Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β' Λυκείου

Γεώργιος Βιζυηνός, Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου

18 19 20 21 22 23 24 25 Ασκ B

18

ΝΕΑ ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΣΧΟΛΗ

Γεώργιος Βιζυηνός, Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου

 

ΣΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ αυτό ο Βιζυηνός περιγράφει την εναγώνια αγάπη της μητέρας για τον ξενιτεμένο της γιο και την οδύνη και την απελπισία της για τον ανεξήγητο θάνατο του άλλου της γιου. Η επιστροφή του ξενιτεμένου γλύκανε κάπως τον καημό της, αλλά δεν ήταν δυνατό να εξαλείψει τη διάθεσή της για εκδίκηση. Όλες όμως οι προσπάθειές της να βρεθεί και να τιμωρηθεί ο φονιάς ήταν άκαρπες και η μητέρα εξορκίζει τα παιδιά της να μην αφήσουν τον αδελφό τους ανεκδίκητο. Στη φάση αυτή της ιστορίας εμφανίζεται η Τουρκάλα με το γιο της τον Κιαμήλη (το γεγονός περιγράφεται λεπτομερειακά στο απόσπασμά μας), που προσφέρεται να βοηθήσει και τους φιλοξενεί στην πρωτεύουσα, όσο κρατάνε οι αναζητήσεις για την ανακάλυψη του φονιά. Όμως και οι προσπάθειες αυτές δεν φέρνουν αποτέλεσμα. Το μυστήριο τέλος διαλευκαίνεται, όταν ο Κιαμήλης αφηγείται στο Γιωργή (το συγγραφέα) ότι σκότωσε επιτέλους το βρυκόλακα που δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Τι είχε συμβεί; Ο Κιαμήλης, αν και ήταν βέβαιος πως είχε σκοτώσει το φονιά του αδελφοποιτού του, τον ταχυδρόμο Χαραλάμπη, τον έβρισκε διαρκώς μπροστά του και αποφάσισε να απαλλαγεί από το φάντασμα. Στη συνέχεια της αφήγησης αποκαλύπτεται ότι ο ταχυδρόμος τον οποίο σκότωσε ο Κιαμήλης δεν ήταν ο Χαραλάμπης αλλά ο Χρηστάκης που τον είχε αντικαταστήσει εκείνες τις μέρες στη δουλειά. Η αποκάλυψη είναι τρομερή και ο Κιαμήλης χάνει τα λογικά του. Παρακαλεί το συγγραφέα να μην το πει στη μητέρα του και όταν αποφυλακίζεται, γίνεται, για να εξιλεωθεί, άβουλος και άφωνος δούλος της και αφοσιώνεται στη δούλεψή της.

 


 

(απόσπασμα)19

 

Ο μη γνωρίσας την αγαθότατην ταύτην μητέρα προ του θανάτου του υιού της, θα την εκλάβη ίσως ως γυναίκα τραχέος και σκληρού χαρακτήρος, αφού εγώ αυτός* εδυσκολευόμην πλέον να ανεύρω εν αυτή την άπειρον εκείνην φιλανθρωπίαν, ήτις την έκαμνε να φείδηται* και να συμπονεί και αυτήν την άψυχον φύσιν, και ως εκ της οποίας δεν υπέφερε να ίδει ουδέ μίαν όρνιθα σφαζομένην. Διότι ναι μεν, εκδίκησιν λέγουσα, ηννόει κυρίως “δικαιοσύνην”. Αλλά την δικαιοσύνην ταύτην δεν ηννόει άνευ προσωπικής αυτής ικανοποιήσεως προσμετρουμένην μόνον υπό της απαθούς χειρός του νόμου.

— Να τον ιδώ κρεμασμένον, έλεγε, να τραβήξω το σχοινί του, και ύστερα ας αποθάνω!

Τόσον φρικαλέως επιθυμητή εφαίνετο η εκδίκησις εις την φιλοστοργίαν της φυσικής και αμορφώτου γυναικός!

Τα ψυχρά της επιστήμης σκέμματα*, δι' ων εδοκίμαζον ενίοτε να καταπραΰνω τας ορμάς της θερμής αυτής καρδίας, εξητμίζοντο πριν φθάσωσι τον σκοπόν αυτών, ως μικραί σταγόνες ύδατος, όταν πίπτωσιν επί σφοδρώς φλεγόμενης καμίνου. Ούτω και κατ' εκείνην την ημέραν. Όταν μετά μακράν διδαχήν περί της θέσεως των ατόμων απέναντι της δημοσίου δικαιοσύνης, της υπεσχέθην ότι θα κινήσω πάντα λίθον προς εύρεσιν και τιμωρίαν του κακούργου:

— Ναι! είπε, μετά τίνος αγρίας εντρυφήσεως*. Να τον ιδώ κρεμασμένο, να τραβήξω το σχοινί του, και ύστερ' ας πεθάνω!

Αλλ' αίφνης εκρούσθη η θύρα, και, μετά προφανούς δυσαρεσκείας είδε την καταξύριστον μορφήν του υπηρέτου ευσεβάστως παρακύπτουσαν* όπισθεν του θυροφύλλου.

— Τι τρέχει, Λουή; τον ηρώτησα εισερχόμενον.

— Μία Τούρκισσα, απήντησεν υποκλινόμενος προ της συνωφρυωμένης* μητρός μου, μία Τούρκισσα προς επίσκεψιν.

Προς επίσκεψιν ημών; Δεν είναι δυνατόν! Θα έχεις λάθος, Λουή, πήγαινε! Δεν γνωρίζομεν καμμίαν Τούρκισσαν. Αλλ' ενώ τον απέπεμπον ούτω, χάριν της μητρός μου, ηκούσθη ταραχή εν τω διαδρόμω και φωναί ως εριζόντων*. Ο Λουής υπεκλίθη εκ νέου όσον οίον τε βαθέως, όπως με πείσει, ότι ημείς ήμεθα οι ζητούμενοι. Αλλ' αίφνης η θύρα ανοίγει μετά φοβερού πατάγου, ωθήσασ' αυτόν να πέσει κατακέφαλα, ενώ μία γραία, σχεδόν απερικάλυπτος Οθωμανίς ερρίπτετο εις τους πόδας της μητρός μου, μετά λυγμών και δακρύων. Φαίνεται ότι οι έξω 20 υπηρέται τη εκώλυον την είσοδον και εκ της απελπισίας αυτής εβίασε την θύραν. Ο εμβρόντητος Λουής επρόφθασε να συνέλθει και εκδιώξει διά λακτισμών τον δειλώς ακολουθούντα αυτήν υψηλότατον λευκοσάρικον* «σοφτάν»*, αλλ' ο αδελφός μου, παρεμβάς, ως τον είδεν, επέπληξε τον υπηρέτην και εισήγαγε μετά μεγάλης χαράς τον ισχνόν και λευκόχλωμον εκείνον Τούρκον, ως εάν ήτον ο οικειότατος αυτώ φίλος.

— Είναι ο Κιαμήλης μας, είπεν, επιδεικτικώς προς εμέ, και αυτή θα είναι η μητέρα του!

Η μήτηρ μου μόλις και μετά βίας, απαλλαγείσα των περιπτυγμών* της Οθωμανίδος, ητένισεν υψηλά προς την συμπαθητικήν του σοφτά μορφήν μετά παραδόξου στοργής, και:

— Εσύ είσαι Κιαμήλη, παιδί μου; τον ηρώτησε. Και πώς είσαι; Καλά; Καλά; Δεν σ' εγνώρισα με αυτή την φορεσιά σου!

Ο Τούρκος έσκυψε μετά δακρύων εις τους οφθαλμούς και λαβών εφίλησε την άκραν του φορέματός της.

