Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β' Λυκείου

Κωσταντίνος Χατζόπουλος, Το σπίτι του δασκάλου

121 122 123 124 125 Ασκ B

108

ΝΕΑ ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΣΧΟΛΗ

Κωσταντίνος Χατζόπουλος, Το σπίτι του δασκάλου

 

121 ΜΕ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ του Τάσω, στο σκοτάδι κι άλλα διηγήματα ο Χατζόπουλος επιχειρεί μια ανατομία της κοινωνικής πραγματικότητας. Ώριμος και κατασταλαγμένος στη γλώσσα και την αφήγηση, με προσωπικό τόνο στην έκφραση, καταγράφει τα γεγονότα και τις κοινωνικές συνθήκες, μέσα στις οποίες ζει ο άνθρωπος. Όπως θα διαπιστώσετε, ο συγγραφέας τηρεί τη θέση του αντικειμενικού παρατηρητή, που δεν σχολιάζει τα διαδραματιζόμενα, αλλά αφήνει να μιλήσουν τα ίδια τα γεγονότα, οι ίδιες οι πράξεις των προσώπων. Έτσι ο αναγνώστης μένει ανεπηρέαστος, για να κρίνει και να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα.

 


 

«Να μην είσαι για τίποτε! να μην είσαι για τίποτε» γκρίνιαζε ο παππούς κάθε φορά που ο πατέρας γύριζε το μεσημέρι σπίτι δίχως να μπορέσει να εκτελέσει μιαν απόφαση, να εισπράξει ένα χρέος που είχε βγει πρωί επίτηδες για να το εισπράξει.

Ο πατέρας έσκυβε το κεφάλι και δε μιλούσε. Έσκυβε το κεφάλι τόσο που τα μουστάκια του 'γγίζανε το πιάτο εκεί που έτρωγε.

Ο παππούς δεν έπαυε να μουρμουρίζει, κι η μητέρα κοίταζε πότε τον πατέρα λυπημένα, πότε τον παππού παρακαλεστικά. Μα ο παππούς δεν έπαυε, κι ο πατέρας έσκυβε και δε μιλούσε.

Το πράμα κατάντησε τόσο συχνό, έγινε ταχτικό, σχεδόν καθημερινό στο σπίτι. Το στόμα του παππού συνήθισε να μουρμουρίζει, οι ώμοι του πατέρα μαζέψαν από το σκύψιμο, το πρόσωπό του πήρε όψη περσότερο κουτή παρά θλιμμένη.

Κι όμως τόσο κουτός δεν ήταν ο πατέρας. Μονάχα πως δεν ήταν καμωμένος για έμπορος, όπως το θέλησε η περίσταση να γίνει, όταν κατέβηκε στην πόλη και παντρεύτηκε με τη μητέρα. Πρωτύτερα ζούσε στο χωριό του122 απάνω στα βουνά, όπου οι άνθρωποι περνούν τα χρόνια τους παίζοντας χαρτιά, μιλώντας για πολιτικά και κλέβοντας ο ένας του άλλου την κατσίκα. Καμιά ανάγκη, φαίνεται, δε βιάζει εκεί κανέναν να έχει μια ξεχωριστή δουλειά. Τα μόνα γνώριμα έργα είναι του καταμετρητή, του εισπράκτορα, του πάρεδρου* και του αστυνόμου. Απ' όλα αυτά είχε περάσει κι ο πατέρας στο χωριό του, μα κάτω στην πόλη που κατέβηκε, δε βρέθηκε εύκαιρη καμιά από αυτές τις θέσεις, κι ο πεθερός του ντρεπόταν από τον κόσμο να τον βλέπει να κάθεται άεργος και τον βίαζε να πιάσει κατιτί να κάνει. Κι ο πατέρας, το προχειρότερο που βρήκε ήταν το εμπόριο. Το άρχισε στο πόδι και σα στα χωρατά. Κι άξαφνα βρέθηκε χωμένος μέσα στα γεμάτα. Χωρίς να καταλάβει πώς, βρέθηκε μια στιγμή να έχει στο χέρι του όλο σχεδόν το γύρο της επαρχίας. Τα κάρα που δουλεύαν από το σκάλωμα ως την πόλη δεν του ήταν πια αρκετά, κι έφερε τα δικά του κάρα, οι αποθήκες που ήταν για νοίκιασμα στην πόλη δεν του χωρούσανε το πράμα, κι έχτισε δικές του, τ' αγώγια που πλήρωνε για να ταξιδεύει εδώ και κει στοιχίζανε πολύ, ώστε αγόρασε δικό του αμάξι. Κάποιοι το βλέπαν πως παραξανοίχτηκε, και ταχτικά του το ψιθύριζε η μητέρα, μα ο πατέρας είχε πάρει φόρα πια κι ήταν αδύνατο να σταματήσει. Σταμάτησε μόνο όταν ήρθαν ξαφνικά δυο δανειστές απ' το Τριέστι* και κλείσαν τις αποθήκες με σφραγίδες, κατασχέσαν κάρα κι άλογα και πούλησαν το αμάξι. Ο παππούς πρόλαβε κι έσωσε κάτι από την προίκα της μητέρας, και του πατέρα για να έχει πάλι μια δουλειά τού αφήσανε να εισπράξει ό,τι είχαν παραιτήσει ανείσπραχτο οι δανειστές απ' το Τριέστι.

