Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β' Λυκείου

Γιώργος Σαραντάρης, Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει...

232 Ασκ B

151 152 153 154 155 156 157

Νεότερη Λογοτεχνία, Νεότερη ποίηση

Γιώργος Σαραντάρης, Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει...

232

 

 


 

Γιώργος Σαραντάρης, Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει...

 

  Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει φεύγουμε,
σημαίνει εγκαταλείπουμε τον αγώνα,
παρατάμε τη χαρά στους ανίδεους,
τις γυναίκες στα φιλιά του ανέμου
και στη σκόνη του καιρού.

Σημαίνει πως φοβόμαστε
και η ζωή μάς έγινε ξένη,
ο θάνατος βραχνάς.

 

Ντ. Χριστιανόπουλος, «Εγκαταλείπω την ποίηση»

Ηλ. Γκρης, «Το πρώτο ταξίδι» 

 

 

 

pano

 

 

 


 

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ 231

  1. Ποιο είναι το προσωπικό δράμα του ποιητή και ποιο το δράμα που συντελείται γύρω του;
  2. Ποια η αντίληψη του Σαραντάρη για την ποίηση; Ποιες προσφορές της επισημαίνει ή υπαινίσσεται ο ποιητής;

Εργασία για το σπίτι

 


 


Γιώργος Σαραντάρης (1908-1941)

Γιώργος Σαραντάρης

Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, αλλά από το 1910 ως το 1931 έζησε στην Ιταλία. Σπούδασε Νομικά στα Πανεπιστήμια της Μπολόνια και της Ματσεράτα. Το 1931 εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα. Ήταν πνεύμα ανήσυχο με φιλοσοφικά ενδιαφέροντα και αναζητήσεις. Υπηρέτησε ως στρατιώτης στον Αλβανικό πόλεμο, όπου και πέθανε, το Φεβρουάριο του 1941 από τις κακουχίες. Έργα του: Ποιητικά: Οι Αγάπες του Χρόνου (1933), Τα Ουράνια (1934), Αστέρια (1935), Στους Φίλους μιας Αλλης Χαράς (1940). Πεζά: Γράμματα σε Μια Γυναίκα. Φιλοσοφικά δοκίμια: Συμβολή σε μια Φιλοσοφία της Ύπαρξης (1937), Η Παρουσία του Ανθρώπου (1938), Δοκίμιο Λογικής σα Θεωρία του Απόλυτου και μη Απόλυτου (1939).

 

 Γιώργος Σαραντάρης [πηγή: Πολιτιστικός Θησαυρός της Ελληνικής Γλώσσας]

 



 

1. Εργοβιογραφικά στοιχεία

Ο Γιώργος Σαραντάρης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1908, αλλά έζησε στην Ιταλία από το 1910 μέχρι το 1931. Σπούδασε Νομικά στην Μπολόνια, όπου πήρε και διδακτορικό δίπλωμα. Έτσι, όπως κι ο Σολωμός, είχε δύο γλώσσες μητρικές: και τα ελληνικά και τα ιταλικά. Το 1931 εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα και το 1940 κατατάχτηκε στον στρατό και πολέμησε στο αλβανικό μέτωπο. Το 1941, όμως, αρρώστησε από τύφο και μεταφέρθηκε στην Αθήνα, όπου πέθανε. Εξέδωσε τις ακόλουθες ποιητικές συλλογές: Οι Αγάπες του Χρόνου (1933), Τα Ουράνια (1934), Αστέρια (1935), Στους φίλους μιας άλλης χαράς (1940).

Η ποίηση του Σαραντάρη έφερε την ανανέωση στα ελληνικά πράγματα. Κύρια γνωρίσματά της είναι η λιτότητα και η αμεσότητα, καθώς και η απουσία κάθε περιττού στοιχείου. Ήταν από τους πρώτους που απογύμνωσαν την ποίησή τους από τη στίξη (Φράιερ, 1982: 104). Γενικά, η ποίηση του Σαραντάρη είναι ποίηση ουσίας, γεμάτη ευαισθησία και φιλοσοφικό στοχασμό.