- Ο Θεός πολλά καλά να σε δίνει, Βαλινδέ!* είπε. Μέρα νύχτα παρακαλώ να κόβει από τα χρόνια μου να βάζει στα δικά σου.

Η μήτηρ μου εφαίνετο υπερβολικά ευχαριστημένη· ο Μιχαήλος επήγε να τα χάσει από την χαράν του, απευθύνων μυρίας ερωτήσεις και περιποιήσεις πότε εις τον ισχνοτενή εκείνον πρασινορασοφόρον και πότε εις την μητέρα του. Μόνον εγώ και ο Λουής ιστάμεθα άφωνοι και ενεοί.* Επί τέλους λαβών τον αδελφόν μου κατά μέρος:

— Έλα, άφησε τα γέλια σου, λέγω, και ειπέ μου τι συμβαίνει εδώ πέρα; Τι σας είναι αυτοί;

— Τώρα θα σε το πω, είπεν ο αδελφός μου γελών έτι περισσότερον. Τώρα θα σε το πω. Πήγαινε, Λουή! δυο καφέδες γρήγορα! Μα κοίταξε, να μην τους κάμεις πάλε σαν τα φράγκικά σου τ' αποπλύματα! Α-λα-τούρκο, και χωρίς ζάχαρη! Ακούς;

Και ταύτα λέγων εισήλθε μετ' εμού εις το προσεχές δωμάτιον.

— Αυτός είναι ένας Τούρκος, που τον εγιάτρευεν η μητέρα εφτά μήνες εις το σπίτι μας, και αυτή είναι η μάνα του, που ήλθε τώρα να της πει το σπολλάτη!* είπεν ο αδελφός μου, γελάσας προς μεγάλην μου έκπληξιν.

— Ένας Τούρκος, που τον εγιάτρευεν η μητέρα εφτά μήνας! Και από 21πότε έγινεν η μητέρα νοσοκόμος των Τούρκων; ηρώτησα εγώ συνωφρυωμένος εξ αγανακτήσεως.

Πρέπει να σημειώσω, ότι ο Μιχαήλος εσυνήθιζε ν' αστεΐζηται επί των αδυναμιών της μητρός ημών, τόσω μάλλον ασμένως*, όσω μάλλον αγογγύστως και προθύμως τας επλήρωνεν εκ του ιδίου του βαλαντίου. Τίποτε δεν τον ηυχαρίστει τόσον, όσον να μιμήται την μητέρα μας, δρώσαν υπό την επήρειαν αδυναμίας τινός, της οποίας τα στοιχεία παρεμόρφου επί το κωμικώτερον κατά τρόπον όλως ίδιον αυτώ.* Η ανοχή της καλής μητρός, ήτις εγέλα και αυτή, οσάκις τον ήκουεν, ερρίζωσεν εν αυτώ έτι μάλλον* την κακήν ταύτην συνήθειαν. Διά τούτο, όταν με είδεν αγανακτούντα επί τω ακούσματι:

— Άκουσε να σε πω, μου είπεν. Αν εννοείς να τα έχεις έτσι κατεβασμένα, δεν σε λέγω τίποτε. Θα μου χαλάσεις την ιστορία. Κάλλιο να την αφήσουμε μίαν άλλην ημέρα, για να γελάσεις και συ με την καρδιά σου, να γελάσει κι η μητέρα κομμάτι, που τόσες ημέρες δεν εγέλασεν ακόμη με τα σωστά της, η καημένη.

— Έλα! τω είπον τότε. Η μητέρα φαίνεται πολύ ευχαριστημένη από την επίσκεψιν, και είναι όλως διόλου ενασχολημένη με τους Τούρκους της, που δεν ημπορώ να χωνέψω. Ώσπου να πιουν τον καφέ τους και να μας ξεφορτωθούν, ειπέ μου την ιστορία.

— Άκουσε λοιπόν, μοι είπεν. Ηξεύρεις πόσον η μητέρ' ανησυχούσεν όταν έλειπες. Και δεν φθάνει που ανησυχούσεν εκείνη, μόνον δεν άφηνε και τον κόσμο στην ησυχία του. Ποιος περνά να τον σταματήσει μέσ' στον δρόμο· ποιος έφθασεν από πουθενά, να πα να τον ρωτήσει μη σε είδαν, μη σε άκουσαν. Την ξεύρεις. Ένα πρωί πρωί ετρυγούσαμε τα πεπόνια στο χωράφι. Έξαφνα βλέπει ένα διαβάτη που περνούσε. Δεν τον αφήνει να πάγει στη δουλειά του, μόνο τρέχει στην φράκτη:

— Ώρα καλή, θειε!

— Πολλά τα έτη, κυρά!

— Από την Ευρώπη έρχεσαι;

— Όχι, κυρά, από το χωριό μου. Και πού είν' αυτή η Ευρώπη;

— Να, ξεύρω κι εγώ; αυτού που είναι το παιδί μου. Δεν άκουσες να λένε τίποτε για το παιδί μου;

— Όχι, κυρά. Και πώς το λένε το παιδί σου;

22 Αμ' ξέρω και γω μαθές; Ο νουνός του το βάφτισε Γιωργί και πατέρας του ήτανε ο Μιχαλιός ο πραματευτής, ο άνδρας μου. Μα κείνο, ακούς, επρόκοψε και πήρεν ένα όνομα από τα περιγραμμάτου·* και τώρα, σαν το γράφουνε μέσ' στες εφημερίδες, δεν ηξεύρω κι εγώ η ίδια, το παιδί μου είναι μαθές που λένε, ή κανένας φράγκος!

— Την ιστορία, Μιχαήλε! την ιστορία του Τούρκου! διέκοψα εγώ ανυπομόνως.

— Στάσου δα! είπεν εκείνος. Η ιστορία ήλθεν ύστερ' από την κουβέντα. Ύστερ' από την κουβέντα, βλέπεις τη μητέρα και κόφτει το πιο καλό, το πιο μεγάλο πεπόνι.

— Αμ' δεν παίρνεις κάνα πωρικό από τον κήπο μας, θείε;

— Ευχαριστώ, κυρά, δεν έχω τόπο να το βάλω.

— Δεν πειράζει, θείε, το καθαρίζω και το τρώγεις.

— Ευχαριστώ, κυρά, με κρατεί κοιλόπονος.

— Έλα να χαρείς, κάμε μου την χάρη. Γιατί, διες, έχω παιδί στην ξενιτιά, κι έχω καρδιά καμμένη. Κι αφού δεν μπορώ να το στείλω στο παιδί μου, φα' το καν του λόγου σου που είσαι ξένος. Ίσως το 'βρει κι εκείνο από κανέναν άλλονε.

Ο άνθρωπος έχασε την υπομονή του.

Ντζάνουν* καλά, χριστιανή για! μα σαν έχεις παιδί στην ξενιτιά, τι σε φταίγω εγώ να βάλω, έτσι θεονήστικος, όλην αυτή την χολέρα μέσ' στο στομάχι μου! Μη θαρρείς πως εβαρέθηκα τη ζωή μου; Εγώ έχω γυναίκα που με καρτερά, κι έχω παιδιά να θρέψω. Μα σαν θέλεις και καλά να χρησιμοποιήσεις το πεπόνι σου, στείλε το στου γερο-Μούρτου το χάνι. Εκεί κοντά ένας ξένος παλεύει με τον θάνατο, θερμασμένος εδώ και τρεις εβδομάδες. Άμα γευθεί αυτή τη χολέρα, πίστεψέ με, θα γλυτώσει και αυτός από τη θέρμη και η θέρμη απ' αυτόνε.

— Τέλος πάντων! του είπα, ετελείωσαν τα επεισόδια; Άρχισε πλέον την ιστορία!