Κι έτσι ο πατέρας βρέθηκε πάλι με δουλειά. Έστησε το γραφείο του σε μια κάμαρα στο σπίτι, έβαλε σε τάξη χαρτιά και συναλλάγματα* κι άνοιξε πράξη με κλητήρες και με δικηγόρους. Για να πληρώνει όμως αυτούς, έπρεπε η μητέρα να γυρίζει με παντούφλες τρύπιες, και στο σπίτι να μην τρώμε κρέας κάθε μεσημέρι. Είναι αλήθεια πως ο πατέρας δεν αργούσε πολύ να πάρει τελεσίδικες απόφασες, και τα εκτελεστά* είχαν γεμίσει το συρτάρι. [Μα μέναν πάντα κλειδωμένα στο συρτάρι]. Κι όσα βγαίναν, ξαναγύριζαν γλήγορα και κλειδωνόντανε. Θα νόμιζε κανείς πως ο πατέρας λυπότανε να τα βγάλει απ' το συρτάρι, κι ο παππούς τον περγελούσε 123πως του βάλθηκε να κάνει συλλογή από εκτελεστά. Η μητέρα όμως έριχνε το σφάλμα στην καλοσύνη του, στην αγαθή ψυχή που είχε ο πατέρας. Και τότε θύμωνε ο παππούς κι έμπηγε πάλι τη φωνή:

«Κουτός, χαμένος, ανίκανος για καθετί».

Ο πατέρας έσκυβε. Κι έπαιρνε κάθε πρωί κι ένα δικόγραφο* στην τσέπη. Μα το μεσημέρι γύριζε πίσω με το άλλο που είχε πάρει χτες μαζί. Το έφερνε πίσω, έλεγε, γιατί του έλειπε μια υπογραφή. Και την άλλη μέρα ξαναέφερνε και το άλλο. Αλλού βάζανε κάτι στο χέρι του κλητήρα, κι ο κλητήρας γύριζε πίσω το εκτελεστό, αλλού τον φοβέριζαν, κι ο κλητήρας φοβόταν κι έφευγε.

Ο πατέρας πήγαινε στον υπομοίραρχο για να ζητήσει χωροφύλακες να πάνε μαζί με τον κλητήρα. Ο υπομοίραρχος τον δεχότανε φιλικά, έκανε τσιγάρο από την ταμπακέρα που του άνοιγε ο πατέρας, δεν πρόσεχε ούτε το λαθραίο τσιγαρόχαρτο που είχε η ταμπακέρα, μιλούσε μαζί του για τα νέα της αγοράς και τα πολιτικά, μα χωροφύλακες δεν του περισσεύανε ποτέ.

Ο πατέρας ένιωθε την αφορμή. Γύριζε σπίτι πότε σκυφτός και πότε πεισμωμένος. Κι όταν του ξαναγκρίνιαζε ο παππούς, τολμούσε και ψιθύριζε καμιά φορά:

«Σαν κι έχω και το κόμμα να με υποστηρίξει».

Και τότε ήταν που θύμωνε διπλά ο παππούς. Το έπαιρνε σαν πείραγμα δικό του, σαν υπαινιγμό για τη συνήθεια που είχε να είναι πάντα με το κόμμα που δεν ήταν στην αρχή.

«Μας θέλει ν' αλλάξουμε κιόλα κορδέλα*!» φώναζε. Και πετούσε την πετσέτα.

Η μητέρα μαζευόταν φοβισμένη κι ο πατέρας δοκίμαζε κάτι να πει. Μα ένα νόημα της μητέρας τον κρατούσε: Ο παππούς είχε κι άλλη θυγατέρα παντρεμένη, που αφορμή ζητούσε να πάρει στο δικό της σπίτι τον παππού.

Πατέρας και μητέρα σκύβαν τότε τα κεφάλια ως που ξεθύμωνε πάλι ο παππούς. Κι έτσι περνούσε η ζωή στενόχωρη στο σπίτι. Η μητέρα δεν είχε πια να δίνει έξοδα για νέες δίκες, και στο συρτάρι του πατέρα δε μαζευόντανε νέα χαρτιά.

124Εκεί ήρθε ξαφνικά, ο πατέρας χαρούμενος μια μέρα και ψιθύρισε κάτι της μητέρας: Η μητέρα μέσα σε κείνα που της απόμειναν είχε κι ένα μικρό σπιτάκι, μια κάμαρα όλο όλο μ' ένα κομμάτι αυλή. Από χρόνια το είχε νοικιασμένο ένας παπουτσής και κατοικούσε με τη φαμελιά του. Είχε έρθει από τα νησιά δάσκαλος του χορού μαζί και παπουτσής. Τα πρώτα χρόνια έμαθε κάποιους νέους χορό, έπειτα τον ξέχασε κι ο ίδιος, και τώρα ζούσε μπαλώνοντας περσότερα παρά όσα έφτιανε παπούτσια. Όσο ο πατέρας ήταν στα καλά του, δεν του ζητούσαμε νοίκι ποτέ· το έκλεινε η μητέρα στα σιδερωτικά και στη μαστίχα το γλυκό που έστελνε και της έφτιανε η γυναίκα του. Έπειτα που έπεσε* ο πατέρας, δοκίμασε να το κλείσει σε μπαλώματα και μετζοσόλες*. Μα ο δάσκαλος δούλευε ψεύτικα όσο δεν τον πλήρωναν μετρητά, κι η μητέρα άρχισε να στέλνει να ζητά το νοίκι της δασκάλας, αφού απελπίστηκε πως ο πατέρας θα το έπαιρνε από το δάσκαλο. Η δασκάλα έβγαινε στην πόρτα τριγυρισμένη από ένα πλήθος πόδια ξιπόλητα και αχτένιστα κεφάλια και μας έλεγε πως θα το φέρει μόνη της μητέρας. Έτσι είχαν μαζευτεί κάπου δυο χρόνων νοίκια και σημειωθήκανε και κείνα στα βιβλία του πατέρα.