 

2. Η κριτική για το έργο του

Τα ποιήματα του Σαραντάρη

«Η εικόνα που προβάλλει από τα χαρτιά του [Σαραντάρη] είναι ότι η ποίηση είναι η αδιάκοπη ανάσα της ζωής [...]. Τα ποιήματα είναι ελλειπτικά, όχι φευγαλέα (μολονότι συμβαίνει ν' αποτυπώνουν κάποτε ένα φευγαλέο φανέρωμα), μα στοιχειώδη [...]. Με πολλούς τρόπους (αναφέρονται σε ουσιώδη· αγγίζουν βάθος έκφρασης· προκαλούν πρωτάκουστες συνηχήσεις, παρεκκλίνοντας κάποτε από τον τρόπο ομιλίας που θα προσδοκούσαμε: το ξενίζον ύφος για το οποίο απορρίπτουμε την οίκοθεν ερμηνεία) τοποθετούνται πέραν του ωραίου και του άσχημου, έτσι και επέκεινα της αισθητικής κρίσης».

 

(Γ. Σαραντάρης, 2001, Έργα. Τα δημοσιευμένα από 1933 έως 1942,
Εισαγωγή-επιμέλεια Σοφία Σκοπετέα, Ηράκλειο, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, σελ. ν')

 

Οι επιδράσεις στο έργο του

«Το 1933 επίσης εμφανίζει ο Σαραντάρης και τα πρώτα του ποιήματα. [...] Ο Σαραντάρης θα εκφραστεί με ολιγόστιχα ποιήματα· ελάχιστες οι εξαιρέσεις. Και τα κατάλοιπά του (τα ποιήματα που δημοσιεύονται μετά τον πρόωρο θάνατό του) διπλασιάζουν την ποιητική του παραγωγή που είχε περιλάβει (όσο ζούσε) στις ποιητικές συλλογές του.

Υποστηρίχθηκε, τόσο από τον Ράντο όσο και από τον Ανδρ. Καραντώνη, πως η ποίησή του είναι επηρεασμένη από τον πρωτοποριακό Ιταλό ποιητή Giuseppe Ungaretti, πράγμα που ο Σαραντάρης επίμονα αρνήθηκε. [...] Κάθε ποιητής από κάποιες αναγνώσεις ξεκινά και κάποια ποιητικά του παράλληλα βρίσκει. Αλλά το ζητούμενο κάθε φορά είναι αν μένει ο "μαθητής" στη μίμηση, αν "μεταφράζει" με περιορισμένη φαντασία έναν άλλο ποιητή, οπότε είναι ένας κακός ποιητής (και τότε οφείλομε να μην τον καταλογίσομε στους ποιητές), ή αν, αναπτύσσοντας μια σχέση με τους δασκάλους του, μεταφέρεται στο δικό του βιωματικό χώρο, πλούσιος από αφομοιωμένες γνώσεις. Και το ερώτημα μετατίθεται: κατά πόσον στο έργο ενός ποιητή αναγνωρίζομε καταβολές από βιωμένες καταστάσεις, οι οποίες, εφόσον είναι εκφρασμένες με επάρκεια, να πείθουν για τον προσωπικό χαρακτήρα του έργου;

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η διαμονή του Σαραντάρη (στα νεανικά του και καθοριστικά χρόνια της ζωής του) στην Ιταλία, και, κατ' επέκτασιν, η ιταλική του παιδεία, όπως και το κύρος του Ουγκαρέτι στους πρωτοποριακούς πνευματικούς κύκλους, είναι τυπικά στοιχεία, ενδείξεις πιθανόν, αλλά χρειάζεται να προσκομιστούν πρόσθετα τεκμήρια για να στοιχειοθετηθούν αποδείξεις των ουσιαστικών επιδράσεων. Εξάλλου, από όσο μπορώ να κρίνω, τα ολιγόστιχα ποιήματα του Ουγκαρέτι έχουν διαφορετική υφή από τα αντίστοιχα τού Σαραντάρη. Και, επιτέλους, προτιμώ να πιστέψω τον Mario Vitti, που διαβάζει και τον Σαραντάρη και τον Ουγκαρέτι τον καθένα στη γλώσσα του:

"Η ανανέωση που φέρνει στο ποιητικό όργανο ο Σαραντάρης βρίσκεται στην ίδια γραμμή με τον Ουγκαρέτι: λιτότητα, αμεσότητα, μετουσίωση του υπαρξιακού βιώματος σε εκφραστικές ενότητες μέσα στη σιωπή. Ποίηση εξ ορισμού αποσπασματική. Ο Σαραντάρης πιστεύει έξαλλου στην 'καθαρή ποίηση' και στις θεωρίες που αναπτύχθηκαν στα περιθώριά της. Η ποίηση είναι μια διαδικασία για να πλησιάσουμε το απόλυτο, ένα μέσο επικοινωνίας, όχι όμως με τον διπλανό, αλλά με το ανέκφραστο.

Χρησιμοποιώντας κατάλληλα τον Ουγκαρέτι, μέσα στην τότε ισχύουσα ελληνική κατάσταση, βρέθηκε να έχει ξεπεράσει αυτόματα και την κατάθλιψη του καρυωτακισμού και μπορούσε τώρα να πρεσβεύει μια δική του θεωρία της 'χαράς', που είναι είτε μια μεταφυσική προβολή της υπόστασης, μια ηθικο-αισθησιακή πληρότητα, είτε άρση του αισθήματος της στέρησης".

Ο ποιητής Τάκης Βαρβιτσιώτης μαρτυράει την ιδιαίτερη αγάπη του Σαραντάρη, εκτός από τον Ρεμπό (πράγμα που φαίνεται και από το είδος των ποιημάτων του σε πρόζα) και για τον Γκιγιόμ Απολινέρ. [...] Υπάρχει ωστόσο ένα πιο σταθερό έδαφος για να προσεγγίσομε την ποίηση του Σαραντάρη: τα παράλληλα ενδιαφέροντά του με την υπαρξιακή φιλοσοφία, όχι στην εκδοχή του Σαρτρ, αλλά του Σέρεν Κίρκεγκααρντ, που θεωρείται και ο αυθεντικός πατέρας της χριστιανικής εκδοχής του υπαρξισμού, (ή, όπως το προσδιορίζει ο ίδιος ο Σαραντάρης, της "υποστασιακής φιλοσοφίας"), χωρίς πάντως να αρχίζει τις φιλοσοφικές τους σπουδές και από εκεί, αφού επικαλείται προδρομικές ρίζες μιας τέτοιας αγωνίας στον Παρμενίδη και στον Πλάτωνα. [...]

Τι συσχετισμός όμως υπάρχει [...] ανάμεσα στην ποίηση και τη φιλοσοφία του Σαραντάρη; Νομίζω ότι περνάει η φιλοσοφική του όραση μέσα στην ποίησή του σαν ένα υπόγειο στρώμα. Παρόλο που τα ποιήματά του, σε πρώτη επαφή, μοιάζουν να αισθηματολογούν, η πιο επίμονη διερεύνησή τους, αποκαλύπτει την ύπαρξη μιας ανθρώπινης αγωνίας και μιας ζητούμενης σημασίας για το φαινόμενο του αχανούς κόσμου».