— Στάσου δα! απήντησεν εκείνος πειρακτικώς. Μήπως είμεθα εις την Ευρώπην που πουλούν το κρέας δίχως κόκκαλα; Σε λέγω την ιστορία καθώς εγένηκεν. Αν δεν σ' αρέσει, άφησέ την κατά μέρος. Πάμε να διούμε την χανούμισσα!

— Σε ήθελα να είσαι από πουθενά, εξηκολούθησεν έπειτα, να ιδείς 23 την μητέρα, όταν το άκουσε. — Χριστός και Παναγιά, παιδάκι μου! — Και έπεσε το πεπόνι από τα χέρια της, κι έγινε σαν πίτα! Κι έσιαξε το φακιόλι στο κεφάλι της, κι επήρε τον δρόμο. Δηλαδή τα σπαρμένα και τ' άσπαρτα χωράφια κατ' ευθείαν για να φθάσει όσον το δυνατόν γρηγορότερα. Εγώ που την ήξευρα, την αφήκα να πάγει. Μα σαν επροχώρησε καμπόσο και είδε που δεν το εκούνησα, εγύρισε πίσω θυμωμένη και:

— Τι χάσκεις απ' αυτού, μωρέ πολλακαμένε;* — εφώναξε. — Ε; φυλάγεις να το πω για να σαλέψεις;

Αν σε βαστά μην την ακολουθείς. Θα ήταν καλή να με φακιολίσει* με καμιά βωλάκα.* Αφήκα λοιπόν την δουλειά μου, κι έπεσα καταπόδι της. Πού να την φθάσεις! Βρε αγκάθια, βρε χανδάκια, βρε φράχτες — δεν έβλεπε τίποτε. Τίποτε άλλο, παρά του γερο-Μούρτου τον σκεπό που εκοκκίνιζε μακριά μέσ' στα σπαρμένα.

Σαν έφθασε κοντά, άρχισαν τα γόνατά της να τρέμουν κι εκάθισε σε μια πέτρα.

— Χριστός και Παναγιά, παιδάκι μου! Και πώς δεν μου το είπες πως ήταν ένας άρρωστος δωπέρα;

— Αμ' τι να σε το πω! Μήπως είσαι γιατρός για να τον γιάνεις; Εκείνο, ως και ο παπα-Δήμος, που τ' άκουσε, δεν επήγε να τον δει. Γιατ' είναι, λέγει, Τούρκος, κι οι Τούρκοι δε πληρώνουν για ευχέλαιο.

— Τούρκος είπες; εφώναξε τότε, και ήλθεν ολίγο στην θωριά της. — Σαν είναι Τούρκος — Δόξα σοι ο Θεός! Είχα μια φοβέρα μήπως ήταν το Γιωργί μας!

— Κρίμα που δεν σου το είπα πρωτύτερα, μητέρα, να μη χαλάσεις του κόσμου τα χωράφια και να κάμεις τα πόδια σου κόσκινο μέσ' στ' αγκάθια. Από τη βία σου, μ' έκανες να πάρω τον δρόμο αξυπόλυτος. — Μα κείνη, στο μεταξύ, ξανακίνησε προς του Μούρτου το χάνι.

Εκεί που έπεσα πάλι καταπόδι της, κι επήγα να πηδήξω ένα χανδάκι, ακούω κάποιον και βογκά. Στρέφω και θωρώ, ένας Τούρκαρος χαμαί, με κίτρινο πρόσωπο, με κόκκινα μάτια! Έτσι εύκολα που γελώ στη ζωή μου, ποτέ δεν εγέλασα για άρρωστον άνθρωπο.

Κι εκείνη την ημέρα δεν ημπόρεσα να βασταχθώ, γιατί, δεν ηξεύρεις. Εδώ ήταν μια βάτος, κι εδώ μια αγριαγγινάρα. Κι ο Τούρκος, που παράδερνε παραλαλώντας εις την μέση, εγύριζε στη βάτο, και της έκαμνε 24 τεμενάδες, και την γλυκομιλούσε, και της έκαμνεν εργολαβία. Εγύριζε στην αγριαγγινάρα κ' έτριζε τα δόντια, κι αγρίευε τα μάτια, κι εσήκωνε με βρισιές το χέρι του, να της κόψει το κεφάλι! Τα μεγάλα του λόγια από την μια και η αδυναμία του από την άλλη ήτανε να σκάσεις από τα γέλια. Μα σαν ήλθεν η μητέρα και με είδε, σου έκαμεν ένα θυμό! ένα θυμό! Θεός να σε φυλάγει!

— Τι στέκεις και γελάς αυτού, βρε χάχα; Ε; τι στέκεις και γελάς! Ο άνθρωπος ψυχομαχά, και συ το χαίρεσαι; Πιάσ' από κεινά! Φορτώσου τον στην ράχη σου!

— Καλέ, χριστιανή, αυτός είναι μιάμιση φορά μακρύτερος από μένα, πώς θέλεις να τον φορτωθώ στην ράχη μου!

— Πιάσ' απ' εκεινά, σε λέγω, γιατί ξέρεις;

Αν σε βαστά μην το κάμεις! Έπιασα λοιπόν και με φόρτωσε τον Τουρκαλά στην ράχη μου κι επήραμε τον δρόμο.

Ο γερο-Μούρτος έλιαζε την κοιλιά του έξω από τη θύρα του χανιού. Σαν μας είδε, εγέλασε βαθιά μέσ' στον λαιμό του κι εφώναξεν;

— Ωρέ, δεν μου φορτώνεσαι κάλλιο κειο τον ψόφιο γάδαρο, για να κερδαίσεις καν τα πέταλά του, μόνο σκομαχάς έτσι στα χαμένα για να πας την λοιμική στο σπίτι σου;

Εγώ δεν απηλογήθηκα γιατί, καταλαμβάνεις, αναπνοή για χωρατά δεν μ' επερίσσευε. Μα η μητέρα, την ξεύρεις την μητέρα. Του εδιάβασε τον εξάψαλμο για την απονιά του!

Σαν τον εφέραμε στο σπίτι, εστρώσαμε το στρώμα του Χρηστάκη και τον επλαγιάσαμε. Ο Χρηστάκης ο μακαρίτης εγύριζε τότε στα χωριά της επαρχίας, με τες πραματειές επάνω στ' άλογο. Ήτανε πριν ανοίξει το μαγαζί του. Και σαν έμαθε πως έχουμε τον άρρωστο εις το σπίτι, επήγε κι έρριψε την κάπα του εις της θειας μας το σπίτι, στο Κρυονερό. Η μητέρα τον εμάλωνε πάντοτε για τες ακαταστασίες του, κι εκείνος ο μακαρίτης αφορμήν εγύρευε για να ξωμένει, να ζει του κεφαλιού του. Εφτά μήνες είχαμε τον άρρωστο στο σπίτι, εφτά μήνες δεν επάτησε το κατώφλιό μας. Ώσπου αναγκάσθηκεν η μητέρα να τον στείλει μαζί μου στην Πόλη, πριν γιατρευθεί όλως διόλου.

— Και πώς είχε ξεπέσει στο χωριό μας, ηρώτησα εγώ. Και πώς συνέβη ν' αρρωστήσει;

— Χουμ! είπεν ο αδελφός μου ξύων την κεφαλήν του. Αυτό κι εγώ μόνον άκρες μέσες το γνωρίζω. Μήπως μ' άφηκε μαθές η μητέρα να τον ερωτήσω, καθώς ήθελα;

25 — Άνθρωποι είμεθα, έλεγε, και οι αρρώστιες είναι για τους ανθρώπους. Αλίμονο σ' όποιον δεν έχει ποιος να τον κοιτάξει! Και ποιος ηξεύρει, αν αυτήν την ώρα και το Γιωργί μας δεν είν' άρρωστο στην ξενιτιά, χωρίς κανένα εδικό στο πλάγι του! Μην κάθεσαι λοιπόν και μου ψιλορωτάς τον άνθρωπο, μόνο γιάνε τον πρώτα!