Γι' αυτό λοιπόν το σπίτι του δασκάλου, όπως το λέγαμε, βρέθηκε αγοραστής ανέλπιστα, κι ο πατέρας ήρθε στη μητέρα γελαστός εκείνη την ημέρα. Η μητέρα χρειαζόταν χρήματα κι αυτή κι έμεινε αμέσως σύμφωνη να πουληθεί το σπίτι του δασκάλου. Μα φαίνεται το άκουσε ο δάσκαλος, φοβέριξε πως δεν το αδειάζει, κι έτσι ο πατέρας ξαναήρθε βαρύς και σκοτεινός την άλλη μέρα. Ο αγοραστής του είπε πως το παίρνει μόνο αν του το δώσουν αδειανό. Και σα δεν ήταν ο παππούς μπροστά, φώναξε ο πατέρας θυμωμένα:

«Θα του κάνω χαρτιά, να τον πετάξω έξω με το νόμο».

Κι ετοίμασε την αγωγή. Μα η μητέρα λυπόταν τη δασκάλα και το πλήθος τα παιδιά της και δεν ήθελε να υπογράψει. Μα πάλι στοχάστηκε ύστερα τα χρήματα που θα μετρούσε ο αγοραστής —χίλιες δραχμές και παραπάνω— κι αναγκάστηκε να στέρξει*. Υπόγραψε, κι ο πατέρας πήγε στον πρόεδρο και πήρε την απόφαση. Την έφερε στο σπίτι σα νέο τρόπαιο, κι οι πλάτες του πήγαιναν πέρα δώθε από τη βία*, όταν ξανάφυγε με αυτή. Το απόγεμα ξεκίνησε με τον κλητήρα. Χωροφύλακες δεν του χρειαζόταν να ζητήσει. Πήρε μονάχα τα δυο αγόρια του μαζί και διάλεξε μιαν ώρα που έλειπε από το σπίτι ο δάσκαλος.

125Προχωρήσαμε κι οι τέσσερες μαζί. Μπρος ο πατέρας κι ο κλητήρας, πίσω εμείς τα δυο παιδιά. Αμα φτάσαμε, ο κλητήρας έδεσε στο μπράτσο μια κορδέλα μπλάβα και χτύπησε την πόρτα. Μα οι γειτόνοι, φαίνεται, μόλις μας είδαν το προφτάσαν της δασκάλας, και κείνη κλείστηκε μέσα και σύρτωσε την πόρτα. Ο κλητήρας ξαναχτύπησε. Στο τρίτο χτύπημα έπεσε η πόρτα σωριασμένη χάμω στο όνομα του νόμου.

Η δάσκαλα παρουσιάστηκε στη μέση από το σωρό τ' αχτένιστα κεφάλια και μας κοίταζε χλωμή κι ασάλευτη. Δεν έκαμε ούτε κίνημα ν' αντισταθεί. Βοήθησε μάλιστα και κουβαλήσαμε έξω το ξύλινο κρεβάτι, όπου κοιμόταν με το δάσκαλο, ένα κουτσό τραπέζι με μερικά σκαμνιά, και δύο τρία παλιά παπλώματα και στρώματα. Από τα στρώματα χυνόταν τ' άχυρα καθώς τα φέρναμε έξω, και μέσα σε άλλα δυο τρία ξακάρφωτα σεντούκια και καλάθια στοίβαξε η δασκάλα τα ρούχα των παιδιών μαζί με πιάτα, μπρίκια, καυκιά* κι ό,τι άλλο είχαν. Τα κουβαλήσαμε και τα σωριάσαμε στο δρόμο. Απάνω στο σωρό καθίσαν τα ξιπόλητα παιδιά, άλλος σωρός αυτά, και γύρω μαζευτήκαν οι γειτόνοι και κοιτάζαν.

Ο πατέρας έκραξε αμέσως μαραγκό και ξαναέστησε την πόρτα. Την κλείδωσε έπειτα, και φύγαμε.

Ο αγοραστής περίμενε στο μαγαζί του άλλου δρόμου και πρόσταξε και φέρανε ρακιά, όταν ο πατέρας τού έδωσε το κλειδί εμπρός στον κλητήρα.

Όπως γυρίζαμε ύστερα στο σπίτι, οι ώμοι του πατέρα κουνιόνταν στον αέρα σα φτερά· και το βράδυ στο τραπέζι τον είδαμε να κάθεται πρώτη φορά με σηκωμένο μέτωπο και να τολμά να βλέπει τον παππού στα μάτια.

 

 

 Κ. Θεοτόκης, «Η Τιμή και το Χρήμα» [πηγή: Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β' Λυκείου]

Π. Νιρβάνας, «Στο ξένο σπίτι»

 

πάρεδρος: ο αναπληρωτής ενός άρχοντα (δημάρχου, προέδρου κτλ.).
Τριέστι: Τεργέστη. Γνώρισε μεγάλη εμπορική ακμή κατά το χρονικό διάστημα, στο οποίο αναφέρεται το διήγημα (τέλη του 19ου και αρχές του 20ου αιώνα).
συνάλλαγμα: συναλλαγματική ή ξένο τραπεζογραμμάτιο.
εκτελεστά: οι δικαστικές αποφάσεις που πρέπει να εκτελεστούν.
δικόγραφο: δικαστικό έγγραφο.
θ' αλλάξουμε κορδέλα: εννοεί ν' αλλάξουμε κόμμα, παράταξη.
έπεσε: ξέπεσε οικονομικά.
μετζοσόλα: μισή σόλα.
στέργω: υποχωρώ.
βία: βιασύνη.
καυκί: μικρό (ξύλινο κυρίως) πλατύστομο δοχείο.

pano

 

 

 


 

Ερωτήσεις 119

Μια από τις βασικές αρχές του νατουραλισμού ήταν πως ο άνθρωπος διαμορφώνεται κάτω από την επίδραση του περιβάλλοντος και των περιστάσεων. Αριστοτεχνική εφαρμογή αυτής της αρχής αποτελεί και το διήγημα που διαβάσατε. Αφού το μελετήσετε, ν' απαντήσετε στα παρακάτω ερωτήματα:


  1. α. Πώς διαγράφεται ο χαρακτήρας του πατέρα από την αρχή ως το τέλος; Πού οφείλεται η αλλαγή της συμπεριφοράς του;
    β. Πώς παρουσιάζονται από το συγγραφέα τα άλλα πρόσωπα του διηγήματος και ιδιαίτερα ο παππούς (πώς αντιδρά η μητέρα και πώς ο παππούς όσο ο πατέρας δείχνεται ανίκανος ν' ανταποκριθεί σε ό,τι του επιβάλλει το υλικό του συμφέρον; Τι αντιπροσωπεύει ο παππούς;).
    γ. Το διήγημα τελειώνει α) με την έξωση του «δασκάλου» και της οικογένειάς του και β) με τη γεμάτη ικανοποίηση επιστροφή του πατέρα στο σπίτι. Τι θέλει να πετύχει ο συγγραφέας με την αντιπαράθεση των δυο αυτών σκηνών;
    δ. Η αφήγηση, παρ' όλο που ο συγγραφέας τηρεί στάση αντικειμενική, είναι λιτή και ζωντανή. Να υποστηρίξετε αυτή την άποψη επισημαίνοντας τις αρετές της στις δυο παραπάνω σκηνές.

ΕΡΓΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΣΠΙΤΙ

 


Μητρότητα

Αδαμάντιος Διαμαντής (1900-1994), Μητρότητα (π. 1960)


Κ. Χατζόπουλος (1868-1920)

Χατζόπουλος

Ο Κωσταντίνος Χατζόπουλος (έτσι προτιμούσε να γράφει το όνομά του) γεννήθηκε στο Αγρίνιο και πέθανε στο πλοίο, ενώ ταξίδευε για την Ιταλία. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, πολύ λίγο όμως άσκησε το δικηγορικό επάγγελμα, γιατί αφιερώθηκε στη Λογοτεχνία. Παρέμεινε για 11 χρόνια στη Γερμανία (1900-1901, 1905-1914), όπου και ενστερνίστηκε τις σοσιαλιστικές ιδέες, που είχαν διαδοθεί τότε στη Γερμανία, και προσπάθησε να τις μεταδώσει και στην Ελλάδα, όπου ξαναγύρισε οριστικά το 1914 και παρέμεινε κατά τη διάρκεια του πολέμου.

Ο Χατζόπουλος μοιράστηκε ανάμεσα στην ποίηση και την πεζογραφία. Στην ποίηση ακολούθησε την τεχνοτροπία του συμβολισμού, ενώ στην πεζογραφία (με εξαίρεση το Φθινόπωρο) έθεσε ως στόχο τη ρεαλιστική απεικόνιση της κοινωνικής πραγματικότητας του καιρού του. Ακολουθώντας τις αρχές του ρεαλισμού και του νατουραλισμού προσπάθησε να διευρύνει τα στενά πλαίσια της ελληνικής ηθογραφίας και να δώσει διέξοδο στους κοινωνικούς προβληματισμούς του αποκαλύπτοντας μερικές πληγές της σκληρής επαρχιακής ζωής (Αγάπη στο χωριό, Ο Πύργος του Ακροπόταμου) ή της κοινωνικής πραγματικότητας (Τάσω, στο σκοτάδι κι άλλα διηγήματα). Έγινε έτσι, μαζί με το Θεοτόκη και τον Παρορίτη, ο εισηγητής του κοινωνικού μυθιστορήματος στην Ελλάδα. Μοναδική θέση στο πεζογραφικό του έργο κατέχει το Φθινόπωρο, που αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα της συμβολιστικής και γενικότερα της λυρικής πεζογραφίας και επηρέασε πολλούς μεταγενέστερους πεζογράφους. Αποφασιστική ήταν επίσης η συμβολή του στην πνευματική ζωή της Ελλάδας με την έκδοση του περιοδικού «Τέχνη». Το έργο του: α) Ποίηση: Τραγούδια της ερημιάς (1898), Τα ελεγεία και τα ειδύλλια (1&98), Απλοί τρόποι (1920), Βραδινοί θρύλοι (1920). β) Πεζογραφία: Αγάπη στο χωριό (1910), Ο Πύργος του Ακροπόταμου (1915), Υπεράνθρωπος (1915), Τάσω, στο σκοτάδι κι άλλα διηγήματα (1916), Φθινόπωρο (1917), Αννιώ και άλλα διηγήματα (1923). γ) Μεταφράσεις: Γκαίτε Ιφιγένεια εν Ταύροις (1910), Φάουστ (1916), Γ. Γκέγερσταμ Το βιβλίο του μικρού αδερφού (1915). Κ. Μαρξ - Ένγκελς Το κομμουνιστικό μανιφέστο (1913) κ.ά. Το 1992 εκδόθηκε το σύνολο του ποιητικού του έργου (Τα ποιήματα, φιλολογική επιμέλεια Γ. Βελουδής) και το 1996 το σύνολο σχεδόν του κριτικού έργου στη σειρά του ιδρύματος Ουράνη.

 

Κωνσταντίνος Χατζόπουλος [πηγή: Πολιτιστικός Θησαυρός της Ελληνικής Γλώσσας]

Εποχές και Συγγραφείς. Κωνσταντίνος Χατζόπουλος (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]

 



 