 

(Αλεξ. Αργυρίου, 1979, Η Ελληνική Ποίηση. Οι νεωτερικοί ποιητές του μεσοπολέμου. Ανθολογία-Γραμματολογία,
Αθήνα, Σοκόλης, σελ. 134-135)

 

Η φιλοσοφική ροπή της ποίησης του Σαραντάρη

«Ο Σαραντάρης, έχοντας περάσει τα παιδικά και τα εφηβικά του χρόνια στην Ιταλία, είχε παρακολουθήσει με ξεχωριστό πάθος και φανατισμό την εξέλιξη της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας του μεσοπολέμου. Σαν ήρθε να εγκατασταθεί στην Ελλάδα, στα 1932, ήξερε θαυμάσια τα ιταλικά και ελάχιστα τα ελληνικά. Όμως, παρουσιάστηκε στους αθηναϊκούς πνευματικούς κύκλους των νέων με πάθος ελληνικής δημιουργίας, με μια λαχτάρα για τον πνευματικό συγχρονισμό της Ελλάδας. Είναι μια περίπτωση που θυμίζει συγκινητικά τον Σολωμό. Για τον Σαραντάρη, η μοντέρνα λογοτεχνική Ευρώπη δεν ήταν παρά ένα παράδειγμα και η Ελλάδα τίποτε άλλο παρά μια δυνατότητα. Γι' αυτό ο Σαραντάρης γύρευε τους νέους και τα μοντέρνα στοιχεία που θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν αυτή τη δυνατότητα. Με ένα άσφαλτο κριτικό ένστικτο, καταλάβαινε τους νέους γύρω του και, αντιμετωπίζοντας την παράδοση —και τη δική μας αλλά και των ξένων φιλολογιών—, ήξερε να ξεχωρίζει τα βιώσιμα από τα νεκρά στοιχεία. Από μιας αρχής, προτίμησε τον Σολωμό και τον Καβάφη από τους άλλους ποιητές μας.

Πρώτος οσφράνθηκε την ύπαρξη και τις πλούσιες δυνατότητες του νεαρού Ελύτη, κι ήταν για χρόνια φανατικός διαλαλητής της λυρικής αξίας του Δρίβα. [...] Ο Σαραντάρης ήταν λιγότερο "άνθρωπος των γραμμάτων" —αν και πολυδιαβασμένος— και πολύ περισσότερο ένα ανήσυχο πνεύμα, μια σκέψη που έτεινε προς την κοσμοθεωρία, προς την ηθική και τη μεταφυσική. Κι ήθελε την ποίηση να είναι μια άδολη έκφραση αυτών των αναζητήσεων, αυτών των πραγματοποιήσεων. Εκείνο που τον κράτησε σταθερά στα όρια της τέχνης είναι πως αισθανόταν βαθιά την ανάγκη της καθαρής, μεστής και υποβλητικής μοντέρνας έκφρασης. Μπορεί να κήρυττε ο ίδιος, όμως η ποίησή του δεν είναι κήρυγμα, είναι τραγούδι, ένδειξη, οραματισμός πνευματικός, ψυχική έκφραση, κάποτε και αποκάλυψη. Οι ρίζες των ποιημάτων του είναι πολύ περισσότερο υποστασιακές παρά άμεσα και φανερά υποκειμενικές.

Ξεκινάν από γενικότερα προβλήματα, όπως είναι η ευτυχία, η ύλη, ο έρωτας, ο θεός, ο θάνατος, η πίστη, η αθανασία. Όλα αυτά τα αντιμετώπισε όχι με συνθέσεις πνοής και τελειωμένα έργα, αλλά με μικρά στιχουργήματα, αποσπασματικά, όμως υποβλητικά και γιομάτα ποίηση. Φως, θάλασσα, ουρανός, πουλιά, γυναίκα, δέντρα, περιστέρια αναφέρονται συχνά στα ποιήματά του, αλλά με τρόπο που να νιώθουμε πως όλ' αυτά δεν ήταν λέξεις για τον Σαραντάρη —όπως για τόσους άλλους— αλλά ουσίες, καταστάσεις ευ-δαιμονικές και οδυνηρές μαζί, όπως είναι για κάθε αληθινόν ποιητή. Πρόφερνε στον στίχο του τις λέξεις με πάθος γιομάτο υπαινιγμούς [...]. Γύρω από τα ποιήματά του νομίζει κανείς πως απλώνεται μια έκταση φωτεινής σιωπής, μια καθάρια απεραντοσύνη, μόνο και μόνο για να περάσει, για ν' ακουστεί ένα αηδόνι [...] "Γλυκό στοιχείο", είναι η ποίηση αυτή, η αποτελούμενη πιο πολύ από παλλόμενες λέξεις παρά από φράσεις. Η ποίηση αυτή είναι στιγμιαία, ακαριαία: "Αποκάλυψη σοφίας η μοναξιά". Σε τέτοιες στιγμές, ο Σαραντάρης γίνεται μια λυρική ουσία με τα πραγματικά στοιχεία της φύσης, με όποιο αντικείμενο συμβαίνει να τον αγγίξει [...].