Ο Κιαμήλης είναι καλός, πολύ καλός ο καημένος, εξηκολούθησεν ο αδελφός μου, και πολλές φορές άνοιξε μονάχος του να με πει το πώς αρρώστησε. Μα όσες φορές το δοκίμαζε τόνε ξανάπιανεν η θέρμη.

Εδώ μας διέκοψεν εισελθούσα η μήτηρ μου μετά των ξένων της. Η κοντή και πως* εύσωμος Οθωμανίς είχε τακτοποιημένον το λευκότατον αυτής γιασμάκιον* και συνεκράτει επί το κοσμιώτερον τον μαύρον και μακρόν αυτής φερετζέν, υπό τον ποδόγυρον του οποίου μόλις έβλεπες τα μυτωτά και κίτρινα «παπούτσια» της. Αλλά βαθείαν εντύπωσιν μοι ενεποίησε τώρα η ωχρά και μελαγχολική του Κιαμήλ όψις, τα χαρακτηριστικά της οποίας μοι εφάνησαν τόσον ήμερα, τόσον ηδέα* ώστ' εκέρδισεν ούτως ειπείν εξ εφόδου την συμπάθειάν μου. Τούτο δεν διέφυγε την προσοχήν της μητρός, ήτις εγνώριζε την προς τους Τούρκους αντιπάθειάν μου. Δι' αυτό ατενίσασα φιλοστόργως προς αυτόν ενώ μοι τον παρουσίαζεν.

— Ο αρίσκος* ο Κιαμήλης!, είπεν, είναι πολύ, πολύ καλό παιδί. Τρώγει και κόλλυβα· πίνει και αγίασμα· φιλά και του παπά το χέρι· τι να κάμει! Όλα για να γειάνει.

Οι οφθαλμοί της μητρός του επληρώθησαν δακρύων. Μόλις δε τοις απέτεινα δύο τρεις λέξεις εις την γλώσσαν των, και ήρχισαν να με πληρώσιν ευχών κι ευλογιών, επαίνων κι εγκωμίων με τας γνωστάς εκείνας υπερβολάς της τουρκικής εθιμοτυπίας. Αλλ' η μήτηρ μου διακόψασα τον χείμαρρον της ρητορικής αυτών αποτόμως:

— Τώρα καθήστε, είπε, να διούμε τι θα κάνουμε. Η χανούμισσα, παιδί μου, έχει ένα γιο στον Ζαπτιέ,* που είναι από τους πρώτους ανακριτάδες. Της είπα την συμφορά που μας εγίνηκε· θα τον βάλει να μας εύρει τον φονιά! Η καημένη! δεν ηξεύρεις τι καλή που είναι! Τι κρίμα, που δεν το ήξευρα να έρθω πρωτύτερα στην Πόλη! Ως τα τώρα θα τον είχα τρεις φορές κρεμασμένο, και θα ήμουν απ' αυτή την μεριά τουλάχιστον ήσυχη!

 

Γ. Βιζυηνός, «Μοσκώβ Σελήμ» [πηγή: Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β' Λυκείου]

«Κεσέμι» (μανιάτικο δημοτικό τραγούδι)

G. K. Chesterton, «Πώς να γράψετε μια αστυνομική ιστoρία»

Αγκάθα Κρίστι, «Δέκα μικροί νέγροι» (θεατρική διασκευή της ιστορίας μυστηρίου της Αγκάθα Κρίστι) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]

 

εγώ αυτός: εγώ ο ίδιος.
φείδομαι: λυπάμαι, φροντίζω.
σκέμμα: σκέψη, συλλογισμός.
εντρύφησις: απόλαυση, ευχαρίστηση.
παρακύπτω: σκύβω πλάγια και κοιτώ.
συνωφρυωμένος: κατσουφιασμένος.
ερίζω: φιλονικώ.
λευκοσάρικος: με λευκό σαρίκι.
σοφτάς: Τούρκος ιεροσπουδαστής.
περιπτυγμός: εναγκαλισμός.
βαλινδέ: (λ. αραβική) μητέρα. Ειδικά μητέρα σουλτάνου που είχε εξαιρετικές τιμές και προνόμια στα σουλτανικά παλάτια.
ενεός: άναυδος από έκπληξη.
σπολλάτη: (εις πολλά έτη), ευχαριστώ.
ασμένως: ευχαρίστως, με ευχαρίστηση.
κατά τρόπον όλως ίδιον αυτώ: με δικό του, τελείως ξεχωριστό τρόπο.
έτι μάλλον: ακόμη περισσότερο.
περιγραμμάτου: τα σχετικά με τη μόρφωση, τα γράμματα.
ντζάνουν: (λ. τουρκική) ψυχή μου.
πολλακαμένε: καημένε.
φακιολίζω: βάζω το φακιόλι.
βωλάκα: χοντρός βόλος από χώμα.
πως: κάπως.
γιασμάκιον: (λ. τουρκ.) σκέπασμα του προσώπου που άφηνε μόνο τα μάτια ακάλυπτα.
ηδέα: γλυκά.
αρίσκος: (χαϊδευτικό) ο καημένος.
ζαπτιές: (λ. τουρκ.) αστυνόμος, χωροφύλακας.

pano

 

 


 

Ερωτήσεις

  1. Μέσα από τον διάλογο αποκαλύπτονται οι χαρακτήρες των προσώπων και η σχέση και οι δεσμοί ανάμεσά τους. Να τους βρείτε και να παρακολουθήσετε πώς γίνεται αυτό.
  2. Στην πρώτη σελίδα του αποσπάσματός μας ο συγγραφέας προσπαθεί να καθησυχάσει τη μάνα του. Γιατί δεν μπορεί να το πετύχει;
  3. Ποιον τρόπο ακολουθεί στην αφήγησή του ο αδελφός του συγγραφέα; Ποια είναι τα αποτελέσματα της μεθόδου αυτής;
  4. Πώς κατορθώνει ο συγγραφέας να δημιουργήσει κωμική κατάσταση μέσα από την τραγικότητα του πληγωμένου Τούρκου;
  5. Με ποιες φράσεις, στις δυο τελευταίες σελίδες, προοικονομεί ο συγγραφέας ότι ο Κιαμήλης είναι φονιάς;

 


Γεώργιος Βιζυηνός(1849-1896)