1. Η κριτική για το έργο του

Βασικές τεχνοτροπικές κατευθύνσεις στο έργο του Κ. Χατζόπουλου

«Τα πρώτα του διηγήματα, γραμμένα πριν από το 1910, διατηρούν ακόμη πολλά στοιχεία ηθογραφικά, τα οποία όμως σιγά σιγά υποχωρούν, ενώ κερδίζει σε ένταση η ψυχογραφική διείσδυση και ακόμα μια απόχρωση λυρική. [...] Ένα μεγαλύτερό του αφήγημα, Αγάπη στο χωριό (1910), ενώ κινείται πάντα στο ηθογραφικό πλαίσιο, είναι, ωστόσο, ένα έργο με περιεχόμενο κοινωνικό. Κι αυτό γίνεται ακόμα καθαρότερο στον Πύργο τον Ακροπόταμου, μολονότι ο ίδιος ο συγγραφέας το ονόμασε "ηθογραφία". Το ρεαλιστικό υπόβαθρο και η ψυχογραφική φροντίδα του συγγραφέα ξεπερνούν οριστικά το στάδιο της ηθογραφίας και ολοκληρώνουν ένα πεζογράφημα που πολλοί το θεωρούν το καλύτερό του. Η εξέλιξη του Χατζόπουλου δεν θ' ακολουθήσει όμως τον δρόμο αυτόν. Το τελευταίο του μυθιστόρημα, Το φθινόπωρο (1917), είναι στη δομή ολότελα διαφορετικό. [...] Με το Φθινόπωρο ο Χατζόπουλος εισάγει τον συμβολισμό και στην πεζογραφία. Οι επιδράσεις από τις βόρειες λογοτεχνίες, και πιο πολύ τις σκανδιναβικές, είναι φανερές».

 

(Λ. Πολίτης, 1980, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας,
Αθήνα, Μ.Ι.Ε.Τ., σελ. 257)

 

Ιδεολογικές και υφολογικές τάσεις στο έργο του Κ. Χατζόπουλου

«Προσανατολίζεται προς έναν Νατουραλισμό ηθογραφικό, όπου καταγγέλλει χωρίς επιείκεια τα ελαττώματα και ιδιαίτερα τη στυγνή συμφεροντολογία της αγροτικής κοινότητας [...], τη συναισθηματική αποστέγνωση που μοιραία επιφέρει ο φετιχισμός του χρήματος και της ιδιοκτησίας. [...] Στην αναζήτηση μιας νέας αφηγηματικής γλώσσας, σταθμό θα αποτελέσει το μυθιστόρημα Φθινόπωρο (1917). Εδώ προέχει η λυρική υποβολή που πραγματώνεται με μια νέα οικονομία του διαλόγου και της περιγραφής, με μια αραίωση των λέξεων, και εκφράζεται με μια ατμόσφαιρα νοτισμένη από ίσκιους που καθιστούν τις μορφές δυσδιάκριτες. Τα πρόσωπα μόλις ξεχωρίζουν στο αβέβαιο φως, ο διάλογος είναι ψιθυριστός, οι φωνές διστακτικές, τα βλέμματα φορτωμένα υπαινιγμούς. [...] Οι καταβολές του συμβολισμού είναι πρόδηλες σε μια τέτοια πεζογραφία».

 

(M. Vitti, 1978, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας,
Αθήνα, Οδυσσέας, σελ. 285)

 

Οι αφηγηματικοί ελιγμοί του Κ. Χατζόπουλου

«Στα περισσότερα διηγήματα της συλλογής Τάσω, Στο σκοτάδι και άλλα διηγήματα, ο χώρος είναι αστικός ("Στο σκοτάδι", "Ζωή", "Το σπίτι του δασκάλου", "Ο πύργος του Αλιβέρη", "Το όνειρο της Κλάρας"). Ακόμη και τα διηγήματα που δεν διαδραματίζονται σε αστικό χώρο, αποχρωματίζονται από το οικείο αγροτικό περιβάλλον. Αυτό είναι φανερό και απ' τους διαλόγους, που σε ελάχιστες περιπτώσεις γίνονται σε ιδιωματική γλώσσα. Η μετατόπιση αυτή δεν είναι τυχαία, αλλά ενσυνείδητη και απελευθερωτική. [...] Οι αφηγητές του είτε φορούν τη μάσκα του αμέτοχου παρατηρητή είτε εμποτίζουν την αφήγηση με μια λεπτή ειρωνική στάση απέναντι στα ιστορούμενα και τους φορείς τους. [...] Οι ιστορίες που συνθέτει είναι συνήθως απλές και ακολουθούν τη φυσική ροή του χρόνου, με λελογισμένες αναφορές στο παρελθόν. Τα κεντρικά τους πρόσωπα είναι κι αυτά κατά κανόνα περιορισμένα και η γραμμική ανέλιξη της αφήγησης εστιάζεται κυρίως σ' αυτά και, κατ' επέκταση, στα δευτερεύοντα πρόσωπα, στις ιστορίες των οποίων δεν διαπλέκονται ιστορίες άλλων προσώπων. [...]

Στο διήγημα, ο Χατζόπουλος αναδεικνύεται αριστοτέχνης στην εφαρμογή των επιταγών του Νατουραλισμού, που πιστεύει ότι ο άνθρωπος διαμορφώνεται από τις περιστάσεις και τις πιέσεις της στιγμής. [...] Ο οικονομικός παράγοντας, σε συνδυασμό με τις πιέσεις που δέχεται ο πατέρας από τον παππού —πρόσωπο αμετακίνητο στις θέσεις του και ανεξέλικτο, στο οποίο συμβολοποιείται το συντηρητικό παρελθόν και κατεστημένο— είναι καταλυτικός. Η αφηγηματική τέχνη όμως του συγγραφέα κατορθώνει να τον υποδηλώσει μόνο, καταφεύγοντας στη χρησιμοποίηση, ως αφηγητή, ενός μικρού παιδιού. Έτσι, ό,τι καταγράφεται και περνά στην αφήγησή του, μεταφέρει τις αποσπασματικές και χωρίς ένα λογικό ειρμό, ενίοτε, εντυπώσεις του μικρού αφηγητή. Βέβαια, όλα μεταφέρονται από την οπτική του ώριμου πια αφηγητή, που, όμως, κατορθώνει παράλληλα να διατηρεί τις αντιδράσεις του υπό το πρίσμα της αντιληπτικής ικανότητας ενός μικρού παιδιού, που ερμηνεύει κατά τον δικό του τρόπο τα συμβαίνοντα [...], χάρις και στον ρυθμό της αφήγησης, που θα μπορούσαμε να τον ονομάσουμε ποιητικό, γιατί επιμένει στη μουσική και ρυθμοδοτική επεξεργασία του λόγου».