Σ' όλα όσα έγραψε ο Σαραντάρης, και προ παντός τα τελευταία του, είναι αξιοθαύμαστη η ποιητική του προσπάθεια να δώσει πάλι περιεχόμενο, περιεχόμενο πίστης, περιεχόμενο θεού, στον "άμυαλο ουρανό". Το τείχος του θανάτου είναι τώρα που εμποδίζει την ψυχή να ξαναγυρίσει στην πρώτη πηγή της, να πραγματοποιήσει την αθανασία της. Όλα θα ήταν καθάρια, αμόλυντα, ευφρόσυνα, αν δεν υπήρχε θάνατος: "ο θάνατος, μονάχα αυτός λέρωσε την ψυχή μας — που είχε τα μάγουλα λευκά σαν της αυγής τα δώρα". [...]

Όπως κάθε εταστική και πνευματική ποίηση γέρνει ανάλαφρα προς τη θλίψη, έτσι και ο Σαραντάρης, όσο κι αν ζει μέσα στο φως, αισθάνεται μέσα του αυτή τη θλίψη: "Μελαγχολικό πνεύμα κατοικεί στην ψυχή". [...] Είναι η μόνη μελαγχολία που δεν μπορεί κανείς να αποδιώξει, γιατί έχει νικήσει ακόμα και το φως. Όμως ο Σαραντάρης είναι ένας υπερβατικός, ένας γνήσια στραμμένος προς τη μεταφυσική. Αν δεν ήταν απόλυτα "ένθεος ποιητής", έπαιρνε όμως δυνάμεις από το θεό, έπαιρνε ορμή προς τα άνω, από αυτή την εσωτερική ελευθερία που μονάχα οι ανώτερες φύσεις την κατακτάν ή την αισθάνουνται σαν ανάγκη.

[...] Μετουσιωμένη η ποίηση αυτή σε βαθμό ζηλευτό, δίνει κάτι το πιο γενικό και το πιο αντικειμενικό σε καταστάσεις τόσο υποκειμενικές. Είναι μια ποίηση "άγαλμα σιωπής και προσευχής —αντιμέτωπο— στη μοναξιά του απείρου", όπως εικονίζεται από τον ίδιο η στάση του προς την αλήθεια. Την αλήθεια δεν την γυρεύει ο Σαραντάρης, την "αισθάνεται", κι αυτό είναι που δίνει την ειδική πνευματική γεύση στην τόσο ευαίσθητη ποίησή του. Ακόμα κι όταν γίνεται ερωτική η ποίηση αυτή, κι όταν έχει απέναντί της μια γυναικεία περίπτωση, μια μορφή ηδονής, το λυρικό αποτέλεσμα είναι υψηλά πνευματικό και αισθητικό, πλατωνικό θα λέγαμε [...].

Λογής αγωνίες αυλακώνουν εσωτερικά την ποίηση αυτή, όμως όλες μετουσιώνουνται σε παλλόμενες από ζωή και καθάριες λυρικές στιγμές, είτε από την έμφυτη φιλοσοφική ροπή του Σαραντάρη, που ήθελε στα πάντα να βρίσκει μια πνευματική δικαίωση, είτε απ' αυτή τη μυστηριακή ευγένεια των αγνών ποιητών, των "φύσει" ιδεαλιστών, που μεταμορφώνουν σε κρύσταλλο τη φλεγόμενη σάρκα τους. [...]

