ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Συλλογές ιστορικών δημοτικών τραγουδιών

Συλλογή Γεωργίου Ευλαμπίου


 
Ο Αμάραντος, ήτοι τα Ρόδα της Αναγεννηθείσης Ελλάδος
Δημοτικά ποιήματα των νεωτέρων Ελλήνων, ΣΥΛΛΕΧΘΕΝΤΑ, Ρωσσιστί μεταφρασθέντα
και δια φιλολογικών και ιστορικών σημειώσεων εξηγηθέντα υπό Γεωργίου του Ευλαμπίου, Πετρούπολις 1843
Έγινε ορθογραφική αναπροσαρμογή.
Η συλλογή του Γ. Ευλαμπίου είναι η πρώτη ελληνική συλλογή δημοτικών τραγουδιών. Τέσσερα τραγούδια της συλλογής έχουν θέμα σχετικό με την τουρκοκρατία και τα έχει συμπεριλάβει στη συλλογή του και ο Passow.
Το βιβλίο.

Πληκτρολογήστε τη λέξη που ψάχνετε

Σύρτε στον πίνακα για να δείτε όλο το περιεχόμενο.

Θ. ΦΩΝΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΑΦΟ (1) 

«Τι έχεις, μνήμα, και βογκάς και βαριαναστενάζεις;
Μήπως το χώμα σε βαρεί κι η πέτρα σου μεγάλη;»
«Μηδέ το χώμα με βαρεί κι η πέτρα μου μεγάλη·
Δεν ηύρες τόπον να διαβείς και δρόμον να περάσεις,
Μόν’ ήλθες και με πάτησες επάνω στο κεφάλι;
Τάχα δεν ήμουν κι εγώ νιος, δεν ήμουν παλικάρι;
Τάχα δεν επερπάτησα τη νύκτα με φεγγάρι,
Με δέκα σπιθαμές σπαθί, με μιαν οργιά τουφέκι;
Τάχα δεν επολέμησα σαν άξιο παλικάρι;
Τριάντα Τούρκους έσφαξα εις ένα μερονύκτι,
Άλλους σαράντα λάβωσα στον πόλεμον επάνω,
Και το σπαθί τσακίσθηκεν, έγινε δυο κομμάτια,
Κι ένας εχθρός τουρκόσκυλος με τ’ άτι με προφθάνει,
Το γιαταγάνι έβγαλε κι απάνω μου το σύρει·
Το γιαταγάνι έπιασα με το δεξιό μου χέρι,
Κι έβγαλε την πιστόλα του κι επάνω μου αδειάζει,
Στο χώμα με εξάπλωσεν, εδώ που με κοιτάζεις·
Κλάψε με, φίλε, κλάψε με…»
Ι’. Ο ΤΑΦΟΣ ΤΟΥ ΚΛΕΦΤΗ (2) 

Passow, 134

Να ‘ξερα και να κάτεχα τι μήνα θα πεθάνω,
Σε τι εκκλησιά θα να θαφτώ, σε τι μνήμα με βάνουν!
Να ‘παιρνα τα πελέκια μου να 'μβώ σε περιβόλι,
Να βρω τ' αφράτο μάρμαρο, να κάμ’ ωριό κιβούρι,
Να ‘ναι πλατύ για τ’ άρματα, μακρύ για το κοντάρι· 1
Και στη δεξιά μου τη μεριά να κάμω παραθύρι·
Να παίρν’ αγέρα την αυγή, δροσιά το μεσημέρι,
Να μπαινοβγαίνουν τα πουλιά, να φέρνουν τα μαντάτα,
Μαντάτ' από το σπίτι μου, μαντάτ απ’ τα παιδιά μου.

ΙΓ’. ΚΟΡΗ ΑΡΜΑΤΟΛΟΣ (3) 

Passow 176

Ποιος είδε ψάρι στο βουνό και θάλασσα σπαρμένη;
Ποιος είδε κόρην εύμορφη στα κλέφτικα ντυμένη;
Δώδεκα χρόνους έκαμεν αρματολός και κλέφτης·
Κανείς δεν την εγνώρισε, πως ήταν η Διαμάντω.
Μια μέρα και μιαν εορτή και μια λαμπρήν ημέρα
Βγήκαν να παίξουν το σπαθί, να ρίξουν το λιθάρι.
Κι όπως επαίζαν το σπαθί κι ερίχναν το λιθάρι,
Εκόπη το θηλύκι της κι εφάνη το βυζί της.
Τότες ο ήλιος έλαμψε και το φεγγάρι στράφτει,
Κι ένα μικρό κλεφτόπουλο το βλέπει και γελάει.
«Τι έχεις μωρέ κλεφτόπουλο κι όλο γελάς μ' εμένα;»
— Είδα τον ήλι' οπόλαμψε και το φεγγάρ' αστράφτει,
Είδα και τ' άσπρο σου βυζί που ‘ν’ άσπρο σαν το χιόνι.
«Σώπα μωρέ κλεφτόπουλο και μην το μαρτυρήσεις·
Και να σε πάρω ψυχογιό, βαριά να σε πλουτίσω·
Για να βαστάς το δημησκί 2 και το χρυσό τουφέκι.»
— Εγώ δεν θέλω ψυχογιός, βαριά να με πλουτίσεις,
Για να βαστώ το δημησκί και το χρυσό τουφέκι·
Μόν’ θέλω σε γυναίκα μου και να με πάρεις άνδρα!
Σαν τόνε πιάν’ απ’ τα μαλλιά, και τόνε ρίχνει κάτω…
«Άφσε με κόρ' απ’ τα μαλλιά και πιάσε μ' απ’ το χέρι·
Και να σου γένω ψυχογιός, πιστά να σε δουλεύσω.»
ΙΔ’. Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΚΛΕΦΤΗ (4) 

Passow 16 β

Ένα πουλάκι κάθουνταν στου Ζίδρου το κεφάλι.
Δεν εκελάηδει σαν πουλί, σαν όλα τα πουλάκια,
Μόν’ εκελάηδει κι έλεγεν ανθρωπινή λαλίτσα·
«Ζίδρο μ', εσ' ήσουν φρόνιμος, ήσουν και παλικάρι,
Ήσουν και πρώτος έπαρχος σ' όλα τα μοναστήρια,
Κι όσα βουνά περπάτησες, όλα βοτάνια ν ήταν,
Δεν το ‘ξερες, κακόμοιρε, να φας να μην ποθάνεις.»
— Τι λες, μωρέ πουλάκι, αυτού, γιατί με καταριέσαι,
Σαράντα χρόνους έζησα ν αρματολός και κλέφτης,
Κι άλλους σαράντα να ‘ζηνα, πάλι θε να πεθάνω.
Δεν το ‘χω πως θε να χαθώ, και πως θε να πεθάνω,
Μόν’ το ‘χω σε παράπονο και σ’ εντροπή μεγάλη,
Που θα το μάθει ν η Τουρκιά, να πάει στην Αλασσόνα,
Να μου χαλάσει τα χωριά τα ‘ρημα βιλαέτια. 3
Παρακαλώ τη συντροφιά κι όλα τα παλικάρια·
Να μου νοιασθούν το σπίτι μου, να σφάζουνε τους Τούρκους,
Να μου κοιτάζουν το παιδί τον μαύρο τον Δημήτρη·
Που ‘ναι μικρό κι ανήλικο κι από κλεφτιά δε ξέρει.»
ΙΕ’. ΤΡΑΓΟΥΔΙ Τ’ ΑΝΑΠΛΙΟΥ (5) 

«Ανάπλι για δε χαίρεσαι, για δε βαρείς παιχνίδια;
Που σ’ είσ’ Ανάπλι ξακουστό, κι Ανάπλι ξακουσμένο,
Στην Πόλη και στη Βενετιά και σ’ όλη την Ευρώπη»
— Σαν πώς μου λέτε να χαρώ, και να βαρώ παιχνίδια;
Που μένα μ’ αποκλείσανε στεριάς και του πελάγους;
Πέφτουν οι βόμβες σα βροχή, τα τόπια 4 σα χαλάζι,
Πέφτουν τα λιανοτούφεκα, σαν άμμος της θαλάσσης.

 

Για την ερμηνεία των λέξεων χρησιμοποιήθηκαν:

α. Ηλεκτρονικό λεξικό (παράλληλη αναζήτηση) Λ.Κ.Ν. Τριανταφυλλίδη (Ελεύθερο)

β. Μεγάλο Ηλεκτρονικό λεξικό Νεοελληνικής Γλώσσας, Πατάκη, ΜΗΛΝΕΓ (Συνδρομητικό)

γ. Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού, περ. Β', τόμος 24ος, 1959 και 25ος, 1960

δ. Μπέρμπερη Ασπασία, Μορφολογική Προσαρμογή και Λεξικοσημασιολογικός Δανεισμός των Τούρκικων Δανείων στα Αρχεία του Αλή Πασά, Διπλωματική εργασία, Θεσσαλονίκη, 2017

ε. Ορφανός Βασίλης, Τουρκικά Δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library, 2020

στ. Arnoldus Passow, Τραγούδια Ρωμαίικα, Popularia Carmina, Graeciae Recentioris, 1860

ζ. Χασιώτης Γεώργιος, Συλλογή των κατά την Ήπειρον Δημοτικών Ασμάτων, 1866

η. Λεξικό του Λευκαδίτικου γλωσσικού ιδώματος, εδώ

 

1. κοντάρι | το κοντάρι ως όπλο παραπέμπει σε ακριτικό τραγούδι

2. δημισκί | μαχαίρι ή ξίφος κατασκευασμένο από χάλυβα της Δαμασκού και διακοσμημένο με ελάσματα χρυσού ή αργύρου

3. βιλαέτι | διοικητική περιφέρεια

4. τόπια | α. σφαιρικό βλήμα κανονιού. β. κανόνι

 

αρχή