 

(Καρβέλης Τ., 1998, Κωσταντίνος Χατζόπουλος ο πρωτοπόρος,
Αθήνα, Σοκόλης, σελ. 169-183)

 

Οι κοινωνικοί κώδικες στην πεζογραφία του Κ. Χατζόπουλου

«Διαπιστώσαμε ότι πάνω από τις επιθυμίες των δρώντων προσώπων και πάνω από τους κοινωνικούς κώδικες κυριαρχούν οι άτεγκτοι οικονομικοί κώδικες. Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο δεν περνούν τα αισθήματα. Το συμφέρον μπαίνει πάνω απ' αυτά. Οι αξίες ευτελίζονται και οι άνθρωποι τυποποιούνται. [...] Οι άνθρωποι, όπου κι αν βρίσκονται, στην κορυφή ή στον πάτο της κοινωνίας, χάνουν τον προσανατολισμό τους και τελικά αποδοκιμάζονται. [...] Τα δρώντα πρόσωπα δεν δύνανται τελικά να απολαύσουν την ομορφιά της ζωής. Ίσως είναι και αυτός ένας από τους λόγους που η "εικόνα της ζωής που δίνουν τα πεζογραφήματα του Χατζόπουλου είναι ζωγραφισμένη με χρώματα θλίψης". Τι άλλο θα περίμενε κανείς από μια κοινωνία στην οποία κυριαρχούν τα οικονομικά μοντέλα [...]; Από αυτή την άποψη, νομίζουμε ότι ο Χατζόπουλος είναι βαθύτατα "σοσιαλιστής". Δεν έχει αυταπάτες για τη διάρθρωση του κόσμου, αλλά παραπέμπει μέσω των δρώντων προσώπων του σ' ένα άλλο μοντέλο ζωής, που θέλει να πραγματοποιηθεί».

 

(Απ. Μπενάτσης, 1998, «Οικονομικοί κώδικες στο έργο του Χατζόπουλου», Ε. Γ. Καψωμένος κ.ά. (επιμ.),
Ο Κωσταντίνος Χατζόπουλος ως συγγραφέας και θεωρητικός. Πρακτικά επιστημονικού συμποσίου
. Αγρίνιο, 14-17 Μαΐου 1993,
Αθήνα, Δωδώνη, σελ 281-282)

 

Ο Κ. Χατζόπουλος ως αγωγός του ευρωπαϊκού Νατουραλισμού

«Άλλο πράγμα η δεδομένη σοσιαλιστική δραστηριότητα του Κ. Χατζόπουλου και άλλο η ανίχνευση της μαρξιστικής φιλοσοφίας στο έργο του. [...] Επήρεια ενδεχομένως υπάρχει. Αλλά η μαρξιστική σκέψη στο έργο του Χατζόπουλου δεν ανιχνεύεται επαρκώς για να μην πω ότι δεν ανιχνεύεται καθόλου. Απεναντίας, το όλο κλίμα μερικών έργων (Πύργος του Ακροπόταμου, Αγάπη στο χωριό, Στο σκοτάδι) μετεξελίσσεται σε νατουραλιστικές καταστάσεις και φαίνεται πολύ περισσότερο σύμφωνο με τη θεωρία του Νατουραλισμού που τότε κυριαρχούσε στη δυτική Ευρώπη, τόσο στο μυθιστόρημα όσο και στο θέατρο».

 

(Σπ. Βρεττός, 1998, «Γενεσιουργός αποσύνθεση: Κ. Χατζόπουλος - Δ. Χατζής, εξελικτικό παράλληλο», ό.π., σελ. 297)

 

«"Το σπίτι του δασκάλου" προέρχεται από τη συλλογή Τάσω, Στο σκοτάδι και άλλα διηγήματα και έχει χαρακτήρα κοινωνικό. Έχει ως σκηνικό πλαίσιο μια ξεπεσμένη οικονομικά αστική οικογένεια σε κάποια επαρχιακή, ίσως, πόλη. Βασικό πρόσωπο ένας καλοσυνάτος άνθρωπος που αναγκάζεται από τις περιστάσεις και τους εξουσιαστικούς μηχανισμούς που δρουν επάνω του να συμπεριφερθεί με σκληρότητα σε μια εξαθλιωμένη οικογένεια. [...] Τα μέλη της οικογένειας είναι ολιγάριθμα και ανώνυμα. Δηλώνονται μόνο με τους βαθμούς της συγγένειας που έχουν με τον αφηγητή: ο παππούς, ο πατέρας (γαμπρός του παππού), η μητέρα και τα δυο τους αγόρια, από τα οποία το ένα είναι ο αφηγητής. [...] Η αφήγηση αρχίζει in medias res, με μια από τις συνηθισμένες επικρίσεις του παππού προς τον γαμπρό του. [...] Ο τύπος του αφηγητή: συμμετέχει στην ιστορία, είναι κατά κάποιο τρόπο δραματοποιημένος [...] και λειτουργεί μόνο ως παρατηρητής των δρώμενων. Ανήκει στις "εστιακές συνειδήσεις" και εκφράζει το κοινό αίσθημα. Είναι ένας αφηγητής αντανακλαστικός (reflecteur). Γενικά, πρόκειται [...] για αφήγηση με "εσωτερική εστίαση", με περιορισμένο πεδίο. Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός, ενώ ο αποδέκτης της αφήγησης είναι εξωδιηγητικός. [...] Ο αφηγητής κρατά τις αποστάσεις του από τα πρόσωπα, δεν ταυτίζεται μαζί τους. Μεγαλύτερη είναι η απόσταση από τον παππού. Τον παρουσιάζει με μια ψυχρότητα φαινομενικά αντικειμενική. Στην ουσία όμως, ο αφηγητής προσυπογράφει την καταδίκη του παππού, αφού τελικά επιδιώκει να διαμορφώσει ο αποδέκτης της αφήγησης αρνητική στάση για το συγκεκριμένο πρόσωπο.