Βιζυηνός

Γεννήθηκε στη Βιζύη της Θράκης και πέθανε στην Αθήνα. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετά στη Γερμανία, όπου ασχολήθηκε κυρίως με τη φιλοσοφία και την αισθητική. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα σκόπευε να διδάξει στο Πανεπιστήμιο, αλλά τελικά μπήκε καθηγητής στο Ωδείο Αθηνών. Ένα άτυχο επεισόδιο κλόνισε τα νεύρα του και τον έκλεισαν στο Δρομοκαΐτειο φρενοκομείο. Ο Βιζυηνός μαζί με το Βικέλα είναι ο δημιουργός της πεζογραφίας στην Ελλάδα και δίκαια ονομάστηκε πατέρας του διηγήματος. Κύριο χαρακτηριστικό των πεζογραφημάτων του είναι ότι κατορθώνει να παρουσιάζει ολοκληρωμένους χαρακτήρες, τους οποίους ψυχογραφεί σε βάθος. Τα θέματά του τα αντλεί από τις παιδικές του αναμνήσεις, την οικογενειακή ζωή και το περιβάλλον του χωριού του. Έγραψε σε καθαρεύουσα, όμως στο διάλογο χρησιμοποίησε μια γλώσσα θαυμάσια πλαστική λαϊκή, που αποδίδει τέλεια το ήθος των προσώπων. Στην ποίηση ταλαντεύεται ανάμεσα στο παλιό και το καινούριο και δεν κατορθώνει να απαλλαγεί από τις αδυναμίες του ρομαντισμού. Έργα του: Ποίηση: Ποιητικά πρωτόλεια, Κων/πολη 1873. Ο Κόδρος, επικόν ποίημα, (1874). Βοσπορίδες Αύραι, 1876 (ανέκδοτο). Ατθίδες Αύραι, Λονδίνο 1883 (1884). Άλλα ποιήματα. Ποιήματα από τα χειρόγραφα «Λυρικά». Παιδικά (ανέκδοτα). Πεζά: Δημοσιεύτηκαν στην Εστία από το 1883-1895. Το αμάρτημα της μητρός μου, 1883. Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου, 1883. Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως, 1883. Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας, 1884. Το μόνον της ζωής του ταξίδιον, 1884. Μοσκώβ Σελήμ, 1895. Μελέτες: Ανά τον Ελικώνα, 1894. Άπαντα: τόμ. 1,1955.

 

Γεώργιος Βιζυηνός [πηγή: Πολιτιστικός Θησαυρός της Ελληνικής Γλώσσας]

Γεώργιος Βιζυηνός (κείμενα) [πηγή: Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού]

 



 

1. Εργοβιογραφικά στοιχεία

Ο Γεώργιος Βιζυηνός γεννήθηκε στη Βιζύη (Βιζώ ή Βίζα) της Ανατολικής Θράκης, το 1849. Αν και υπάρχουν σκοτεινά σημεία σχετικά με την οικογενειακή κατάσταση του, ωστόσο είναι βέβαιο ότι έχασε μικρός τον πατέρα του και μαζί με τα αδέρφια του μεγάλωσε μέσα σε δυσκολίες και στερήσεις με μοναδικό στήριγμα τη μητέρα τους, για την οποία ο συγγραφέας έτρεφε αισθήματα λατρείας. Παιδί στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη, μαθητευόμενος σε ραφτάδικο. Στη συνέχεια, τον πήρε υπό την προστασία του ο έμπορος Γιάγκος Γεωργιάδης, δίπλα στον οποίο γνώρισε και αγάπησε την εκκλησία και τα γράμματα. Ακολούθησε η μακρά παραμονή του στην Κύπρο, όπου θήτευσε στην καλογερική ζωή με σκοπό να γίνει κληρικός. Η θερμή φύση του όμως και η μεγάλη του επιθυμία για μόρφωση τον έφεραν ξανά στην Κωνσταντινούπολη. Ο αρχιερέας Σύρου Λυκούργος τον σύστησε στον φιλάνθρωπο Γ. Χασιώτη, με τη βοήθεια του οποίου φοίτησε στην ιερατική σχολή της Χάλκης. Εκεί γνωρίστηκε με τον τυφλό ποιητή Ηλία Τανταλίδη και άρχισε ουσιαστικά η ενασχόλησή του με την ποίηση.

Η πρώτη ποιητική συλλογή του Βιζυηνού, με τίτλο Ποιητικά πρωτόλεια (1873), προκάλεσε επαινετικά σχόλια, που έγιναν αφορμή να γνωριστεί με τον μαικήνα της εποχής, Γεώργιο Ζαρίφη, ο οποίος τον πήρε έκτοτε υπό την προστασία του. Τον Σεπτέμβριο του 1873 ήλθε στην Αθήνα, τελειόφοιτος μαθητής στο γυμνάσιο της Πλάκας. Μαζί του είχε φέρει από τη Χάλκη το επικολυρικό ποίημα «Κόδρος», το οποίο ξαναδουλεμένο υπέβαλε στον Βουτσιναίο ποιητικό διαγωνισμό και κέρδισε το πρώτο βραβείο (διαγωνιζόμενος με μεγάλα ονόματα της εποχής). Αφού φοίτησε μια χρονιά στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας, έφυγε για σπουδές στο Γκαίτιγκεν της Γερμανίας, όπου άρχισε η δημιουργικότερη περίοδος της ζωής του. Σπούδασε φιλολογία, φιλοσοφία, ψυχολογία και αισθητική και η διδακτορική του διατριβή με τίτλο Το παιχνίδι υπό έποψη ψυχολογική και παιδαγωγική εκδόθηκε στη Λειψία.

Παράλληλα με τις πανεπιστημιακές σπουδές, ο Βιζυηνός μελετούσε γερμανική λογοτεχνία, κλασική και νεότερη, και έγραφε συνεχώς στίχους. Την περίοδο εκείνη δημιουργήθηκε η συλλογή Άρες, μάρες, κουκουνάρες, την οποία υπέβαλε, το 1876, στο Βουτσιναίο διαγωνισμό, κερδίζοντας και πάλι το βραβείο. Αργότερα αυτή η συλλογή κυκλοφόρησε σε βιβλίο με τον «σοβαρό» τίτλο Βοσπορίδες Αύραι.

Με αφετηρία τη Γερμανία, ο Βιζυηνός ταξίδεψε στη γενέτειρα Βιζύη, την Αθήνα, την Κωνσταντινούπολη, το Λονδίνο, το Παρίσι. Στη γαλλική πρωτεύουσα γνωρίστηκε με τον Δ. Βικέλα. Ήταν η εποχή που στην Ελλάδα το ενδιαφέρον της πνευματικής ζωής στρεφόταν στις λαογραφικές μελέτες, οι οποίες στόχευαν να αναδείξουν τη συνέχεια του ελληνισμού. Με παρακίνηση του Βικέλα, ο Βιζυηνός στράφηκε στις παιδικές μνήμες και στα βιώματά του και άρχισε να γράφει τα αυτοβιογραφικά διηγήματα, τα οποία έμελλαν να του χαρίσουν δάφνες.

Η ζωή, όμως, δεν στάθηκε μέχρι το τέλος γενναιόδωρη απέναντί του. Μετά τον θάνατο του προστάτη του Ζαρίφη, το 1884, πέρασε μια δύσκολη οικονομικά περίοδο, στα προβλήματα της οποίας δεν μπόρεσε να αντεπεξέλθει. Βυθίστηκε σε μια ψύχωση και, μαζί, στη δίνη ενός παράλογου έρωτα για τη μικρή Μπετίνα Φραβασίλη, στο παιδικό προσωπάκι της οποίας ο διαταραγμένος πλέον νους του συγκέντρωσε όλες τις ελπίδες για ευτυχία και αναγνώριση. Ο επίλογος της ζωής του γράφτηκε στο Δρομοκαΐτειο θεραπευτήριο, όπου πέθανε, στις 15-4-1896.

Το λογοτεχνικό έργο του Βιζυηνού έχει οργανική σχέση με την περιπέτεια της ζωής του. Τα παιδικά βιώματα της Βιζύης και τα ερεθίσματα που είχε, τόσο από τη γνωριμία του με φωτισμένους άνδρες της εποχής όσο και από τα συνεχή ταξίδια του, υπήρξαν η βάση για το ποιητικό και το πεζογραφικό του έργο. Αναδείχθηκε αξιόλογος ποιητής με τις συλλογές Ατθίδες αύραι, Βοσπορίδες αύραι, τα παιδικά ποιήματα και τις μπαλάντες του (βαλλίσματα). Την επίζηλη όμως θέση στα ελληνικά γράμματα την κατέκτησε με το πεζογραφικό έργο του, δηλαδή με τα αυτοβιογραφικής αφετηρίας διηγήματά του, και, κατά δεύτερο λόγο, με τις αισθητικές και φιλολογικές μελέτες του, μεταξύ των οποίων είναι: η διδακτορική του διατριβή που αναφέρθηκε παραπάνω, Η φιλοσοφία του Καλού παρά Πλωτίνω, Στοιχεία Λογικής προς χρήσιν της ελληνικής νεολαίας, κ.ά.

