάκη μου, να σε φιλήσω...

ΜΕΡΚΟΜΑΣ. — Πηγαίνετε να τα βγάλετε αυτά, παιδιά, δεν έχω όρεξη για γέλια... δεν το βλέπετε αυτό το παιδί;... ΚΩΣΤΑΚΗΣ, προσποιούμενος άγνοιαν — Τι τρέχει ποιος είν’ αυτός;

ΜΕΡΚΟΜΑΣ. — Έπειτα σου λέγω...

ΛΕΩΝΙΔΑΣ. — Πάρε το ρολόγι σου και τα χρήματά

σου και το φύσημά σου για την Καισαρεία.

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Αν δεν το ειπώ εγώ του πατέρα... να ιδείτε…

ΓΕΩΡΓΗΣ τω Ευφρονίω κρυφίως. — Εμίλησα με τον αδερφό μου και μου είπε πως δεν πειράζει πως είσαι από του Αϊ Βασίλη τον τόπο...

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Καλά… καλά... θα το ειπώ εγώ του πατέρα πως είστε όλοι κλέφτες...

ΓΕΩΡΓΗΣ αγρίως — Τι; κλέφτες; τώρα ν' αρπάξω το τσεκούρι.

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Ααααα!... Βοήθεια... αυτός... να αυτός...

ΜΕΡΚΟΜΑΣ. — Γεώργη, τι κάνεις;... δε βλέπεις πως είναι τρελός...

ΓΕΩΡΓΗΣ παρατηρών αυτόν.— Μπα!...

ΒΑΣΙΛΙΚΗ. — Είδες, πατέρα, τι επήγες να μου κάνεις;...

ΜΕΡΚΟΜΑΣ ασπαζόμενος αυτήν — Έννοια σου, Βασιλική μου, μη σε μέλει... τώρα όποιον θέλεις εσύ θα σου δώσω...

ΒΑΣΙΛΙΚΗ περιχαρής. — Και δικηγόρος αν είναι;

ΜΕΡΚΟΜΑΣ. — Και δικηγόρος ακόμα;

ΒΑΣΙΛΙΚΗ πλησιάζουσα τον Λεωνίδα. — Ακούς, Λεωνίδα;

ΛΕΩΝΙΔΑΣ εναγκαλιζόμενος αυτήν κρυφίως. — Βασιλικούλα μου

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. — Αχ, αχ, αχ, και πώς θα πάω πίσω στον πατέρα μου... Βόηθα με, πρωτοψάλτη μου, βόηθα με...

ΜΕΡΚΟΜΑΣ. — Ελάτε, παιδιά, να το πάμε επάνω αυτό το

παιδί...

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ, άδων αρ. 9

 

Ο πατέρας θα με δείρει

όταν πάω εκεί

αχ, σ’ εμέ τον κακομοίρη

όλοι είναι κακοί.

 

Τι να πω και τι ν’ αφήσω

από όλ’ αυτά,

θα τα χάσω, θα σαστίσω

δεν είν’ χωρατά.

 

Μοναχός δεν πάω πάλι

στο Καϊσερλί,

θα μου πάρουν το κεφάλι

όλοι σα μουρλοί.

 

Τι να πω και τι ν’ αφήσω

από όλ’ αυτά,

θα τα χάσω, θα σαστίσω

δεν είν’ χωρατά.

 

ΑΠΑΝΤΕΣ κατά την δευτέραν στροφήν του Ευφρονίου

 

Μην πικραίνεσαι, και άλλοι

τα ‘παθαν αυτά

και σε τέτοιο το κεφάλι

τέτοια ‘ναι σωστά.

 

Όλα πες τα, μην αφήσεις

τίποτ’ απ’ αυτά,

πρόσεξε να μη σαστίσεις

δεν είν’ χωρατά!

 

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Α. ΚΟΡΟΜΗΛΑΣ