Η στάση του αφηγητή απέναντι στο βασικό πρόσωπο είναι [...] ειρωνική. Ο πατέρας απεικονίζεται σαν ένα άβουλο πλάσμα χωρίς δική του οντότητα που υποκύπτει στους εξουσιαστικούς μηχανισμούς του παππού και αλλάζει συμπεριφορά, εμφανίζοντας έναν τελείως διαφορετικό χαρακτήρα. Η ειρωνεία αρχίζει με τη φράση "τόσο κουτός δεν ήταν ο πατέρας" και τελειώνει με την κωμική περιγραφή του επιλόγου [...]. Η νίκη του πατέρα τον μεταμορφώνει σε ένα αντιπαθή, ανόητο και γελοίο άνθρωπο. Ο ειρωνικός τρόπος με τον οποίο τον περιγράφει ο αφηγητής στον επίλογο είναι η καλύτερη απόδειξη για την ευστοχία του χαρακτηρισμού κουτός που έμμεσα ή άμεσα, υπονοούμενα ή ρητά αποδιδόταν στο πρόσωπο του πατέρα. [...]

Όλοι οι δραματικοί ρόλοι του μοντέλου Greimas είναι εμφανείς στο διήγημα, με τη διαφορά ότι οι δύο, του Υποκειμένου και του Αποδέκτη, συμπίπτουν στο πρόσωπο του πατέρα:

Υποκείμενο (ήρωας) → ο πατέρας

Αντικείμενο (πολύτιμο) → το σπίτι

Εντολέας → ο παππούς

Δέκτης → ο πατέρας

Βοηθός → η μητέρα

Αντίμαχος → ο δάσκαλος

Το βασικό πρόσωπο προτού αποφασίσει να κάνει έξωση στην οικογένεια του δασκάλου είναι το θύμα κι αυτό τον κάνει πιο συμπαθητικό στη γυναίκα του, τον αφηγητή (έμμεσα) και τον αποδέκτη [...].

o παππούς vs ο πατέρας

θύτης vs θύμα

Μετά την έξωση όμως αλλάζουν οι ρόλοι: γίνεται ο ίδιος θύτης με θύμα τον δάσκαλο (και την οικογένειά του) και μεταμορφώνεται σε έναν άνθρωπο αντιπαθητικό και γελοίο.

o πατέρας vs ο δάσκαλος (και η οικογένειά του)

θύτης vs θύμα (θύματα)

[...]».

 

(Γ. Παγανός, 1993, Η νεοελληνική πεζογραφία. Θεωρία και πράξη, τόμος Β',
Αθήνα, Κώδικας, σελ. 150-155)

 

2. Το κείμενο

Το σπίτι τον δασκάλου Διδακτικές επισημάνσεις

• Να συνειδητοποιηθούν οι παράγοντες, εξωγενείς και ενδογενείς, που διαμορφώνουν τον ψυχισμό των βασικών χαρακτήρων του διηγήματος, να συζητηθούν τα κίνητρα της συμπεριφοράς τους (η αυταρχική, καταπιεστική και απορριπτική συμπεριφορά του παππού, η παθητική στάση του πατέρα, η υποταγμένη, σιωπηλή στάση της μητέρας), να αιτιολογηθεί η μεταμόρφωση/ εξαθλίωση του πατέρα από θύμα σε θύτη και να επισημανθούν τα βασικά γνωρίσματα του νατουραλισμού.

• Να προσεχθούν οι αφηγηματικές τεχνικές: η τεχνική in medias res, οι δύο αναδρομικές αφηγήσεις που αιτιολογούν τη χρήση ιστορικών κυρίως χρόνων (κυριαρχεί ο παρατατικός με το διαρκές ποιόν ενέργειας, ενώ το επεισόδιο της έξωσης δίνεται σε αόριστο, υποβάλλοντας την εντύπωση ότι αρκεί μια στιγμή για να απολέσει ένας πονετικός άνθρωπος την ανθρωπιά του), η εναλλαγή των ρηματικών προσώπων (στο επεισόδιο της έξωσης εμφανίζεται το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, εφόσον εδώ συμμετέχει ο αφηγητής), ο τύπος του αφηγητή (παρατηρητής/ αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων), η ώριμη οπτική γωνία [η αφήγηση γίνεται από τον ενήλικο πλέον γιο, που τότε συμμετείχε ως θεατής στα γεγονότα, αλλά τώρα μπορεί να ψυχολογήσει, αναδρομικά, τους ανθρώπους («κι όμως τόσο κοντός δεν ήταν ο πατέρας») και να κατανοήσει τις αιτίες των πράξεών τους], η περιορισμένη χρήση του ευθέος λόγου κ.ά.

• Να επισημανθεί η λιτότητα των εκφραστικών μέσων, ο πυκνός και κοφτός λόγος, η παρατακτική σύνταξη κ.ά., καθώς και ο κωμικοτραγικός τόνος (ιδιαίτερα τη στιγμή της έξωσης), ο οποίος τονίζει την ηθική εξαθλίωση του πατέρα που αισθάνεται νικητής και σπουδαίος, «πετώντας» κυριολεκτικά στον δρόμο μια οικογένεια.

• Να δικαιολογηθεί η αποσιώπηση του ονόματος της πόλης και των προσώπων ως καταγγελία του συστήματος εκμετάλλευσης και αλλοτρίωσης και όχι μεμονωμένων ατόμων.

• Να αναδειχθούν οι πολλαπλές αντιθέσεις που συνθέτουν την αφήγηση (λ.χ. ζωή στο χωριό vs ζωή στην πόλη, παππούς vs πατέρας, έμπορος/ ενεργό υποκείμενο vs εισπράκτορας χρεών/ παθητικό υποκείμενο, πατέρας vs μητέρα, θύτης vs θύμα, όφελος vs ζημία), καθώς και η λειτουργία τους στη σκιαγράφηση του χαρακτήρα και των αξιών των ηρώων και του κοινωνικού συνόλου.