Τα διηγήματα γράφτηκαν μεταξύ των ετών 1883-1895 και είναι, κατά χρονολογική σειρά έκδοσης: Το αμάρτημα της μητρός μου, Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου, Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως, Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας, Το μόνον της ζωής του ταξείδιον και Μοσκώβ Σελήμ.

Με βάση τα θρακιώτικα βιώματα, τη φαναριώτικη λογιοσύνη και την ευρωπαϊκή μόρφωση, ο Βιζυηνός έγραψε τα διηγήματά του τηρώντας το μέτρο της αισθητικής σε όλα τα επίπεδα: στο περιεχόμενο (μη ξεπέφτοντας σε μελοδραματισμούς), στη γλώσσα (κρατώντας τα ζωντανά λαϊκά και λόγια στοιχεία), στη διαγραφή των χαρακτήρων (διατηρώντας τους ήρωές του στις ανθρώπινες διαστάσεις τους). Αναδεικνύεται έξοχος ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής, η οποία αντιπαραβάλλει στην αδυσώπητη μοίρα τη δύναμη και το μεγαλείο της.

 

2. Η κριτική για το έργο του

Γνωρίσματα της πεζογραφίας του Βιζυηνού

«Τα διηγήματα του Βιζυηνού συγκεντρώνουν όλες τις προϋποθέσεις της καλής αφηγηματικής πεζογραφίας. Διακρίνονται για την αφηγηματική ικανότητα, για την τεχνική διάρθρωση της πλοκής, για την πλαστική δύναμη στη διαγραφή των χαρακτήρων, αλλά, προπαντός, για τη διείσδυση στο βάθος της ανθρώπινης ψυχής και την έντονη δραματικότητα. Ψυχογραφικός και δραματικός πεζογράφος είναι κατά κύριο λόγο ο Βιζυηνός. Μπορεί να μας κάνει να ενδιαφερθούμε ζωηρά για την ιστορία που μας λέει, μπορεί να ζωντανέψει άμεσα και παραστατικά τα πρόσωπά του, αλλά περισσότερο ακόμα — ικανότητα που είναι η δυσκολότερη και η σημαντικότερη για έναν πεζογράφο— μπορεί να εισδύσει στην ανθρώπινη ψυχή και να εικονίσει την εσωτερική τρικυμία και το δράμα της [...].

Δύο είναι τα βασικά εξωτερικά γνωρίσματα των διηγημάτων του Βιζυηνού: ο αυτοβιογραφικός χαρακτήρας των μύθων του και η γλώσσα τους, η καθαρεύουσα. Σ' αυτά τα δύο γνωρίσματα θα μπορούσαν να προστεθούν ακόμα δύο, πιο δευτερεύοντα: το κοσμοπολίτικο ή καλύτερα το ανθρώπινο στοιχείο που διακρίνεται μέσα σ' αυτά και η έκτασή τους, η τάση του συγγραφέα προς το άπλωμα της αφήγησης.[... ] Η πρωτοτυπία του Βιζυηνού βρίσκεται στο ότι μπόρεσε να αναπαραστήσει και να απεικονίσει, με πειστικούς αφηγηματικούς και πεζογραφικούς τρόπους, γεγονότα και περιστατικά της οικογένειάς του, και να μας τα εξιστορήσει με βαθιά συγκίνηση, πόνο και συγκρατημένο πάθος».

 

(Σαχίνης Απ., 31989, Παλαιότεροι Πεζογράφοι,
Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», σελ. 152-158)

 

Άνθρωπος και φύση στο έργο του Βιζυηνού

«Έτσι, κέντρο στα διηγήματα και στις νουβέλες του αποτελεί ο άνθρωπος. Γι' αυτό, αν και οι ιστορίες του εκτυλίσσονται συχνότατα στο φυσικό και αγροτικό περιβάλλον, η φύση, μολονότι δεν παραλείπει εδώ κι εκεί να την περιγράφει, εμφανίζεται κάπως αφηρημένη, κι έχεις παράδοξα την αίσθηση πως επικρατεί ο κλειστός χώρος. Τη φύση ο Βιζυηνός την κοιτάζει πιο πολύ με το μάτι του ρομαντικού. Στο αφηγηματικό του έργο, εξάλλου, όπως και στο ποιητικό, καταφέρνει σ' ένα θαυμαστό κράμα να συνδυάζει τη λογιότητα με τα λαϊκά και τα δημοτικά στοιχεία. Σε τελική ανάλυση όμως ό,τι τον ενδιαφέρει είναι ο άνθρωπος, η ψυχολογία του και η μοίρα του —και μάλιστα καθώς το βλέπουμε καθαρότερα στον Μοσκώβ Σελήμ και στο Ποίος ήτον ο φονεύς του αδερφού μου, όχι ο στενά περιορισμένος στα όρια της εθνότητας. Γι' αυτό, παρά τις πετυχημένες κάποτε περιγραφές, η φύση απομένει συνηθέστερα διακοσμητική. Υπάρχει γύρω, μα σπάνια γίνεται πραγματική και ζωντανεύει. Ενώ οι ανθρώπινοι χαρακτήρες του αναλύονται και ψυχογραφούνται με μια διεισδυτικότητα που σε λιγοστές περιπτώσεις ξαναγνώρισε η πεζογραφία μας».

 

(Στεργιόπουλος Κ., 1997, «Γεώργιος Βιζυηνός, Παρουσίαση-Ανθολόγηση», Η Παλαιότερη Πεζογραφία μας, Τόμος ΣΤ,
Αθήνα: Σοκόλης, σελ. 51)

 

Η ανθρωπιστική οπτική του έργου του Βιζυηνού

«Σε κάθε διήγημα του Βιζυηνού υπάρχει και μια κρίση συνείδησης, ένα πρόβλημα ψυχικό, που βρίσκει τη λύση του μαλακά μαλακά, με τη συγγνώμη, με τον έλεον, με την ανθρωπιά. Η μητρική αμαρτία, ο αθέλητος φόνος του αδερφού, η φαινομενική από περίσσευμα ανθρωπιάς, εξωμοσία του Μοσκώβ Σελήμ, η άκακη ψευδολογία, η γεμάτη πόνο και φαντασία, του παππού, είναι θέματα βαρυσήμαντης ψυχολογικής ανάλυσης, που ισόρροπα και αυτοσυνείδητα και με περισσή μαστοριά τ' απλώνει μπροστά μας και τα δικαιώνει ο Βιζυηνός. Στο διήγημα Ποίος ήτον ο φονεύς του αδερφού μου καρτερούμε, στις πρώτες σελίδες, μια κοινότατη αστυνομική περιπέτεια. Και βρισκόμαστε σε μια κρίση ψυχής, όπου η παιδεμένη μητρική καρδιά εξαγιάζεται σ' ολόκληρο το πλάτος και της στοργής της και της φιλέκδικης νεύρωσής της, όπου ο φονιάς μάς γίνεται περισσότερο συμπαθητικός από το θύμα, όπου η μισαλλοδοξία καταλύεται με τη δύναμη της ανθρωπιάς».