Ήταν ο ποιητής που είχε συλλάβει κάτι από την εσώτατη ουσία και αλήθεια της ποίησης και της ζωής [...]».

 

(Αν. Καραντώνης, 1978, Εισαγωγή στη νεότερη ποίηση,
Αθήνα, Παπαδήμας, σελ. 238-243)

 

3. Το κείμενο

Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει...

Διδακτικές επισημάνσεις

• Αφού διαβάσουμε το ποίημα, χρήσιμο θα ήταν να επισημάνουμε ότι έχουμε να κάνουμε με ένα «ποίημα ποιητικής», δηλαδή ένα ποίημα για το φαινόμενο της ποίησης και για τη θέση του ποιητή στο κοινωνικό σύνολο.

• Διερευνούμε στη συνέχεια το θέμα της οπτικής γωνίας της ποιητικής αφήγησης, προσδίδοντας έμφαση στη χρήση του α' πληθυντικού προσώπου, το οποίο δείχνει ότι ο αφηγητής μιλάει ως εκπρόσωπος των ποιητών.

• Επισημαίνουμε επίσης την άρνηση στον πρώτο στίχο («Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει...»), σε συνδυασμό με τις αλλεπάλληλες σημάνσεις («σημαίνει... σημαίνει... σημαίνει...») και συζητάμε γιατί ο ποιητής επέλεξε την τεχνική της αντίθεσης για να καταθέσει τις απόψεις του για την ποίηση.

• Κλείνουμε με τον σχολιασμό του απλού, λιτού, καθημερινού λόγου του Σαραντάρη και του φιλοσοφικού στοχασμού που διαπνέει την ποίησή του.

 

Συμπληρωματική ερώτηση - δραστηριότητα

• Να ανασυνθέσετε τον ρόλο των ποιητών στο κοινωνικό σύνολο με καταφατικό τρόπο (όχι αποφατικά), δηλαδή: «Ποιητές είναι αυτοί που δεν φεύγουν... »

 

Παράλληλα κείμενα

α) Τάκης Βαρβιτσιώτης, Όταν ο ποιητής...

Όταν ο ποιητής

Ανοίγει τα μάτια του

Στο καθημερινό θαύμα

Εμφανίζονται σιγά-σιγά

Όλα τα πένθιμα φαντάσματα

Όλα τα όνειρα τα λυπητερά

Σαν κεριά που καπνίζουν

Τότε με το χλωμό του δάχτυλο

Χαράζει τ' αρχικά της αστραπής

Πάνω στη στοιβαγμένη σκόνη

Πάνω στο πρόσωπο της χρονιάς

Που γέρνει

Μαστιγωμένο απ' όλους τους ανέμους

Αλλάζει τη λάσπη

Σε κρουνούς από φωτεινό αίμα

Μεταμορφώνει το θάνατο

Σ' ερωτικό τραγούδι

Ω ποίηση αναμάρτητη

Εμπιστευμένη στη δροσιά της θύελλας

Ω ποίηση ατελεύτητη

Φτεροκόπημα χελιδονιών

 

(π. Ευθύνη, τ.16, Απρ. 211973)

 

• Πώς οριοθετούν το ρόλο των ποιητών στον κόσμο ο Βαρβιτσιώτης και ο Σαραντάρης;

 

β) Ηλίας Γκρης, Το πρώτο ταξίδι

Ήταν που, τότε ξεκίνησα μόνος απ' την οδό Σολωμού

κατάμονος ανάμεσα σε παιδάρια που χάζευαν παλιές βι-

τρίνες και βρήκα ξόρκια κρυμμένα μαλάματα. Και ύστε-

ρα μπήκα λοξά στην Κάλβου μέσα σε θύελλα με μάγεψε

η φωνή σαν αλλόκοτος ήχος αρχαίου τυμπάνου. Στα

μισά της οδού Παλαμά ξέφυγα από στάχτες και από-

λιθώματα και βγήκα στη λεωφόρο Καβάφη, ώσπου. τι

ερημιά στην οδό Καρυωτάκη κι έβρεχε η βροχή όπως

πάνω σε πλήθος που περιμένει τη ζωή.