 

Συμπληρωματικές ερωτήσεις-δραστηριότητες

• Σε όλο το διήγημα ο πατέρας έσκυβε. Μετά την έξωση, όμως, του δασκάλου «οι ώμοι του πατέρα κουνιόνταν στον αέρα σα φτερά» και τότε «κάθεται για πρώτη φορά με σηκωμένο μέτωπο και τολμά να βλέπει τον παππού στα μάτια». Πιστεύετε ότι τελικά είναι νικητής ή νικημένος; Να δικαιολογήσετε την απάντησή σας.

• Γιατί, κατά τη γνώμη σας, ο συγγραφέας αποφεύγει να μιλήσει για την τελική τύχη της δασκάλας και των παιδιών της;

 

Παράλληλο κείμενο

Κ. Θεοτόκης, Η τιμή και το χρήμα

Για τη συγκριτική θεώρηση των δύο κειμένων προσφέρονται περισσότερο τα δύο τελευταία αποσπάσματα του έργου του Θεοτόκη «Δουλευτάδες και οι δυο, ποιόνε έχουμε ανάγκη;», «Ανάθεμα τα τάλαρα».

• Και στα δύο διηγήματα το χρήμα επιβάλλεται στα συναισθήματα και δηλητηριάζει τις ανθρώπινες σχέσεις. Να τεκμηριώσετε τη διαπίστωση αυτή με αναφορές στα δύο κείμενα.

• Να αξιολογήσετε τη στάση των πρωταγωνιστών στις επιλογικές σκηνές των δύο έργων, με κριτήρια το οικονομικό μοντέλο της επιτυχίας και τις επιταγές της ηθικής.

• Αφού μελετήσετε στην εισαγωγή του βιβλίου σας τις βασικές αρχές του Νατουραλισμού, να εξετάσετε πώς αυτές εφαρμόζονται στα δύο κείμενα.

 

3. Ενδεικτική βιβλιογραφία

Βελουδής Γ. (επιμ.), 1986, Κ. Χατζόπουλος, Ο πύργος του Ακροπόταμου, Αθήνα, Οδυσσέας.

Καρβέλης Τ., 1998, Κωσταντίνος Χατζόπουλος, ο πρωτοπόρος, Αθήνα, Σοκόλης.

Καψωμένος Ε.Γ., Τζούλης Χρ. & Δανιήλ Χρ. (επιμ.), 1998, Ο Κωσταντίνος Χατζόπουλος ως συγγραφέας και θεωρητικός. Πρακτικά επιστημονικού συμποσίου. Αγρίνιο, 14-17 Μαΐου 1993, Αθήνα, Δωδώνη.

Σταυροπούλου Ε. (επιμ.), 1989, Κ. Χατζόπουλος, Τα διηγήματα, Αθήνα, Συνέχεια.

Χάρης Π. (επιμ.), 1989, Κ. Χατζόπουλος, Φθινόπωρο, Αθήνα, «Νεοελληνική Βιβλιοθήκη», Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη.

Χατζόπουλος Κ., 1996, Κριτικά κείμενα, Αθήνα, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη.

 

pano

 


Κωσταντίνος Χατζόπουλος

βιβλιοnet δεσμός

ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

σαν σήμερα σαν σήμερα

ΠΟ.Θ.Ε.Γ.

Εκπομπή ΕΠΟΧΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΕΡΤ

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ Ε.Π.

Ο ΠΥΡΓΟΣ ΤΟΥ ΑΚΡΟΠΟΤΑΜΟΥ Ε.Π.

ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ Ε.Π.

Η ΑΝΝΙΩ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ Ε.Π.

ΑΓΑΠΗ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ Ε.Π.

ΤΑΣΩ, ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΚΙ ΑΛΛΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ Ε.Π.

Βιογραφικό δεσμός, desmos


Αδαμάντιος Διαμαντής
στη Βικιπαίδεια δεσμός
στη europeana δεσμός
στο paletaart δεσμός

pano

 


Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.

 

Ήρωες

Οι ήρωες του κειμένου είναι:

 

Τόπος

Τα γεγονότα του κειμένου διαδραματίζονται:

 

Η χρονική σειρά των γεγονότων

Διακρίνουμε αναδρομικές αφηγήσεις, πρόδρομες, in medias res, εγκιβωτισμό, παρέκβαση, προϊδεασμό, προοικονομία:

 

Η χρονική διάρκεια

Σχέση του χρόνου της αφήγησης με τον χρόνο της ιστορίας (μικρότερος, ίσος, μεγαλύτερος).

Διακρίνουμε επιτάχυνση, παράλειψη, περίληψη, έλλειψη, αφηγηματικό κενό, επιβράδυνση:

 

Γλώσσα

Η γλώσσα του κειμένου είναι:

 

Αφήγηση

Η αφήγηση είναι πραγματική ή πλασματική, αφήγημα γεγονότων, λόγων ή σκέψεων…

 

Ο αφηγητής

Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός, ετεροδιηγητικός…

 

Η εστίαση

Η εστίαση είναι μηδενική, εσωτερική, εξωτερική…

 

Τα αφηγηματικά επίπεδα

Τα αφηγηματικά επίπεδα είναι εξωδιηγητικά, διηγητικά, μεταδιηγητικά:

 

Αφηγηματικοί τρόποι

Οι αφηγηματικοί τρόποι είναι: έκθεση, διάλογος, περιγραφή, σχόλιο, ελεύθερος πλάγιος λόγος, μονόλογος:

 

Ενότητες

Το κείμενο μπορεί να χωριστεί στις εξής ενότητες:

 

Το σχόλιό σας...

 

pano

 


 


© ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Γιάννης Παπαθανασίου