 

(Παναγιωτόπουλος Ι.Μ., 1959, «Γεώργιος Βιζυηνός», Βασική Βιβλιοθήκη, τ. 18,
Αθήνα: Ι. Ζαχαρόπουλος, σελ. 29)

 

Το έργο του Βιζυηνού ως συναίρεση των ανθρωπίνων αντινομιών

«Ποίος ήτον ο φονεύς του αδερφού μου: το πιο φιλόδοξο, θα 'λεγα από όλα τα διηγήματα του Βιζυηνού. Φιλόδοξο με την έννοια ότι η κύρια προσπάθεια, αλλά και το επίτευγμα, εδώ είναι η ενορχήστρωση των ποικίλων αφηγηματικών και εκφραστικών μέσων σε μια σύνθεση πολλαπλών επιπέδων. Ό,τι στα προηγούμενα διηγήματα είναι ακόμη απλό και γραμμικό, εδώ εμφανίζεται πολύμορφο και πολυδιάστατο. Η πλοκή αποτελεί κυριολεξία: μια ύφανση του αφηγηματικού λόγου, όπου τα επεισόδια συμπλέκονται το ένα με το άλλο, επιβάλλοντας τις αρχικές σημασίες τους ή όσες καινούριες αποκτούν από τα συμφραζόμενά τους. Το διήγημα, πολυπρόσωπο, γίνεται ένα μικρό μυθιστόρημα. Το αίνιγμα μεταβάλλεται σε μυστήριο. Η πορεία προς την αλήθεια είναι συνδρομή πολλών παραγόντων και συνδυασμός συλλογικών προσπαθειών, αναζητήσεων, μαρτυριών. [...]

Και για να συμπεράνουμε: το Ποίος ήτον ο φονεύς του αδερφού μου κατέχει μια σημαντική θέση όχι μόνο μέσα στο έργο του Βιζυηνού, αλλά και μέσα στη νεοελληνική διηγηματογραφία γενικότερα. Ό,τι το καταξιώνει όμως απόλυτα δεν είναι αποκλειστικά η επιδεξιότητα της σύνθεσης ή της πλοκής του. Θα 'λεγα πως εδώ η ισορροπία των αντιθέσεων λειτουργεί με τον τελειότερο τρόπο. Η επιμελημένη τεχνική συνδυάζεται με τολμηρές καταδύσεις στο βυθό της ψυχής. Πίσω από τις περιπέτειες μιας καλοστημένης αστυνομικής ιστορίας αναδύονται τελικά οι άνθρωποι με την τραγικότητά τους, Έλληνες ή Τούρκοι, πιασμένοι στο ίδιο δόκανο της μοίρας. Η μητέρα του θύματος και ο δολοφόνος: η πρώτη δοσμένη στην άγνοιά της (γιατί το δράμα αρχίζει από τη γνώση), ο δεύτερος, αγαθός και αθώος, βυθισμένος στη συσκότιση του νου του (γιατί το δράμα τελειώνει πολλές φορές με την παραφροσύνη). Έτσι μας έρχεται κάτι από τον ταραγμένο, δαιμονικό και αγγελικό ταυτόχρονα κόσμο του Ντοστογιέφσκι: το ρίγος της αβύσσου περισσότερο από οποιοδήποτε έγκλημα και τιμωρία. Ο αναγνώστης θα προσέξει ότι Το αμάρτημα της μητρός μου και το Ποίος ήτον ο φονεύς του αδερφού μου τελειώνουν μ' ένα διάλογο των ίδιων προσώπων. Στο "Αμάρτημα" ο αφηγητής σωπαίνει μπροστά στη γνώση της μητέρας του. Εδώ κρύβει την αλήθεια μπροστά στην άγνοιά της. Έτσι ή αλλιώς, το φράγμα προβάλλει ανυπέρβατο και ο λόγος δεν μπορεί να το ξεπεράσει».

 

(Μουλλάς Π., 1994, «Το νεοελληνικό διήγημα και ο Γ. Μ. Βιζυηνός», Γ. Μ. Βιζυηνός Νεοελληνικά Διηγήματα,
Αθήνα: Εστία: Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, σελ. ρι'-ριδ')

 

3. Το κείμενο

Ποίος ήτον ο φονεύς του αδερφού μου

Διδακτικές επισημάνσεις

 

Ο Π. Μουλλάς έχει επισημάνει ότι ολόκληρο το διήγημα αποτελείται από τέσσερα μέρη:

1. Σκηνή α': σε ένα ξενοδοχείο στο Βόσπορο.

2. Διηγηματικό ιντερμέδιο: ο αφηγητής ψάχνει στην Πόλη τον φονιά του αδερφού του.

3. Σκηνή β': στο σπίτι της Τουρκάλας στην Πόλη.

4. Διηγηματικός επίλογος: τρία χρόνια αργότερα ο αφηγητής συναντά στο σπίτι του τον φονιά του αδερφού του.

Το ανθολογημένο απόσπασμα είναι τμήμα από την πρώτη σκηνή του έργου. Έχει προηγηθεί η διήγηση της μητέρας σχετικά με τον φόνο του γιου της Χρηστάκη και η επιθυμία της για εκδίκηση και τιμωρία του φονιά. Στο απόσπασμα έχουμε την εμφάνιση της Τουρκάλας και του γιου της Κιαμήλ και τη διήγηση του Μιχαήλου στον αφηγητή σχετικά με τις συνθήκες γνωριμίας της μητέρας τους με τον Τούρκο. Η διδακτική προσέγγιση καλό είναι να συμπεριλάβει —ανάμεσα στα άλλα— σχόλια για την αφηγηματική δεινότητα του Βιζυηνού στην εξέλιξη της μυστηριώδους πλοκής όσο και για την εκπληκτική του ικανότητα να διαγράφει ζωντανούς χαρακτήρες εισδύοντας στο εσωτερικό της ψυχής τους. Μπορεί να ζητηθεί από τους μαθητές/μαθήτριες:

• Να σχολιάσουν τον τίτλο, ο οποίος, όπως συμβαίνει και με άλλα διηγήματα του Βιζυηνού, θέτει ένα αίνιγμα, η λύση του οποίου αποτελεί την πλοκή της ιστορίας και ανατρέπει τις προσδοκίες του αναγνώστη (τεχνική του σασπένς).

• Να σχολιάσουν τον βιωματικό και αυτοβιογραφικό χαρακτήρα της αφήγησης, εστιάζοντας τόσο στην παρουσία της προσωπικής αντωνυμίας του τίτλου και στη χρήση της πρωτοπρόσωπης αφήγησης όσο και στα οικογενειακά ονόματα, καθώς και τους γλωσσικούς ιδιωματισμούς και τις συνήθειες της περιοχής της Θράκης.

• Να αποδώσουν τον χαρακτήρα και το ψυχολογικό πορτρέτο της μητέρας, του Μιχαήλου και του αφηγητή, με βάση τις πληροφορίες που δίνει το απόσπασμα.

• Να βρουν και να σχολιάσουν τα σημεία όπου φαίνονται οι δεσμοί αγάπης, ανθρωπιάς, ευγνωμοσύνης και αφοσίωσης ανάμεσα στους χριστιανούς και τους μουσουλμάνους ήρωες.

• Να εντοπίσουν τη χρήση του διαλόγου ως βασικού αφηγηματικού τρόπου και να σχολιάσουν την αισθητική λειτουργία του.

• Να βρουν τις χρονικές αναλήψεις και να παρατηρήσουν τον τρόπο με τον οποίο αυτές εντάσσονται στο παρόν της αφήγησης (η ιστορία, π.χ., της διάσωσης του Κιαμήλ δεν αποτελεί εμβόλιμη ανάδρομη αφήγηση, αλλά ανα-πτύσσεται μέσα από το διάλογο των προσώπων στο παρόν της αφήγησης).

• Να παρατηρήσουν σε ποια σημεία του αποσπάσματος και με ποιες παρεκβάσεις η αφήγηση σκόπιμα επιβραδύνεται, ώστε να κορυφωθεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη.

