ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΓΓΕΙΟΓΡΑΦΙΑ
Κλασική Αγγειογραφία

Ζωγράφος του Λυκάονος, Οδυσσέας - Ελπήνορας


 

Πελίκη ύψος 47,4 εκ., περίπου 440 π.Χ., Boston, mfa, 34.79

 

Ο Οδυσσέας στο στόμιο του Άδη, κρατώντας στο δεξί του χέρι το σπαθί του, συναντά τον Ελπήνορα που έρχεται από τον Άδη να του ζητήσει να τον θάψει. Στη σκηνή παρευρίσκεται δεξιά ο Ερμής ως ψυχοπομπός

 Η παρουσία του Ερμή δεν αναφέρεται στην Οδύσσεια (λ 51-83) απ' όπου είναι εμπνευσμένη η σύνθεση.

 

Ζωγράφος του Λυκάονος

 

Οδύσσεια, λ 51 - 83

 

Πρώτη έφτασε η ψυχή του Ελπήνορα, του συντρόφου μου· ακόμα
δεν ήταν κάτω απ' την πλατύδρου, η τη γη μαθές θαμμένος
το είχαμε αφήσει το κουφάρι του στης Κίρκης το παλάτι
άκλαφτο κι άθαφτο —μας έσφιγγαν μεγάλες έγνοιες άλλες!
Κι όπως τον είδα, τον συμπόνεσα, τα κλάματα με πήραν,
και κράζοντας τον ανεμάρπαστα του συντυχαίνω λόγια:
«Στο ανήλιαγο σκοτάδι, Ελπήνορα, πώς ήρθες; πώς κατέβης
πεζός εσύ πιο πριν απ' τ' άρμενο που μ' έφερε εδώ πέρα;»
Σαν είπα τούτα, εκείνος βόγγηξε κι αυτά μου απηλογήθη:
«Γιε του Λαέρτη αρχοντογέννητε, πολύτεχνε Οδυσσέα,
θεού βουλή κακιά με αφάνισε και το κρασί το πλήθιο!
Στης Κίρκης το παλάτι ως πλάγιαζα, δεν πέρασε απ' το νου μου
την αψηλήν οπούθε ανέβηκα να κατεβώ τη σκάλα,
κι απ' τη σκεπή γραμμή γκρεμίστηκα, κι ως βγήκε απ' τα σφοντύλια
κι έσπασε ο σβέρκος μου, κατέβηκε στον Άδη κι η ψυχή μου.
Μα σε ξορκίζω σε όσους άφηκες δικούς κι εδώ δεν είναι —
το ταίρι σου και τον πατέρα σου, που σ' έχει αναστημένο,
και τον Τηλέμαχο, στο σπίτι σου μοναχογιό που αφήκες·
το ξέρω, σα γυρνάς, αφήνοντας εδώ τον Κάτω Κόσμο,
στην Αία ξανά το καλοκάμωτο καράβι σου θ' αράξεις.
Εκεί φτασμένος θέλω, ρήγα μου, να θυμηθείς και μένα·
άκλαφτο κι άθαφτο, αψηφώντας με, μη φύγεις και με αφήσεις,
απ' αφορμή δικιά μου οι αθάνατοι μην οργιστούν μαζί σου
μονάχα κάψε με με τ' άρματα που ήταν δικά μου, ως ζούσα,
κι εκεί, στο ακρόγιαλο της θάλασσας, μνημούρι ασκώσετέ μου
του δύστυχου, που κι οι μελλούμενες γενιές να μου θυμούνται.
Κι ως τούτα πια τελέψεις, κάρφωσε κι ένα κουπί στο μνήμα,
αυτό που ζώντας είχα κι έλαμνα μαζί με τους συντρόφους.»
Είπε, κι εγώ γυρνώντας μίλησα κι απηλογιά του δίνω:
«Όλα όσα γύρεψες, βαριόμοιρε, θα κάμω απ' άκρη ως άκρη.»
Τέτοιες κουβέντες συναλλάζαμε λυπητερές οι δυο μας,
στο γαίμα δίπλα εγώ καθούμενος με το σπαθί στο χέρι,
κι ο γίσκιος πέρα του συντρόφου μου, να λέει, να μη σωπαίνει.

 

Πηγές: Perseus δεσμός, Boston, mfa δεσμός