 

Βούλιαξαν τα χρόνια μου βαθιά μες στην ποίηση.

Με ποιον να πορευτώ και σε ποιον να μιλήσω; Τώρα

αναδύομαι από τα βάθη της ποίησης πάντα μόνος και

ταΐζω τα σκυλιά που γαβγίζουν μέσα στις λέξεις.

 

(Η Έφεσος των αλόγων, 1993, Αθήνα, Δελφίνι, σελ. 13)

 

• Ενώ στο ποίημα του Σαραντάρη προβάλλεται ο ρόλος της ποίησης εν γένει, στο παραπάνω ποίημα του Γκρη, η προσφορά εστιάζεται στον ίδιο τον ποιητή. Αφού την επισημάνετε, να σχολιάσετε γιατί τελικά ο ποιητής «αναδύεται πάντα μόνος».

 

4. Ενδεικτική βιβλιογραφία

Αργυρίου Αλεξ., 1979, Η Ελληνική Ποίηση. Οι νεωτερικοί ποιητές του μεσοπολέμου. Ανθολογία-Γραμματολογία, Αθήνα, Σοκόλης.

Καραντώνης Α., 1978, Εισαγωγή στη νεότερη ποίηση, Αθήνα, Παπαδήμας.

Σαραντάρης Γ., 2001, Έργα. Τα δημοσιευμένα από 1933 έως 1942, Εισαγωγή-Επι-μέλεια Σοφία Σκοπετέα, Ηράκλειο: Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη.

Φράιερ Κ., 1982, Σύγχρονη Ελληνική Ποίηση. Από τον Καβάφη στο Βρεττάκο, μτφρ. Θ. Χατζημιχαηλίδης, Αθήνα, Κέδρος.

 

 

pano

 


 

Γιώργος Σαραντάρης (1908-1941)
ΠΟ.Θ.Ε.Γ. ΠΟΘΕΓ
Βικιπαίδεια Βικιπαίδεια
Βιβλιοnet Βιογραφικό σημείωμα ΕΚΕΒΙ
Ποιήματα, Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού ΣΝΕΛ
Ποιήματα στη σελίδα του Νίκου Σαραντάκου Σαραντάκος
Ποιήματα στη σελίδα nektarios.gr nektarios
Άρθρα του Γ. Σαραντάρη σε λογοτεχνικά περιοδικά [πηγή: Ψηφίδες] Ψηφίδες

Βιογραφικό δεσμός, desmos


pano

 


Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.

 

Ποιο είναι το ποιητικό υποκείμενο, ο αφηγητής;

Το ποιητικό υποκείμενο είναι...

 

Σε ποιον απευθύνεται;

Απευθύνεται...

 

Σε ποιο πρόσωπο και αριθμό βρίσκονται τα ρήματα του ποιήματος, π.χ. γ' ενικό

Τα ρήματα βρίσκονται...

 

Ποιος είναι ο χώρος;

Ο χώρος του ποιήματος είναι...

 

Ποιος είναι ο χρόνος;

Ο χρόνος του ποιήματος είναι...

 

Ποιες είναι οι εικόνες του ποιήματος;

Οι εικόνες του ποιήματος είναι...

 

Από πού αντλεί τις εικόνες του ο ποιητής; (π.χ. φύση)

Ο ποιητής αντλεί τις εικόνες του...

 

Ποιους εκφραστικούς τρόπους χρησιμοποιεί ο ποιητής; (π.χ. σχήματα λόγου, χρήση επιθέτων)

Οι εκφραστικοί τρόποι είναι οι εξής...

 

Πώς χρησιμοποιεί τη στίξη;

Ο ποιητής....

 

Ποια είναι η γλώσσα; (π.χ. κοινή, λόγια, κοινή με λόγια στοιχεία κλπ.)

Το ποίημα είναι γραμμένο σε...

 

Ποια συναισθήματα σου προκαλεί;

Τα συναισθήματα...

 

pano