• Να εντοπίσουν τις λεπτές αποχρώσεις χιούμορ μέσα στην αφήγηση του Μιχαήλου.

• Να σχολιάσουν τη γλώσσα του διηγήματος, παρατηρώντας ότι ο συγγραφέας αποδίδει το λόγο κάθε προσώπου με διαφορετική γλώσσα (λόγια για τον αφηγητή, θρακιώτικη ιδιωματική για τη μητέρα και τον Μιχαήλο, με τούρκικες λέξεις και εκφράσεις για τους Τούρκους).

• Να προσπαθήσουν, γνωρίζοντας το τέλος της ιστορίας και τη λύση του αινίγματος του τίτλου, να βρουν μέσα στο απόσπασμα προσημάνσεις της πλοκής.

 

Συμπληρωματικές ερωτήσεις-δραστηριότητες

• Να βρείτε στο απόσπασμα χωρία όπου υπάρχει ειρωνική αναφορά στις ευρωπαϊκές συνήθειες.

• Να εντοπίσετε στο κείμενο αντιλήψεις που σχετίζονται με την ξενιτιά και τη φιλοξενία.

• Ο αφηγητής στην αρχή του αποσπάσματος αντιμετωπίζει μάλλον εχθρικά τον Κιαμήλ. Στη συνέχεια, όμως, τον συμπαθεί. Να βρείτε σημεία που επιβεβαιώνουν την παρατήρηση αυτή και να ερμηνεύσετε την αλλαγή της διάθεσής του.

 

Παράλληλο κείμενο

Το απόσπασμα από το διήγημα του Βιζυηνού Μοσκώβ Σελήμ, το οποίο ανθολογείται αμέσως παρακάτω στο σχολικό βιβλίο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως παράλληλο κείμενο, προκειμένου να επιβεβαιώσουν οι μαθητές τα βασικά στοιχεία της διηγηματογραφίας του Βιζυηνού που εντόπισαν στο αρχικό κείμενο: ανθρωποκεντρικός χαρακτήρας της αφήγησης, λιτή και με μέτρο απόδοση του ανθρώπινου δράματος, πλάνη σχετικά με την πραγματικότητα. Το παρακάτω κριτικό κείμενο θα βοηθήσει τους μαθητές να αποκτήσουν μια συνολική εικόνα του διηγήματος.

«Εδώ υπάρχει, βέβαια, η απίστευτη ιστορία ενός Τούρκου, ο οποίος για να κερδίσει την αγάπη του πατέρα του, που τον περιφρονεί για τη μαλθακότητά του, κατατάσσεται εθελοντής στο σουλτανικό στρατό στη θέση του λιποτάκτη πρωτότοκου αδερφού του. Ακολουθεί μια σειρά από καταπληκτικά επεισόδια, που φέρνουν το Σελήμ ήρωα στα πεδία των μαχών κι αργότερα αιχμάλωτο στα χέρια των Ρώσων. Η σκληρότητα και η αδικία που γνωρίζει όμως στον τόπο του κι από τους ομοφύλους του και, παράλληλα, η ανθρωπιά και η προστασία που βρίσκει κοντά στους Ρώσους αποξενώνουν τελικά το Σελήμ από το δικό τους περιβάλλον και τον κάνουν παθιασμένο ρωσόφιλο, σε σημείο που να δίνει στους άλλους την εντύπωση ατόμου διανοητικά ανισόρροπου. Ο μικρόκοσμος του Σελήμ, κάτω από διαφοροποιημένους εξωτερικούς και εσωτερικούς όρους, θα μπορούσε να είναι ο μικρόκοσμος του καθενός από μας. Υπάρχει σ' αυτό όχι αληθοφανής, αλλά αληθινή ζωή κι ακόμα υπάρχει συμπάθεια για τον αδικημένο και τον καταφρονεμένο. Υπάρχει κάτι παραπάνω, αυτό που συνήθως αποκαλούμε "εμψυχούν ύδωρ'', εδώ δε θα δίσταζα να το ονομάσω ψυχή. Ψυχή που κάνει τούτο το πεζογράφημα, πέρα πια από τόπο και χρόνο, να έχει τη δική του αυτόνομη διάρκεια».

 

(Μητσάκης, Κ., 1982, Πορεία μέσα στο χρόνο, Αθήνα, σελ. 116-117)

 

4. Ενδεικτική βιβλιογραφία

Αθανασόπουλος Βαγγ. (εισαγωγή), 1992, Γ.Μ. Βιζυηνός. Τα διηγήματα, Αθήνα: Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη.

Μουλλάς Παν., 1994, «Το νεοελληνικό διήγημα και ο Γ.Μ. Βιζυηνός» στο Γ.Μ. Βιζυηνός Νεοελληνικά Διηγήματα, Αθήνα: Εστία: Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη.

Παναγιωτόπουλος Ι.Μ., 1959, «Γεώργιος Βιζυηνός», Βασική Βιβλιοθήκη, τόμος 18, Αθήνα: Ι. Ζαχαρόπουλος.

Σαχίνης Απ., 31989, Παλαιότεροι Πεζογράφοι, Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της «Εστίας».

Στεργιόπουλος Κ., 1997, «Γεώργιος Βιζυηνός. Παρουσίαση-Ανθολόγηση», Η Παλαιότερη Πεζογραφία μας, τόμος ΣΤ, Αθήνα: Σοκόλης.

Χάρης Π., 1968, Έλληνες πεζογράφοι, τόμ. 3 Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της «Εστίας».

Χρυσανθόπουλος Μ., 1994, Γεώργιος Βιζυηνός. Μεταξύ φαντασίας και μνήμης, Αθήνα: Εστία.

 

pano

 


Γεώργιος Βιζυηνός,
βιογραφία και έργα του στις Ψηφίδες Γεώργιος Βιζυηνός
στον Πολιτιστικό Θησαυρό της Ελληνικής Γλώσσας ΠΟΘΕΓ
Βικιπαίδεια Γεώργιος Βιζυηνός

Βιογραφικό δεσμός, desmos


pano

 


Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.

 

Ήρωες

Οι ήρωες του κειμένου είναι:

 

Τόπος

Τα γεγονότα του κειμένου διαδραματίζονται:

 

Η χρονική σειρά των γεγονότων

Διακρίνουμε αναδρομικές αφηγήσεις, πρόδρομες, in medias res, εγκιβωτισμό, παρέκβαση, προϊδεασμό, προοικονομία:

 

Η χρονική διάρκεια

Σχέση του χρόνου της αφήγησης με τον χρόνο της ιστορίας (μικρότερος, ίσος, μεγαλύτερος).

Διακρίνουμε επιτάχυνση, παράλειψη, περίληψη, έλλειψη, αφηγηματικό κενό, επιβράδυνση:

 

Γλώσσα

Η γλώσσα του κειμένου είναι:

 

Αφήγηση

Η αφήγηση είναι πραγματική ή πλασματική, αφήγημα γεγονότων, λόγων ή σκέψεων…

 

Ο αφηγητής

Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός, ετεροδιηγητικός…

 

Η εστίαση

Η εστίαση είναι μηδενική, εσωτερική, εξωτερική…

 

Τα αφηγηματικά επίπεδα

Τα αφηγηματικά επίπεδα είναι εξωδιηγητικά, διηγητικά, μεταδιηγητικά:

 

Αφηγηματικοί τρόποι

Οι αφηγηματικοί τρόποι είναι: έκθεση, διάλογος, περιγραφή, σχόλιο, ελεύθερος πλάγιος λόγος, μονόλογος:

 

Ενότητες

Το κείμενο μπορεί να χωριστεί στις εξής ενότητες:

 

Το σχόλιό σας...

 

pano