ἐπείσαμεν: να γίνει χρονική & εγκλιτική αντικατάσταση doc

χρονική αντικατάσταση
χρόνοςα' πληθυντικό οριστικής
ενεστώτας πείθ
παρατατικός πείθ
μέλλοντας πεί
αόριστος πεί
παρακείμενος πεί
υπερσυντέλικος πεί

εγκλιτική αντικατάσταση
τύποςοριστική υποτακτική ευκτική προστακτική
α' πληθ. αόριστου πείπείπεί